ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 606
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 188/2009, 189/2009 ΚΑΙ 190/2009]
13 Δεκεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
[Ποινική Έφεση Αρ. 188/2009]
ΜΑRINAKIS DEVELOPERS LTD
Eφεσείοντες
v.
EΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσιβλήτου
[Ποινική Έφεση Αρ. 189/2009]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΙΝΟΥ
Eφεσείοντας
v.
EΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσιβλήτου
[Ποινική Έφεση Αρ. 190/2009]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΡΙΝΟΥ
Εφεσείοντας
ν.
EΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσιβλήτου
Ε. Ευσταθίου και Κ. Καμένος για τους εφεσείοντες.
Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν για το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομών, χωρίς άδεια οικοδομής. Επίσης αντικείμενο των τριών εφέσεων, μία για κάθε εφεσείοντα, είναι η ποινή που επιβλήθηκε, καθόσον περιλαμβάνει διάταγμα κατεδάφισης.
Το ιδιαίτερο στην παρούσα υπόθεση συνίσταται στο ότι οι εφεσείοντες, η εταιρεία και οι διευθυντές της, παραδέχονται και την ανέγερση και την ανυπαρξία άδειας οικοδομής. Με αυτά τα παραδεκτά, βεβαίως, συμπληρώνονται τα συστατικά του αδικήματος αλλά θεωρούν πως, παρόλον τούτο, δεν έπρεπε να καταδικαστούν. Υποστηρίζουν πως δεν θα έπρεπε να διεξαχθεί δίκη αλλά η ποινική υπόθεση να είχε απορριφθεί ως καταχρηστική ή ως εκφεύγουσα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αφού, κατά την εισήγησή τους, συνιστούσε συνοριακή διαφορά ή, εν πάση περιπτώσει, αστική διαφορά. Ούτως ή άλλως γιατί θα έπρεπε να τους είχε αναγνωριστεί καλής πίστης δικαίωμα που θεωρούσαν ότι είχαν και να είχαν αθωωθεί ενόψει του άρθρου 8 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η εφεσείουσα εταιρεία αγόρασε τα 5/6 μερίδια ακινήτου με αριθμό εγγραφής 6409, Φ/Σχ ΧLΙ/33, Τεμάχιo 278, τοποθεσία Λίμνη στη Βορόκληνη. Το υπόλοιπο 1/6 μερίδιο παρέμεινε στην κυριότητα του πωλητή. Αυτός είχε συνενωθεί ως τέταρτος κατηγορούμενος στο κατηγορητήριο. Παραδέχτηκε ενοχή και η δίκη που διεξάχθηκε δεν αφορούσε σ' αυτόν. Στο τέλος, όμως, επεβλήθη και σε εκείνον ποινή προστίμου και εκδόθηκε και εναντίον του διάταγμα κατεδάφισης. Είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους διαχωρισμός του ακινήτου, υποβλήθηκε και εγκρίθηκε η σχετική αίτηση αλλά, πριν την τελείωση του διαχωρισμού με την έκδοση ξεχωριστών τίτλων για τα οικόπεδα που θα προέκυπταν, ανεφύη πρόβλημα. Η ουσία του ήταν πως, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, τα δυο οικόπεδα που θα αναλογούσαν στον πωλητή, δηλαδή στον τέταρτο κατηγορούμενο, ήταν μικρότερου εμβαδού από το συμφωνηθέν. Η διαφορά συνίστατο, και για τα δυο, σε 136 τ.μ..
