ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 2 ΑΑΔ 496

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 202/2010)

 

25 Νοεμβρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,  ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΑΒΒΑΣ  ΣΑΒΒΑ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

_________________________

 

Σάββας Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.

Μιχάλης Βασιλειάδης, για τους Εφεσίβλητους.

__________________________

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

      ο Δικαστής Νικολάτος.

____________________________

 


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων κατηγορήθηκε για στάθμευση άνευ τέλους, «κατά παράβαση του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Τροχαίων Αδικημάτων Νόμου 84/63, όπως τροποποιήθηκε με τους Νόμους 19/75, 4/79, 21/83 και 85/86, άρθρα 2, 3, 8, 10 και πρώτος Πίνακας Αδίκημα 6, αρ. 14 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμοί του 1984 και 58(4) και του περί Δήμων Νόμου 111/85, άρθρο 88».   Στις λεπτομέρειες αδικήματος αναφερόταν ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων, κατά την 9.4.2009 στην Πάφο, μέσα στα δημοτικά όρια της πόλης της Πάφου, ενώ ήταν οδηγός και/ή ιδιοκτήτης και/ή είχε υπό τον έλεγχο του το όχημα με αρ. εγγραφής ΗΥΥ 287, το στάθμευσε στην Λεωφ. Ευαγόρα Παλληκαρίδη χωρίς την καταβολή τέλους και παρέλειψε να πληρώσει το ποσό των €12,81 σεντ που του επιβλήθηκε ως εξώδικο πρόστιμο. 

 

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο προαναφερόμενος Ν 84/63, δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε ο εφεσείων, καταργήθηκε με το άρθρο 13 του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου (Ν 47(Ι)/97) ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 13.6.1997.  Δεν αμφισβητείται δηλαδή ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της 9.4.2009 ο νόμος δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε ο εφεσείων και οι σχετικές τροποποιήσεις είχαν καταργηθεί και στη θέση του, ουσιαστικά, θεσπίστηκε ο προαναφερόμενος 

Ν 47(Ι)/97.   Οι κανονισμοί που αναγράφονται στην έκθεση αδικήματος αλλά και το άρθρο 88 του περί Δήμων Νόμου 111/85 δεν  προσθέτουν οτιδήποτε το ουσιαστικό.

 

Παρά την κατάργηση του Ν 84/63 και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε τροποποίηση του κατηγορητηρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα να  προβάλει την υπεράσπιση του.  Ο εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση και δεν κάλεσε μάρτυρες υπεράσπισης.   Επίσης ο εφεσείων δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση εξαιτίας της κατάργησης του νόμου δυνάμει του οποίου κατηγορείτο, πριν απαντήσει στην κατηγορία, αλλά στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ηγέρθη το ζήτημα ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος, δυνάμει καταργηθέντος νόμου. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και καταδίκασε τον κατηγορούμενο για το αδίκημα της στάθμευσης άνευ τέλους χωρίς, όπως είπαμε, τροποποίηση του κατηγορητηρίου.  Τον καταδίκασε όχι δυνάμει του Ν 84/63, αλλά δυνάμει του Ν 47(Ι)/97.  Παρατήρησε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι ο Ν 84/63, όπως τροποποιήθηκε , είχε καταργηθεί αλλά έκρινε ότι, με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του αλλά και το τεκμήριο του άρθρου 9(3) του Ν 47(Ι)/97, σύμφωνα με το οποίο ιδιοκτήτης οχήματος τεκμαίρεται ότι είναι το πρόσωπο που ενέχεται στο αδίκημα της στάθμευσης άνευ τέλους, αποδεικνύετο ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος για το προαναφερόμενο αδίκημα, δυνάμει του Ν 47(Ι)/97.  Αφού εξέτασε τις εισηγήσεις των δύο πλευρών αναφέρθηκε στα άρθρα 83-85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και είπε ότι αυτά παρέχουν τη δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης στην περίπτωση κατά την οποία απλές παρατυπίες μπορούν να οδηγήσουν στην αθώωση ενός κατηγορουμένου, παρά την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.  Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 καθώς και σε σχετική νομολογία. 

 

Τελικά, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε ότι στην ενώπιον του υπόθεση εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του άρθρου 39(γ) του Κεφ. 155 και όχι οι πρόνοιες του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 για τους εξής λόγους:

 

(α)  Το άρθρο 85(4) εφαρμόζεται όταν αποδειχθεί, στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, η διάπραξη αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο αρχικό κατηγορητήριο. 

