ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 9
22 Ιανουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΙΡΙΠΙΤΣΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 241/2009)
Ποινική Δικονομία ― Διάπραξη αδικημάτων από υπόδικο εντός του χρόνου κατά τον οποίο αυτός είχε αφεθεί ελεύθερος υπό όρους ― Αντικατάσταση των όρων απόλυσης του υποδίκου η οποία είχε διαταχθεί για τα πρώτα κατά χρονολογική σειρά διαπραχθέντα και ορισθέντα προς εκδίκαση αδικήματα, με διαταγή κράτησης μέχρι τη δίκη του, λόγω του ενδεχόμενου διάπραξης άλλων παρόμοιων αδικημάτων ― Έφεση εναντίον σχετικής διαταγής ― Εφετείο δεν διαπίστωσε λόγο επέμβασης στη διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου.
Υπόδικοι ― Διαταγή για κράτηση υποδίκου ― Αιτιολογία ― Αποτελεί συστατικό στοιχείο εγκυρότητας της διαταγής ― Σε κάθε περίπτωση ο υπόδικος πρέπει να γνωρίζει τους λόγους κράτησής του ― Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος άσκησης της σχετικής διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του αντιμετωπίζουν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας αριθμό κατηγοριών για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, εμπορίου ενήλικων προσώπων, εκμετάλλευσης της εργασίας τους, παράνομης κατακράτησης προσωπικών τους εγγράφων κλπ..
Η υπόθεση ορίστηκε αρχικά για ακρόαση στις 15.3.2010 και ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους μέχρι τη δίκη του. Περί τις αρχές Νοεμβρίου 2009 προέκυψε μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε παράνομη εμπλοκή σε σχέση με την εξεύρεση εργατών από τη Ρουμανία με σκοπό να τους προμηθεύσει σε εργοδότες στην Κύπρο, ότι εκμεταλλευόταν Ρουμάνους εργάτες τους οποίους είχε να ζουν σε υποστατικά κάτω από άθλιες συνθήκες και ότι παρανόμως αποσπούσε τους μισθούς τους. Στις 23.11.2009 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε αίτηση για αντικατάσταση των όρων με διαταγή όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο. Στις 15.12.2009, το Κακουργιοδικείο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη του στις 16.2.2010. Ο εφεσείων φέρεται να διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα μετά την καταχώρηση της υπόθεσης για την οποία αυτός και ο συγκατηγορούμενος του πρόκειται να δικαστούν στις 16.2.2010 αλλά και μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου για την υπό όρους απόλυσή του.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι τους οποίους οι συνήγοροι του εφεσείοντος ανέπτυξαν ενώπιον του Εφετείου αφορούσαν στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου περί πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στο μέλλον στην απουσία προηγούμενων καταδικών. Οι συνήγοροι υποστήριξαν επίσης ότι η εκκαλούμενη απόφαση εστερείτο αιτιολογίας και ότι το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε ευρήματα επί των γεγονότων τα οποία θα έγερναν ενδεχομένως την πλάστιγγα υπέρ της απόρριψης του αιτήματος για κράτηση του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πολιτική του δικαίου για την πρόληψη του εγκλήματος καθιέρωσε κανόνα ο οποίος επιτρέπει την κράτηση όπου διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος. Εδώ, ο κανόνας αυτός βρίσκει πλήρη εφαρμογή.
2. Η εμπλοκή του εφεσείοντος στην υπό διερεύνηση υπόθεση και η ενδεχόμενη καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον του, συνιστά δυσμενή εξέλιξη για τον εφεσείοντα, η οποία αποτελεί, υπό τις περιστάσεις, σχετικό παράγοντα ο οποίος συσταθμίζεται για να διαπιστωθεί αν υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος μη προσέλευσής του στη δίκη. Ενόψει των νέων δεδομένων είναι πράγματι υπαρκτός ένας τέτοιος κίνδυνος.
3. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και ο εφεσείων γνωρίζει πολύ καλά γιατί διατάχθηκε η κράτησή του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Τσιάκκας κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 164.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 248/09), ημερομηνίας 15/12/2009 με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στις 16/2/2010.