Μέχρι την εκδήλωση της διαφοράς οι εφεσείοντες άρχισαν την ανέγερση οικοδομών στο τεμάχιο. Για εννέα κατοικίες εξασφαλίστηκαν και πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής. Για 6 όμως κατοικίες, ενώ εξασφαλίστηκε πολεοδομική άδεια, δεν εξασφαλίστηκε άδεια οικοδομής. Πρόκειται, όπως είναι κοινός τόπος, για τις οικοδομές στις οποίες αναφερόταν το κατηγορητήριο. Είχε υποβληθεί αίτηση για άδεια οικοδομής για πέντε από αυτές αλλά αυτή δεν εξετάστηκε, ενόψει καταγγελίας του πωλητή. Ακύρωνε πληρεξούσια που χορήγησε και, πάντως, δεν συναινούσε στην έκδοσή τους ενόψει της διαφοράς ως προς το εμβαδόν των οικοπέδων που του αναλογούσαν. Παράλληλα, οι εφεσείοντες αποτράπηκαν αρμοδίως από του να υποβάλουν αίτηση για άδεια οικοδομής και για την έκτη κατοικία, ακριβώς ενόψει της θέσης του πωλητή. Περαιτέρω, ανακλήθηκαν και δυο πολεοδομικές άδειες. Αυτά ήταν δεδομένα πρωτοδίκως αλλά σημειώνω τις υποθέσεις Μιχάλης Χάλιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1649/07, ημερομηνίας 14 Ιουλίου 2009, και Μιχάλης Χάλιου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 435/2008, ημερομηνίας 5 Μαρτίου 2010, στις οποίες ακυρώθηκαν 2 και 15 πολεοδομικές άδειες αντιστοίχως, και τις εκκρεμούσες συναφείς Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 110/2009 και 53/2010.
Οι εφεσείοντες, όμως, είχαν αρχίσει να ανεγείρουν τις οικοδομές, χωρίς άδεια οικοδομής. Πάγια πρακτική, όπως ανέφερε ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Βορόκληνης, τον οποίο κάλεσαν ως μάρτυρα υπεράσπισης. Ενόψει της καταγγελίας και των θέσεων του πωλητή, ο Έπαρχος, με την επιστολή του ημερομηνίας 11.6.07, κάλεσε τους εφεσείοντες να τερματίσουν τις οικοδομικές εργασίες. Το ίδιο και με νέα επιστολή του, ημερομηνίας 24.9.07. Οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν αλλά συνέχισαν την ανέγερση των κατοικιών. Είχαν μεσολαβήσει, όπως ήταν η υπόθεσή τους, συνεννοήσεις με τον πωλητή και φάνηκε τότε ότι θα διευθετείτο το ζήτημα της διαφοράς στο εμβαδόν. Με την πεποίθηση πως δεν θα προέκυπτε πρόβλημα, όπως κατά τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 τους διαβεβαίωσε ο πωλητής τηλεφωνικώς, ολοκλήρωσαν την ανέγερση των 6 κατοικιών τις οποίες, μάλιστα, πώλησαν σε τρίτους. Για να εκδηλωθεί στο τέλος άρνηση του πωλητή να συγκατανεύσει σε εύλογη συμβιβαστική λύση. Ο πωλητής, εκβιαστικά πλέον, απαιτούσε, όπως ήταν η μαρτυρία τους, την καταβολή ενός εκατομμυρίου λιρών.
Ήταν η πρώτη εισήγηση των εφεσειόντων πρωτοδίκως πως η ποινική δίωξη ήταν καταχρηστική και η αντίθετη ως προς αυτό εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με τον πρώτο λόγο έφεσης, σχολιάζεται ως λανθασμένη. Συνοψίζουμε τα σχετικά επιχειρήματα των εφεσειόντων. Η ποινική δίωξη δεν απέβλεπε στην απονομή δικαιοσύνης αλλά στην εξυπηρέτηση του προσωπικού οφέλους του τέταρτου κατηγορουμένου, μάλιστα προς συντέλεση του ποινικού αδικήματος του εκβιασμού. Οι ίδιοι, όπως αναγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, προέβησαν σε όλες τις ενέργειες που θα ήταν δυνατό να κάμουν και ήταν σαφές από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής πως αν δεν παρεμβαλλόταν η αντίδραση του τέταρτου κατηγορουμένου, θα εκδιδόταν άδεια οικοδομής και για τις 6 κατοικίες, όπως ακριβώς και για τις άλλες. Καλόπιστα, επομένως, προχώρησαν, όπως και πάλιν αναγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, με την έννοια ότι «έπραξαν όσα έπραξαν με την προσδοκία ότι αφ' ενός δεν θα συναντούσαν την αντίσταση του τέταρτου κατηγορουμένου και αφετέρου ότι θα εξασφάλιζαν άδεια οικοδομής». Τονίζοντας, σ' αυτό το πλαίσιο, πως ο Έπαρχος δεν δικαιούτο να αρνηθεί την έκδοση των αδειών για τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση ούτε να αρνηθεί να παραλάβει και να εγκρίνει την αίτηση για την έκτη.
