ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 551
3 Δεκεμβρίου 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 4/2010)
TEKINDER PAL,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2010)
ΧΡΥΣΩ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΚΙΤΑ,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 4/2010, 5/2010)
Δικαστήριο ― Προκατάληψη Δικαστηρίου ― Φαινομενική προκατάληψη ― Κριτήριο για τη δημιουργία φαινομενικής προκατάληψης στα μάτια του μέσου εχέφρονα πολίτη ― Ορισμός του δίκαιου σκεπτόμενου και πληροφορημένου παρατηρητή στη σχετική νομολογία.
Ναρκωτικά ― Συνωμοσία προς διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως «Α», ήτοι 779 γρ. ηρωΐνης, κατοχή του ιδίου φαρμάκου και κατοχή του με σκοπό την προμήθειά του σε τρίτα πρόσωπα ― Καταδίκη στη βάση μαρτυρίας συναυτουργού η οποία συνελήφθη επ' αυτοφόρω με τα ναρκωτικά, υποστηριζόμενη από ενισχυτική μαρτυρία.
Ποινή ― Συναυτουργοί ― Ποίος ο ενδεδειγμένος χρόνος επιβολής ποινής σε συναυτουργό ο οποίος προτίθεται να καταθέσει για την Κατηγορούσα Αρχή.
Απόδειξη ― Συναυτουργοί ― Ναρκωτικά ― Κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ― Καταδίκη στη βάση μαρτυρίας συναυτουργού η οποία (μαρτυρία) υποστηρίζετο από ενισχυτική και επιστημονική μαρτυρία.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αντεξέταση μαρτύρων ― Παράλειψη υπεράσπισης να θέσει τα θέματα που είχε υπόψη στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως και να εκθέσουν τη δική τους εκδοχή ως προς τον τρόπο που διαδραματίστηκαν τα αμφισβητούμενα γεγονότα ― Μετρά εις βάρος των κατηγορουμένων.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις και προεκτάσεις τους ― Ποία η σημασία τους σε σχέση με την αξιοπιστία μαρτύρων ― Ποία τα κριτήρια για την αποτίμηση των αντιφάσεων.
Ναρκωτικά ― Προμήθεια ναρκωτικών ― Ποία η έννοια της προμήθειας («supply») όπως καθορίστηκε στην υπόθεση R v. Maginnis [1987] 1 All E.R. 907 ― Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο ορθώς εφάρμοσε το λόγο της Maginnis στην παρούσα υπόθεση.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Το Κακουργιοδικείο είχε υποχρέωση να προβεί σε λεπτομερή και ουσιαστική αξιολόγηση της αξιοπιστίας συναυτουργού.
Απόδειξη ― Επιστημονική μαρτυρία ― Διαπίστωση ότι γενετικό υλικό σε ανευρεθέντα τεκμήρια σε υπόθεση ναρκωτικών ταυτιζόταν με το γενετικό υλικό της εφεσείουσας ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.
Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορούμενου ― Καταφυγή σε ψεύδος προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων ― Κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα ― Τα ψεύδη κατηγορουμένου αποτελούν επιπρόσθετο στοιχείο ενισχυτικής μαρτυρίας εις βάρος του.
Δήμευση ― Ποίος ο ενδεδειγμένος χρόνος καταχώρησης της σχετικής αίτησης από την Κατηγορούσα Αρχή ― Ο περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος αρ.188(Ι)/2007 ― Κατά πόσο η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος δήμευσης δυνάμει του Νόμου αποτελεί κατηγορία για την οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να εκδικαστεί ή κατά πόσο αποτελεί μέρος της διαδικασίας επιβολής ποινής ― Κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 6 (2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και/ή το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος όσον αφορά το τεκμήριο της αθωότητας ― Σε ποία αδικήματα τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος και ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος έναρξης της σχετικής διαδικασίας.
Στις 29.4.2008, οι εφεσείοντες που είναι σύζυγοι, μετέβησαν με το όχημα της εφεσείουσας από την Αθηαίνου στη Λευκωσία έχοντας συνεπιβάτιδες την ανήλικη θυγατέρα της εφεσείουσας και την πρώην κατηγορούμενη 1, Μάρθα Ιωάννου (εφεξής «η Μάρθα»). Η εφεσείουσα στάθμευσε το αυτοκίνητό της κοντά στο οδόφραγμα και όλοι οι συνεπιβαίνοντες του αυτοκινήτου μετέβησαν πεζοί στα κατεχόμενα. Γύρω στο μεσημέρι, κλιμάκιο αστυνομικών της ΥΚΑΝ Αρχηγείου, εντόπισε τους υπόπτους να επιστρέφουν από τα κατεχόμενα και ανέκοψαν το αυτοκίνητο της εφεσείουσας στο οποίο αυτοί και πάλιν επέβαιναν. Ο αναπληρωτής λοχίας Γ. Ιωάννου, Μ.Κ.4, άκουσε από τη μισάνοικτη πόρτα του συνοδηγού του οχήματος της εφεσείουσας, την εφεσείουσα να λέγει επί λέξει «επιάσαν μας». Η Μάρθα υποβλήθηκε σε σωματική έρευνα, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι αυτή μετέφερε ναρκωτικές ουσίες εντός του στηθόδεσμού της και εντός του παντελονιού της κάτω από το εσώρουχό της πλησίον των γεννητικών της οργάνων, συσκευασμένες σε δύο διαφανή νάυλον σακκουλάκια. Από τις μετέπειτα επιστημονικές εξετάσεις, διαπιστώθηκε ότι οι ναρκωτικές αυτές ουσίες ήταν 779 γρ. ηρωΐνης, που κατατάσσεται από το σχετικό Νόμο ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α.
Η Μάρθα έδωσε θεληματική κατάθεση, Τεκμ.5, την ίδια ημέρα της σύλληψής της, στην οποία παραδέχθηκε την κατοχή των ναρκωτικών, εμπλέκοντας και τους εφεσείοντες στην υπόθεση. Την ίδια επίσης ημέρα, διαπιστώθηκε, κατόπιν σωματικής έρευνας της εφεσείουσας και του οχήματός της, η ύπαρξη ποσού €1240, που ήσαν εντός της τσάντας της, ενώ σωματική έρευνα που έγινε στον εφεσείοντα αποκάλυψε την ύπαρξη ποσού €3940, στη τσέπη του παντελονιού του. Στην δε οικία των εφεσειόντων στην Αθηαίνου βρέθηκε το ποσό των €12.400. Σε ανακριτικές καταθέσεις που έδωσαν τόσο ο εφεσείων όσο και η εφεσείουσα στις 1.5.08 και 2.5.08 αντίστοιχα, και οι δύο αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακροαματική διαδικασία, κατά την οποία η Μάρθα, μετά την παράθεση ολόκληρης σχεδόν της μαρτυρίας, άλλαξε απάντηση σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε από κοινού με τους εφεσείοντες και παραδέχθηκε την πρώτη κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως «Α», καθώς επίσης και την τρίτη κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της κατοχής του προαναφερομένου ελεγχομένου φαρμάκου των 779 γρ. ηρωΐνης με σκοπό την προμήθεια αυτού σε τρίτα πρόσωπα. Ανεστάλη συνεπώς η δεύτερη κατηγορία που αφορούσε την απλή κατοχή του εν λόγω φαρμάκου. Τότε, η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε ότι προτίθετο να καλέσει την Μάρθα ως μάρτυρα κατηγορίας. Το Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση της Μάρθας ότι η ανακριτική κατάθεσή της δεν ήταν θεληματική. Μετά την επιβολή στη Μάρθα συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 3 ½ ετών στην τρίτη κατηγορία, υποβλήθηκε ανεπιτυχώς αίτημα από το συνήγορο των εφεσειόντων για εξαίρεση του Κακουργιοδικείου από την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης λόγω φαινομενικής προκατάληψης η οποία, κατ' ισχυρισμόν, προέκυπτε από το συγκεκριμένο λεκτικό που το Κακουργιοδικείο χρησιμοποίησε στο σκεπτικό της ποινής. Το αίτημα αυτό έγινε στο στάδιο κατάθεσης του τότε τελευταίου μάρτυρα κατηγορίας Δρ. Μ.Α. Καριόλου, Μ.Κ.10, και δη κατά την αντεξέτασή του από τον συνήγορο των εφεσειόντων.
Η Μάρθα, κατέθεσε εν τέλει ως Μ.Κ.11 και υπήρξε η βασική μάρτυρας στην υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο ιθύνων νους της όλης επιχείρησης για τη μετάβασή τους στα κατεχόμενα και τη μεταφορά ναρκωτικών από εκεί προς τις ελεύθερες περιοχές του κράτους, ήταν ο αδελφός της εφεσείουσας Αντώνης Προκοπίου Κίτας, ο οποίος είχε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με την εφεσείουσα, δίδοντας προς αυτήν οδηγίες ως προς τα πρόσωπα που θα συναντούσε, τον τόπο και τον τρόπο της όλης επιχείρησης.
Πέραν από τη μαρτυρία της Μάρθας, κατέθεσε και ο μοριακός γενετιστής Μάριος Καριόλου, ως προς το γενετικό υλικό, ταυτιζόμενο με αυτό της εφεσείουσας, που ανευρέθηκε στο εξωτερικό μέρος ενός από τα σακκουλάκια. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη, ενώ είχε απορρίψει τις θέσεις της Δρος Farmen περί ύπαρξης δυνατότητας δευτερεύουσας μεταφοράς γενετικού υλικού και ότι το γενετικό υλικό της εφεσείουσας που ανευρέθηκε στο εξωτερικό μέρος του σακκουλιού που είχε η Μάρθα στο σώμα της, ήταν προϊόν τέτοιας δευτερεύουσας μεταφοράς και άρα δεν είχε απευθείας επαφή η εφεσείουσα με το νάυλον σακουλάκι.
Η εφεσείουσα κατά κύριο λόγο προέβαλε εντελώς αντίθετη θέση ως προς τα γεγονότα, υποστηρίζοντας ότι ο λόγος μετάβασής τους στα κατεχόμενα ήταν η αγορά παπουτσιών Dolce & Cabbana που η Μάρθα φορούσε στο πασχαλινό οικογενειακό τραπέζι της εφεσείουσας και του συζύγου της στο σπίτι της εφεσείουσας, με δεδομένο ότι, όπως τους είπε η Μάρθα, τέτοια είδη ήταν φθηνότερα στα κατεχόμενα.
Το Κακουργιοδικείο έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η Μάρθα ήταν συναυτουργός αναζήτησε και ενισχυτική μαρτυρία, την οποία βρήκε: (α) στην επιστημονική μαρτυρία του Δρος Καριόλου, (β) στη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ότι κατά την ανακοπή του οχήματος η εφεσείουσα εκστόμισε τη φράση «επιάσαν μας» που έδειχνε γνώση της μεταφοράς των ναρκωτικών στο σώμα της Μάρθας και, (γ) στο ηθελημένο ψέμα της εφεσείουσας για οποιαδήποτε σχέση, σύνδεση ή άμεση επαφή με το σακούλι.
Η μαρτυρία των εφεσειόντων απορρίφθηκε στο σύνολό της. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ιδιαιτέρως την κατάθεση της εφεσείουσας ότι είχε σαν στόχο να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο από τα πραγματικά γεγονότα, ενώ διαπιστώθηκαν πολλές και ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ της ανακριτικής της κατάθεσης στην αστυνομία και της ένορκης εκδοχής της. Παρόμοιες αντιφάσεις το Κακουργιοδικείο εντόπισε και μεταξύ της ένορκης μαρτυρίας του εφεσείοντος και της ανακριτικής του κατάθεσης, αλλά και μεταξύ της μαρτυρίας του ιδίου και της μαρτυρίας της εφεσείουσας συζύγου του.
Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τους εφεσείοντες και στις τρεις κατηγορίες. Η δε εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη και στην τέταρτη κατηγορία που μόνη αντιμετώπιζε σε σχέση με το αδίκημα της προμήθειας από αυτή προς τη Μάρθα της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών. Οι εφεσείοντες τιμωρήθηκαν με διάφορες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με ανώτατο όριο για την μεν εφεσείουσα επτά χρόνια φυλάκιση στην τρίτη κατηγορία, στον δε εφεσείοντα τριάμισυ χρόνια φυλάκιση στην ίδια κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Σε διαδικασία που προηγήθηκε της επιβολής της ποινής το Κακουργιοδικείο εξέδωσε διάταγμα δήμευσης εσόδων με αναφορά στα χρήματα που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στο όχημα και στην οικία των εφεσειόντων, συνολικού ύψους €17.580.
Οι εφεσείοντες, με 14 λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της καταδίκης τους. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τα ακόλουθα θέματα:
(i) Το θέμα της φαινομενικής προκατάληψης του Κακουργιοδικείου.
(ii) Την ευρύτερη αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης.
(iii) Την επίκριση του χειρισμού της υπεράσπισης.
(iv) Τη μαρτυρία για το γενετικό υλικό.
(v) Την έννοια της προμήθειας.
(vi) Το διάταγμα δήμευσης.
Αποφασίστηκε ότι:
(i) Δεν συντρέχουν λόγοι που θα οδηγούσαν τον καλώς πληροφορημένο αντικειμενικό παρατηρητή που έχει ταυτόχρονα ισορροπημένη και δίκαιη σκέψη, να θεωρήσει ότι το Κακουργιοδικείο είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο προαποφασίσει είτε τη συμμετοχή των εφεσειόντων στα υπό κρίση αδικήματα ή ότι αυτοί ήσαν μεγαλέμποροι ναρκωτικών τους οποίους, πάση θυσία, το Κακουργιοδικείο έπρεπε να εύρει ένοχους επιβάλλοντας σε αυτούς και την ανάλογη τιμωρία. Άλλωστε είναι φανερό από το σκεπτικό της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου, ότι οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι μετά από την αναγκαία περίσκεψη κρίνοντας τη Μάρθα γενικώς ως αξιόπιστη, αλλά και με την περαιτέρω ασφαλιστική δικλείδα, ότι η μαρτυρία της ενισχύετο ουσιωδώς από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία εμπλέκουσα τους εφεσείοντες, της Μάρθας ορθά θεωρούμενης ως συναυτουργής.
Δεν υπάρχουν εδώ τα δεδομένα των σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τις οποίες επικαλέσθηκε ο συνήγορος υπεράσπισης που να δικαιολογούν ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης όπως αυτή εκφράστηκε στις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις που εκδόθηκαν μια από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου και μια από τα δύο Μέλη αυτού, ώστε να τίθεται καν ζήτημα συζήτησης για φαινομενική προκατάληψη.
Η διαπίστωση της αμεροληψίας υπόκειται σε ένα υποκειμενικό έλεγχο στη βάση της προσωπικής πεποίθησης του εκδικάζοντος Δικαστή και σε ένα αντικειμενικό έλεγχο που έγκειται στην παροχή επαρκών εγγυήσεων για την απόσβηση οποιασδήποτε νόμιμης αμφιβολίας ως προς τούτο.
Τα Δικαστήρια γενικώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τα ενώπιόν τους θέματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνεται να αιωρείται έστω και σκιά ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους, όπως αυτή βέβαια η αμεροληψία δύναται να αναδυθεί από τον τρόπο γραφής της απόφασης, είτε ενδιάμεσης, είτε τελικής.
(ii) Το κριτήριο για ανατροπή των πρωτοδίκων ευρημάτων είναι το ίδιο είτε σε αστικές είτε σε ποινικές υποθέσεις, με το διαφοροποιητικό στοιχείο ότι στις ποινικές, τα ευρήματα θα πρέπει να είναι τόσο στερεά και ευλόγως αναδυόμενα από τη μαρτυρία ώστε να αντέχουν την βάσανο του ελέγχου τους στο υψηλότερο επίπεδο που απαιτείται ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Τα όσα ο συνήγορος υπεράσπισης καταγράφει στο διάγραμμά του ως προβληματικά στοιχεία που πλήττουν την αξιοπιστία της Μάρθας, σχετίζονται στην ουσία με τις συνθήκες της θεληματικότητας της κατάθεσής της, Τεκμ.5, και όχι με την καθ' αυτή αξιοπιστία της επί της κυρίως δίκης. Είναι όντως λεπτή η γραμμή που διαχωρίζει τα γεγονότα που σχετίζονται με την καθ' αυτή αξιοπιστία της Μάρθας αναφορικά με τη θεληματικότητα της κατάθεσής της, από εκείνη που σχετίζεται με την ουσία των γεγονότων.
Το Κακουργιοδικείο είχε υποχρέωση να προβεί σε λεπτομερή και ουσιαστική αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Μάρθας εφόσον η αξιοπιστία της διακυβευόταν όχι μόνο λόγω του ότι ήταν συναυτουργός, αλλά και διότι αναμφίβολα τα όσα ανέφερε κατά τη διαδικασία της δίκης εντός δίκης διαπερνούν από μια γενικότερη θεώρηση την ίδια την αξιοπιστία της και επί της κυρίως δίκης. Όμως το Κακουργιοδικείο απέτυχε στο ρόλο της σε βάθος ανάλυσης των ενώπιόν του δεδομένων.
Η ουσία της μαρτυρίας της Μάρθας παρέμεινε η ίδια και κατά την κυρίως δίκη, παρόλο το σύντομο της κατάθεσής της, Τεκμ.5, στην Αστυνομία λίγη ώρα μετά τη σύλληψή της. Το γεγονός που παραμένει είναι ότι από την ίδια κιόλας ημέρα η Μάρθα ενέπλεξε και τον εαυτό της και τους εφεσείοντες στην εγκληματική μεταφορά ναρκωτικών από τα κατεχόμενα, κατά τρόπον που δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι ήταν εκ των υστέρων σκέψεις. Η μαρτυρία των αδελφών της εφεσείουσας, Χρυστάλλας και Μαρίας, που κρίθηκαν αναξιόπιστες, δεν ενείχε ιδιαίτερη σημασία ενόψει του γεγονότος ότι ήταν περιφερειακής σημασίας που σχετιζόταν μόνο με το έναυσμα της μετάβασης της Μάρθας και των εφεσειόντων στην κατεχόμενη Λευκωσία. Όλη αυτή η μαρτυρία όμως στο τέλος παρέμεινε χωρίς υπόβαθρο και σημασία εφόσον το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη θέση της Μάρθας ως προς το τι πράγματι συνέβη στα κατεχόμενα, ενώ βεβαίως η Μάρθα στη δική της μαρτυρία αρνήθηκε ότι παρευρισκόταν στο πασχαλινό τραπέζι ή ότι έγινε ποτέ τέτοια συζήτηση με αφορμή τα παπούτσια της.
Οι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις και οι προεκτάσεις τους, συνιστούν γεγονότα που λαμβάνονται υπόψη στην κρίση της αξιοπιστίας μάρτυρα χωρίς, βέβαια, να εξουδετερώνεται η μαρτυρία αυτή, αν κατά τα άλλα είναι παραδεκτή κατά το δίκαιο της απόδειξης. Τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων σχετίζονται με τους λόγους που οδηγούν στην προβολή διϊστάμενων θέσεων, την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες με τελικό κριτήριο την προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια.
Αν κάτι έπραξε λάθος το Κακουργιοδικείο ήταν η αποτίμηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας ως αναξιόπιστης στο βαθμό που αυτή η κρίση ενέπλεκε το στοιχείο των αντιφάσεων μεταξύ της ένορκης κατάθεσής της και της ανακριτικής της κατάθεσης, Τεκμ.4, δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι χρησιμοποιήθηκαν δύο μέτρα και δύο σταθμά, αφού παρόμοιες αντιφάσεις ουσιαστικότερης ίσως υφής σε σχέση με τη Μάρθα κρίθηκαν επουσιώδεις ή αποδόθηκαν στην ψυχολογική της φόρτιση, κάτι που όμως ίσχυε και για την εφεσείουσα που αιμορραγούσε και μεταφέρθηκε για περίθαλψη στο νοσοκομείο. Δεν ήταν όμως αυτά που σφράγιζαν το αναξιόπιστο της εκδοχής της εφεσείουσας και συνακόλουθα του συζύγου της. Και οι δύο εκδοχές τους κρίθηκαν να ήταν επιτηδευμένες και μη ανταποκρινόμενες στην αλήθεια.
Η μαρτυρία της εφεσείουσας συνίστατο σε παντελή άρνηση των δεδομένων και εξαντλείτο σε μια προσπάθεια να υπονοήσει ότι η Μάρθα είχε είτε διαλάθει της προσοχής τους για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα, είτε απομακρύνθηκε σκοπίμως από κοντά τους για να έχει την ευκαιρία να εναποθέσει στο σώμα της τα σακκουλάκια με τα ναρκωτικά.