Ε. Βραχίμη και Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Μαππουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 15.12.2009 με την οποία διατάχθηκε κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στις 16.2.2010.
Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του αντιμετωπίζουν αριθμό κατηγοριών για αδικήματα αφορώντα συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, εμπόριο ενήλικων προσώπων, εκμετάλλευση της εργασίας τους, παράνομη κατακράτηση προσωπικών τους εγγράφων κλπ..
Η υπόθεση ορίστηκε αρχικά για ακρόαση στις 15.3.2010 και ο εφεσείων, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους μέχρι τη δίκη του. Στις 23.11.2009 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε αίτηση για αντικατάσταση των όρων με διαταγή όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο. Το διάβημα έγινε υπό το φως μαρτυρίας που προέκυψε περί τις αρχές Νοεμβρίου 2009, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, ως ιδιοκτήτης της Y.P. Trade and Service Ltd, ασχολείτο παράνομα με την εξεύρεση εργατών από τη Ρουμανία με σκοπό να τους προμηθεύει σε εργοδότες στην Κύπρο, ότι εκμεταλλευόταν Ρουμάνους εργάτες τους οποίους είχε να ζουν σε υποστατικά κάτω από άθλιες συνθήκες και ότι παρανόμως αποσπούσε τους μισθούς τους. Αναφέρθηκε συναφώς ότι στις 5.11.2009 έγινε συντονισμένη επιχείρηση της αστυνομίας στην παρουσία λειτουργών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στα υποστατικά του εφεσείοντα σε τρία διαφορετικά σημεία και όντως διαπιστώθηκε ότι 103 αλλοδαποί ζούσαν σε παραπήγματα, κάτω από άθλιες συνθήκες. Ο εφεσείων συνελήφθη και εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης που έληγε στις 13.11.2009 για σκοπούς διευκόλυνσης των ερευνών. Για την ίδια υπόθεση εκδόθηκαν ακόμη δύο διατάγματα προσωποκράτησης του εφεσείοντα που αντιστοίχως έληγαν στις 21.11.2009 και 25.11.2009.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία, αρκετοί Ρουμάνοι εργάτες προσήλθαν αυτοβούλως στο ΤΑΕ Λευκωσίας μετά τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης και προέβηκαν σε καταγγελίες εναντίον του εφεσείοντα. Η αστυνομία πήρε μεγάλο αριθμό καταθέσεων και συνέλαβε αλλοδαπή φερόμενη ως συνεργάτιδα του εφεσείοντα. Οι παραπονούμενοι αλλοδαποί φέρεται να υπέγραψαν συμβόλαια εργασίας με Κύπριους εργοδότες, συνεργάτες του εφεσείοντα τα οποία προνοούσαν για μισθούς από €800 μέχρι €1200, δωρεάν διαμονή, διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και σίγουρη εργασία της ειδικότητάς τους αμέσως μετά την άφιξή τους στην Κύπρο. Παρά ταύτα, ο εφεσείων τους εξανάγκασε να υπογράψουν δήλωση ότι του χρωστούσαν προμήθεια €700 και €800 ανάλογα με την περίπτωση. Αναφέρθηκε επίσης ότι οι αλλοδαποί δεν είχαν σταθερή δουλειά στην Κύπρο και ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Κάποιοι δεν πληρώνονταν καθόλου για την εργασία τους ενώ κάποιοι άλλοι έπαιρναν μέρος του μισθού τους και το υπόλοιπο το κατέβαλλαν οι εργοδότες στον εφεσείοντα, στη βάση συμφωνιών που αντιστοίχως είχαν μεταξύ τους. Ο εφεσείων τους πλήρωνε πενιχρό επίδομα από €20 έως €50 την εβδομάδα για τη διατροφή τους το οποίο, όπως τους έλεγε, θα απεκόπτετο στη συνέχεια από το μισθό τους. Επειδή αυτό δεν ήταν αρκετό για τη διατροφή τους, πολλοί πήγαιναν στις δουλειές τους νηστικοί και αναγκάζονταν να τρέφονται με ό,τι έβρισκαν από τα σκουπίδια. Ο εφεσείων τους εξανάγκαζε να εργάζονται για την κατασκευή και ανέγερση δικών του υποστατικών χωρίς να τους πληρώνει και όταν αυτοί ζητούσαν πληρωμή εκείνος τους εξύβριζε και τους απειλούσε ότι θα τους σκοτώσει.