Κατά το δεύτερο επιχείρημα των εφεσειόντων εδώ έχουμε, στην πραγματικότητα, αστική διαφορά σε σχέση με τις διεκδικήσεις στο ακίνητο, η επίλυση της οποίας θα ήταν δυνατό να αναληφθεί μόνο στο πλαίσιο αγωγής. Επειδή δε το πρωτόδικο δικαστήριο, με δική του πρωτοβουλία, αναφέρθηκε στην Karoullas & Markoullis Estates Ltd κ.α. ν. Χαραλαμπίδη κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 231, για να τη διακρίνει όμως, υποστηρίχτηκε ενώπιόν μας, κατ' επίκληση εκείνης της υπόθεσης, πως εδώ είχε εφαρμογή το άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Όπως εισηγούνται, το αξιόποινο αιρόταν αφού καλόπιστα πίστευαν πως είχαν δικαίωμα και πως, εν τέλει, η διαφορά ήταν, όπως και στην πιο πάνω υπόθεση, συνοριακή, εκτός της δικαιοδοσίας του Ποινικού Δικαστηρίου.
Είναι στοιχειώδες πως απαιτείτο άδεια οικοδομής και πως χωρίς αυτή η ανέγερση οικοδομών ήταν παράνομη. Η όποια πρακτική για ανέγερση οικοδομής με την προσδοκία, όσο εύλογη και αν αυτή θα μπορούσε να είναι, πως θα αποκτηθεί άδεια οικοδομής, δεν αίρει το αξιόποινο της πράξης. Ακόμα και σε περιπτώσεις που εκδηλώνεται ανοχή. Η υπόθεση Muriel Beaumont κ.α. ν. Νίκου Παπακλεοβούλου, Πολιτική Έφεση 102/2007, ημερομηνίας 21 Απριλίου 2010, σελ. 32, την οποία επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος είναι σχετική. Σ' αυτά τα πλαίσια δε, η αντίληψη πως θα έπρεπε ο Έπαρχος να είχε εκδώσει άδειες οικοδομής δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Η νομιμότητα της άρνησης έκδοσης άδειας οικοδομής ή όποιας άλλης εκτελεστής διοικητικής απόφασης θα ήταν δυνατό, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, να είχε προσβληθεί με τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα «αλλά όχι να πάρουν το νόμο στα χέρια τους». Το άρθρο 8 του Κεφ. 154 δεν είναι δυνατό να συσχετιστεί προς τα δεδομένα της περίπτωσης. Η ειλικρινής αξίωση δικαιώματος, χωρίς πρόθεση καταδολίευσης, αίρει το αξιόποινο σε σχέση με ποινικό αδίκημα εναντίον περιουσίας και εδώ ασφαλώς δεν ήταν τέτοιας φύσης το αδίκημα. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι όποιες διαφορές, συνεννοήσεις ή προοπτικές αναφορικά με την κατάληξή τους, ήταν ασύνδετες προς την απαγόρευση ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια. Ούτε, περαιτέρω, είναι ορθό πως η διαφορά ήταν αστική, ως συνοριακή, επειδή ήταν λόγω των διαφορών στο εμβαδόν που ο τέταρτος κατηγορούμενος αντέδρασε. Στην υπόθεση Karoullas (ανωτέρω) τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Κατά την εκτέλεση των εργασιών προέκυψε αντίδραση από τον ιδιοκτήτη όμορου ακινήτου πως εκδηλωνόταν επέμβαση στο δικό του κτήμα. Καταχώρησε ιδιωτική ποινική δίωξη για ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια οικοδομής, όχι με αναφορά στην ανυπαρξία τέτοιας άδειας, αλλά με την έννοια ότι δεν υπήρχε άδεια οικοδομής για ανέγερση στο δικό του κτήμα. Ήταν κάτω από αυτές τις περιστάσεις που το Ανώτατο Δικαστήριο χαρακτήρισε την περίπτωση ως, στην ουσία, συνοριακή διαφορά και επικύρωσε την αθωωτική απόφαση.