Η φράση την οποία κατά την Μάρθα η εφεσείουσα εκστόμισε, δηλαδή, το «επιάσαν μας», συνάδει με τη μαρτυρία του λοχία Μ.Κ.4, ο οποίος και στην κατάθεση του στην αστυνομία, έγγραφο 4, και στην ένορκη μαρτυρία του ρητά ανέφερε ότι είχε ακούσει τη φράση αυτή από την εφεσείουσα.
Η μαρτυρία αυτή του Μ.Κ.4 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του από το συνήγορο των εφεσειόντων.
Η Μάρθα αντεξετάστηκε από την υπεράσπιση με υποβολή ότι δεν είχε πει τέτοια φράση η εφεσείουσα, για να ληφθεί όμως η σταθερή απάντηση ότι η φράση αυτή μαζί με τη φράση «Μάρθα φύε», λέχθηκε.
Η φράση «επιάσαν μας» υπό το φως των συγκεκριμένων συνθηκών που αυτή λέχθηκε, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αθώα και εύλογα μπορούσε να λειτουργήσει ως αυθόρμητη εκστόμιση της εσώτερης σκέψης της εφεσείουσας, η οποία με τους άλλους δύο τότε συγκατηγορούμενούς της, είχαν περάσει εκ νέου στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας έχοντας ολοκληρώσει τον άνομο σκοπό τους και μη έχοντας υποψία για την παρακολούθηση της ΥΚΑΝ. Η φράση υποδηλώνει ότι η εφεσείουσα είχε γνώση των κρυμμένων στο σώμα της Μάρθας ναρκωτικών. Άλλωστε, η φράση αυτή πρέπει να συνδυαστεί και με την φράση της εφεσείουσας που, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της Μάρθας, την προέτρεπε άμεσα να φύγει.
(iii) Ορθώς το Κακουργιοδικείο σχολίασε τα κατωτέρω θέματα ως εκ των υστέρων θέσεις της υπεράσπισης που έτειναν να αμφισβητήσουν την επάρκεια των ερευνών και της όλης διαδικασίας από τις ανακριτικές αρχές:
Τα περί κακοποίησης του εφεσείοντος, ενόψει του ότι η ανακριτική του κατάθεση δεν ήταν ενστάσιμη ως προς τη θεληματικότητά της.
Τα περί διασύνδεσης της κατάθεσης του εφεσείοντος, Τεκμ.6, με την αδυναμία του να κατανοήσει τη γλώσσα Hindi, εφόσον ο ίδιος γνωρίζει τη γλώσσα Punjabi, ενόψει του ότι καμιά και πάλι ένσταση δεν είχε εγερθεί στην παρουσίαση της κατάθεσης.
Τα περί της υγείας της εφεσείουσας ως προς την κατάθεσή της να λαμβάνεται στο Νοσοκομείο υπό την πίεση και την επιμονή των ανακριτών, και άρα η κατάθεσή της δεν ήταν ορθή ή ήταν επηρεασμένη λόγω των προβλημάτων υγείας της στην κυρίως εξέτασή της στις 7.9.2009. Η υπεράσπιση όφειλε να εγείρει ένσταση στο στάδιο που η κατάθεσή της παρουσιάστηκε και έγινε δεκτή ως Τεκμ.4 στις 23.1.2009.
Η υπεράσπιση παρέλειψε, ως όφειλε, να θέσει τα ζητήματα που είχε κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Ο κανόνας δεν διαφοροποιείται μεταξύ αστικών και ποινικών υποθέσεων.
(iv) Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το θεμελιακά λανθασμένο στην αντιμετώπιση από το Κακουργιοδικείο της μεθοδολογίας LCN στην οποία στηρίχθηκε η Δρ. Farmen και της μεθοδολογίας Power Plex 16, στην οποία στηρίχθηκε ο Δρ. Καριόλου σε σχέση με την ανίχνευση του γενετικού υλικού της εφεσείουσας επί του εξωτερικού μέρους του σακκουλιού που βρέθηκε τοποθετημένο στην περιοχή της κοιλιάς της Μάρθας, θέμα το οποίο αποτέλεσε μείζον σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών.
Η απλή ένδειξη από τη μέθοδο LCN ότι είναι πιθανή η δευτερεύουσα μεταφορά, δεν επαρκεί για τον εκτοπισμό της στέρεα θεμελιωμένης ασφαλούς και γενικώς αποδεκτής μεθόδου του Power Plex 16, που στην περίπτωση, έδειξε ότι ανιχνεύθηκε γενετικό υλικό της εφεσείουσας ως αποτέλεσμα άμεσης επαφής με το σακκουλάκι έχοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι το υλικό που απομονώθηκε ήταν μεν μικρής ποσότητας, ποσότητας που ήταν όμως ταυτόχρονα και ικανοποιητική για να ληφθούν αξιόπιστα αποτελέσματα. Εν τέλει η θέση του Δρ. Καριόλου ότι η δευτερεύουσα μεταφορά είναι «possible but highly unlikely» παρέμεινε ακλόνητη.
Η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρξε άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού της εφεσείουσας επί του εξωτερικού μέρους του σακκουλιού, αποτέλεσε ενισχυτικό στοιχείο της μαρτυρίας της Μάρθας.
(v) Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα εφάρμοσε το λόγο της R v. Maginnis [1987] 1 All E.R.907 στην παρούσα περίπτωση. Αυτό, γιατί εκείνη η περίπτωση αφορούσε την κρίση επί γεγονότων που αφορούσαν τον αποδέκτη των ναρκωτικών και όχι τον προμηθευτή τους. Επομένως, η κρίση στη Maginnis θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εάν κατηγορούμενη εδώ ήταν η Μάρθα και όχι η εφεσείουσα.
Εδώ η εφεσείουσα σαφώς ήταν προμηθευτής των ναρκωτικών στη Μάρθα κατά την κλασσική έννοια της προμήθειας εφόσον τα έδωσε για φύλαξη και μεταφορά στις ελεύθερες περιοχές αναμένοντας να τα επανακτήσει με τη συμμετοχή και αποδοχή, ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, της ίδιας της Μάρθας. Η Maginnis έτυχε αναφοράς στην Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, την οποία το Κακουργιοδικείο δεν μνημόνευσε στην απόφασή του και στην οποία όμως πέραν του ότι δεν χρειάστηκε το εκεί Εφετείο να ενδιατρίψει στον καθαυτό λόγο της Maginnis, λανθασμένα, κρίνεται, είχε θεωρηθεί από τη Δημοκρατία στην εισήγησή της ότι η παράδοση ηρωΐνης από τον εφεσείοντα σε συγκατηγορούμενό του για απλή φύλαξη, ενέπιπτε στο ratio decidendi της Maginnis, εφόσον το ζητούμενο εκεί ήταν η κρίση της ενοχής του ατόμου που παρέλαβε ή στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν τα ναρκωτικά και όχι του προμηθευτή των ναρκωτικών σ' αυτό.
(vi) Το διάταγμα δήμευσης αφορούσε το συνολικό ποσό των €17.580 και εκδόθηκε με ξεχωριστή απόφαση του Κακουργιοδικείου στις 16.12.2009, μετά την καταδίκη των εφεσειόντων στις τρεις πρώτες κατηγορίες και πρόσθετα της εφεσείουσας στην τέταρτη κατηγορία με βάση τη διαδικασία που η Γενική Εισαγγελία υπέβαλε στο Κακουργιοδικείο δυνάμει των προνοιών του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου αρ.188(Ι)/2007 (εφεξής «ο Νόμος»). Το πιο πάνω ποσό δεν δικαιολογείτο, ενόψει των πενιχρών εισοδημάτων των δύο εφεσειόντων. Εύλογα δε δημιουργείτο υποψία ότι το πόσο αυτό αποτελούσε έσοδο διάπραξης αδικήματος.
Η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η ταυτόχρονη έκδοση διατάγματος δήμευσης από το Κακουργιοδικείο παρά την αθωωτική απόφαση στις κατηγορίες 5 και 6 (που αφορούσαν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), παραβιάζει το τεκμήριο της αθωώτητας, ενώ ούτε η εφαρμογή του τεκμηρίου που δημιουργεί το Άρθρο 7(2) του Νόμου, βοηθά τη Δημοκρατία διότι η διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος στην οποία αναφέρεται η παρ.(α) του Άρθρου 7(2), περιλαμβάνει και τα αδικήματα στις κατηγορίες 5 και 6, επί των οποίων υπήρξε αθωωτική απόφαση, δεν ευσταθεί.
Ο Νόμος αντικατέστησε την προηγούμενη επί του θέματος νομοθεσία που ίσχυε με τον Νόμο αρ. 61(Ι)/96, ως τροποποιήθηκε, και εν πολλοίς ενσωματώνει τις βασικές διατάξεις που ενδιαφέρουν εδώ. Σύμφωνα με το Άρθρο 3, ο Νόμος εφαρμόζεται στα ούτω καλούμενα «καθορισμένα αδικήματα», που εξειδικεύονται να είναι (α) τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και (β) τα γενεσιουργά αδικήματα. Τα μεν πρώτα καθορίζονται στο επόμενο Άρθρο 4(1) παρ. (i-v), τα δε γενεσιουργά αδικήματα καθορίζονται στο Άρθρο 5(α)-(γ). Το επόμενο Άρθρο 6, δίνει το δικαίωμα στο Δικαστήριο «.. το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για καθορισμένο αδίκημα προτού επιβάλει ποινή ...» να προβεί σε έρευνα για να διαπιστώσει «.. αν ο κατηγορούμενος απεκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ...». Η διαδικασία άρχεται με αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα, στη διαδικασία δε αυτή η Δημοκρατία έχει το ευεργέτημα του μαχητού τεκμηρίου που δημιουργείται από το Άρθρο 7(2).
Το τεκμήριο που δημιουργείται δεν εφαρμόζεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (3), είτε αν δεν αποδειχθεί ότι ισχύει στην περίπτωση του συγκεκριμένου κατηγορούμενου ή το Δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας σε βάρος του κατηγορουμένου, αν τύγχανε εφαρμογής.
Το γενεσιουργό αδίκημα για το οποίο υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 6(1) η αίτηση για δήμευση, πρέπει να εμπίπτει σε καθορισμένο αδίκημα, ενώ σκοπός της έρευνας είναι η διαπίστωση από το Κακουργιοδικείο ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Η έρευνα, δηλαδή, με την εισαγωγή της αίτησης από τη Δημοκρατία δεν γίνεται in abstracto, αλλά έχει αναφορά στο συγκεκριμένο αδίκημα, εξ ου και το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 7(2), συναρτά τη διαπίστωση της αποκόμισης εσόδων από τη συγκεκριμένη διάπραξη του αδικήματος.
Είναι σώφρον από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, να αναμένεται η τελική έκβαση της ποινικής δίκης πριν γίνει οποιαδήποτε αίτηση για δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του κατηγορουμένου. Η νομιμοποίηση εσόδων δεν θα ήταν ποτέ δυνατή να στοιχειοθετηθεί ως ξέχωρο αδίκημα, ιδιαιτέρως στα γεγονότα όπως ήταν εξ αρχής στη γνώση της Κατηγορούσας Αρχής και όπως τελικά αυτά κατέστησαν εύρημα του Δικαστηρίου. Η πρόσθεση των κατηγοριών 5 και 6 μόνο περίπλεξη της νομικής πτυχής της υπόθεσης ήταν δυνατό να φέρει. Αναμφίβολα δεν ήταν δυνατή η νομιμοποίηση των συγκεκριμένων χρημάτων ως εσόδων από γενεσιουργό αδίκημα διαπραχθέν στις 29.4.2008 εφόσον, τα χρήματα ήταν ήδη και είχαν ανευρεθεί στο σπίτι της εφεσείουσας ενώ και τα υπόλοιπα δεν ήταν τέτοια που να ήταν δυνατό να θεωρηθούν ως έσοδο ως αποτέλεσμα της διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος, εφόσον και η μαρτυρία έδειξε ότι ήταν η εφεσείουσα η οποία με χρήματα που της παρέδωσε ο εφεσείων σύζυγος της πλήρωσε για την αγορά των ναρκωτικών ουσιών.
Η καταδίκη όμως των εφεσειόντων στα αδικήματα 1 έως 4, προδήλως έδωσε το έναυσμα για τη δυνατότητα χρήσης του τεκμηρίου που δημιουργεί το Άρθρο 7(2). Το τεκμήριο αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και στοχεύει στη δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του καταδικασθέντος, ανεξάρτητα από τη διασύνδεση του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος με την προέλευση της πηγής των χρημάτων. Όπως διαφάνηκε από την έκθεση στην αίτηση για δήμευση των εσόδων των εφεσειόντων διακινήθηκαν €65.719 στο λογαριασμό της εφεσείουσας κατά τον έλεγχο των εισοδημάτων της με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με το μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται από το Άρθρο 7(2), να μεταφέρεται στους ώμους των εφεσειόντων να δείξουν την προέλευση των χρημάτων. Ότι δηλαδή δεν αποτελούν έσοδο διάπραξης γενεσιουργού αδικήματος. Η έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών από πλευράς των εφεσειόντων, ουδέν αποκάλυψε που να μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική εξήγηση για τη διακίνηση αυτών των χρημάτων ή την ανεύρεση του συνολικού ποσού των €17.580, ως προερχόμενο από νόμιμη δραστηριότητα, ιδιαιτέρως ενόψει όπως έδειξε η αίτηση για τη δήμευση και που δεν αντικρούστηκε, ότι η μεν εφεσείουσα δεν εργαζόταν στην ουσία, ο δε εφεσείων είχε περιορισμένα εισοδήματα.
Η διαδικασία δήμευσης προχώρησε εδώ στη βάση της ήδη καταδικαστικής κρίσης του Κακουργιοδικείου επί κατηγοριών άλλων από αυτές στις οποίες οι εφεσείοντες αθωώθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Ο συσχετισμός, επομένως, της παρούσας υπόθεσης με την Geerings v. The Netherlands [2007] 46 EHRR 1222 είναι ατυχής.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν. Το διάταγμα δήμευσης επικυρώθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Economides v. Police (1983) 2 C.L.R. 301,
Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268,
Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612,
Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279,
Παπακυριακού κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133,
Helow (AP) v. Secretary of State a.o. [2008] UKHL 62,
Saint Marie v. France (A 253 - A para 32 [1992]),
Hauschildt v. Denmark, Application No. 10486/83, Απόφαση Ολομέλειας ΕΔΑΔ ημερ. 24/05/1989,
Ferantelli and Santangelo v. Italy, Application No. 19874/92, Απόφαση ημερ. 07/08/1996,
Nestak v. Slovakia, Application No. 65559/01, Απόφαση ημερ. 27/02/2007,
Coeme a.o. v. Belgium (judgment of 22 June 2000), Application No. 32492/96, paragraph 121),
Saraiva de Carvalho v. Portugal (judgment of 22 April 1994), Series A No. 286-B, p. 38, paragraph 33),
Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Γιάλλουρου κ.ά. ν. Ψύλλλου διά του πατέρα αυτού Κωνσταντίνου Ψύλλου ασκώντας αποκλειστικά τη γονική μέριμνα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552,
Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,
Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705,
R v. Palmer [1999] Cr. App. R. 83,
Mitchell v. R. [1998] A.C. 695,
Wong Kam-Ming v. The Queen [1980] A.C. 247,
R. v. Payne [1950] 1 All E.R. 102,
Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225,
Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,
Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512,
Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256,
Adidas Sportshunfabriken Adi Dassler KG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383,
Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,
Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612,
Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25,
Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,
The People of the State of New York v. Hemant Megnath Ind. No.917/07 ημερ. 8.2.10,
R. v. Maginnis [1987] 1 All E.R. 907,
R. v. Delgado [1984] 1 W.L.R. 89,
R. v. Dempsey The Times 22.11.1985,
Donnelly v. H. M. Advocate [1985] S.L.T. 243,
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279,
R. v. Briggs-Price [2009] UKHL 19,
Phillips v. The United Kingdom [2000] 30 EHRR C.D. 170,
Geerings v. The Netherlands [2007] 46 EHRR 1222,
R. v. Benjafield [2002] UKHL 2.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ., Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ., Εφραίμ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1702/08), ημερομηνίας 25/11/09, 16/12/09 και 29/12/09.
Μ. Πικής, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Μ. Κυρμίζη, Δικηγόρο της Δημοκρατίας A΄, για την Εφεσίβλητη.
Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Διάταγμα Δήμευσης.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Σύμφωνα με τα όσα αποτέλεσαν τον πυρήνα των γεγονότων, τα οποία και ήσαν αδιαμφισβήτητα στην πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες, που είναι σύζυγοι, μαζί με τη θυγατέρα της εφεσείουσας, Πόλυ, ηλικίας 11 ετών, και την πρώην κατηγορούμενη 1, Μάρθα Ιωάννου (εφεξής «η Μάρθα»), μετέβησαν στις 29.4.2008 με το όχημα της εφεσείουσας από την Αθηαίνου στη Λευκωσία και από εκεί πεζοί στα κατεχόμενα. Την κίνηση αυτή του ζεύγους, της Μάρθας και της Πόλυς προς τα κατεχόμενα, αφού προηγουμένως η εφεσείουσα στάθμευσε το όχημα της κοντά στο οδόφραγμα γύρω στις 10.30 π.μ., εντόπισε κλιμάκιο αστυνομικών της ΥΚΑΝ Αρχηγείου το οποίο είχε οργανώσει επιχείρηση παρακολούθησης των εφεσειόντων και της Μάρθας από τις 8.00 π.μ. της επίδικης ημέρας. Οι αστυνομικοί αυτοί εντόπισαν τους υπόπτους να επιστρέφουν από τα κατεχόμενα γύρω στις 12.30 το μεσημέρι, μόλις δε οι ύποπτοι εισήλθαν στο όχημα της εφεσείουσας και αυτό άρχισε να κινείται, ανεκόπη από τους αστυνομικούς οι οποίοι στην ένορκη μαρτυρία τους πρωτοδίκως, η οποία και έγινε δεκτή ως προς το αξιόπιστο της, έδωσαν πλήρεις λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα που ακολούθησαν. Μεταξύ αυτών των παρουσιασθέντων γεγονότων ήταν και δήλωση του αναπληρωτή λοχία 4743 Γιάννου Ιωάννου, Μ.Κ.4, ο οποίος βρισκόμενος πλησίον της πόρτας του συνοδηγού του οχήματος της εφεσείουσας και η οποία πόρτα στη δεδομένη στιγμή ήταν μισάνοικτη, άκουσε την εφεσείουσα να λέγει επί λέξει «επιάσαν μας».
Σωματική έρευνα που έγινε στη Μάρθα αποκάλυψε ναρκωτικές ουσίες τόσο εντός του στηθοδέσμου της, όσο και εντός του παντελονιού της κάτω από το εσώρουχο της πλησίον των γεννητικών της οργάνων, συσκευασμένες σε δύο νάυλον σακκουλάκια. Οι ναρκωτικές αυτές ουσίες επιβεβαιώθηκαν από τις μετέπειτα επιστημονικές εξετάσεις στο Γενικό Χημείο του κράτους να ήταν 779 γρ. ηρωΐνης που κατατάσσεται από το σχετικό Νόμο ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α. Ο εντοπισμός των δύο νάυλον διαφανών σακκουλιών έγινε κατά τη διάρκεια της σωματικής έρευνας αμέσως μετά την ανακοπή του οχήματος από τη γυναίκα αστυφύλακα 4040 Χριστίνα Αχιλλέως, Μ.Κ.1, η δε Μάρθα όταν της επεστήθη η προσοχή στο νόμο, δεν έδωσε απάντηση, όταν όμως η Μ.Κ.1 την συνέλαβε εφιστώντας εκ νέου την προσοχή της στο νόμο, η Μάρθα απάντησε επί λέξει «εννεν δικά μου, εβάλαν μου τα». Να σημειωθεί πρόσθετα ότι η λήψη, διαφύλαξη και διακίνηση των ναρκωτικών και γενικά των τεκμηρίων, έγινε παραδεκτή ως προς το νομότυπο της κατά την ακροαματική διαδικασία.