Ο εφεσείων φέρεται να διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα μετά την καταχώρηση της υπόθεσης για την οποία αυτός και ο συγκατηγορούμενος του πρόκειται να δικαστούν στις 16.2.2010 αλλά και μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου για την υπό όρους απόλυση του.
Η αίτηση για αντικατάσταση των όρων απόλυσης του εφεσείοντα με διαταγή κράτησης μέχρι τη δίκη του, στηρίχθηκε στη μαρτυρία περί σοβαρής πιθανότητας διάπραξης άλλων, παρόμοιας φύσης αδικημάτων. Ο εφεσείων έφερε ένσταση στην αίτηση και έθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου τη δική του διαφορετική εκδοχή σχετικά με τα γεγονότα. Ισχυρίστηκε ότι χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον ίδιο, γραφεία της Ρουμανίας έστειλαν στην Κύπρο 25 Ρουμάνους εργάτες οι οποίοι ξέμειναν στο αεροδρόμιο Λάρνακας χωρίς εργασία. Κατόπιν παράκλησης γραφείου εξεύρεσης εργασίας της Ρουμανίας και για λόγους ανθρωπιστικούς, διευθέτησε τη μεταφορά τους στα υποστατικά του στη Νήσου και ανέλαβε να τους εξεύρει εργασία.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε πρωτοδίκως ότι το αίτημα ήταν αόριστο, ασαφές και αβάσιμο, ότι δεν αποκαλύφθηκαν όλα τα ουσιώδη γεγονότα, η αίτηση είναι καταχρηστική και στηρίζεται σε αλλότρια κίνητρα. Ο κ. Βραχίμης υπέβαλε περαιτέρω ότι δεν συνέτρεχε λόγος κράτησης του πελάτη του γιατί δεν υπήρχε πιθανότητα στοιχειοθέτησης των υπό διερεύνηση κατηγοριών και ότι με τη δημοσιότητα του θέματος δεν υπήρχε πλέον οποιαδήποτε πιθανότητα διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από τον εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο εκτίμησε τα πράγματα διαφορετικά. Χωρίς ευρήματα επί των γεγονότων και με αναφορά στις αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εκ πρώτης όψεως συμπεριφορά του εφεσείοντα, μετά την έναρξη της εναντίον του ποινικής δίωξης, αποκαλύπτει τάση για παρόμοια συμπεριφορά και στο μέλλον, ώστε βάσιμα να πιθανολογείται ο κίνδυνος διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων. Το γεγονός ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα διαπράχθηκαν μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου κρίθηκε πρωτοδίκως ως στοιχείο ενισχυτικό του φόβου της Κατηγορούσας Αρχής περί της πιθανότητας διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων και στο μέλλον από τον εφεσείοντα.
Οι λόγοι που ανέπτυξαν ενώπιόν μας οι δικηγόροι του εφεσείοντα προκειμένου να επιτύχουν τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης είναι ότι η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων στο μέλλον συνιστά λανθασμένο συμπέρασμα καθότι ο εφεσείων δεν έχει προηγούμενες καταδίκες ενώ η διατήρηση της υπό διερεύνηση υπόθεσης ανοικτής χωρίς ένδειξη ότι ο εφεσείων θα κατηγορηθεί δεν ανατρέπει το τεκμήριο της αθωώτητας ούτε και μπορεί να καταδείξει τάση ή ροπή προς διάπραξη παρόμοιας φύσεως αδικημάτων στο μέλλον. Παρότι κανένας παραπονούμενος δεν υπάρχει ως διαθέσιμος μάρτυρας εντούτοις η υπόθεση διατηρείται ανοικτή καταχρηστικά και για αλλότριους σκοπούς. Η εκκαλούμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας επειδή σ' αυτή δε γίνεται αναφορά στις πιο πάνω εισηγήσεις του εφεσείοντα και ότι εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει πιθανότητα καταδίκης του. Το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε ευρήματα επί των γεγονότων τα οποία θα έγερναν ενδεχομένως την πλάστιγγα υπέρ της απόρριψης του αιτήματος για κράτηση του εφεσείοντα.