 

(β)    Στην υπόθεση αυτή τα στοιχεία που αποδείχθηκαν αποδεικνύουν τη διάπραξη του αδικήματος της στάθμευσης μηχανοκινήτου οχήματος άνευ τέλους, κατά παράβαση του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου, Ν 47(Ι)/97, άρθρα 2, 5(2) (α), 6(2), 8, 9, Τρίτος Πίνακας άρθρο 29 και του περί Δήμων Νόμου 111/85, άρθρο 88.

 

(γ)   Στην υπόθεση αυτή, στο κατηγορητήριο, περιγράφεται το ίδιο αδίκημα και όχι άλλο αδίκημα, αλλά απλά «αναγράφηκε λανθασμένη νομική βάση».  

 

(δ)   Ο κατηγορούμενος δεν επηρεάστηκε δυσμενώς ούτε και παραπλανήθηκε από το προαναφερόμενο λάθος. 

 

Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, η λανθασμένη  νομική βάση που αναγράφηκε στο κατηγορητήριο, δεν ήταν μοιραία για την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου, όπως προνοούν οι διατάξεις του άρθρου 39(γ) του Κεφ. 155, διότι δεν ήταν ουσιώδης παρατυπία που επέφερε βλάβη στον κατηγορούμενο, ούτε και τον οδήγησε σε παραπλάνηση.   Αναφέρθηκε, συναφώς, στις υποθέσεις Μαρκίδης ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 Α.Α.Δ. 598 και Κοιλιάρης ν. Δήμου Αγίου Δομετίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 350.

 

Αφού, το  πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε ένοχο τον κατηγορούμενο στη συνέχεια του επέβαλε χρηματική ποινή ύψους €80.- και τον καταδίκασε και στα έξοδα. 

 

Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης.  Η ουσία της έφεσης είναι αυτή που φαίνεται στους λόγους έφεσης 2, 4, 5 και 6 και συνίσταται στο ότι το  πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και στη συνέχεια καταδίκασε τον εφεσείοντα και του επέβαλε ποινή όχι για το αδίκημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, το οποίο καταργήθηκε εφόσον καταργήθηκε ο βασικός νόμος και οι τροποποιήσεις, που δημιουργούσαν το αδίκημα, πριν τον ουσιώδη χρόνο, αλλά για παρόμοιο αδίκημα που δημιουργήθηκε από νεότερο νόμο ο οποίος τέθηκε σε ισχύ, πριν τη διάπραξη του αδικήματος, χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση του κατηγορητηρίου.   

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη καταδίκη δεν μπορεί να επικυρωθεί και ότι θα πρέπει να ακυρωθεί.  Το συμπέρασμα βασίζεται στους εξής λόγους:

 

(α)   Η κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα βασίστηκε σε καταργηθέντα νόμο και ήταν σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, χωρίς τροποποίηση, να καταδικάσει τον εφεσείοντα για παρόμοιο αδίκημα που δημιουργήθηκε δυνάμει νεότερου νόμου ο οποίος δεν αναφερόταν στο κατηγορητήριο. 

 

(β)   Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 διότι, όπως είπε, δεν αποδείχθηκε, στο τέλος της δίκης, ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα που δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο.  Κατά την κρίση του, το αδίκημα που αποδείχθηκε ότι διέπραξε ο κατηγορούμενος ήταν αυτό που αναφερόταν στο κατηγορητήριο αλλά απλά η νομική βάση του αδικήματος αναγραφόταν λανθασμένα.  Δεν είναι ορθή αυτή η θέση, καθότι το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε ο εφεσείων ήταν αυτό της στάθμευσης άνευ τέλους κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ν 84/63 και όχι αυτό της στάθμευσης άνευ τέλους κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ν 47(Ι)/97.  Θεωρούμε ότι ένας κατηγορούμενος που κατηγορείται δυνάμει καταργηθέντος νόμου δεν μπορεί να μην επηρεάζεται δυσμενώς στα δικαιώματα του αν θεωρηθεί ότι κατηγορείται δυνάμει άλλου νόμου ο οποίος βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

 

(γ)   Όταν το  πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εις βάρος του κατηγορούμενου-εφεσείοντα δεν ανέφερε οτιδήποτε για το Ν 47(Ι)/97 παρόλο που ο ευπαίδευτος συνήγορος υπερασπίσεως είχε εγείρει το ζήτημα της κατάργησης του Ν 84/63.   Με βάση ποιά νομοθετική πρόνοια βρήκε ότι αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση;  