Στη συνέχεια ο εξεταστής της υπόθεσης Δαμιανός Χατζηχριστοφή, Μ.Κ.5, έλαβε θεληματική κατάθεση της Μάρθας την ίδια ημέρα της σύλληψης της, μεταξύ των ωρών 13.45-14.05, στην οποία παραδέχθηκε την κατοχή των ναρκωτικών και ενέπλεξε τους εφεσείοντες στην υπόθεση. Την ίδια επίσης ημέρα, σωματική έρευνα της εφεσείουσας καθώς και του οχήματος της, έφερε στην επιφάνεια το ποσό των €1.240, που ήσαν εντός της τσάντας της, ενώ σωματική έρευνα που έγινε στον εφεσείοντα αποκάλυψε την ύπαρξη ποσού €3.940, στη τσέπη του παντελονιού του. Την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 16.00-18.00, ερευνήθηκε η οικία των εφεσειόντων στην Αθηαίνου, όπου βρέθηκε το ποσό των €12.400, σε βαλιτσάκι στο ερμάρι του υπνοδωματίου της εφεσείουσας. Στην επίστηση της προσοχής της στο Νόμο, αυτή απάντησε «πρέπει να είναι €9.000 γιατί θέλω να αγοράσω το RX 8». Στις ανακριτικές καταθέσεις που λήφθηκαν στη συνέχεια από τον εξεταστή της υπόθεσης την 1.5.08 και 2.5.08 από τον εφεσείοντα και την εφεσείουσα αντίστοιχα, οι τελευταίοι αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακροαματική διαδικασία. Μετά την παράθεση ολόκληρης σχεδόν της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, η Μάρθα ζήτησε άδεια να αλλάξει απάντηση σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε από κοινού με τους εφεσείοντες, με αποτέλεσμα να παραδεχθεί την πρώτη κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως «Α», καθώς επίσης και την τρίτη κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της κατοχής του προαναφερομένου ελεγχομένου φαρμάκου των 779 γρ. ηρωΐνης με σκοπό την προμήθεια αυτού σε τρίτα πρόσωπα. Ανεστάλη συνεπώς η δεύτερη κατηγορία που αφορούσε την απλή κατοχή του εν λόγω φαρμάκου. Η αλλαγή στη στάση της Μάρθας, η οποία στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας προσέβαλε ανεπιτυχώς την θεληματικότητα της ληφθείσας απ' αυτήν ανακριτικής κατάθεσης, μαζί με τη δήλωση της Κατηγορούσας Αρχής ότι προτίθετο να την καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας, διαφοροποίησε άρδην το σκηνικό εφόσον το Κακουργιοδικείο προχώρησε στις 20.5.09, να επιβάλει σ' αυτήν την ποινή της φυλάκισης των 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία και τη συντρέχουσα ποινή φυλάκισης των 3½ ετών στην τρίτη κατηγορία. Ακολούθως, ως αποτέλεσμα της επιβολής της ποινής στην Μάρθα, υποβλήθηκε αίτημα από το συνήγορο των εφεσειόντων στις 25.5.09, όπως το Κακουργιοδικείο ως σώμα εξαιρεθεί πλέον από την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης με το αιτιολογικό ότι το Κακουργιοδικείο στο σκεπτικό της ποινής με συγκεκριμένο λεκτικό που χρησιμοποίησε έδειξε φαινομενική προκατάληψη εναντίον των εφεσειόντων. Το Κακουργιοδικείο, με δύο χωριστές αλλά με ταυτόσημη κατάληξη αποφάσεις του, ημερ. 12.6.09, απέρριψε το αίτημα. Να σημειωθεί ότι το αίτημα για εξαίρεση του Κακουργιοδικείου έγινε στο στάδιο κατάθεσης του τότε τελευταίου μάρτυρα κατηγορίας Δρ. Μ.Α. Καριόλου, Μ.Κ.10, και δη κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο των εφεσειόντων.
Η Μάρθα κατέθεσε εν τέλει ως Μ.Κ.11, αφού προστέθηκε με τη δέουσα διαδικασία ως μάρτυρας στο κατηγορητήριο. Υπήρξε, όπως χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο, η βασική μάρτυρας στην υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων. Η μαρτυρία της δύναται να συνοψισθεί στο ότι στις 28.4.09 της τηλεφώνησε η εφεσείουσα ρωτώντας την αν της είχε τηλεφωνήσει ο αδελφός της Αντώνης Προκοπίου Κίτας, δίνοντας προς αυτήν αρνητική απάντηση. Η εφεσείουσα της τηλεφώνησε εκ νέου αφού όμως προηγήθηκε προς την Μάρθα τηλεφώνημα από τον Κίτα. Στο δεύτερο αυτό τηλεφώνημα η εφεσείουσα της είπε ότι θα περνούσε από το σπίτι της την επομένη, δηλαδή, στις 29.4.08 για να την πάρει, εννοώντας ότι θα πήγαιναν στα κατεχόμενα να μεταφέρουν ναρκωτικά. Πράγματι, την επομένη και ώρα 8.00 π.μ. η εφεσείουσα μαζί με τον εφεσείοντα και την Πόλυ, την παρέλαβαν από το σπίτι της στην Αθηαίνου. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους προς τη Λευκωσία αντιλήφθηκε το τηλέφωνο της εφεσείουσας να κτυπά συνεχώς και να έχει μαζί της συνομιλία ο αδελφός της Αντώνης, που της εξηγούσε το σημείο όπου θα συναντούσαν τον άνθρωπο ο οποίος θα κανόνιζε την περαιτέρω επαφή τους με τις ναρκωτικές ουσίες.
Αφού πέρασαν πεζοί στις κατεχόμενες περιοχές, εισήλθαν σε κατάστημα για ψώνια όταν τηλεφώνησε ο Αντώνης Κίτας στην εφεσείουσα για να της πει ότι τους περίμενε ο άνθρωπος εκείνος. Βγαίνοντας από το κατάστημα η εφεσείουσα αναγνώρισε και σύστησε σ' όλους το άτομο αυτό. Κάθισαν για δέκα λεπτά περίπου στο καφενείο που ήταν εκεί, ακολούθως δε συμφώνησαν να μεταβεί η Μάρθα με την εφεσείουσα και με τον άνθρωπο αυτό που ήταν Τουρκοκύπριος στην Κερύνεια, σε ένα διαμέρισμα, όπου τους περίμενε δεύτερος Τουρκοκύπριος. Πριν τη μετάβαση τους στην Κερύνεια ο εφεσείων έδωσε στην εφεσείουσα σύζυγο του τα χρήματα που κρατούσε. Στο διαμέρισμα στην Κερύνεια η εφεσείουσα έδωσε πολλές «μάτσες» χρήματα, αφού ρώτησε γι' αυτά ο πρώτος Τουρκοκύπριος και τις οποίες η Μάρθα υπολόγισε στις €13-14.000. Επανήλθε μετά 15 λεπτά ο δεύτερος Τουρκοκύπριος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αναχωρήσει, κρατώντας ένα κιβώτιο, η δε εφεσείουσα αφού είπε στη Μάρθα ότι «έφερε το πράμα», προχώρησε με το δεύτερο Τουρκοκύπριο στην κουζίνα του διαμερίσματος. Εκεί οι Τουρκοκύπριοι ζύγισαν σε μηχανή που είχε η εφεσείουσα, δύο σακκουλάκια με ναρκωτικά, αφού δε τα άνοιξαν, η εφεσείουσα τα τοποθέτησε στη συνέχεια σε άλλα σακκουλάκια, τα οποία η εφεσείουσα τοποθέτησε το ένα στο στηθόδεσμο της Μάρθας και η ίδια η Μάρθα το άλλο στην κοιλιά της, αφού μετέβησαν για το σκοπό αυτό μαζί στην τουαλέττα.
Στη συνέχεια ο Τουρκοκύπριος τους μετέφερε πίσω στο καφενείο στη Λευκωσία όπου, αφού συναντήθηκαν με τον εφεσείοντα και την Πόλυ, εισήλθαν για πέντε λεπτά στο κατάστημα με τα ρούχα και ακολούθως πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές κατευθυνόμενοι στο αυτοκίνητο. Ενώ η Μάρθα και η Πόλυ εισήλθαν στο όχημα και οι εφεσείοντες προσπαθούσαν να μπουν σ' αυτό, ακούστηκε ένα μπαμ, η Μάρθα ρώτησε τι έγινε και η εφεσείουσα είπε «επιάσαν μας», λέγοντας προς την Μάρθα «Μάρθα φύε», κάτι που ήταν αδύνατο εφόσον ήταν ήδη καθισμένη στο πίσω μέρος του οχήματος το οποίο ήταν δίπορτο. Περικυκλώθηκαν από αστυνομικούς, ακολούθησε παντζουρλισμός, η Πόλυ έκλαιγε, η δε Μάρθα είπε στους αστυνομικούς να μην την κρατούν τόσο σφικτά, δεν θα έφευγε και είχε πράγματι ναρκωτικά πάνω της. Οι εφεσείοντες φώναζαν και ύβριζαν τους αστυνομικούς, οι οποίοι τους απομάκρυναν από αυτήν. Ακολούθησε η σωματική έρευνα στη Μάρθα, αποκαλύφθησαν τα ναρκωτικά, και προέβηκε σε θεληματική κατάθεση, λέγοντας ότι η ίδια για την ανάμειξη της αυτή, θα λάμβανε το ποσό των €350.
Πέραν από τη μαρτυρία της Μάρθας, κατέθεσε και ο μοριακός γενετιστής Μάριος Καριόλου, ως προς το γενετικό υλικό, ταυτιζόμενο με αυτό της εφεσείουσας, που ανευρέθηκε στο εξωτερικό μέρος ενός από τα σακκουλάκια. Η μαρτυρία αυτή αποτέλεσε ένα από τα καίρια σημεία αντιπαράθεσης και πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση και θα εξηγηθεί στο κατάλληλο σημείο του παρόντος σκεπτικού με τη δέουσα λεπτομέρεια. Κατέθεσε επίσης για την Κατηγορούσα Αρχή ο υπαστυνόμος Πανίκκος Σταύρου ως Μ.Κ.12, ο οποίος ανέφερε ότι κατά την ημέρα της σύλληψης της εφεσείουσας η τηλεφωνική της συσκευή δεν περιελάμβανε κάρτα.
Η εντελώς αντίθετη θέση ως προς τα γεγονότα παρουσιάστηκε κατά κύριο λόγο από την ίδια την εφεσείουσα, η οποία ενόρκως κατέθεσε ότι το έναυσμα για τη μετάβαση τους στα κατεχόμενα ήταν τα παπούτσια Dolce & Cabbana που φορούσε η Μάρθα στο πασχαλινό οικογενειακό τραπέζι στις 28.4.08 στο σπίτι της εφεσείουσας και του συζύγου της και με δεδομένο ότι, όπως τους είπε η Μάρθα, στα κατεχόμενα τέτοια είδη είναι φθηνότερα, αποφάσισαν να μεταβούν εκεί στις 29.4.08. Το ότι έγινε τέτοια συζήτηση στο πασχαλινό τραπέζι επιβεβαίωσαν με ελαφρώς διαφορετικές εκδοχές ως προς το ποιος είπε τι, τόσο η Χρυστάλλα όσο και η Μαρία, αδελφές της εφεσείουσας. Κατά τα υπόλοιπα, η ίδια η εφεσείουσα είχε τη θέση ότι κατά τη μετάβαση τους στα κατεχόμενα το κινητό της Μάρθας είχε κτυπήσει δύο φορές, αυτή δε απαντούσε κατά κοφτό και απότομο τρόπο, απαντώντας στην εφεσείουσα σε σχετική ερώτηση, ότι μιλούσε με το γιο της Δημήτρη, όταν δε πέρασαν το οδόφραγμα εισήλθαν στο πρώτο κατάστημα δεξιά όπου παρέμειναν για περίπου μισή ώρα.
Ο εφεσείων και η Πόλυ αγόρασαν από ένα παντελόνι τζιν και στη συνέχεια παρατηρούσαν ένα άλλο κατάστημα που πωλούσε φωτογραφικές μηχανές και τηλέφωνα και αργότερα, αφού περπάτησαν για άλλη μισή ώρα, έφθασαν σε ένα άλλο μεγάλο κατάστημα. Εκεί, ενώ η Πόλυ δοκίμαζε αθλητικά παπούτσια, η Μάρθα προχώρησε σε άλλη κατεύθυνση και έχασε οπτική επαφή μαζί της. Αφού παρέμειναν για άλλα 25 περίπου λεπτά στο κατάστημα αυτό, άρχισαν να επιστρέφουν σταματώντας σε ένα εστιατόριο-καφενείο όπου παράγγειλαν ποτό και φαγητό παραμένοντας για άλλα 25 περίπου λεπτά. Σε εκείνο το στάδιο η Μάρθα πήγε στην τουαλέττα για λίγο, επέστρεψε και ξαναπήγε στην τουαλέττα για περισσότερο χρόνο, μετά από 5-6 λεπτά. Επανερχόμενη η Μάρθα κρατούσε το στομάχι και την κοιλιά της, λέγουσα ότι ένοιωθε πόνο που δεν μπορούσε να αντέξει και ότι έπρεπε να φύγουν γρήγορα. Προχώρησαν λοιπόν προς το οδόφραγμα με τη Μάρθα να είναι μπροστά κρατώντας την κοιλιά της, σε ερώτηση δε της εφεσείουσας τι είχε πάθει, η Μάρθα απάντησε ότι είχε δυνατό πόνο, κάτι που είχε τακτικά και τις προηγούμενες ημέρες. Όταν πλησίασαν το πρώτο κατάστημα στο οποίο είχαν εισέλθει κατά την είσοδο τους στα κατεχόμενα, η Μάρθα εισήλθε σε αυτό και πήρε φόρμες, όταν δε πέρασαν το οδόφραγμα γύρω στις 12.30 το μεσημέρι, ανεκόπησαν από την αστυνομία όταν κάποιο άλλο όχημα, προφανώς αστυνομικό, κτύπησε στην μπροστινή πλευρά του δικού της οχήματος, ενώ ένα άλλο σταμάτησε πίσω.
Η εφεσείουσα αρνήθηκε ότι είχε σε όλη τη διαδρομή κινητό το οποίο ήταν χαλασμένο και μόνο η συσκευή χωρίς κάρτα βρισκόταν στο όχημα της. Δεν ήλθε καθόλου σε επαφή με οποιοδήποτε Τουρκοκύπριο, ούτε μετέβη με την Μάρθα στην Κερύνεια, αλλά ήταν λογικό να είχε έλθει σε επαφή με την Μάρθα εφόσον η τελευταία έχει τη συνήθεια όταν μιλά με κάποιο να τον σπρώχνει με το χέρι της και να λέγει «άτε πάμε» ή «άτε φύγαμε». Η εφεσείουσα περιέγραψε με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους στην κατεχόμενη Λευκωσία, με αναφορά και σε φωτογραφίες οι οποίες δηλώθηκαν ως παραδεκτό γεγονός ότι λήφθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης λίγες ημέρες πριν την ένορκη κατάθεση της. Επίσης, χρησιμοποίησε για την εξήγηση της διαδρομής τους στα κατεχόμενα, σχεδιάγραμμα το οποίο ετοίμασε η ίδια με τη βοήθεια της θυγατέρας της, Πόλυς.
Ο εφεσείων στη δική του ένορκη μαρτυρία ανέφερε ότι ήταν η εφεσείουσα που ρώτησε την Μάρθα από πού είχε αγοράσει τα παπούτσια, όταν δε πήγαν στα κατεχόμενα και ο ίδιος κοιτούσε βιτρίνα καταστήματος με ανδρικά ρούχα, η Μάρθα μετέβηκε στην απέναντι πλευρά του δρόμου για να πάνε σε μεγαλύτερο κατάστημα. Όταν δε επέστρεψε από την τουαλέττα στο εστιατόριο που κάθισαν για φαγητό, η Μάρθα σκούπιζε τα μάτια της με χαρτί. Όταν συνελήφθησαν και ερευνείτο από την ΥΚΑΝ στα γραφεία της και ρωτούσε το λόγο, η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν «δεν ξέρεις γιατί;», ο ίδιος δε πληροφορήθηκε ότι η Μάρθα μετέφερε ναρκωτικά μόνο γύρω στις 6.00 το απόγευμα της ημέρας της σύλληψης τους. Ανέφερε επίσης ότι δεν αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην Ινδική γλώσσα, γιατί δεν ήταν η διάλεκτος που ο ίδιος γνωρίζει, την υπέγραψε όμως ως ορθή διότι ο μεταφραστής του είχε πει ότι δεν υπήρχε λάθος στα όσα καταγράφηκαν, οι δε αστυνομικοί τον κτυπούσαν ενώ του λάμβαναν την κατάθεση, εξ ου και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για θεραπεία.
Μαρτυρία έδωσε επίσης και ο Παντελής Πέγκερος, ως Μ.Υ.4, Επιθεωρητής του Τμήματος Φυλακών και υπεύθυνος αξιωματικός ασφαλείας του γραφείου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων κρατουμένων. Με αναφορά στον τρόπο που οι κρατούμενοι ή οι κατάδικοι στις Κεντρικές Φυλακές δικαιούνται να έχουν πρόσβαση σε τηλέφωνο, επιβεβαίωσε ότι στις 28.4.08, ο Αντώνης Προκοπίου Κίτα δεν έκαμε χρήση τηλεφώνου, ενώ την επομένη 29.4.08, με προηγούμενη άδεια, τηλεφώνησε τέσσερεις φορές από τις τηλεφωνικές συσκευές των φυλακών, δύο στη μητέρα του και ανά μια στις αδελφές του Μαρία και Χρυστάλλα. Κατέθεσε επίσης ότι ουδέποτε έλαβε καταγγελία για κατοχή κινητού τηλεφώνου από τον Αντώνη Προκοπίου Κίτα, αλλά δήλωσε ότι πάρα πολλές φορές κατάδικοι έχουν κινητά τηλέφωνα ο εντοπισμός των οποίων είναι πολύ δύσκολος, γι' αυτό και δεν μπορούσε να πει κατά πόσο ο Κίτας είχε ή όχι κινητό τηλέφωνο.
Επιστημονική μαρτυρία προς αντίκρουση της κατάθεσης του Δρος Καριόλου έδωσε η Δρ. Range Kristin Farmen, η οποία είναι ειδικός στο DNA και διευθύντρια του Ινστιτούτου Gena για ανάλυση DNA. Η μαρτυρία της αφορούσε τη δυνατότητα δευτερεύουσας μεταφοράς γενετικού υλικού και ότι το γενετικό υλικό της εφεσείουσας που ανευρέθηκε στο εξωτερικό μέρος του σακκουλιού που είχε η Μάρθα στο σώμα της, ήταν προϊόν τέτοιας δευτερεύουσας μεταφοράς και άρα δεν είχε απευθείας επαφή η εφεσείουσα με το νάυλον σακουλάκι.
Το Κακουργιοδικείο στην από 72 σελίδες απόφαση του, αφού παρέθεσε τη μαρτυρία, κατέληξε σε καταδίκη των εφεσειόντων αποδεχόμενο πλήρως τη μαρτυρία των αστυνομικών που κατέθεσαν ενώπιον του, περιλαμβανομένου και του εξεταστή της υπόθεσης. Με ιδιαίτερη αναφορά στη μαρτυρία της Μάρθας, έκρινε ότι αυτή ήταν αξιόπιστη, έχοντας όμως υπόψη ότι ήταν συναυτουργός ως πρώην συγκατηγορούμενη έχοντας εμπλέξει άμεσα και τον εαυτό της στα αδικήματα που αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες. Το Κακουργιοδικείο έκρινε σφαιρικά την κατάθεση της Μάρθας θεωρώντας ότι η προς το αντίθετο θέση της, όταν προσέβαλλε τη θεληματικότητα της κατάθεσης της στο στάδιο της δίκης εντός δίκης, δεν επηρέαζε την ευρύτερη αξιοπιστία της στα όσα ενόρκως κατά την κυρίως δίκη κατέθεσε, με δεδομένο ότι και δικαίωμα της Μάρθας ήταν σε εκείνο το στάδιο να αντιταχθεί στο θεληματικό της κατάθεσης της στην αστυνομία, αλλά και το Δικαστήριο αποδεχόμενο την κατάθεση ως θεληματική δεν προέβη, όπως και δεν δικαιούτο, σε οποιαδήποτε τελικά συμπεράσματα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της. Δέχθηκε περαιτέρω ότι η ένορκη κατάθεση της ως μάρτυρας κατηγορίας επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της κατάθεσης της στην αστυνομία, με μόνη διαφοροποίηση το κίνητρο να προβεί στην μια ή την άλλη ενέργεια.
Θεώρησε περαιτέρω τις θέσεις της Μάρθας ως προς τους λόγους που την ώθησαν να αλλάξει απάντηση και να καταθέσει εναντίον των πρώην συγκατηγορουμένων της, ως καθόλα λογικές, ενόψει του ότι δεχόταν απειλές κατά τη διάρκεια που κρατείτο στις Κεντρικές Φυλακές ως υπόδικος κατά της ζωής της και των παιδιών της, αντιληφθείσα ταυτόχρονα ότι οι εφεσείοντες προσπαθούσαν να μεταφέρουν όλο το βάρος της ενασχόλησης τους με τα ναρκωτικά στους ώμους της ιδίας. Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε συγκρουόμενες θέσεις της Μάρθας που εξάγονταν από την κατάθεση της στην αστυνομία, με τα όσα ανέκυψαν κατά την προφορική της μαρτυρία. Θεώρησε, όμως, ότι η κατάθεση της στην αστυνομία αμέσως μετά την ανακοπή και σύλληψη της είχε σκοπό, εφόσον δεν είχε και πολλές επιλογές, να αποδεχθεί μεν τη συμμετοχή της στο έγκλημα, αλλά να εκθέσει ταυτόχρονα τα γεγονότα κατά ήπιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιήσει το ρόλο της. Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη τη συναισθηματική φόρτιση της Μάρθας και την αγωνία της, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της και τα ψυχολογικά εν γένει προβλήματα της για τα οποία είχε βρει συμπαραστάτη την εφεσείουσα.
Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η Μάρθα ήταν συναυτουργός αναζητήθηκε και ενισχυτική μαρτυρία την οποία το Κακουργιοδικείο βρήκε, πρώτον, στην επιστημονική μαρτυρία του Δρος Καριόλου την οποία αποδέχθηκε απορρίπτοντας τις προς το αντίθετο θέσεις της Δρος Farmen, δεύτερο, στη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ότι κατά την ανακοπή του οχήματος η εφεσείουσα εκστόμισε τη φράση «επιάσαν μας» που έδειχνε γνώση της μεταφοράς των ναρκωτικών στο σώμα της Μάρθας και, τρίτο, το ηθελημένο ψέμα της εφεσείουσας για οποιαδήποτε σχέση, σύνδεση ή άμεση επαφή με το σακούλι.
Η μαρτυρία των εφεσειόντων απορρίφθηκε στο σύνολο της θεωρώντας ιδιαιτέρως την κατάθεση της εφεσείουσας ως «.. προδήλως επιτηδευμένη και στοχευμένη στο να αφήνει συνεχώς υπονοούμενα ..» για ύποπτες κινήσεις της Μάρθας, με στόχο να αποπροσανατολίσουν το Δικαστήριο από τα πραγματικά γεγονότα, ενώ διαπιστώθηκαν πολλές και ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ της ανακριτικής της κατάθεσης στην αστυνομία και της ένορκης εκδοχής της. Παρόμοιες αντιφάσεις το Κακουργιοδικείο εντόπισε και στην ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα και της ανακριτικής του κατάθεσης, αλλά και μεταξύ του ιδίου και της εφεσείουσας συζύγου του. Όσον αφορούσε τις δύο αδελφές της εφεσείουσας, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια τους να ενισχύσουν την εκδοχή των εφεσειόντων αναφορικά με το έναυσμα της μετάβασης αυτών στα κατεχόμενα, παρατηρήθησαν δε και αντιφάσεις μεταξύ τους. Ως προς τον Παντελή Πέγκερο, Μ.Υ.4, το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη θέση του ως αξιόπιστη, θεώρησε δε τη μαρτυρία του ως ενισχύουσα τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι είναι δύσκολος ο εντοπισμός κινητών τηλεφώνων από άτομα που είναι κατάδικοι στη φυλακή.
Ως αναφέρθηκε προηγουμένως, το Κακουργιοδικείο καταδίκασε και στις τρεις κατηγορίες τους εφεσείοντες, τη δε εφεσείουσα έκρινε ένοχη και στην τέταρτη κατηγορία που μόνη αντιμετώπιζε σε σχέση με το αδίκημα της προμήθειας από αυτή προς τη Μάρθα της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών. Επέβαλε διάφορες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με ανώτατο όριο για την μεν εφεσείουσα επτά χρόνια φυλάκιση στην τρίτη κατηγορία, στον δε εφεσείοντα τριάμισυ χρόνια φυλάκιση στην ίδια κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Να σημειωθεί εδώ ότι σε προγενέστερη της επιβολής ποινής διαδικασία, το Κακουργιοδικείο εξέδωσε στις 16.12.09 διάταγμα δήμευσης εσόδων με αναφορά στα χρήματα που είχαν βρεθεί και κατασχεθεί κατά τη διάρκεια της ανακοπής του οχήματος και της έρευνας στο σπίτι των εφεσειόντων, συνολικού ύψους €17.580. Προστίθεται ότι οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν και τις υπ' αρ. 5 και 6 κατηγορίες αναφορικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του σχετικού Νόμου αρ. 188(Ι)/07, στις οποίες όμως αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Οι επιβληθείσες ποινές δεν εφεσιβάλλονται. Εφεσιβάλλονται όμως με 14 λόγους όλες οι επιμέρους κρίσεις του Κακουργιοδικείου σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Οι λόγοι αυτοί έδωσαν αφορμή για την καταχώρηση διαγράμματος αγόρευσης από το συνήγορο των εφεσειόντων, έκτασης 96 σελίδων, με ανάλογη εκτεταμένη προφορική αγόρευση ενώπιον του Εφετείου, ενώ κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης παρουσιάσθηκαν και άλλα δύο έγγραφα απαντητικά των θέσεων της Δημοκρατίας, συνολικής έκτασης 69 σελίδων, καθώς βέβαια, ως ήταν αναμενόμενο, και σωρεία αυθεντιών περιλαμβανομένης νομολογίας από το ΕΔΑΔ και τις ΗΠΑ. Οι λόγοι έφεσης ταξινομήθηκαν κατά θεματολογία και αιτιολογήθηκαν με ανάλογα εκτενείς υποδιαιρέσεις στο σκεπτικό τους, ανερχόμενες, για παράδειγμα, σε 20 προτάσεις στον 5ο λόγο αναφορικά με το λανθασμένο υπόβαθρο της αξιολόγησης της Μάρθας ως αξιόπιστης μάρτυρος. Ανάλογα εκτεταμένο ήταν βέβαια και το διάγραμμα της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ανερχόμενο σε 99 σελίδες με ανάλογες αυθεντίες, ενώ το διάταγμα για τη δήμευση των εσόδων, αποτέλεσε το αντικείμενο χωριστής προφορικής αγόρευσης από πλευράς της Δημοκρατίας.
Ακολουθεί η σχετική ανάλυση και η απόφαση επί των λόγων έφεσης, συμπλέκοντας, όπου αναγκαίο, παρόμοιες ή επάλληλες αιτιάσεις, έχοντας υπόψη ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 2 και 3.
(i) Το θέμα της φαινομενικής προκατάληψης του Κακουργιοδικείου - λόγος έφεσης υπ' αρ. 1.
Κατά τη θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα από το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου κατά την επιβολή της ποινής στη Μάρθα στις 20.5.2009, δημιούργησαν φαινομενική προκατάληψη στα μάτια του μέσου εχέφρονα πολίτη που είναι ταυτόχρονα ένας δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής. Το Κακουργιοδικείο μεταξύ άλλων κατέγραψε και τα εξής:
«(α) Ως ελαφρυντικούς παράγοντες για την κατηγορούμενη λαμβάνουμε υπόψη την άμεση παραδοχή της στην Αστυνομία για την διάπραξη των αδικημάτων και την πλήρη συνεργασία της με τις Αστυνομικές αρχές καθότι προέβη σε κατάθεση στην οποία ανάφερε όλα τα γεγονότα και κατονόμασε όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση.
(β) Θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο δείχνει την έπρακτη μεταμέλεια της κατηγορουμένης για την αξιόποινη συμπεριφορά της καθότι είναι έτοιμη όχι μόνο να δεχθεί την τιμωρία της αλλά και να συνδράμει αποτελεσματικά και καταλυτικά στην τιμωρία των οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών, που είναι πάντοτε ο στόχος των διωκτικών αρχών αφού αυτοί αποτελούν πάντοτε την πηγή εξάπλωσης των ναρκωτικών.»
(κάθε έμφαση προστέθηκε).
Η εισήγηση είναι διπλή. Με την καταγραφή του Κακουργιοδικείου ότι η Μάρθα στην κατάθεση της στην αστυνομία κατονόμασε όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση, εννοείτο, χωρίς άλλο, αναφορά στην εμπλοκή των ιδίων των εφεσειόντων, οι οποίοι δακτυλοδείχνονταν ταυτόχρονα και ως οι οργανωμένοι έμποροι ναρκωτικών στην υπό κρίση περίπτωση. Με αναφορά στο κριτήριο της φαινομενικής προκατάληψης, όπως εξηγήθηκε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στις Phaedon Economides v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301, Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612 και Abed Alkaadir Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, επιχειρήθηκε από το συνήγορο η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης απορριπτικής του αιτήματος εξαίρεσης του Κακουργιοδικείου.
Στην υπόθεση Typye - ανωτέρω - έγινε εισήγηση ότι το εκεί Κακουργιοδικείο είχε τέτοια σύνθεση που το ένα μέλος του θεωρείτο από το συνήγορο του εφεσείοντος προκατειλημμένο κατά του ιδίου ή του δικηγόρου του. Αυτό διότι ο δικηγόρος είχε προβεί σε προηγούμενη καταγγελία εναντίον του συγκεκριμένου μέλους του Κακουργιοδικείου με αφορμή ανατροπή απόφασης του Δικαστή σε άλλη ασύνδετη με την ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπόθεση, λόγω έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας του ως εκ της επαφής του με μάρτυρες. (δέστε Παπακυριακού κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133). Λέχθηκαν από το Εφετείο τα εξής:
«Ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο.»
Το κριτήριο επανατοποθετήθηκε και σχετικά πρόσφατα στην υπόθεση Helow (AP) v. Secretary of State and Another [2008] UKHL 62, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έδωσε τον ορισμό του δίκαιου σκεπτόμενου και πληροφορημένου παρατηρητή. Λέχθηκε ότι αυτό το άτομο δεν λαμβάνει βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά επιφυλάσσει την απόφαση του σε κάθε σημείο μέχρι να είναι πλήρως ενήμερο των γεγονότων και να έχει σφαιρική αντίληψη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Ταυτόχρονα δεν είναι υπέρμετρα ευαίσθητο ή καχύποπτο, δύναται να αποστασιοποιηθεί από την ενώπιον του υπόθεση, είναι δε και επαρκώς πληροφορημένο. Η ουσία παραμένει ότι η θεώρηση εκ μέρους του παραπονούμενου ατόμου ως προς την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης, θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο.
Η έγερση εκ μέρους του συνηγόρου των εφεσειόντων του ζητήματος της φαινομενικής προκατάληψης στην παρούσα υπόθεση, δείχνει την προσοχή με την οποία τα Δικαστήρια γενικώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τα ενώπιον τους θέματα, ούτως ώστε να μην αφήνεται να αιωρείται έστω και σκιά ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους, όπως αυτή βέβαια η αμεροληψία δύναται να αναδυθεί από τον τρόπο γραφής της απόφασης, είτε ενδιάμεσης, είτε τελικής. Με αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, και με δεδομένο ότι η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, δηλαδή, με την αλλαγή απάντησης από τη Μάρθα από μη παραδοχή σε παραδοχή, την επιβολή ποινής σε αυτή από το Κακουργιοδικείο και τη συνακόλουθη προσθήκη της ως μάρτυρα κατηγορίας ήταν βεβαίως απόλυτα θεμιτή και νομότυπη, κρίνεται ότι δεν συντρέχουν λόγοι που θα οδηγούσαν τον καλώς πληροφορημένο αντικειμενικό παρατηρητή που έχει ταυτόχρονα ισορροπημένη και δίκαιη τη σκέψη, να θεωρήσει ότι το Κακουργιοδικείο με τα πιο πάνω αποσπάσματα είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο προαποφασίσει είτε τη συμμετοχή των εφεσειόντων στα υπό κρίση αδικήματα ή ότι ήσαν μεγαλέμποροι ναρκωτικών τους οποίους το Κακουργιοδικείο έπρεπε πάση θυσία να εύρει ενόχους και να τιμωρήσει αναλόγως. Άλλωστε είναι φανερό από το σκεπτικό της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου, ότι οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι μετά από την αναγκαία περίσκεψη κρίνοντας τη Μάρθα γενικώς ως αξιόπιστη, αλλά και με την περαιτέρω ασφαλιστική δικλείδα, ότι η μαρτυρία της ενισχύετο ουσιωδώς από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία εμπλέκουσα τους εφεσείοντες, της Μάρθας ορθά θεωρούμενης ως συναυτουργής.
Ο κ. Πικής αναφέρθηκε και σε σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως τις Saint Marie v. France (A 253 - A para 32 [1992]), Hauschildt v. Denmark, Application No. 10486/83, Απόφαση Ολομέλειας ΕΔΑΔ ημερ. 24/05/1989, Ferantelli and Santangelo v. Italy, Application No. 19874/92, Απόφαση ημερ. 07/08/1996 και Nestak v. Slovakia, Application No. 65559/01, Απόφαση ημερ. 27/02/2007. Στην τελευταία των υποθέσεων, τη Nestak, το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για αμερόληπτο Δικαστήριο διότι το Regional Court είχε προηγουμένως σε διαδικασία εφέσεως από απόφαση για κράτηση Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδώσει απόφαση που περιείχε δηλώσεις υπονοούσες ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί από τον κατηγορούμενο.
Δεν υπάρχουν όμως τέτοια δεδομένα, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην υπό κρίση υπόθεση που δικαιολογούν ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης όπως αυτή εκφράστηκε στις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις που εκδόθηκαν μια από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου και μια από τα δύο Μέλη αυτού, ώστε να τίθεται καν ζήτημα συζήτησης για φαινομενική προκατάληψη. Η μεν αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι η Μάρθα ανέφερε όλα τα γεγονότα και κατονόμασε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν μπορεί να δείχνει προκατάληψη διότι, εκτός των όσων αναφέρθηκαν και προηγουμένως, υπήρχε και το μη αμφισβητούμενο δεδομένο ότι ήσαν οι εφεσείοντες τα δύο άλλα άτομα που επέβαιναν του οχήματος που ανεκόπη από την αστυνομία μαζί με τη Μάρθα, η οποία επ' αυτοφόρω συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών επί του σώματος της. Άλλωστε και η αναφορά από το Κακουργιοδικείο σε άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν θα μπορούσε παρά μόνο με στρέβλωση της χρησιμοποιηθείσας γλώσσας, να θεωρηθεί ότι ισοδυναμούσε με πρόσωπα που εκ προοιμίου ήσαν ένοχα. Η δε δεύτερη αναφορά σε οργανωμένους εμπόρους ναρκωτικών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί από οποιοδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή ως ισοδυναμούσα με προειλημμένη απόφαση ως προς το ποιόν των εφεσειόντων ή φαινομενική προκατάληψη εναντίον τους. Με όλη την εκτίμηση στο επιχείρημα του συνηγόρου των εφεσειόντων δεν προκύπτει καμία απολύτως φαινομενική προκατάληψη του Κακουργιοδικείου εκ των όσων αναφέρθησαν κατά την επιβολή της ποινής.
Όπως έχει τεθεί και στην απόφαση του ΕΔΑΔ Coeme and Others v. Belgium (judgment of 22 June 2000), Application No. 32492/96, paragraph 121):
«In deciding whether there is a legitimate reason to fear that a court lacks independence or impartiality, the standpoint of the accused is important but not decisive (see, mutatis mutandis, the Hauschildt judgment .....»
Στην υπόθεση Saraiva de Carvalho v. Portugal (judgment of 22 April 1994, Series A No. 286-B p. 38, paragragh 33), λέχθηκε ότι η διαπίστωση της αμεροληψίας υπόκειται σε ένα υποκειμενικό έλεγχο στη βάση της προσωπικής πεποίθησης του εκδικάζοντος Δικαστή και σε ένα αντικειμενικό έλεγχο που έγκειται στην παροχή επαρκών εγγυήσεων για την απόσβηση οποιασδήποτε νόμιμης αμφιβολίας ως προς τούτο.
(ii) Η ευρύτερη αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης - λόγοι έφεσης υπ' αρ. 4, 5, 7, 8, 9, 11 και 13.
Σε αυτό το κεφάλαιο μπορούν να συνεξεταστούν οι πιο πάνω λόγοι έφεσης, με ιδιαίτερη έμφαση βεβαίως στη μαρτυρία της Μάρθας. Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι το οποιοδήποτε πρωτόδικο Δικαστήριο, περιλαμβανομένου του Κακουργιοδικείου, είναι σε καλύτερη θέση να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του και να αποφασίσει επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).
Το Εφετείο επεμβαίνει, όμως, όπως λέχθηκε και στην Κυριάκος Γιάλλουρου κ.ά. ν. Σταύρου Ψύλλου διά του πατέρα αυτού Κωνσταντίνου Ψύλλου ασκώντας αποκλειστικά τη γονική μέριμνα κ.ά., (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552, «.. όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων. (δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).». Το κριτήριο για ανατροπή των πρωτοδίκων ευρημάτων είναι το ίδιο είτε σε αστικές είτε σε ποινικές υποθέσεις, με το διαφοροποιητικό στοιχείο ότι στις ποινικές, τα ευρήματα θα πρέπει να είναι τόσο στερεά και ευλόγως αναδυόμενα από τη μαρτυρία ώστε να αντέχουν την βάσανο του ελέγχου τους στο υψηλότερο επίπεδο που απαιτείται ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το πρώτο παράπονο των εφεσειόντων σχετίζεται με τη θέση της Μάρθας ότι υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες κατά τη διαδρομή τους προς τη Λευκωσία με τον αδελφό της εφεσείουσας, Αντώνη Προκοπίου Κίτα, ενώ αυτός εξέτιε ποινή ισόβιας φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές. Κατά το συνήγορο των εφεσειόντων, η μαρτυρία του Παντελή Πέγκερου, Μ.Υ.4, ενώ ήταν επιβεβαιωτική της μαρτυρίας της εφεσείουσας ότι ουδέποτε είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αδελφό της μέσω κινητού τηλεφώνου, εν τούτοις το Δικαστήριο θεώρησε τον Πέγκερο αντικειμενικό και αξιόπιστο μάρτυρα διότι δεν δίστασε να πει ότι οι έλεγχοι που γίνονται για εντοπισμό κινητών τηλεφώνων στις φυλακές δεν είναι αποτελεσματικοί, ενισχύοντας έτσι, αντιφατικά, τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής στο ζήτημα. Ήταν κρίνεται, λάθος, του Κακουργιοδικείου να θεωρήσει τη μαρτυρία του Πέγκερου ως ενισχυτική της θέσης της Κατηγορούσας Αρχής δίδοντας έτσι την δυνατότητα για την εύστοχη παρατήρηση από την υπεράσπιση ότι εξ αυτής της θεωρούμενης από το Κακουργιοδικείο ενίσχυσης, ήταν και αξιόπιστη η μαρτυρία του, διότι ανήγαγε το αρνητικό στην ουσία στοιχείο της μαρτυρίας του, σε θετικό.
Αν έπρεπε όμως να διαβαθμιζόταν η μαρτυρία Πέγκερου στο σύνολο της υπόθεσης, αυτή θα χαρακτηριζόταν ως τουλάχιστον ουδέτερη για αμφότερες τις πλευρές. Αυτό, διότι το γεγονός ότι ο Αντώνης Προκοπίου Κίτα είχε στη βάση της μαρτυρίας του Πέγκερου τηλεφωνήσει στις 29.4.2008 μέσω του ελεγχόμενου κεντρικού συστήματος εξερχομένων τηλεφώνων από τις Κεντρικές Φυλακές, καθώς και το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε στην κατοχή του, με βάση το φάκελο του, κινητό τηλέφωνο, δεν σήμαινε και ότι η μαρτυρία της Μάρθας ήταν, στα ευρύτερα πλαίσια αξιοπιστίας της, αναληθής. Η μαρτυρία του Πέγκερου όπως καταγράφηκε στα πρακτικά ημερ. 30.9.2009 στις σελ. 9 και 10, ότι είχε ακούσει πολλές φορές στις φυλακές να έχουν κατάδικοι κινητά τηλέφωνα και ότι ο εντοπισμός τους είναι πολύ δύσκολος και επομένως δεν θα μπορούσε να έλεγε για τον ισοβίτη Κίτα ότι δεν είχε τέτοιο τηλέφωνο στην κατοχή του, άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρχε η πιθανότητα αυτή, ιδιαίτερα εφόσον και στην επανεξέταση του ο Πέγκερος, ως Επιθεωρητής Τμήματος Φυλακών, κατέθεσε ότι η αψίδα του μηχανήματος που έχουν οι Φυλακές δεν μπορεί να εντοπίσει όλα τα κινητά τηλέφωνα παρά το γεγονός ότι γίνονται και τακτικοί και αιφνιδιαστικοί έλεγχοι στα κελιά των φυλακισμένων. Η μαρτυρία Πέγκερου επομένως δεν ήταν με οποιοδήποτε τρόπο βοηθητική προς την Κατηγορούσα Αρχή, αφήνοντας τη μαρτυρία της Μάρθας να κριθεί επί της ιδίας αυτής εγγενούς ή μη αξιοπιστίας.