Τίποτε από τα πιο πάνω μπορεί να στηρίξει επιτυχώς την έφεση. Από το μαρτυρικό υλικό που το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιόν του, προέκυψε ότι τα υπό αναφορά αδικήματα διαπράχθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου διάπραξης των αδικημάτων για τα οποία ο εφεσείων πρόκειται να δικαστεί. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση δεικνύει διαφαινόμενη τάση του εφεσείοντα για διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων. Σε υποθέσεις όπου εξετάζεται θέμα κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, η κράτηση επιτρέπεται όταν διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος. Στην υπό εξέταση υπόθεση το θέμα κρίθηκε στη βάση γεγονότων και όχι αόριστα ή σε πιθανολόγηση βασισμένη σε υποθετικά στοιχεία. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σαφώς δημιουργεί εύλογη υποψία ότι ο εφεσείων ενέχεται στη διάπραξη αδικημάτων παρόμοιας φύσης προς εκείνα για τα οποία πρόκειται να δικαστεί. Η πολιτική του δικαίου για την πρόληψη του εγκλήματος καθιέρωσε κανόνα ο οποίος επιτρέπει την κράτηση όπου διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος. Εδώ, ο κανόνας αυτός βρίσκει πλήρη εφαρμογή. Βλ. Τσιάκκας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 164.
Η εκκαλούμενη απόφαση για κράτηση του εφεσείοντα είναι ορθή για ένα ακόμα λόγο ο οποίος φαίνεται ότι πέρασε σχεδόν απαρατήρητος από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπό διερεύνηση υπόθεση και η ενδεχόμενη καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον του, (ο κ. Μαππουρίδης δήλωσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε (8.1.2010) ότι ο εφεσείων θα κατηγορηθεί για τα υπό αναφορά αδικήματα) συνιστά δυσμενή εξέλιξη για τον εφεσείοντα η οποία, αποτελεί υπό τις περιστάσεις, σχετικό παράγοντα ο οποίος συσταθμίζεται για να διαπιστωθεί αν υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος μη προσέλευσης του στη δίκη. Έχουμε τη γνώμη ότι υπό το φως των νέων δεδομένων ένας τέτοιος κίνδυνος είναι πράγματι υπαρκτός.
Θεωρούμε αβάσιμο το παράπονο ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι δεν έγιναν ευρήματα επί γεγονότων αναφορικά με τα οποία ο εφεσείων πρόβαλε διαφορετική εκδοχή. Αναμφίβολα η αιτιολογία αποτελεί συστατικό της έγκυρης απόφασης. Η φύση και το περιεχόμενο της αιτιολογίας συσχετίζεται με το αντικείμενο της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει γιατί κρατείται. Στην υπό κρίση υπόθεση υποβλήθηκαν εισηγήσεις εκ μέρους του εφεσείοντα που δεν είχαν σχέση με το αντικείμενο της υπόθεσης ούτε και ήταν μέσα στα όρια της εξέτασης του θέματος όπως η νομολογία ορίζει. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, το δικαστήριο δεν κάνει διαπιστώσεις επί αμφισβητούμενων γεγονότων που αφορούν την ουσία των υπό διερεύνηση αδικημάτων ούτε και αποφαίνεται επί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, εκτός όπου εντοπίζεται οφθαλμοφανής πλάνη ή σημαντικό ψέμα του οποίου η επίδραση είναι καταλυτική του αποτελέσματος. Αυτό δεν έχει συμβεί στην υπό εξέταση υπόθεση. Το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις αυθεντίες που διέπουν το θέμα και εφάρμοσε ορθά τις αρχές στην υπόθεση που είχε ενώπιόν του σταθμίζοντας ακριβοδίκαια όλους τους σχετικούς παράγοντες. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και ο εφεσείων γνωρίζει πολύ καλά γιατί διατάχθηκε η κράτησή του.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.