ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 359
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 174/2010)
19 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
Μ. Ι.,
Εφεσίβλητου.
________________________
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.
Κάτια Πιερούδη (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_______________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος, στη βάση δικής του παραδοχής, από το Κακουργοδικείο που συνεδριάζει στην Πάφο, σε κατηγορία κατά παράβαση των ΄Αρθρων 2 και 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, (Ν. 3(Ι)/2000). Συγκεκριμένα, κατηγορείτο ότι, σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ των ετών 2003 - 2004, εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά την ανήλικη θυγατέρα του, ηλικίας τότε τεσσάρων χρονών. Το Κακουργοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται από το Γενικό Εισαγγελέα η ορθότητα της ποινής που επιβλήθηκε και υποστηρίζεται ότι αυτή είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος, έχουν, σε συντομία, ως εξής:-
Ο εφεσίβλητος, το 1999, ενώ ήταν παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών, συνήψε σχέσεις με τη μητέρα της παραπονούμενης, την οποία, μετά το διαζύγιό του, παντρεύτηκε το 2002. Από τη σχέση τους απέκτησαν την παραπονούμενη, η οποία, κατά τη δίκη, ήταν ηλικίας έντεκα χρονών. Αυτή, στην ηλικία των έξι χρονών, παρουσίασε κάποια συμπτώματα, για τα οποία παρακολουθείτο στο σχολείο από εκπαιδευτικό ψυχολόγο. Στις 19/5/2010, η παραπονούμενη, μετά από κάποια συζήτηση που είχε με τη μητέρα της και ακόμη ένα πρόσωπο, σε σχέση με την αγορά ή όχι σ' αυτήν ηλεκτρονικού υπολογιστή, αποκάλυψε ότι, όταν ήταν μικρή, ο εφεσίβλητος την παρενόχλησε σεξουαλικά και ότι ο λόγος που δεν είπε τίποτε ήταν γιατί φοβόταν. Ανέφερε στη μητέρα της ότι, όταν ήταν μόνη στο σπίτι μαζί με τον εφεσίβλητο, αυτός την έβαλε να του «γλείφει την πουλλού του», από την οποία έβγαινε «μια άσπρη κρέμα». Στη συνέχεια, μετά από δική του απαίτηση, του έφερε πετσέτα, σκουπίστηκε και μετά την απείλησε ότι, αν έλεγε στη μητέρα της οτιδήποτε, θα την κτυπούσε. Η μητέρα της παραπονούμενης ενημέρωσε τη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας για τα όσα αυτή της αποκάλυψε και, στη συνέχεια, ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης το Τ.Α.Ε. Πάφου. Η παραπονούμενη εξετάστηκε από γυναικολόγο, χωρίς, όμως, να διαπιστωθεί οποιαδήποτε ρήξη του παρθενικού υμένα. Η κλινική ψυχολόγος Β. Μηνά, η οποία εξέτασε μετά το συμβάν την παραπονούμενη, σε ΄Εκθεσή της προς την Αστυνομία, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η παραπονούμενη είναι κορίτσι με ελαφριά νοητική καθυστέρηση και αρκετές μαθησιακές δυσκολίες.
Ο εφεσίβλητος, συνελήφθη στις 21/5/2010, στη βάση δικαστικού εντάλματος και δήλωσε ότι είναι αθώος. Αρνήθηκε, επίσης, ενοχή, σε δύο καταθέσεις που του λήφθηκαν στις 22/5/2010. Πρόβαλε ότι η καταγγελία, η οποία προερχόταν από τη σύζυγό του, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, ήταν ψευδής και έγινε για αλλότριους σκοπούς. Ακολούθως, όμως, στις 23/5/2010, σε θεληματική κατάθεσή του, παραδέχτηκε ότι η παραπονούμενη, όταν ήταν τεσσάρων, περίπου, χρονών και ο ίδιος διέμενε ακόμη μαζί με τη σύζυγό του, ένα πρωί που ήταν μόνος του στο σπίτι και ξάπλωνε στο κρεβάτι του γυμνός, πήγε και ξάπλωσε μαζί του, οπόταν της έδειξε να πάρει στα χέρια της το πέος του, να το πιέζει πάνω κάτω και, ταυτόχρονα, να το φιλά, μέχρι που αυτός εκσπερμάτωσε στο σεντόνι του κρεβατιού. Είπε στην παραπονούμενη να μην πει στη μητέρα της οτιδήποτε, διαφορετικά θα την κτυπούσε. Ο εφεσίβλητος, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, στις 27/5/2010, παραδέχτηκε και απολογήθηκε.