Συναφής με τα ως άνω, είναι και η μαρτυρία του Υπαστυνόμου Π. Σταύρου, Μ.Κ.12, ο οποίος κατέθεσε ότι την ημέρα της σύλληψης της εφεσείουσας το κινητό τηλέφωνο της δεν έφερε τη σχετική κάρτα. Η υπεράσπιση θεώρησε τη μαρτυρία αυτή ως ενισχυτική της θέσης της εφεσείουσας και παραπονείται ότι παραγνωρίστηκε ολοσχερώς η μαρτυρία αυτή (σελ. 36 παρ. 11 και σελ. 45 παρ. 8 του διαγράμματος των εφεσειόντων). Παρατηρείται, πράγματι, ότι δεν υπάρχει σαφές και ευθέως εύρημα του Κακουργιοδικείου επί της μαρτυρίας του Μ.Κ. 12 και αυτό αποτελεί μια από τις πολλές αδυναμίες της υπό κρίση απόφασης, ως προς τη δομή και τη λογική αναδίπλωση της σκέψης του. Το θέμα αντιμετωπίζεται από το Κακουργιοδικείο εμμέσως στη σελ. 50 της απόφασης του, ότι το ζήτημα της κάρτας αυτής ήταν ένα από τα ζητήματα που δεν τέθηκαν από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, αλλά τέθηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο της κατάθεσης της εφεσείουσας. Το ζήτημα γενικότερα του χειρισμού της υπεράσπισης θα αναφερθεί και κατωτέρω, αλλά επί του παρόντος να λεχθεί ότι αυτή η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να τοποθετηθεί επί του θέματος δεν ισοδυναμεί και με αποδοχή της αντίθετης θέσης της εφεσείουσας. Όλα κρίνονται επί της μαρτυρίας της Μάρθας και το αξιόπιστο ή μη αυτής και βεβαίως είναι απολύτως λανθασμένη η θέση της εφεσίβλητης στη σελ. 8 του δικού της διαγράμματος, ότι ήταν προφανές ότι πριν την έξοδο της εφεσείουσας από τα κατεχόμενα «.. η εφεσείουσα ξεφορτώθηκε την κάρτα τηλεφώνου της.». Τέτοιο συμπέρασμα δεν υποστηρίχθηκε από απευθείας μαρτυρία. Ούτε καν η Μάρθα εντόπισε τέτοια κίνηση από την εφεσείουσα.
Δεν μπορεί όμως να μην παρατηρηθεί ταυτόχρονα ότι η θέση της εφεσείουσας ότι το κινητό της δεν είχε κάρτα και γι' αυτό δεν λειτουργούσε στα κατεχόμενα, έρχεται σε απευθείας σύγκρουση με τη θέση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση της Μάρθας (πρακτικά ημερ. 23.7.09 σελ. 47-48), ότι ο λόγος που δεν υπήρξε επικοινωνία μεταξύ της εφεσείουσας και του ισοβίτη αδελφού της, ήταν ότι τα κινητά τηλέφωνα δεν λειτουργούν λόγω μη λήψης και όχι ότι δεν υπήρχε κάρτα σ' αυτό που μόνο εκ των υστέρων στη δική της μαρτυρία η εφεσείουσα ανέφερε ότι το τηλέφωνο της ήταν χαλασμένο, ότι είχε αφήσει την κάρτα πάνω στο ψυγείο της και ότι μάλιστα η αστυνομία κατά την έρευνα στο σπίτι της τη βρήκαν πάνω στο ψυγείο, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μ' αυτή. Αυτά λέχθηκαν κατά την κυρίως εξέταση της εφεσείουσας στις 7.9.2009, σελ. 10 και κατά την αντεξέταση της στις 8.9.2009, σελ. 10.
Η ουσία της υπόθεσης, καθώς και τα όσα ανωτέρω λέχθηκαν σε σχέση με τα κινητά τηλέφωνα, έγκειται στον ευρύτερο έλεγχο της ορθότητας ή μη της αξιολόγησης της Μάρθας ως αξιόπιστης μάρτυρας κατηγορίας. Ενώπιον του Εφετείου ο κ. Πικής ήγειρε σωρεία θεμάτων ως προς το λόγο που κατά την άποψη του το Κακουργιοδικείο έσφαλλε αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μάρθας. Ένας από τους βασικούς άξονες της θέσης του είναι οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν μεταξύ της μαρτυρίας της Μάρθας στην κυρίως δίκη, όταν πλέον έδωσε μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας, αντιπαραβαλλόμενη με τη μαρτυρία που έδωσε ως μέρος της δίκης εντός δίκης, στην προσπάθεια της να προσβάλει τη θεληματικότητα της κατάθεσης που είχε δώσει στην αστυνομία στις 29.4.08, μεταξύ 13.45-14.05, Τεκμ. 5.
Λόγω της ιδιορρυθμίας της κατάστασης που προέκυψε είναι πρώτιστα αναγκαίο να τεθεί το νομικό υπόβαθρο. Σύμφωνα με τον Archbold: "Criminal Pleading Evidence & Practice" έκδ. 2007 σελ. 434-436, παρ. 4-193 έως 4-197, συνεργός ο οποίος έχει πρόθεση να καταθέσει για την Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει είτε να μην κατηγορηθεί εξ αρχής ή να ληφθεί η παραδοχή του κατά το στάδιο απαγγελίας του κατηγορητηρίου ή να μην προσφερθεί μαρτυρία εναντίον του ώστε να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε αθώωση του ή ακόμη και να καταχωρηθεί γι' αυτόν nolle prosequi. Σύμφωνα με την παρ. 4-195, ανωτέρω, ενώ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κατά πόσο θα προχωρήσει σε επιβολή ποινής πριν ή μετά που ο συνεργός θα δώσει μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή (R v. Palmer [1999] Cr. App. R. 83), η σύγχρονη πρακτική είναι να μην επιβληθεί ποινή στον συνεργό μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ώστε αφενός να αποφευχθεί ο κίνδυνος επιβολής ποινών στο συνεργό και στον κατηγορούμενο που εμφανώς είναι αναντίστοιχες, ενώ επιτρέπει και στο Δικαστήριο να έχει ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τα γεγονότα και τη συμμετοχή ενός εκάστου. Από την άλλη, η δυνατότητα που προσφέρεται να επιβληθεί άμεσα ποινή στον συνεργό που είναι ταυτόχρονα και συγκατηγορούμενος και ο οποίος προτίθεται να δώσει μαρτυρία υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ως αντικειμενικό στόχο την αναχαίτιση ή εξουδετέρωση της εισήγησης ότι ο συνεργός έχει κίνητρο να δώσει μαρτυρία αναμένοντας ελαφρύτερη ποινή.
Όπως περαιτέρω αναφέρεται στη σελ. 1644 παρ. 15-382, εάν ο κατηγορούμενος δώσει μαρτυρία σε δίκη εντός δίκης («voir dire»), τότε μπορεί βέβαια να αντεξεταστεί, αλλά όχι σε σχέση με το περιεχόμενο της ομολογίας του ως προς την αλήθεια αυτής, αλλά μόνο σε σχέση με τις συνθήκες λήψης της ομολογίας ως προς τη θεληματικότητα της. Μάλιστα, η ορθή πρακτική είναι ότι στην Αγγλία η διαδικασία του voir dire, ενόψει της ύπαρξης ενόρκων, διεξάγεται στην απουσία τους και δεν επιτρέπεται καν να λεχθεί σ' αυτούς ότι τέθηκε ανεπιτυχώς από την υπεράσπιση ζήτημα θεληματικότητας της κατάθεσης. Όπως προστίθεται στο σύγγραμμα των Roberts and Zuckerman: Criminal Evidence (2004), στις σελ. 449-453, όπου η ομολογία γίνεται αποδεκτή από τον εκδικάζοντα Δικαστή, οι ένορκοι δεν πληροφορούνται ότι υπήρξε ένσταση στη θεληματικότητα, ώστε, όπως εξηγήθηκε στην Mitchell v. R. [1998] A.C. 695, να αποφεύγεται το ενδεχόμενο αρνητικού επηρεασμού του κατηγορούμενου.
Στην Wong Kam-Ming v. The Queen [1980] A.C. 247, ο ένας των έξι συγκατηγορουμένων για δολοφονία και άλλα εγκλήματα, που είχε ενστεί στη θεληματικότητα κατάθεσης στην οποία ενέπλεκε τον εαυτό του και η οποία ένσταση έγινε δεκτή, πέτυχε την ανατροπή της καταδίκης του από το Ανακτοσυμβούλιο, όταν η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει τις δύο στενογράφους που είχαν λάβει τα πρακτικά στο voir dire να καταθέσουν ότι κατά τη διάρκεια της εκεί διαδικασίας ο κατηγορούμενος είχε παραδεχθεί την παρουσία του στη σκηνή του εγκλήματος. Το Ανακτοσυμβούλιο αποφάσισε ότι όπου η κατάθεση κατηγορουμένου στη δίκη εντός δίκης, κρίθηκε μη αποδεκτή ως μαρτυρία, η Κατηγορούσα Αρχή δεν δικαιούται κατά την κυρίως δίκη να προσάξει μαρτυρία ως προς το τι ελέχθη από τον κατηγορούμενο ή να τον αντεξετάσει ως προς τις εκεί θέσεις του. Το Ανακτοσυμβούλιο έθεσε, όμως, στη σελ. 259, το ερώτημα ποια θα ήταν η κατάσταση πραγμάτων εάν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας του voir dire η ομολογία γινόταν δεκτή ως θεληματική, ο δε κατηγορούμενος μετέπειτα επιλέγει να δώσει κατάθεση στην κυρίως δίκη. Λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«But what if the voir dire resulted in the impugned confession being admitted, and the defendant later elects to give evidence? If he then testifies to matters relating, for example, to the reliability of the confession (as opposed to its voluntariness, which ex hypothesi, is no longer in issue) and in so doing gives answers which are markedly different from his testimony given during the voir dire may he be cross-examined so as to establish that at the earlier stage of the trial he had told a different story? Great injustice could well result from the exclusion of such cross-examination, and their Lordships can see no justification in legal principle or on any other ground which renders it impermissible.»
Το πιο πάνω απόσπασμα ουσιαστικά απαντά και τα επιχειρήματα του συνηγόρου των εφεσειόντων όσον αφορά τις αντιφάσεις, που όντως και το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε να υπήρχαν, μεταξύ της θεληματικής κατάθεσης, Τεκμ. 5 και της μαρτυρίας της Μάρθας στην κυρίως δίκη. Τα όσα ο συνήγορος με επιμέλεια και περισσή λεπτομέρεια καταγράφει ως προβληματικά στοιχεία που πλήττουν την αξιοπιστία της Μάρθας, στο διάγραμμα του, σχετίζονται στην ουσία με τις συνθήκες της θεληματικότητας και όχι με την καθ' αυτή αξιοπιστία της Μάρθας επί της κυρίως δίκης. Είναι όντως λεπτή η γραμμή που διαχωρίζει τα γεγονότα που σχετίζονται με την καθ' αυτή αξιοπιστία της Μάρθας αναφορικά με τη θεληματικότητα της κατάθεσης της, από εκείνη που σχετίζεται με την ουσία των γεγονότων. Ο συνήγορος καταγράφει σωρεία ζητημάτων που σχετίζονται, για παράδειγμα, με τις κατ' ισχυρισμόν υποσχέσεις που έδωσε ο Αβραάμ Χαραλάμπους, Υποδιοικητής τότε της ΥΚΑΝ, στη Μάρθα ως αποτέλεσμα των οποίων η Μάρθα πείσθηκε να δώσει τη θεληματική της κατάθεση. Η κρίση του Κακουργιοδικείου στην απόφαση του για τη θεληματικότητα της κατάθεσης-ομολογίας περιελάμβανε και τη θέση ότι ουδέποτε δόθηκαν υποσχέσεις από τον Χαραλάμπους, ο οποίος και δεν είχε δει τη Μάρθα στην ΥΚΑΝ Αρχηγείου, παρά τα όσα αντίθετα η ίδια ανέφερε ενόρκως στη διαδικασία του voir dire. Αυτά τα θέματα δεν σχετίζονταν βέβαια με την ουσία και τα γεγονότα που αφηγήθηκε η Μάρθα όσον αφορά την ανάμειξη εκείνης και των εφεσειόντων με τις ναρκωτικές ουσίες. Σχετίζονται με τα όσα την οδήγησαν να προβεί στην ομολογία στην αστυνομία η οποία κρίθηκε θεληματική.
Είναι γεγονός βέβαια ότι η αξιοπιστία της Μάρθας διακυβευόταν όχι μόνο διότι ήταν συναυτουργός, αλλά και διότι αναμφίβολα τα όσα ανέφερε κατά τη διαδικασία της δίκης εντός δίκης διαπερνούν από μια γενικότερη θεώρηση την ίδια την αξιοπιστία της και επί της κυρίως δίκης. Με άλλα λόγια, ένας μάρτυρας ο οποίος αλλάζει συχνά τοποθετήσεις ανάλογα με το πού κρίνει ότι είναι το συμφέρον του, πρέπει να αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο με ιδιαίτερη περίσκεψη. Το Κακουργιοδικείο ομολογουμένως δεν προέβηκε, ως όφειλε, σε εκείνη τη λεπτομερή και ουσιαστική αξιολόγηση που θα επέτρεπε στον αναγνώστη της απόφασης να διακρίνει ότι το Δικαστήριο δεν απέτυχε στο ρόλο της σε βάθος ανάλυσης των ενώπιον του δεδομένων.
Όπως ευστόχως παρατηρεί το σύγγραμμα των Roberts and Zuckerman: "Criminal Evidence" - πιο πάνω - σελ. 225, το πρόβλημα με τους συγκατηγορούμενους είναι ότι ένας κατηγορούμενος δεν είναι ικανός μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον του συγκατηγορούμενου του. (R. v. Payne [1950] 1 All E.R. 102). Η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί όμως να παρακάμψει αυτό το πρόβλημα τερματίζοντας τη διαδικασία για τον ένα κατηγορούμενο, κατά τον τρόπο που υποδείχθηκε προηγουμένως, οπότε είναι ελεύθερη για να προχωρήσει σε κάποιου είδους διευθέτηση με αυτόν με αντάλλαγμα τη μαρτυρία του συνεργού εναντίον των πρώην συγκατηγορουμένων του. Αναγνωρίζεται ότι αυτή η μέθοδος είναι δυνατή και ενδεχομένως επιβεβλημένη για τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων όταν, για παράδειγμα, δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία ή οι μάρτυρες τελούν υπό φόβο. Η μεθοδολογία αυτή όμως εγκυμονεί κινδύνους. Όπως επί λέξει αναφέρεται:
«But the scope for abuse is patent, so that brokerage with accomplices must be carefully monitored to guard against coercion and corruption. The criminal process needs to be equipped with a long, sturdy spoon if it is going to sup with the devil.»
Θα αναμενόταν μια εμπεριστατωμένη και διαυγής σ' όλα τα επίπεδα αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μάρθας. Παρά την αδυναμία όμως που παρουσιάζει η συγγραφή της απόφασης, εν τούτοις ορθά το Κακουργιοδικείο διέκρινε ότι εκείνο που στην ουσία διαφοροποιείτο μεταξύ των όσων λέχθηκαν στη δίκη εντός δίκης και στην κυρίως δίκη από την Μάρθα αφορούσε το κίνητρο της και τα όσα ο κ. Πικής ανέφερε ότι κατά τη γραπτή της κατάθεση, ως ανέφερε η Μάρθα στην κυρίως δίκη, ήθελε να πει την αλήθεια, ενώ κατέθεσε κατά την αντεξέταση της ότι είχε προβεί σε αυτή την κατάθεση λόγω υποσχέσεων, δεν μεταβάλλουν το βασικό σκηνικό εφόσον πρόκειται για εκδοχές της Μάρθας, τονίζεται, όχι σε σχέση με την ουσία των γεγονότων, αλλά σε σχέση με το κίνητρο της για να δώσει την κατάθεση-ομολογία.
Όσον αφορά ιδιαιτέρως το ζήτημα που ανέδειξε ο συνήγορος αναφορικά με την επίσκεψη του Δαμιανού Χατζηχριστοφή, αστυφ. 209 Μ.Κ.5, σε σχέση με το ότι δεν αναφέρθηκε στη μαρτυρία του για την επίσκεψη που έκαμε στη Μάρθα στις 4.6.2008, αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε εντός των φυλακών και την ταυτόχρονη ασυνέπεια της Μάρθας να αναφέρει το γεγονός στη μαρτυρία της στη δίκη εντός δίκης, παρατηρούνται τα εξής: Ο Μ.Κ.5 προέβηκε σε κατάθεση εξιστόρησης των γεγονότων που έλαβαν χώρα στις 29.4.2008, στις 2.5.2008, όπως τα αποτύπωσε στο έγγραφο 5, όπως αυτό σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο. Όταν ο μάρτυρας αυτός προσπάθησε να παρουσιάσει την κατάθεση της Μάρθας, ηγέρθηκε ένσταση με αποτέλεσμα να διεξαχθεί δίκη εντός δίκης, αρχής γενομένης στις 2.2.2009. Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι η κατάθεση ήταν θεληματική και την αποδέχθηκε ως Τεκμ. 5, με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 27.3.2009. Το αποτέλεσμα ήταν ο Δαμιανός Χατζηχριστοφή να συνεχίσει ως Μ.Κ.5 στην κυρίως δίκη, ενώ είχε κληθεί και ως μάρτυρας στη διαδικασία της δίκης εντός δίκης. Όταν αντεξετάσθη στις 27.3.2009 από τη δεύτερη συνήγορο που εμφανιζόταν τότε με τον κ. Πική, ουδέν ερωτήθηκε σε σχέση με αυτή την επίσκεψη στις φυλακές ώστε να αποτελέσει αντικείμενο αιχμής και εξέτασης από το Κακουργιοδικείο στον κατάλληλο χρόνο σε σχέση με ζητήματα αξιοπιστίας. Επομένως, δεν αποκτά οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 δεν αναφέρθηκε στο γεγονός της επίσκεψης του στις φυλακές πέραν του ότι και αυτό είναι ζήτημα που αφορούσε τη θεληματικότητα και όχι την εξιστόρηση των γεγονότων.
Το ίδιο αφορά και τις θέσεις του Υπαστ. Πανίκου Σταύρου, Μάρτυρα 4 στη δίκη εντός δίκης σε σχέση με την επίσκεψη που ο ίδιος έκαμε στις φυλακές μαζί με άλλους συναδέλφους του, ενώ ακόμη η Μάρθα ήταν υπόδικος στις φυλακές κατόπιν παράκλησης της ιδίας για να εκφράσει τους φόβους της ως προς την όλη υπόθεση και τις απειλές που δεχόταν εμμέσως από τον αδελφό της εφεσείουσας, εξ ου και στο τέλος τέθηκε στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Η ουσία της μαρτυρίας της Μάρθας παρέμεινε η ίδια και κατά την κυρίως δίκη παρόλον που η κατάθεση της, Τεκμ. 5, στην αστυνομία λίγη ώρα μετά τη σύλληψη της ήταν ομολογουμένως αρκετά σύντομη. Δεν ενδιαφέρει εδώ, ούτε αναφέρθησαν λόγοι γι' αυτή τη συντομία, αλλά παραμένει γεγονός ότι από την ίδια κιόλας ημέρα η Μάρθα ενέπλεξε και τον εαυτό της και τους εφεσείοντες στην εγκληματική μεταφορά ναρκωτικών από τα κατεχόμενα, κατά τρόπον που δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι ήταν εκ των υστέρων σκέψεις. Η αναφορά, για παράδειγμα, στη μετάβαση της στην Κερύνεια και στη συνάντηση τους διαδοχικά με δύο Τουρκοκύπριους, αγνώστους προς αυτήν, ήταν λεπτομέρειες που αν δεν βιώνονταν δεν θα μπορούσαν να λεχθούν ευκόλως. Πιο ευπώλητη για σκοπούς και της δικής της ανάμειξης, θα ήταν μια διαφορετική ίσως εκδοχή που θα ήθελε την αγοραπωλησία των ναρκωτικών να λαμβάνει χώραν απλά στην κατεχόμενη Λευκωσία κοντά στα καταστήματα που επισκέφθηκαν. Προστίθεται εδώ ότι η μαρτυρία των αδελφών της εφεσείουσας, Χρυστάλλας και Μαρίας, που κρίθηκαν αναξιόπιστες, δεν ενείχε ιδιαίτερη σημασία ενόψει του γεγονότος ότι ήταν περιφερειακής σημασίας που σχετιζόταν μόνο με το έναυσμα της μετάβασης της Μάρθας και των εφεσειόντων στην κατεχόμενη Λευκωσία. Όλη αυτή η μαρτυρία όμως στο τέλος παρέμεινε χωρίς υπόβαθρο και σημασία εφόσον το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη θέση της Μάρθας ως προς το τι πράγματι συνέβη στα κατεχόμενα, ενώ βεβαίως η Μάρθα στη δική της μαρτυρία αρνήθηκε ότι παρευρισκόταν στο πασχαλινό τραπέζι ή ότι έγινε ποτέ τέτοια συζήτηση με αφορμή τα παπούτσια της.
Είναι βεβαίως γεγονός ότι στο Τεκμ. 5, δεν έδωσε λεπτομέρειες στις οποίες αναφέρθηκε κατά την κυρίως δίκη, όπως το θέμα της μεταφοράς από την εφεσείουσα ζυγαριάς με την οποία ζυγίστηκαν οι ναρκωτικές ουσίες στην Κερύνεια, ή, στη μη αναφορά της ευθύς εξ αρχής στα όσα απέδωσε η ίδια στην εφεσείουσα, κατά την κυρίως δίκη, της φράσης «επιάσαν μας» ή ότι την προέτρεψε η εφεσείουσα να φύγει χωρίς αυτό να ήταν βέβαια δυνατό. Υπήρξαν και άλλες λεπτομερείς αναφορές της Μάρθας κατά την κυρίως δίκη σε σχέση με την επίσκεψη στις φυλακές των Δαμιανού Χατζηχριστοφή και Πανίκκου Σταύρου, καθώς και το ότι δεν είχε αναφερθεί στο βάρος των ναρκωτικών ουσιών, ως επίσης και στο γεγονός ότι στο Τεκμ. 5 ανέφερε ότι ήταν η εφεσείουσα που έβαλε και τα δύο σακκουλάκια στα εσώρουχα της, ενώ στην κυρίως δίκη είπε ότι το ένα το τοποθέτησε η ίδια στην κοιλιά της.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως το Κακουργιοδικείο είχε το καθήκον να αξιολογήσει και τη Μάρθα όπως και κάθε άλλο μάρτυρα, περιλαμβανομένων και των εφεσειόντων, κατά τη διαδικασία που εξελισσόταν ενώπιον του, που ήταν ζωντανή παρέχουσα σ΄αυτό το ευεργέτημα να παρατηρεί τις αντιδράσεις τους και να αφουγκράζεται το γενικότερο χαρακτήρα τους πίσω από τη μαρτυρία τους. Στην υπόθεση Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, το Κακουργιοδικείο είχε κρίνει αξιόπιστη μάρτυρα κατηγορίας που ήταν συναυτουργός και η οποία είχε προηγουμένως δώσει αντιφατική κατάθεση στην αστυνομία, με την οποία δεν ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα, αλλά τρίτο πρόσωπο. Όπως λέχθηκε από το Εφετείο δεν υπάρχει νομικός κανόνας που αποκλείει την κρίση ατόμου ως αξιόπιστου παρά το γεγονός ότι δίνει διαφορετικές καταθέσεις στις ανακριτικές αρχές σε σχέση με την εμπλοκή συνεργού. Με αναφορά στις υποθέσεις Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512, οι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που λαμβάνονται υπόψη στην κρίση της αξιοπιστίας μάρτυρα χωρίς, βέβαια, να εξουδετερώνεται η μαρτυρία αυτή, αν κατά τα άλλα είναι παραδεκτή κατά το δίκαιο της απόδειξης. Στη δε Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, παρατηρήθηκε ότι τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων σχετίζονται με τους λόγους που οδηγούν στην προβολή διϊστάμενων θέσεων, την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες με τελικό κριτήριο την προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια.
Εδώ, η Μάρθα κρίθηκε ως γενικώς αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο χωρίς μάλιστα να υπήρχαν εκείνες οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις επί προηγούμενων αντιφατικών δηλώσεων επί ουσιαστικών γεγονότων. Αναμφίβολα το Κακουργιοδικείο ορθά εντόπισε ότι η θεληματική της κατάθεση την ημέρα της σύλληψης της ήταν αποτέλεσμα ουσιαστικά της ανεύρεσης των ναρκωτικών ουσιών επί του σώματος της. Τα ζητήματα τα οποία ανέδειξε ο συνήγορος των εφεσειόντων έχουν όντως περιφερειακή σημασία ενόψει του ότι ο πυρήνας της θέσης της Μάρθας παρέμεινε ο αυτός. Αν κάτι έπραξε λάθος το Κακουργιοδικείο ήταν η αποτίμηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας ως αναξιόπιστης στο βαθμό που αυτή η κρίση ενέπλεκε το στοιχείο των αντιφάσεων μεταξύ της ένορκης κατάθεσης της και της ανακριτικής της κατάθεσης, Τεκμ. 4, δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι χρησιμοποιήθηκαν δύο μέτρα και δύο σταθμά, αφού παρόμοιες αντιφάσεις ουσιαστικότερης ίσως υφής σε σχέση με τη Μάρθα κρίθηκαν επουσιώδεις ή αποδόθηκαν στην ψυχολογική της φόρτιση, κάτι που όμως ίσχυε και για την εφεσείουσα που αιμορραγούσε και μεταφέρθηκε για περίθαλψη στο νοσοκομείο. Δεν ήταν όμως αυτά που σφράγιζαν το αναξιόπιστο της εκδοχής της εφεσείουσας και συνακόλουθα του συζύγου της. Και οι δύο εκδοχές τους κρίθηκαν να ήταν επιτηδευμένες και μη ανταποκρινόμενες στην αλήθεια. Ανάγνωση της μαρτυρίας της εφεσείουσας και του συζύγου της αποκαλύπτει πράγματι ότι η μαρτυρία τους ήταν ιδιαιτέρως λεπτομερής ως προς τις κινήσεις τους την επίδικη ημέρα με αναφορές που κατά τη θέση τους επιβεβαιώνονταν και από τις φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν και που λήφθηκαν από τον ίδιο το συνήγορο υπεράσπισης, αλλά και από σχεδιάγραμμα που υποδήλωνε τα καταστήματα και τα άλλα κέντρα που επισκέφθηκαν. Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ως προς τα αληθινά γεγονότα της ημέρας εκείνης ευλόγως απορρίφθηκαν ως ανυπόστατοι από το Κακουργιοδικείο.
Πέραν από την ενίσχυση της μαρτυρίας της Μάρθας στην οποία θα γίνει αναφορά κατωτέρω, υπήρχαν και στοιχεία τα οποία προσυπέγραφαν την κρίση της αναξιοπιστίας της εφεσείουσας στα οποία επίσης θα γίνει αναφορά αμέσως πιο κάτω. Κατά τα άλλα, η μαρτυρία της εφεσείουσας συνίστατο σε παντελή άρνηση των δεδομένων και, όπως ευστόχως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, εξαντλείτο σε μια προσπάθεια να υπονοήσει ότι η Μάρθα είχε είτε διαλάθει της προσοχής τους για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα, είτε απομακρύνθηκε σκοπίμως από κοντά τους για να έχει την ευκαιρία να εναποθέσει στο σώμα της τα σακκουλάκια με τα ναρκωτικά.
Είναι κατάλληλο στο σημείο εδώ να σημειωθεί ότι η φράση την οποία κατά την Μάρθα η εφεσείουσα εκστόμισε, δηλαδή, το «επιάσαν μας», συνάδει με τη μαρτυρία του λοχία 4743 Γιάννου Ιωάννου, Μ.Κ.4, ο οποίος και στην κατάθεση του στην αστυνομία, έγγραφο 4, και στην ένορκη μαρτυρία του ρητά ανέφερε ότι είχε ακούσει τη φράση αυτή από την εφεσείουσα.
Η μαρτυρία αυτή του λοχία Ιωάννου δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του από το συνήγορο των εφεσειόντων. Όπως αποκαλύπτουν τα πρακτικά ημερ. 23.1.2009, σελ. 17-22, το έγγραφο 4 έγινε δεκτό από την υπεράσπιση προς κατάθεση υπό «επιφύλαξη» στη φράση αυτή, αλλά κατά την σύντομη αντεξέταση του από τον συνήγορο των εφεσειόντων δεν υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι η μαρτυρία αυτή δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, παρά μόνο ρωτήθηκε κατά πόσο είχε κρατήσει οποιαδήποτε σημείωση σε σχέση και με αυτό το ζήτημα κατά την ώρα της έρευνας και της σύλληψης. Μάλιστα, ο μάρτυρας ερωτούμενος κατά πόσο η φράση αυτή τέθηκε αργότερα κατά την ανάκριση της εφεσείουσας ώστε να δηλώσει κατά πόσο αυτή συμφωνούσε ή διαφωνούσε, απάντησε ότι η φράση εκείνη δεν είχε αποδέκτη τον ίδιο, αλλά τους άλλους ευρισκόμενους στο αυτοκίνητο.
Ο λόγος της μη αντεξέτασης, λέγει ο κ. Πικής στο διάγραμμα του, ήταν διότι κατά την ημερομηνία κατάθεσης του λοχία Ιωάννου, η Μάρθα ήταν ακόμη συγκατηγορούμενη και άρα δεν αποκαλυπτόταν ενοχοποιητική διάθεση, ενώ η Μάρθα αρνείτο ότι η κατάθεση της ήταν θεληματική. Η απάντηση σ' αυτές τις θέσεις, με όλο το σεβασμό, είναι ότι σ' εκείνο το στάδιο η Μάρθα διά του συνηγόρου της δεν είχαν αποκαλύψει, επισήμως τουλάχιστον, ότι η κατάθεση της θα προσβαλλόταν ως μη θεληματική, (αυτό έγινε αμέσως μετά κατά τη μαρτυρία του Δαμιανού Χατζηχριστοφή, Μ.Κ.5, που έπετο ως μάρτυρας του λοχία Ιωάννου), ενώ βεβαίως η μαρτυρία του λοχία Ιωάννου έτεινε, σ' εκείνο το στάδιο, να ήταν ενοχοποιητική και για τους τρεις τότε συγκατηγορούμενους. Η Μάρθα αντεξετάστηκε βεβαίως από την υπεράσπιση με υποβολή ότι δεν είχε πει τέτοια φράση η εφεσείουσα, για να ληφθεί όμως η σταθερή απάντηση ότι η φράση αυτή μαζί με τη φράση «Μάρθα φύε», λέχθηκε. (πρακτικά ημερ. 23.7.2009 σελ. 49-50).
Παρατηρείται πρόσθετα, ότι το γεγονός ότι η Μάρθα δεν είπε στην κατάθεση της Τεκμ. 5, ότι λέχθηκε η φράση «Επιάσαν μας», λειτουργεί εδώ αντίστροφα προς τα όσα ο συνήγορος επιχειρηματολόγησε σε σχέση με τις μη αναφερθείσες λεπτομέρειες που γνωστοποιήθηκαν μετά από τη Μάρθα κατά την κυρίως δίκη. Και αυτό διότι επιβεβαιώνει έτσι την αυθεντικότητα της μαρτυρίας του λοχία Ιωάννου, ο οποίος δεν είχε αναγνώσει τη φράση αυτή στην κατάθεση της Μάρθας, αφού δεν υπήρχε, ώστε να γνώριζε περί αυτής στις 23.1.2009 όταν κατέθεσε στην κύρια δίκη και συγκεκριμένα κατά την πρώτη κιόλας μέρα της έναρξης της ακρόασης, ενώ η Μάρθα αναφέρθηκε σ' αυτήν το πρώτον πολύ μετέπειτα στις 16.7.2009, όταν η ίδια έδωσε μαρτυρία στην κυρίως δίκη (πρακτικά ημερ. 16.7.09, σελ. 20).
Έγινε πολύς λόγος ως προς την ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο θεώρησε την πιο πάνω φράση ως ενοχοποιητική και ταυτόχρονα ενισχυτική της μαρτυρίας της Μάρθας. Η φράση «επιάσαν μας», πρέπει βεβαίως να ιδωθεί υπό το φως των συγκεκριμένων συνθηκών κάτω από τις οποίες λέχθηκε (δέστε σχετικά και τη σημασία ανάλογης φράσης που λέχθηκε εις επήκοον υπό κάλυψη αστυνομικού στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256). Αθώα θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί εάν λεγόταν υπό άλλες συνθήκες, ίσως υπό τύπον αστεϊσμού ή πειράγματος ανάμεσα σε μια σύναξη ατόμων που είχαν συνευρεθεί για αθώους ή μη παράνομους σκοπούς. Στις συνθήκες όμως της υπό κρίση υπόθεσης, εύλογα μπορούσε να λειτουργήσει ως αυθόρμητη εκστόμιση της εσώτερης σκέψης της εφεσείουσας, η οποία με τους άλλους δύο τότε συγκατηγορουμένους της, είχαν περάσει εκ νέου στη Δημοκρατία έχοντας ολοκληρώσει τον άνομο σκοπό τους και όντας ανυποψίαστοι ως προς το ότι τους παρακολουθούσε η ΥΚΑΝ. Η φράση υποδηλώνει ότι η εφεσείουσα είχε γνώση των κρυμμένων στο σώμα της Μάρθας παρανόμων ουσιών. Άλλωστε, η φράση αυτή πρέπει να συνδυαστεί και με την έτερη φράση που, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της Μάρθας, ήταν η άμεση προτροπή από την εφεσείουσα προς αυτήν, να φύγει.
(iii) Επίκριση χειρισμού υπεράσπισης - λόγος έφεσης υπ' αρ. 6
Παραπονείται ευρύτερα η υπεράσπιση ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ουσιώδεις πτυχές της θέσης των εφεσειόντων δεν τέθηκαν υπόψη των μαρτύρων κατηγορίας και ως εκ τούτου είτε δεν εξετάστηκαν καθόλου από το Δικαστήριο, είτε θεωρήθηκαν ως εκ των υστέρων σκέψεις και ήταν εν πάση περιπτώσει απορριπτέες. Είναι γνωστή η νομική θεώρηση του θέματος. Η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Ο κανόνας δεν διαφοροποιείται μεταξύ αστικών και ποινικών υποθέσεων. Η κλασσική τοποθέτηση επί του θέματος αφορούσε το αστικό δίκαιο. Έτσι στην Adidas Sportshunfabriken Adi Dassler KG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, λέχθηκε ακριβώς ότι στο επίκεντρο του αντιπαραθετικού συστήματος δικαιοσύνης, πρέπει να τίθεται η θέση της υπεράσπισης στους μάρτυρες του ενάγοντος, το δε Δικαστήριο στην απουσία ικανής δικαιολογίας ως προς το λόγο της παράλειψης, δικαιούται να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή που προέρχεται από τον ένα και μόνο των διαδίκων. Το πώς θα ενεργήσει το Δικαστήριο εξαρτάται βεβαίως και από το ουσιώδες ή μη του παραλειφθέντος ισχυρισμού. Σχετική είναι και η υπόθεση Βάσος Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599.
Σημαντική στο θέμα ήταν η προβληθείσα υπεράσπιση περί κακοποίησης του εφεσείοντα. Η θέση αυτή προβλήθηκε όμως για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα στις 18.9.09, ενώ κατά τη συνέχιση της κυρίως εξέτασης του Δαμιανού Χατζηχριστοφή, Μ.Κ.5, στις 27.3.2009, μετά το πέρας της διαδικασίας της δίκης εντός δίκης, η ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα κατατέθηκε ως Τεκμ. 6, χωρίς καμία ένσταση, στη δε συνοπτική αντεξέταση του, ουδέν τέθηκε από την υπεράσπιση. Ορθά επομένως το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στο σημείο αυτό ως πλήττον την αξιοπιστία της γενικότερης εκδοχής των εφεσειόντων. Από τη στιγμή δε που η ανακριτική του κατάθεση δεν ήταν ενστάσιμη ως προς τη θεληματικότητα της, τότε οι εκ των υστέρων προβληθέντες ισχυρισμοί περί κακοποίησης παρέμειναν κενό γράμμα. Άλλωστε και ο συνήγορος υπεράσπισης στο διάγραμμα του ανάφερε ότι αυτό το ζήτημα «δεν αποτελούσε πτυχή της υπόθεσης». Η διασύνδεση της κατάθεσης του εφεσείοντα, Τεκμ. 6, με την αδυναμία του να κατανοήσει τη γλώσσα Hindi, εφόσον ο ίδιος γνωρίζει τη γλώσσα Punjabi, επίσης παράμεινε χωρίς αντίκρυσμα εφόσον καμιά και πάλι ένσταση δεν ηγέρθηκε στην παρουσίαση της κατάθεσης. Αντίθετα, έγινε και η εξής δήλωση από τον κ. Πική στη σελ. 38 των πρακτικών όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση της μετάφρασης της ανακριτικής κατάθεσης:
«Δεν έχω ένσταση. Συμφωνώ ότι τούτο που μας εδόθη στην Ελληνική είναι πιστή μετάφραση του κειμένου στη γλώσσα του κατηγορούμενου 3.».
(έμφαση προστέθηκε).
Δεν είναι δυνατό επομένως εκ των υστέρων να κτίζεται επιχείρημα ως προς τη γνώση της γλώσσας Hindi από τον εφεσείοντα, είτε καθ' ολοκληρίαν, είτε εν μέρει ούτε έχουν εν τέλει σχέση τα όσα πρωτοδίκως εξελίχθηκαν ως προς το παραδεκτό ή μη της δήλωσης ως προς τη γνώση της γλώσσας και την απόσυρση της δήλωσης από το συνήγορο. Και είναι εν πάση περιπτώσει χωρίς ουσιαστική σημασία εφόσον όπως και ο συνήγορος δέχεται, το Τεκμ. 6, δεν περιείχε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό για τον εφεσείοντα.
Τα ίδια ισχύουν και για τη θέση που η εφεσείουσα πρόβαλε για πρώτη φορά στην κυρίως εξέταση της στις 7.9.2009, ως προς την υγεία της με την κατάθεση της να λαμβάνεται στο Νοσοκομείο υπό την πίεση και την επιμονή των ανακριτών. Οι υπαινιγμοί όμως περί κατάθεσης που δεν ήταν ορθή ή ήταν επηρεασμένη λόγω των προβλημάτων υγείας της, όφειλαν να οδηγήσουν την υπεράσπιση να εγείρει ένσταση στο στάδιο που η κατάθεση της παρουσιάστηκε και έγινε δεκτή ως Τεκμ. 4, στις 23.1.2009, και όχι να αφήνονται εκ των υστέρων υπονοούμενα.
Όσον αφορά την μη αντεξέταση επί της φράσης «επιάσαν μας», ήδη έγινε αναφορά και κρίση στο κεφάλαιο (ii) ανωτέρω.
Όλα τα πιο πάνω, σχολιάστηκαν ορθά από το Κακουργιοδικείο ως εκ των υστέρων θέσεις της υπεράσπισης που έτειναν να αμφισβητήσουν την επάρκεια των ερευνών και της όλης διαδικασίας από τις ανακριτικές αρχές.
(iv) Μαρτυρία για το γενετικό υλικό - λόγος έφεσης υπ' αρ. 10.
Η ύπαρξη του γενετικού υλικού της εφεσείουσας επί του εξωτερικού μέρους του σακκουλιού που βρέθηκε τοποθετημένο στην περιοχή της κοιλιάς της Μάρθας, αποτέλεσε μείζον σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Πρωτοδίκως δόθηκε εκτενέστατη μαρτυρία από τον Δρ. Καριόλου, Μ.Κ.10, ο οποίος και αντεξετάστηκε επί μακρόν και τόσο οι γνώσεις του, όσο και η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την ανίχνευση του γενετικού υλικού αμφισβητήθηκαν έντονα από την υπεράσπιση ενόψει της αντίθετης μαρτυρίας που δόθηκε από την Δρ. Farmen, Μ.Υ.3. Η ανίχνευση του γενετικού υλικού υπήρξε ένα από τα ενοχοποιητικά στοιχεία που ενίσχυαν κατά το Κακουργιοδικείο τη μαρτυρία της Μάρθας και ως εκ τούτου αποκτούσε τη δική του αυτόνομη σημασία.
Δεν αμφισβητήθηκαν βέβαια τα προσόντα και η επιστημονική εμπειρία του Δρος Καριόλου. Εκείνο που αμφισβητήθηκε ήταν η δυνατότητα μεταφοράς του γενετικού υλικού επί του σακκουλιού κατά δευτερεύοντα τρόπο, την οποία μεταφορά ο Δρ. Καριόλου έκρινε με βάση το σύστημα που χρησιμοποιεί στο Ινστιτούτο Γενετικής Power Plex 16, ως «δυνατή, αλλά όχι πιθανή». Δεν αμφισβητήθηκε η ύπαρξη του γενετικού υλικού της εφεσείουσας επί του σακουλιού αυτού και το ζητούμενο ήταν εάν αυτό το γενετικό υλικό βρέθηκε εκεί από άμεση επαφή της εφεσείουσας επί του αντικειμένου ή ήταν όντως περίπτωση δευτερεύουσας μεταφοράς, όπως υποστηρίξε η Δρ. Farmen στη βάση του συστήματος Identifier που χρησιμοποιεί τη μέθοδο Low Copy Number («LCN»), για την ανίχνευση γενετικού υλικού στους 34 κύκλους αντί τους 28 κύκλους που χρησιμοποιεί το σύστημα Power Plex 16. Η Δρ. Farmen θεωρεί τη μέθοδο LCN ως αξιόπιστη, μέθοδος που χρησιμοποιείται και είναι αποδεκτή και από το Crown Prosecution Service της Αγγλίας για την προώθηση ποινικών υποθέσεων.
Η βασική τοποθέτηση του Δρ. Καριόλου στη βάση και των δύο εκθέσεων που ετοίμασε και που αφορούσαν τις επιστημονικές εξετάσεις των σχετικών τεκμηρίων ήταν ότι η δειγματοληψία που είχε γίνει στην εξωτερική πλευρά του πρώτου σακουλιού εντός του οποίου υπήρχε άλλο νάυλον σακούλι με την ηρωΐνη, έδειξε μεικτό γενετικό υλικό που πρέπει να προήλθε από τουλάχιστον τρεις γυναίκες με το τελικό συμπέρασμα ότι τόσο η Μάρθα, όσο και η εφεσείουσα δεν μπορούσαν να αποκλεισθούν από δότριες μέρος του γενετικού αυτού υλικού. Να σημειωθεί ότι οι εξετάσεις του μάρτυρα δεν έφεραν στην επιφάνεια οποιαδήποτε στοιχεία σύνδεσης του εφεσείοντα με οποιαδήποτε αντικείμενα της υπόθεσης. Κατά τον Δρ. Καριόλου ο οποίος προέβηκε σε περαιτέρω εξετάσεις και αναλύσεις χρησιμοποιώντας το Λόγο των Πιθανοτήτων καταθέτοντας προς τούτο και συμπληρωματική έκθεση, τα αποτελέσματα του μεικτού γενετικού υλικού ανέδυαν ως πιθανά, δύο σενάρια. Το ένα ήταν ότι το μεικτό γενετικό υλικό ανήκε στις Μάρθα και εφεσείουσα και μια τρίτη άγνωστη γυναίκα και το άλλο ότι το μεικτό αυτό γενετικό υλικό προερχόταν από τρεις άγνωστες γυναίκες, που δεν είχαν καμιά συγγενική σχέση με τις ύποπτες. Η εκτίμηση του, όμως, ήταν ότι το σενάριο 1 ήταν κατά 130.126.528.700.000 φορές πιο πιθανό να είναι ορθό παρά το σενάριο 2. Αυτό, στη βάση της χρήσης δεδομένων που αφορούν τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό και τη χρήση του λογισμικού προγγράμματος Qaulitype GenoProof Mixture 1, το οποίο εισήχθηκε στο Ινστιτούτο Γενετικής τον Ιούλιο του 2008, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα ανάλυσης στατιστικώς πολύπλοκων μεικτών γενετικά προφίλ με τη χρήση του Λόγου των Πιθανοτήτων. Η ανυπαρξία ή τουλάχιστον ο μη εντοπισμός γενετικού υλικού στο σακουλάκι που ήταν τοποθετημένο εντός του στηθόδεσμου της Μάρθας, έδειχνε κατά τον Δρ. Καριόλου τη δυσκολία της δευτερεύουσας μεταφοράς. Έχοντας δε υπόψη και την ποσότητα του γενετικού υλικού που εντοπίστηκε που ήταν σχετικά μικρή, ο μάρτυρας είχε την άποψη ότι η επαφή ήταν άμεση και δερματική, ήταν δηλαδή, επαφή με επιθηλιακά δερματικά κύτταρα του ανθρώπινου σώματος.
Από την άλλη η Δρ. Ragne Kristin Farmen, Μ.Υ.3, είχε τη βασική θέση ότι η δευτερεύουσα μεταφορά στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης δεν ήταν απίθανη χρησιμοποιώντας προς τούτο την μέθοδο του LCN, η οποία είναι κατά την άποψη της αξιόπιστη και περιγράφεται ως βάσιμη αδιαμφισβήτητη μέθοδος αναπαραγωγικότητας, κατάλληλη για το σκοπό της ανίχνευσης γενετικού υλικού κατά δευτερογενή τρόπο. Ήταν πιθανό ότι το εξωτερικό νάυλον σακουλάκι το οποίο ήταν τοποθετημένο απευθείας στο δέρμα της Μάρθας και έτσι ήταν εκτεθειμένο σε ιδρώτα και τριβή, είχε ως πηγή εναποθέσεως γενετικού υλικού τα κύτταρα. Εάν αυτό το σακουλάκι έτυχε χειρισμού ενώ βρισκόταν εντός του εσωρούχου της Μάρθας και πριν από αυτό το χειρισμό η Μάρθα είχε επαφή με κυτταρικά υλικά που κατατέθησαν από την εφεσείουσα είτε από άμεση επαφή, είτε μέσω χειρισμού των ιδίων αντικειμένων, τότε δυνατό να αφέθηκε το γενετικό υλικό της εφεσείουσας μέσω των χεριών της Μάρθας, έχοντας γίνει, δηλαδή, δευτερεύουσα μεταφορά. Μάλιστα, αν η εφεσείουσα είχε χειριστεί και τα υπόλοιπα νάυλον σακουλάκια που είχαν βρεθεί στο εσωτερικό του νάυλον σακουλιού επί της επιφάνειας του οποίου βρέθηκε το γενετικό υλικό της, τότε θα ήταν λογικό να υποτεθεί ότι θα αφηνόταν το γενετικό υλικό της σε όλα τα νάυλον σακουλάκια από απευθείας επαφή, με πρωτεύουσα, δηλαδή, μεταφορά.
Η Δρ. Farmen ιδρύτρια του GENA - Ινστιτούτου για Αναλύσεις DNA στη Νορβηγία, αναφέρθηκε και κατέθεσε διάφορα επιστημονικά άρθρα σχετικά με τη μεθοδολογία LCN, δεχόμενη ότι τα επιθήλια κύτταρα μπορούν με βάση τις νεώτερες επιστημονικές έρευνες να ανταλλαγούν μεταξύ ατόμων και από άτομα σε αντικείμενα, ως αποτέλεσμα μεταφοράς σε δεύτερο πρόσωπο, μέσω χειρισμού των αυτών αντικειμένων. Οι μελέτες απέδειξαν ότι η ουσιαστική μεταφορά γενετικού υλικού επισυμβαίνει κατά τη διάρκεια της αρχικής επαφής. Δέχθηκε ότι οι μελέτες που έγιναν με τη μέθοδο LCN που αποδεικνύουν τη δευτερεύουσα μεταφορά διεξήχθηκαν σε ιδανικές εργαστηριακές συνθήκες, αντικρούοντας δε την ανησυχία και το σκεπτικισμό του Δρ. Καριόλου ότι τέτοιες ιδανικές συνθήκες δεν υφίστανται ποτέ στις πραγματικές σκηνές εγκλημάτων, απάντησε ότι τα πειράματα γίνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μιμούνται τις φυσιολογικές αυτές συνθήκες. Δέχθηκε επίσης ότι εφαρμόζοντας περισσότερους κύκλους στην τεχνική LCN χρειάζεται περισσότερη προσοχή και τουλάχιστον είναι αναγκαίο να γίνουν δύο αναλύσεις του ιδίου δείγματος. Δέχθηκε επίσης ότι το LCN είναι πολύ ευαίσθητο σε βαθμό που χρησιμοποιώντας 34 κύκλους είναι δυνατό να ανιχνευθεί οτιδήποτε και δεν υπάρχει πρωτόκολλο κατασκευαστή που να εγγυάται την επιστημονική αποτελεσματικότητα της χρήσης των 34 κύκλων. Ανέφερε επίσης ότι η πείρα της αφορά το σύστημα Bio-kid και όχι το Power Plex 16, θεωρούσα, όμως, ότι και τα δύο συστήματα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, αν και η εμπειρία της στο σύστημα Power Plex 16 είναι ακαδημαϊκή. Με το σύστημα όμως Power Plex 16 και τις προδιαγραφές του κατασκευαστή είναι αδύνατο να ανιχνευθεί δευτερεύουσα μεταφορά.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε πλήρως τις θέσεις του Δρ. Καριόλου εντυπωσιασθέν από τη μεθοδικότητα και την αναλυτική σκέψη του μάρτυρα, αλλά και το πόσο προσεκτικός ήταν ερμηνεύοντας και αναλύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τα διάφορα άρθρα τα οποία έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε σχέση με τη δευτερεύουσα αναφορά και τη μέθοδο LCN. Δέχθηκε την άποψη του ότι δεν θα ήταν επιστημονικά ορθό να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος LCN εφόσον δεν είναι απόλυτα δοκιμασμένη και καθολικά αποδεκτή στην επιστημονική κοινότητα για να εντοπισθούν παραβάτες, ενόψει του ότι θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα και η τύχη των ανθρώπων. Εφόσον ο ίδιος, όπως ανέφερε στο Κακουργιοδικείο, δεν έχει πεισθεί για τις εξετάσεις αυτές δεν θα το χρησιμοποιούσε ποτέ ενώπιον Δικαστηρίου διότι τα πειράματα που γίνονται με αύξηση των κύκλων από 28 σε 34, ξεπερνούν τα ασφαλή όρια και είναι επικίνδυνα εφόσον γίνονται στη βάση μη επικυρωμένων πρωτοκόλλων από τον κατασκευαστή, με αποτέλεσμα όλα να είναι πιθανά. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ξεπερνούν τα ασφαλή όρια που στα πειράματα που γίνονται μπορεί να ανιχνευθεί και γενετικό υλικό ατόμου που δεν ήταν καν στην σκηνή. Το Κακουργιοδικείο πείσθηκε ότι η μακρά πείρα του Δρος Καριόλου στη διερεύνηση αστυνομικών υποθέσεων και το γενικώς αποδεκτό σύστημα Power Plex 16, καθιστούσε τη θέση του ότι η δευτερεύουσα μεταφορά ήταν δυνατή μεν, αλλά απίθανη, ορθή.
Αντίθετα, δεν πείσθηκε ως προς την επάρκεια της πείρας της Δρος Farmen σε σχέση με το σύστημα Power Plex 16, εφόσον και η ίδια δέχθηκε ότι οι γνώσεις της ήταν ακαδημαϊκές θεωρώντας ως εικασία και αυθαίρετο συμπέρασμα το ότι η χρήση του συστήματος Power Plex 16 με 32 κύκλους, εμπεριέχει τους 28 και άρα είναι στην ουσία LCN. Είχε επίσης, όπως δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, περιορισμένη πείρα στην εξέταση αστυνομικών τεκμηρίων, ενώ η ανάλυση της όσον αφορά τη σχετική αρθρογραφία περιορίστηκε σε μια γενική αντίληψη και πρακτική προσέγγιση. Κατά το Κακουργιοδικείο, η Δρ. Farmen ήταν πρόθυμη να αυξήσει τους κύκλους στη μεθοδολογία LCN, ενώ παραδέχθηκε ότι αυτό ενέχει κινδύνους, γι΄ αυτό και χρησιμοποιείται κυρίως για μικροπαραβάσεις. Ένα από τα στοιχεία που το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως πιστοποιούν τη θέση του Δρος Καριόλου, ήταν και το γεγονός ότι τα άρθρα και οι μελέτες που αφορούσαν και αφορούν το LCN, δεν ήταν δημοσιευμένα σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, αποδεκτά δηλαδή από όλη την επιστημονική κοινότητα, αλλά ήταν μάλλον άρθρα που αναφέρονταν σε πειράματα και ενέργειες που έγιναν στα πλαίσια των μελετών αυτών. Έκρινε δε ορθή τη θέση του Δρος Καριόλου να μην αποκαλύψει ή δώσει στο Δικαστήριο και για σκοπούς της υπεράσπισης, τα δικά του πειράματα στο Ινστιτούτο Δικανικής Γενετικής, εφόσον δεν ήταν ακόμη εντελώς πλήρη και επιβεβαιωμένα ώστε να είναι σε θέση να τα αποστείλει για δημοσίευση σε τέτοιο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό.
Παρά τις ομολογουμένως ενδελεχείς, γενναίες, μέχρι και εξαντλητικές προσπάθειες του συνηγόρου των εφεσειόντων να δείξει μέσα από το διάγραμμα του εκτεινόμενο αρχικά σε 22 σελίδες και άλλες 53 συμπληρωματικές, ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου, εν τούτοις δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το θεμελιακά λανθασμένο στην ως άνω αντιμετώπιση του ώστε η εκ μέρους του αποδοχή της μαρτυρίας αυτής, έναντι της μαρτυρίας της Δρος Farmen, να είναι λανθασμένη. Όπως είναι θεμελιωμένο το Δικαστήριο λαμβάνει την επιστημονική μαρτυρία και την αξιολογεί χωρίς να είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τη μια ή την άλλη επιστημονική παρουσίαση υπό τον όρο ότι εξηγεί επαρκώς τους λόγους για την προτίμηση του προς την μια ή την άλλη εκδοχή. (δέστε Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25 και Σίμος Αμβροσίου Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766). Είναι με επάρκεια κρίνεται που το Κακουργιοδικείο κατέγραψε τους λόγους προτίμησης της μαρτυρίας του Δρ. Καριόλου στις σελ. 54-57 της απόφασης του, ώστε πράγματι η ανίχνευση γενετικού υλικού επί του εξωτερικού μέρους του νάυλον σακουλιού της ίδιας της εφεσείουσας, να αποτελεί ενίσχυση της μαρτυρίας της Μάρθας. Δεν ευσταθούν οι θέσεις του κ. Πική ότι ο Δρ. Καριόλου δεν ήταν είτε επαρκώς γνώστης της μεθόδου LCN, είτε ότι παραγνώριζε την αντίθετη άποψη για τη μέθοδο αυτή ως γενικώς καταξιωμένη, ή, ότι δεν είχε σημασία η πείρα του μάρτυρα ως προς την εξέταση αστυνομικών τεκμηρίων. Το γεγονός ότι η μεθοδολογία LCN έχει γίνει αποδεκτή σ' άλλα Δικαστήρια ως μέθοδος που χρησιμοποιείται παγκοσμίως πάνω από μια δεκαετία σε διάφορες χώρες (δέστε The People of the State of New York v. Hemant Megnath Ind. No. 917/07 ημερ. 8.2.10), δεν δεσμεύει βεβαίως τα Κυπριακά Δικαστήρια. Η κάθε υπόθεση πρέπει να αντιμετωπισθεί επί των δικών της δεδομένων, τόσο από πλευράς γεγονότων, όσο και από πλευράς επιστημονικής μαρτυρίας, όπως αυτή κατά περίσταση προσφέρεται.
Η απλή ένδειξη από τη μέθοδο LCN ότι είναι πιθανή η δευτερεύουσα μεταφορά, δεν επαρκεί για τον εκτοπισμό της στέρεα θεμελιωμένης ασφαλούς και γενικώς αποδεκτής μεθόδου του Power Plex 16, που στην περίπτωση, έδειξε ότι ανιχνεύθηκε γενετικό υλικό της εφεσείουσας ως αποτέλεσμα άμεσης επαφής με το σακκουλάκι έχοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι το υλικό που απομονώθηκε ήταν μεν μικρής ποσότητας, μετρημένο σε 5 νανογραμμάτια, έναντι των 75-140 νανογραμμαρίων γενετικού υλικού που λήφθηκε από τα παρειακά επιχρίσματα, ποσότητα που ήταν όμως ταυτόχρονα και ικανοποιητική για να ληφθούν αξιόπιστα αποτελέσματα. Εν τέλει η θέση του Δρ. Καριόλου ότι η δευτερεύουσα μεταφορά είναι «possible but highly unlikely» (σελ. 130 των πρακτικών ημερ. 14.5.2009), παρέμεινε ακλόνητη.
Η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρξε άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού της εφεσείουσας επί του εξωτερικού μέρους του σακκουλιού, αποτέλεσε ενισχυτικό στοιχείο της μαρτυρίας της Μάρθας. Ως προς την περαιτέρω κρίση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρξε τρίτο στοιχείο ενισχυτικό μαρτυρίας, ήτοι ηθελημένο ψεύδος, δεν θα απασχολήσει εδώ ιδιαίτερα εφόσον αυτό ήταν απόρροια της διαπίστωσης ως προς το γενετικό υλικό.
Παρατηρείται δε πρόσθετα ότι η σωματική επαφή που η εφεσείουσα τόνισε στη μαρτυρία της ότι είχε με τη Μάρθα, αφήνοντας έτσι να υπονοηθεί ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η αιτία της δευτερεύουσας μεταφοράς, ήταν η συνήθεια της Μάρθας να σπρώχνει τον άλλο με το χέρι της. Αλλά ουδαμώς εξηγήθηκε κατά πόσο τέτοιο σπρώξιμο γινόταν πάνω σε γυμνό σημείο του σώματος της εφεσείουσας ή σε σημείο που ήταν καλυμμμένο από τα ρούχα. Η διαφορά έχει τεράστια σημασία όπως έχει και το γυμνό ενδεχομένως μέρος της εφεσείουσας που άγγιζε με το σπρώξιμο η Μάρθα.
(v) Η έννοια της προμήθειας - λόγος έφεσης υπ' αρ. 12
Όπως έχει ήδη λεχθεί, η εφεσείουσα μόνη αντιμετώπιζε την τέταρτη κατηγορία της προμήθειας των ναρκωτικών ουσιών προς την Μάρθα επί της οποίας το Κακουργιοδικείο την έκρινε ένοχη βασιζόμενο κυρίως στην υπόθεση R. v. Maginnis [1987] 1 All E.R. 907, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων με αναφορά στις προηγηθείσες αποφάσεις στις R. v. Delgado [1984] 1 W.L.R. 89, R. v. Dempsey The Times 22.11.1985 και Donnelly v. H.M. Advocate [1985] S.L.T. 243, αποφάσισε ότι η έννοια της προμήθειας («supply»), υποδηλώνει κάτι περισσότερο από την απλή μεταβίβαση της φυσικής κατοχής κάποιου αντικειμένου από ένα πρόσωπο προς άλλο, έχοντας θεωρήσει ότι υπάρχει μια πρόσθετη παράμετρος «that of enabling the recipient to apply the thing handed over to purposes for which he desires or has a duty to apply it». Τα γεγονότα στη Maginnis αφορούσαν περίπτωση όπου στο όχημα του κατηγορούμενου είχε βρεθεί πακέτο με ναρκωτικά το οποίο, ως ισχυρίστηκε, ανήκε σε φίλο του ο οποίος το είχε αφήσει στο όχημα του το προηγούμενο βράδυ με σκοπό να το παραλάμβανε αργότερα.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η απόφαση R. v. Maginnis προσομοίαζε στα γεγονότα με την υπό κρίση υπόθεση καταλήγοντας επομένως ότι η πράξη της εφεσείουσας να παραδώσει και να τοποθετήσει τα ναρκωτικά στη Μάρθα, αφού πρώτα η ίδια τα παρέλαβε ή αγόρασε από άλλο πρόσωπο, συνιστούσε προμήθεια προς την Μάρθα στην έννοια του Νόμου. Παρόλον που το θέμα είναι εν τέλει θεωρητικό εφόσον η εφεσείουσα δεν εφεσιβάλλει την ποινή της, (στην κατηγορία αυτή επεβλήθη εξαετής φυλάκιση), εν τούτοις κρίνεται ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα εφάρμοσε το λόγο της Maginnis στην υπό κρίση περίπτωση. Αυτό γιατί η περίπτωση της Maginnis αφορούσε την κρίση επί γεγονότων που αφορούσαν τον αποδέκτη των ναρκωτικών και όχι τον προμηθευτή. Το ερώτημα που είχε πιστοποιηθεί ως νομικό σημείο από το Αγγλικό Εφετείο και το οποίο η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων διαφοροποίησε ήταν το εξής:
«Whether a person in unlawful possession of a controlled drug which has been deposited with him for safe keeping has the intent to supply that drug to another if his intention is to return the drug to the person who deposited it with him.»
Σε αυτό το νομικό ερώτημα και επί των γεγονότων που είχε ενώπιον της η Δικαστική Επιτροπή δόθηκε καταφατική απάντηση. Επομένως, η κρίση στη Maginnis θα μπορούσε να έχει εφαρμογή εάν κατηγορούμενη εδώ ήταν η Μάρθα και όχι η εφεσείουσα. Σε πιθανή κατηγορία της Μάρθας, αυτή θα διέπραττε αδίκημα όταν θα παρέδιδε πίσω στην εφεσείουσα τα ναρκωτικά που ήταν φυλαγμένα στο σώμα της εφόσον πλέον η Μάρθα γνώριζε (εφόσον συμμετείχε στην όλη διαδικασία), ότι ο σκοπός της αγοράς των ναρκωτικών από την εφεσείουσα ήταν η προμήθεια αυτών σε τρίτους. Στην απόφαση στη Maginnis αναφέρθηκαν και τα γεγονότα της Dempsey - πιο πάνω - τα οποία και θεωρήθηκαν ότι δεν ήσαν τέτοια ώστε ο ένας κατηγορούμενος ο οποίος είχε στην κατοχή του με άδεια των ιατρικών υπηρεσιών αμπούλες ελεγχομένου ναρκωτικού φαρμάκου να ήταν ένοχος για προμήθεια στη δεύτερη κατηγορούμενη που τον συνόδευε, στην οποία παραχώρησε για προσωρινή και μόνο φύλαξη ορισμένες αμπούλες όταν ο ίδιος μετέβη στη δημόσια τουαλέττα για να χορηγήσει στον εαυτό του μια αμπούλα. Δεν υπήρχε καμιά πρόθεση από τη δεύτερη κατηγορούμενη να χρησιμοποιήσει τα φάρμακα για οποιοδήποτε σκοπό, ούτε δόθηκαν οι αμπούλες σ' αυτήν από τον πρώτο κατηγορούμενο με οποιαδήποτε συγκεκριμένη στόχευση.
Εδώ η εφεσείουσα σαφώς ήταν προμηθευτής των ναρκωτικών στη Μάρθα κατά την κλασσική έννοια της προμήθειας εφόσον τα έδωσε για φύλαξη και μεταφορά στις ελεύθερες περιοχές αναμένοντας να τα επανακτήσει με τη συμμετοχή και αποδοχή, ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, της ίδιας της Μάρθας. Να λεχθεί ότι η Maginnis έτυχε αναφοράς στην Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, την οποία δεν μνημόνευσε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του και στην οποία όμως πέραν του ότι δεν χρειάστηκε το εκεί Εφετείο να ενδιατρίψει στον καθαυτό λόγο της Maginnis, λανθασμένα, κρίνεται, είχε θεωρηθεί από τη Δημοκρατία στην εισήγηση της ότι η παράδοση ηρωΐνης από τον εφεσείοντα σε συγκατηγορούμενο του για απλή φύλαξη, ενέπιπτε στο ratio decidendi της Maginnis, εφόσον όπως ήδη αναφέρθηκε το ζητούμενο εκεί ήταν η κρίση της ενοχής του ατόμου που παρέλαβε ή στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν τα ναρκωτικά και όχι του προμηθευτή των ναρκωτικών σ' αυτό.
Λανθασμένα, επομένως, εφαρμόστηκε μεν η Maginnis από το Κακουργιοδικείο, αλλά η καταδίκη ήταν ορθή για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί.
Το διάταγμα δήμευσης - λόγος έφεσης υπ' αρ. 14
Αμφισβητείται η ορθότητα του διατάγματος δήμευσης που το Κακουργιοδικείο εξέδωσε με ξεχωριστή απόφαση του στις 16.12.2009, μετά την καταδίκη των εφεσειόντων στις τρεις πρώτες κατηγορίες και πρόσθετα της εφεσείουσας στην τέταρτη κατηγορία με βάση τη διαδικασία που η Γενική Εισαγγελία υπέβαλε στο Κακουργιοδικείο δυνάμει των προνοιών του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου αρ. 188(Ι)/2007 (εφεξής «ο Νόμος»). Το διάταγμα δήμευσης αφορούσε το συνολικό ποσό των €17.580, τα οποία ανευρέθησαν, ως αναφέρεται πιο πάνω στη σελ. 567 του παρόντος σκεπτικού, στη τσάντα της εφεσείουσας (€1.240) και στο παντελόνι του εφεσείοντα (€3.940), κατά τη διάρκεια της ανακοπής τους από την ΥΚΑΝ στις 29.4.2008 και στο σπίτι των εφεσειόντων σε ερμάρι του υπνοδωματίου της εφεσείουσας (€12.400). Σχετική έκθεση ισχυρισμών της Εισαγγελίας παρουσίαζε ότι αμφότεροι οι εφεσείοντες είχαν πενιχρά εισοδήματα, η μεν εφεσείουσα από βοήθημα που έλαβε μεταξύ Ιανουαρίου-Μαρτίου του 2008 ύψους €715 μηνιαίως, ενώ ο εφεσείων από περιοδική εργασία αυτού από την οποία είχε απολαβές από £390 μηνιαίως μέχρι €1.200 μηνιαίως. Ουδείς των εφεσειόντων υπέβαλε ποτέ δήλωση εισοδήματος και ουδείς φαίνεται να είχε συνεισφέρει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η εφεσείουσα μάλιστα φαίνεται να μην έχει εργαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, ενώ από τις 2.6.2003 λάμβανε δημόσιο βοήθημα έχοντας κριθεί ανίκανη για εργασία. Ενώ για τον εφεσείοντα η έρευνα της ΜΟΚΑΣ έδειξε ότι αυτός δεν διατηρούσε οποιοδήποτε λογαριασμό σε Κυπριακό τραπεζικό ίδρυμα, η έρευνα για την εφεσείουσα έδειξε ότι διατηρούσε λογαριασμό όψεως στην ΣΠΕ Αθηαίνου, στον οποίο κατατέθηκαν διάφορα ποσά, ήτοι, το 2005, €25.595, το 2006, €25.595, το 2007, €854, και το 2008, μέχρι την ημέρα της σύλληψης της, €8.240. Στην ίδια χρονική περίοδο, η εφεσείουσα κατέθεσε και επιταγές εκδομένες επί της Κεντρικής Τράπεζας συνολικού ποσού €3.727. Όλα τα ποσά ανέρχοντο στις €65.719. Από το σύνολο των ποσών ανευρέθησαν προς ρευστοποίηση για σκοπούς διατάγματος δήμευσης, μόνο τα προαναφερθέντα συμποσούμενα στις €17.580.
Όπως καταγράφθηκε ήδη οι εφεσείοντες αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν από το εκ πρώτης όψεως στάδιο αντιστοίχως στις κατηγορίες 5 και 6, με μια ιδιαιτέρως λιτή ενδιάμεση απόφαση ημερ. 30.7.2009. Η βασική τοποθέτηση του κ. Πική είναι ότι η αθώωση επί των κατηγοριών αυτών που σχετίζονταν με τη νομιμοποίηση εσόδων δυνάμει του Άρθρου 4(1) του Νόμου, σφράγιζε και την τύχη της αίτησης για δήμευση εφόσον οι κατηγορίες 5 και 6, αφορούσαν συγκεκριμένα στα ποσά των €12.400 και €3.940 αντίστοιχα, που σήμαινε ότι δεν μπορούσαν οι εφεσείοντες να θεωρηθούν ότι απέκτησαν τα χρήματα αυτά ως έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Η ταυτόχρονη έκδοση διατάγματος δήμευσης από το Κακουργιοδικείο παρά την αθωωτική απόφαση στις κατηγορίες 5 και 6, παραβιάζει κατά την εισήγηση το τεκμήριο της αθωώτητας, ενώ ούτε η εφαρμογή του τεκμηρίου που δημιουργεί το Άρθρο 7(2) του Νόμου, βοηθά τη Δημοκρατία διότι η διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος στην οποία αναφέρεται η παρ. (α) του Άρθρου 7(2), περιλαμβάνει και τα αδικήματα στις κατηγορίες 5 και 6, επί των οποίων υπήρξε αθωωτική απόφαση.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε στην ουσία τις θέσεις της Δημοκρατίας ότι το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 7(2) δημιουργεί ανεξάρτητο βάθρο επί του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσείοντες απέκτησαν έσοδα δυνάμει γενεσιουργού αδικήματος, προερχόμενα μάλιστα από την καταδίκη τους στις πρώτες τέσσερεις κατηγορίες. Άλλωστε, κατά το Κακουργιοδικείο, η αποκόμιση εσόδων με βάση και τη σχετική νομολογία δεν είναι ανάγκη να έχει προέλευση αδίκημα για το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάζεται. Υιοθέτησε τις θέσεις που εκφράστηκαν στην R. v. Briggs-Price [2009] UKHL 19 και την Phillips v. The United Kingdom [2000] 30 EHRR C.D. 170, κρίνοντας ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ, στην Geerings v. The Netherlands [2007] 46 EHRR 1222, δεν εφαρμοζόταν στα υπό κρίση δεδομένα.
Έχει αποφασιστεί ότι η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος δήμευσης δυνάμει του Νόμου δεν αποτελεί κατηγορία για την οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να εκδικαστεί, αλλά θεωρείται μέρος της διαδικασίας επιβολής ποινής. (R. v. Benjafield [2002] UKHL 2 και Phillips v. The United Kingdom - ανωτέρω). Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα των Millington and Sutherland Williams on The Proceeds of Crime 3η έκδ. σελ. 220-222, ιδιαίτερα στην παρ. 9.191-192. Περαιτέρω, είναι σαφές από την ίδια και άλλη συναφή νομολογία, ότι ακριβώς επειδή η διαδικασία της δήμευσης αποτελεί μέρος της επιβολής ποινής και έπεται της καταδίκης μετά από ακρόαση, δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ούτε βέβαια το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος όσον αφορά το τεκμήριο της αθωότητας. Αυτό διότι η διαδικασία δήμευσης δεν δημιουργεί νέο ποινικό αδίκημα που προστίθεται επί των ώμων του κατηγορουμένου. Όπως αναφέρεται και στην παρ. 9.200 του πιο πάνω συγγράμματος:
«Rather, confiscation is really no more than a sentencing procedure for an offence that has already been proven. The sole purpose of such hearings is to assess the level of penalty.»
Είναι αναγκαίο να αναφερθούν οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου. Ο Νόμος αντικατέστησε την προηγούμενη επί του θέματος νομοθεσία που ίσχυε με τον Νόμο αρ. 61(Ι)/96, ως τροποποιήθηκε, και εν πολλοίς ενσωματώνει τις βασικές διατάξεις που ενδιαφέρουν εδώ. Σύμφωνα με το Άρθρο 3, ο Νόμος εφαρμόζεται στα ούτω καλούμενα «καθορισμένα αδικήματα», που εξειδικεύονται να είναι (α) τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και (β) τα γενεσιουργά αδικήματα. Τα μεν πρώτα καθορίζονται στο επόμενο Άρθρο 4(1) παρ. (i-v), τα δε γενεσιουργά αδικήματα καθορίζονται στο Άρθρο 5(α)-(γ). Το επόμενο Άρθρο 6, δίνει το δικαίωμα στο Δικαστήριο «.. το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για καθορισμένο αδίκημα προτού επιβάλει ποινή ...» να προβεί σε έρευνα για να διαπιστώσει «.. αν ο κατηγορούμενος απεκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ...». Η διαδικασία άρχεται με αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα, στη διαδικασία δε αυτή η Δημοκρατία έχει το ευεργέτημα του μαχητού τεκμηρίου που δημιουργείται από το Άρθρο 7(2), το οποίο καθορίζει ότι στη διαπίστωση κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και προς υπολογισμό του ύψους των εσόδων του «από την εν λόγω διάπραξη ...» δύναται να υποθέσει ότι:
«7.(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου -
..........................
(2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του από την εν λόγω διάπραξη, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι -
(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος ή απέκτησε ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος από αυτόν το νωρίτερο που θα κρίνει το δικαστήρίο ότι την απέκτησε.»
Το τεκμήριο που δημιουργείται δεν εφαρμόζεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (3), είτε αν δεν αποδειχθεί ότι ισχύει στην περίπτωση του συγκεκριμένου κατηγορούμενου ή το Δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας σε βάρος του κατηγορουμένου, αν τύγχανε εφαρμογής.
Οι συγκεκριμένες κατηγορίες 5 και 6 έχουν ως εξής:
« Έκθεση Αδικήματος
Πέμπτη Κατηγορία
Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1)(α)(iii)(2), 5(γ), 7 και 27, του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 και του Άρθρου 3 του Περί Δικαστηρίων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 43(Ι)/1974.
Λεπτομέρειες Αδικήματος
Η κατηγορούμενη αρ. 2 την 29η Απριλίου του 2008 στην Αθηαίνου της Επαρχίας Λάρνακας, απέκτησε περιουσία, δηλαδή το χρηματικό ποσό των €12.400,= ενώ γνώριζε ότι αυτή αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος της προμήθειας ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.
Έκθεση Αδικήματος
Έκτη Κατηγορία
Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1)(α)(iii)(2), 5(γ), 7 και 27 του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007.
Λεπτομέρειες Αδικήματος
Ο κατηγορούμενος αρ. 3 κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1ην κατηγορία, απέκτησε περιουσία, δηλαδή το χρηματικό ποσό των €3.940,=, ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος της προμήθειας ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.»
Παρατηρείται ότι στις λεπτομέρειες των δύο αυτών αδικημάτων συγκεκριμενοποιήθηκαν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, που, ως δηλώνεται, οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι αποτελούσαν «.. έσοδο από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος της προμήθειας ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα ...». Κρίνεται ότι το γενεσιουργό αδίκημα για το οποίο υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 6(1) η αίτηση για δήμευση, πρέπει να εμπίπτει σε καθορισμένο αδίκημα, ενώ σκοπός της έρευνας είναι η διαπίστωση από το Κακουργιοδικείο ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Η έρευνα, δηλαδή, με την εισαγωγή της αίτησης από τη Δημοκρατία δεν γίνεται in abstracto, αλλά έχει αναφορά στο συγκεκριμένο αδίκημα, εξ ου και το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 7(2), συναρτά τη διαπίστωση της αποκόμισης εσόδων από τη συγκεκριμένη διάπραξη του αδικήματος.
Το πρόβλημα που φαινομενικά δημιουργήθηκε στην υπό κρίση αίτηση δήμευσης αναγόταν στη λανθασμένη ένθεση στο κατηγορητήριο των πιο πάνω κατηγοριών περί νομιμοποίησης εσόδων. Είναι σόφρων από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής να αναμένεται η τελική έκβαση της ποινικής δίκης προτού γίνει οποιαδήποτε αίτηση για δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του κατηγορουμένου. Η νομιμοποίηση εσόδων δεν θα ήταν ποτέ δυνατή να στοιχειοθετηθεί ως ξέχωρο αδίκημα, ιδιαιτέρως στα γεγονότα όπως ήταν εξ αρχής στη γνώση της Κατηγορούσας Αρχής και όπως τελικά αυτά κατέστησαν εύρημα του Δικαστηρίου. Η πρόσθεση των κατηγοριών 5 και 6 μόνο περίπλεξη της νομικής πτυχής της υπόθεσης ήταν δυνατό να φέρει. Αναμφίβολα δεν ήταν δυνατή η νομιμοποίηση των συγκεκριμένων χρημάτων ως εσόδων από γενεσιουργό αδίκημα διαπραχθέν στις 29.4.2008 εφόσον, τα χρήματα ήταν ήδη και είχαν ανευρεθεί στο σπίτι της εφεσείουσας ενώ και τα υπόλοιπα δεν ήταν τέτοια που να ήταν δυνατό να θεωρηθούν ως έσοδο ως αποτέλεσμα της διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος, εφόσον και η μαρτυρία έδειξε ότι ήταν η εφεσείουσα η οποία με χρήματα που της παρέδωσε ο εφεσείων σύζυγος της πλήρωσε για την αγορά των ναρκωτικών ουσιών.
Η καταδίκη όμως των εφεσειόντων στα αδικήματα 1 έως 4, προδήλως έδωσε το έναυσμα για τη δυνατότητα χρήσης του τεκμηρίου που δημιουργεί το Άρθρο 7(2). Το τεκμήριο αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και στοχεύει στη δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του καταδικασθέντος, ανεξάρτητα από τη διασύνδεση του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος με την προέλευση της πηγής των χρημάτων. Όπως διαφάνηκε από την έκθεση στην αίτηση για δήμευση των εσόδων των εφεσειόντων διακινήθηκαν €65.719 στο λογαριασμό της εφεσείουσας κατά τον έλεγχο των εισοδημάτων της με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με το μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται από το Άρθρο 7(2), να μεταφέρεται στους ώμους των εφεσειόντων να δείξουν την προέλευση των χρημάτων. Ότι δηλαδή δεν αποτελούν έσοδο διάπραξης γενεσιουργού αδικήματος. Η έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών από πλευράς των εφεσειόντων, ουδέν αποκάλυψε που να μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική εξήγηση για τη διακίνηση αυτών των χρημάτων ή την ανεύρεση του συνολικού ποσού των €17.580, ως προερχόμενο από νόμιμη δραστηριότητα, ιδιαιτέρως ενόψει όπως έδειξε η αίτηση για τη δήμευση και που δεν αντικρούστηκε, ότι η μεν εφεσείουσα δεν εργαζόταν στην ουσία, ο δε εφεσείων είχε περιορισμένα εισοδήματα.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων βάσισε τη θέση του περί καταπάτησης του τεκμηρίου της αθωότητας στην αθώωση των εφεσειόντων από τις κατηγορίες 5 και 6, αλλά και στην υπόθεση Geerings, ανωτέρω. Αναφέρθηκε ήδη ότι η αθώωση στις κατηγορίες 5 και 6 αφορά το συγκεκριμένο αδίκημα της νομιμοποίησης, ενώ η αίτηση σχετίζεται με τη ευρύτερη διασύνδεση των αδικημάτων που δημιουργούν τα Άρθρα 6 και 7 του Nόμου, περιλαμβανομένου και του προαναφερθέντος τεκμηρίου. Όσον αφορά την υπόθεση Geerings, τα γεγονότα της είναι πολύ διαφορετικά από τα παρόντα, το δε ratio decidendi της απόφασης βρίσκεται στις σκέψεις 46 και 47 του σκεπτικού, από τις οποίες και διαφαίνεται ότι ο εκεί αιτητής δεν ήταν ποτέ κάτοχος ενεργητικού για το οποίο δεν μπορούσε να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση, ενώ από την άλλη η δήμευση ήταν μέτρο αναντίστοιχο σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που δεν ήσαν στην κατοχή του επηρεαζομένου, ιδιαιτέρως εφόσον η δήμευση ως μέτρο ποινής, σχετιζόταν με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος για το οποίο ο επηρεαζόμενος δεν είχε κριθεί ένοχος. Εναντιωνόταν λοιπόν στο τεκμήριο της αθωότητας, η κρίση του Ολλανδικού Supreme Court («Hoge Raad»), ότι η αθώωση του επηρεαζομένου από συγκεκριμένα αδικήματα δεν αποτελούσε ταυτόχρονα και εμπόδιο στη μεταχείριση των ιδίων κατηγοριών, ως «similar offences» για τους σκοπούς της διαδικασίας δήμευσης, ή ότι παρά την αθώωση του παρέμεναν επαρκείς υποψίες ότι είχε διαπράξει τα αδικήματα. (σκέψεις 11 και 19). Τέτοια υπόνοια δεν θα μπορούσε παρά να εδράζεται σε τεκμήριο ενοχής, που ήταν υπό τις περιστάσεις ενάντια στο Άρθρο 6.2.
Εδώ, η διαδικασία δήμευσης προχώρησε στη βάση της ήδη καταδικαστικής κρίσης του Κακουργιοδικείου επί κατηγοριών άλλων από αυτές στις οποίες οι εφεσείοντες αθωώθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Ο συσχετισμός, επομένως, της παρούσας υπόθεσης με την Geerings είναι ατυχής.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι εφέσεις απορρίπτονται, το δε διάταγμα δήμευσης επικυρώνεται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται. Το διάταγμα δήμευσης επικυρώνεται.