 

(δ)    Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ίσχυε η επιφύλαξη του άρθρου 39 του Κεφ. 155 στην περίπτωση αυτή.    Η επιφύλαξη εκείνη καλύπτει τις περιπτώσεις λαθών, στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται, και προνοεί ότι τέτοιο λάθος δεν θεωρείται, σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Κεφ. 155, εκτός εάν σύμφωνα με τη γνώμη του δικαστηρίου ο κατηγορούμενος πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους.    Στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για απλό λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται.  Πρόκειται για λάθος στον ίδιο το νόμο, με βάση τον οποίο κατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος-εφεσείων, ο οποίος είχε καταργηθεί και αντικατασταθεί από άλλο νόμο, πριν τον ουσιώδη χρόνο.   Οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο διαφοροποιούνται από την παρούσα.  Στην υπόθεση Μαρκίδης (ανωτέρω) δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα κατηγορίας του κατηγορούμενου δυνάμει καταργηθέντος νόμου. Απλά στο κατηγορητήριο δεν αναγραφόταν συγκεκριμένο άρθρο του σχετικού νόμου και αυτό κρίθηκε ότι δεν προκάλεσε οποιαδήποτε παραπλάνηση στον κατηγορούμενο.  Το Εφετείο, σ΄ εκείνη την υπόθεση, παρατήρησε ότι δεν αποφάσιζε το κατά πόσο το άρθρο που δεν αναγραφόταν ήταν απαραίτητο να συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο ή όχι.  Η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική διότι εδώ δεν αναγράφηκε, στο κατηγορητήριο, ο ορθός νόμος και ξεχάστηκε κάποιο άρθρο, αλλά αναγράφηκε καταργηθείς νόμος και τα άρθρα του.

 

(ε)  Η υποχρέωση ενός κατηγορουμένου να εγείρει ένσταση στο κατηγορητήριο, πριν απαντήσει στην κατηγορία, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κεφ. 155, υπάρχει αν το ελάττωμα είναι τυπικό.  Το ελάττωμα του καγορητηρίου, στην προκείμενη περίπτωση, όμως, δεν είναι τυπικό αλλά επηρεάζει το θεμέλιο της κατηγορίας. Επομένως, ο εφεσείων δεν έχασε τα δικαιώματα του, επειδή δεν ήγειρε ένσταση στο στάδιο εκείνο. 

 

Αναλογιστήκαμε κατά πόσο θα μπορούσαμε να ασκήσουμε τις εξουσίες που μας παρέχονται από το άρθρο 145 του Κεφ. 155 και να ακυρώσουμε την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσουμε τον εφεσείοντα για ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, βάσει της μαρτυρίας που προσήχθη ενώπιον του.  Για να ασκηθούν όμως οι εξουσίες του άρθρου 145 θα πρέπει να ικανοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155.  Δηλαδή θα πρέπει το ποινικό αδίκημα για το οποίο το Εφετείο θα καταδικάσει τον εφεσείοντα να είναι αδίκημα για το οποίο, το πρωτόδικο δικαστήριο, θα μπορούσε να τον είχε καταδικάσει αν τροποποιούσε δεόντως το κατηγορητήριο δυνάμει του άρθρου 85(4) (Δέστε:  Smache v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 88/08, ημερ. 14.7.2010).  Μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 85(4) είναι ότι η ποινή στην οποία θα υπόκειται ο κατηγορούμενος, μετά την τροποποίηση, δεν θα είναι μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.  Στην προκείμενη περίπτωση η ποινή που προνοείται δυνάμει του Ν 47(Ι)/97 (το πρόστιμο) είναι μεγαλύτερη εκείνης που  προνοείται δυνάμει του καταργηθέντος Ν 84/63 και επομένως ούτε το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο δυνάμει του άρθρου 85(4) αλλά ούτε και το Εφετείο μπορεί να ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 145(γ) του Κεφ. 155. 

 

Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε ότι η πρωτόδικη καταδίκη θα πρέπει να παραμεριστεί και ο εφεσείων να αθωωθεί.  Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που του προσήφθη.  Τα έξοδα πρωτόδικα και κατ΄  έφεση να καταβληθούν από τους εφεσίβλητους.

 

 

                                                               Δ.

 

                                                               Δ.

 

                                                               Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο