ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 61/2011)
18 Απριλίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΚΟΥΡΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
΄Αρης Χατζηπαναγιώτου, μαζί με Παύλο Παυλίδη, για τον Εφεσείοντα.
΄Ολγα Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά που ο εφεσείων και ακόμη ένα πρόσωπο, το οποίο δεν ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας, παραπέμφθηκαν σε δίκη στις 11/5/2011 ενώπιον του Κακουργοδικείου που συνεδριάζει στη Λεμεσό, η εκπρόσωπος για την Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως αυτός παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Στήριξε το αίτημά της στην πιθανότητα μη εμφάνισής του στο Δικαστήριο και στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη για σειρά αδικημάτων, συγκεκριμένα για 410 κατηγορίες, που αφορούν, μεταξύ άλλων, πλαστογραφία, λήψη γνώσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς δικαίωμα, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κλοπή και συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, από τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, αποσπάστηκε συνολικά ποσό €379.830,00. Τα, κατ' ισχυρισμό, αδικήματα διαπράχθηκαν στις 27/2/2011, στη Λεμεσό, μεταξύ των ωρών 05:52 - 09:14. Ο εφεσείων και το άλλο πρόσωπο φέρονται να κατάρτισαν πλαστές πιστωτικές τραπεζικές κάρτες και, με τη χρήση τους, να απέσπασαν από ταμιακές μηχανές τραπεζών το πιο πάνω ποσό. Η Κατηγορούσα Αρχή, για να στηρίξει το αίτημά της για κράτηση του εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι εναντίον του εκκρεμεί και η Υπόθεση Αρ. 17410/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που αφορά και πάλι πλαστές πιστωτικές κάρτες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα, στη βάση μόνο της πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων. ΄Εκρινε ότι οι κατηγορίες, στην ουσία, αφορούσαν επαναλαμβανόμενες, κατ' ισχυρισμό, ενέργειές του, με μέθοδο που προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις. Η μέθοδος και ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των, κατ' ισχυρισμό, αδικημάτων, κατέληξε, είναι τέτοια, που η πιθανότητα διάπραξης νέων δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε, επίσης, τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα. Η οικογένειά του κατάγεται από το Βουνί, ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Καναδά. Πριν από έξι χρόνια, επέστρεψε στην Κύπρο, όπου ζει με τη σύζυγο και τα δύο παιδιά τους, είναι δε ο μόνος ο οποίος εργάζεται και συντηρεί την οικογένειά του. ΄Εκρινε, όμως, ότι αυτές δεν υπερφαλαγγίζουν το δημόσιο συμφέρον, που επέβαλλε την κράτησή του μέχρι τη δίκη του.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, ενώπιόν μας, με αναφορά σε νομολογία σχετική με το ζήτημα της κράτησης υπόπτου ή κατηγορουμένου προσώπου, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τα γεγονότα, αφού παρέλειψε να εξετάσει το μαρτυρικό υλικό, με σκοπό να πιθανολογήσει κατά πόσο ο εφεσείων συνδέεται, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με τη διάπραξη των αδικημάτων. Είναι η θέση του ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπήρχε μαρτυρία για πιθανότητα καταδίκης και ότι αυτό επηρεάστηκε από τον όγκο των κατηγοριών που ο εφεσείων αντιμετωπίζει. Η παράλειψη αναφοράς στο μαρτυρικό υλικό καθιστά την πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένη.
Είναι καλά γνωστό ότι η κράτηση κατηγορουμένου μπορεί να διαταχθεί για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι και αυτόνομοι. Η συνδρομή οποιουδήποτε από αυτούς, που είναι ο κίνδυνος μη προσέλευσης, η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση κατηγορουμένου - (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη νομολογία που απορρέει από τις Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τσιάκκας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 164, διαπίστωσε ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον δεν αποδεικνύεται με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά εκείνο που μετρά είναι, αν, στη βάση των ενώπιον του δικαστηρίου στοιχείων, δημιουργείται ισχυρή εντύπωση για τέτοια πιθανότητα.
Τα ίδια επαναλαμβάνονται στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, όπου, με αναφορά στη μαρτυρία η οποία είχε αποτελέσει το βάθρο του κατηγορητηρίου και της παραπομπής του εφεσείοντα στο Κακουργοδικείο, διατάχθηκε, στη βάση της πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων, η κράτησή του μέχρι τη δίκη. Εκεί είχαν διαπραχθεί κατ' επανάληψη τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της πλαστοπροσωπίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ενώπιόν μας ότι εδώ δεν υπάρχει ένδειξη για παρατεταμένη διάπραξη των αδικημάτων και τούτο, επειδή τα, κατ' ισχυρισμό, αδικήματα διαπράχθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, την ίδια ημέρα.
΄Εχουμε εξετάσει την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα και δε συμφωνούμε ότι, στην παρούσα περίπτωση, ελλείπει η παρατεταμένη εγκληματική συμπεριφορά. Το γεγονός της διάπραξης μεγάλου αριθμού αδικημάτων εντός ελαχίστου χρόνου δεικνύει την ύπαρξη ροπής και δυνατότητας διάπραξης νέων αδικημάτων. Ενδεικτικά, παρατηρούμε ότι, καθώς προκύπτει από το κατηγορητήριο, η διάπραξη των, κατ' ισχυρισμό, αδικημάτων έγινε σε σύντομο χρόνο, περίπου κάθε ένα λεπτό, μεταξύ της 05:52 και της 09:14 της ίδιας ημέρας και αποσπάστηκε μεγάλο ποσό.
΄Οσον αφορά τη θέση ότι έπρεπε να συνυπολογιστεί στον παράγοντα της διάπραξης άλλου αδικήματος και η πιθανότητα καταδίκης - ένας από τους παράγοντες που λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται αίτημα κράτησης στη βάση του κινδύνου κατηγορούμενο πρόσωπο να μην παρουσιαστεί στη δίκη του - ήδη έχουμε αναφέρει ότι ο κάθε ένας παράγοντας είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα, στη βάση και μόνο αυτού του παράγοντα, διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα, χωρίς να παραβλέπεται, βέβαια, ότι το μαρτυρικό υλικό ήταν ενώπιόν του, όπως και το ίδιο καταγράφει στην απόφασή του, όταν κρίθηκε ότι αυτό δικαιολογούσε την παραπομπή του εφεσείοντα στο Κακουργοδικείο.
Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, τις οποίες ο συνήγορος επανέλαβε ενώπιόν μας, επίσης, συνυπολογίστηκαν, όπως συνυπολογίστηκε και ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι τη δίκη και δε βλέπουμε να δικαιολογείται, καθ' οιονδήποτε τρόπο, επέμβασή μας στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