Το Κακουργοδικείο, με σκοπό να καταλήξει στην αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή, αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος, με αναφορά στην προβλεπόμενη γι' αυτό ποινή - φυλάκιση κατά ανώτατο όριο είκοσι χρόνων - (βλ. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141) - και στην ανάγκη, η ποινή που θα επέβαλλε να εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον - (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390) - χωρίς, βέβαια, να παραβλεφθούν οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου. Αφού έλαβε υπόψη του: τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός διέπραξε το αδίκημα - εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως πατέρας, η παραπονούμενη ήταν μόλις τεσσάρων χρονών και τον εμπιστευόταν απόλυτα - τους ελαφρυντικούς γι' αυτόν παράγοντες - ουσιαστικά, πρόκειται για αναλφάβητο άτομο, το οποίο άρχισε να εργάζεται από τα εφηβικά του χρόνια σε οικοδομές, χωρίς κατάλληλη στήριξη και καθοδήγηση, με προβλήματα υγείας, για τα οποία έτυχε απαλλαγής από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, έλλειψη οποιασδήποτε επικοινωνίας με τα παιδιά του από τον πρώτο του το γάμο, τα οποία, για άγνωστους λόγους, τον αποφεύγουν, χωρισμός του με τη μητέρα της παραπονούμενης, παραδοχή και μεταμέλειά του, λευκό ποινικό μητρώο, ψυχολογικά προβλήματα και προβλήματα υγείας - και νομολογία σε σχέση με παρόμοιας φύσης υποθέσεις, ενδεικτική του μέτρου τιμωρίας του συγκεκριμένου αδικήματος, του επέβαλε την ποινή που έχουμε προαναφέρει.
Προς υποστήριξη της έφεσης, η κ. Ουστά αναφέρθηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα, όπως υποστήριξε, άκρως επιβαρυντικές για τον εφεσίβλητο, αφού αυτός ήταν ο πατέρας της ανήλικης, η οποία εμφάνιζε και ελαφρά νοητική στέρηση. Πρόκειται, κατέληξε, για αδίκημα με θύμα το παιδί του, ηλικίας μόνο τεσσάρων χρονών.
Από πλευράς εφεσίβλητου, η κ. Πιερούδη, με αναφορά σε νομολογία[1], υποστήριξε την ορθότητα της ποινής. Οι ποινές, υπέβαλε, που επιβάλλονται για αδικήματα αυτής της φύσης και με δράστη τον πατέρα του θύματος, όπως προκύπτει μέσα από τη νομολογία, είναι φυλάκιση από δυόμισι μέχρι τέσσερα χρόνια.
Δε χωρεί αμφιβολία ότι αδικήματα κατά των ηθών, ιδιαίτερα, όμως, αδικήματα που στρέφονται εναντίον παιδιών τρυφερής ηλικίας, τα οποία δε διαθέτουν φυσικές και ηθικές αντιστάσεις, αλλά και να διαθέτουν αυτές υποχωρούν, ανάλογα με τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του θύματος και του δράστη, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και πρέπει να τιμωρούνται με αποτρεπτικές ποινές. Η σοβαρότητά τους, άλλωστε, αναγνωρίζεται, πρώτιστα, από την προβλεπόμενη ποινή. Αυτό, όμως, δε θα πρέπει, κατά την επιβολή της ποινής, να εξουδετερώνει την ανάγκη όπως η ποινή ανταποκρίνεται στο συγκεκριμένο δράστη. Προοπτική της ποινής είναι αυτή να αρμόζει όχι μόνο στο αδίκημα αλλά και στο δράστη. Το ποιος είναι ο εφεσίβλητος το έχουμε, ήδη, σκιαγραφήσει, όπως και ποιο το θύμα. ΄Οτι πρόκειται για ειδεχθή συμπεριφορά, έστω μεμονωμένη, δε χωρεί αμφιβολία, η οποία, όμως, έγινε παραδεκτή από τον εφεσίβλητο, χωρίς να χρειαστεί η ανήλικη να καταθέσει και να υποστεί νέο ψυχικό τραύμα, ή να αναλωθεί δικαστικός χρόνος για εκδίκαση της υπόθεσης.
Εξετάσαμε όλα τα δεδομένα με προσοχή. Δε διαπιστώνουμε το Κακουργοδικείο να μην έστρεψε την προσοχή του και να μη συνυπολόγισε ορθά κάθε τι που θα μπορούσε να επηρεάσει την ποινή, η οποία, αν και επιεικής, δε βρίσκουμε να είναι ανεπαρκής, σε βαθμό ανατροπής της.
Η έφεση απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω)· Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174· Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαγεωργίου (2007) 2 Α.Α.Δ. 514· Σοφοκλής Σιακαλλή ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 145/09, 14/4/10· Γιάννης Κερκής ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 38/09, 22/7/10