Το εσωτερικό ελατήριο ή ο απώτερος σκοπός του κατηγόρου δεν είναι λόγος για τον οποίο, αφ' εαυτού, θα δικαιολογείτο να θεωρηθεί καταχρηστική η ποινική δίωξη. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε συναφώς με αναφορά στις υποθέσεις Α&P Kkaras Estates Ltd v. A&A Topharos Catering Ltd κ.α. (Αρ. 1) (2002) 2 AAΔ 400, Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522, Φλουρής Φλούρκας Επιχ. Λτδ κ.α. ν. Παναγιώτου (2005) 2 ΑΑΔ 580, Garaca κ.α. ν. Τάκκα (2007) 2 ΑΑΔ 165, (Βλ. και Μάτσας κ.α. ν. Δήμου Πάφου (2005) 2 ΑΑΔ 130). Πολύ λιγότερο στην περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο αποδίδονται τα αλλότρια κίνητρα δεν είναι καν ο κατήγορος αλλά ο παραπονούμενος. Κατήγορος εν προκειμένω, ήταν ο Έπαρχος Λάρνακας και ασφαλώς, ούτως ή άλλως, τα όποια κίνητρα του τέταρτου κατηγορουμένου δεν τον αφορούσαν. Ήταν καθήκον του η άσκηση ποινικής δίωξης όπως ακριβώς εξηγήθηκε στην ανάλογη περίπτωση της Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646.
Οι εφεσείοντες, με αναφορά στους τρίτους που αγόρασαν τις κατοικίες, ανέπτυξαν δυο επιχειρήματα. Κατά το πρώτο ήταν ατελής η ποινική διαδικασία χωρίς την εμπλοκή και αυτών των τρίτων. Οι οποίοι, όπως το θέτουν, θα έπρεπε «να προσεπικληθούν ως διάδικοι». Κατά το δεύτερο, το διάταγμα κατεδάφισης δεν θα έπρεπε να εκδοθεί, ακριβώς ενόψει των επιπτώσεων του σε αυτούς τους τρίτους οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, εφόσον καλούνταν, θα μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν κατά της έκδοσής του.
Οι τρίτοι αγοραστές είναι εντελώς ξένοι προς την ποινική δίκη για την ανέγερση οικοδομών χωρίς άδεια και είναι αβάσιμα τα περί τη δυνατότητα, πολύ λιγότερο την υποχρέωση, για «προσεπίκληση» τους. Οι εφεσείοντες δεν έπρεπε να αρχίσουν την ανέγερση χωρίς άδεια οικοδομής. Αυτό ήταν παράνομο και τις επιπτώσεις στους τρίτους έπρεπε να τις συνυπολογίσουν εκείνοι. Εν τούτοις, παρά και τις προειδοποιήσεις του Επάρχου, όχι μόνο άρχισαν την ανέγερση αλλά και, αφού συμπλήρωσαν τις κατοικίες, τις πώλησαν. Δεν είναι δυνατό να τους επικαλούνται για να παρακαμφθεί η παρανομία τους και να παραμείνει ο Νόμος ανεφάρμοστος στην περίπτωσή τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε και επ' αυτής της πτυχής από τις υποθέσεις Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβ. Βελτ. Γερίου (1989) 2 ΑΑΔ 390, Σεργίου ν. Συμβ. Βελτιώσεως Αμαθούντας (1998) 2 ΑΑΔ 22, Neratzia Hotel Apts Ltd v. Σ.Η. Aριστοδήμου Λτδ κ.α. (2004) 2 ΑΑΔ 512 και Garaca (ανωτέρω).
Οι εφεσείοντες ανέπτυξαν και επιχειρήματα σε σχέση με την έκδοση διατάγματος και κατά του τέταρτου κατηγορουμένου ο οποίος, όπως εισηγείται, στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς επιδίωκε. Επίσης σε σχέση με την προθεσμία των δυο μηνών που τάχθηκε όταν ήταν γνωστό πως χωρίς τη θετική συνδρομή του τέταρτου κατηγορουμένου δεν θα ήταν δυνατή η εξασφάλιση αδειών οικοδομής. Εν τούτοις, το ζήτημα του χειρισμού σε σχέση με τον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή, δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης ή να την επηρεάσει. Ενώ, περαιτέρω, όπως ορθά υποδεικνύει ο εφεσίβλητος ο οποίος και υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της, το πρωτόδικο δικαστήριο απλώς εφάρμοσε το Νόμο παρέχοντας στους εφεσείοντες τη μέγιστη δυνατή χρονική περίοδο πριν την ενεργοποίηση του διατάγματος κατεδάφισης.
Δεν στοιχειοθετείται λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας και οι εφέσεις απορρίπτονται.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/ΜΣιαμπαρτά