ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 2 ΑΑΔ 441

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

4 Αυγούστου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ,  Π., ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 107/2010

ΜΕΤΑΞΥ:

ΜΑΥΡΟΥ ΚΙΟΥΡΤΖΙΔΗ

                                                          Εφεσείοντα

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                   Εφεσίβλητης

- - - - - - -

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 108/2010

ΜΕΤΑΞΥ:

SHADI ABDOLAH MOHAMAD

                                                          Εφεσείοντα

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                   Εφεσίβλητης

- - - - - - -

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα στην υπόθεση 107/2010.

Κ. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα στην υπόθεση 108/2010.

Α. Κάρνου (κα), για την Εφεσίβλητη και στις δύο υποθέσεις.

 

 

Αρτέμης, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάτο, Δ.

_______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex-tempore)

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Οι Κατηγορούμενοι-Εφεσείοντες, στις 10.6.2010 παρεπέμφθηκαν στο Κακουργιοδικείο, το οποίο, την 1.7.2010 με απόφασή του, διέταξε όπως και οι δύο Κατηγορούμενοι - Εφεσείοντες παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την ακρόαση της υπόθεσής τους στις 4.10.2010.   Την απόφαση του Κακουργιοδικείου για κράτηση των Εφεσειόντων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους εφεσιβάλλουν με τις παρούσες Εφέσεις και οι δύο Εφεσείοντες. 

 

Ο πρώτος Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου ασκήθηκε λανθασμένα, ιδιαίτερα επειδή το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψιν του ότι ο πρώτος Εφεσείων ήταν ελεύθερος από την ημέρα που παραπέμφθηκε σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δηλαδή από τις 10.6.2010 μέχρι την 1.7.2010, και κατά το διάστημα εκείνο συμμορφώθηκε πλήρως με τους περιοριστικούς όρους που έθεσε το παραπέμπον Δικαστήριο. 

 

Ο δεύτερος Εφεσείων εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προϊόν λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου. 

 

Και οι  δύο Εφεσείοντες αναφέρθηκαν, ουσιαστικά, στην αλλαγή της στάσης της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου δεν ζήτησε την κράτηση τους, ενώ ενώπιον του Κακουργιοδικείου ζήτησε την κράτηση τους μέχρι τη δίκη τους. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του πρώτου Εφεσείοντα παραπονέθηκε επίσης και για το γεγονός ότι τέσσερις μάρτυρες, των οποίων η μαρτυρία ήταν ευνοϊκή για τους Εφεσείοντες, παρόλο που αναφέρονταν αρχικά στο Κατηγορητήριο, στη συνέχεια αφαιρέθηκαν από το Κατηγορητήριο που κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία, και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά από την νομολογία, έλαβε υπόψιν του όλους τους σχετικούς παράγοντες στους οποίους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, και κατέληξε σε συμπέρασμα απόλυτα επιτρεπτό, υπό τις περιστάσεις.

 

Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε ειδικά και έλαβε υπόψιν του τους τρεις παράγοντες που είναι εγγενείς στα αδικήματα που αντιμετωπίζουν οι Εφεσείοντες, και που είναι η σοβαρότητα των αδικημάτων, το ενδεχόμενο καταδίκης και το ενδεχόμενο επιβολής εις τους Εφεσείοντες μακρών ποινών φυλάκισης, σε περίπτωση καταδίκης τους.   Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι, ιδιαίτερα το αδίκημα του βιασμού, είναι πολύ σοβαρό, ότι συνήθως τιμωρείται με πολυετείς ποινές φυλάκισης και ότι εναντίον των Εφεσειόντων υπάρχει η κατάθεση της παραπονούμενης.

 

Η νομολογία καθιέρωσε ότι οι τρεις προαναφερόμενοι παράγοντες είναι απόλυτα σχετικοί και συνυφασμένοι  με την πιθανότητα μη εμφάνισης των Κατηγορουμένων, κατά την ημερομηνία της δίκης τους, ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της συμμόρφωσης του πρώτου Εφεσείοντα με τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ 10.6.2010 και 1.7.2010, και πάλι θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά.  Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις αποφάσεις Χαραλάμπους (Φορής) v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7 και Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45.

 

Στις πρώτες δύο αποφάσεις, δηλαδή την Χαραλάμπους και την Βασιλείου, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε μεν τη σημαντικότητα του παράγοντος συμμόρφωσης με περιοριστικούς όρους, όμως και στις δύο περιπτώσεις κατέληξε σε απόφαση επικύρωσης της πρωτόδικης απόφασης για κράτηση, επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε συνυπολογίσει αυτόν τον παράγοντα στους σχετικούς παράγοντες που έλαβε υπόψιν του.  Στην υπόθεση Χατζηδημητρίου, αντίθετα, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση επειδή, σε εκείνη την περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνυπολογίσει αυτόν τον ουσιαστικό παράγοντα κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έκανε ειδική αναφορά σε αυτόν τον παράγοντα, αναφέροντας ότι ο πρώτος Κατηγορούμενος, ο πρώτος Εφεσείων ενώπιον μας, συμμορφώθηκε με τους όρους που τέθηκαν για απόλυσή του, αλλά αυτός ήταν ένας παράγοντας που συνεκτιμήθηκε μαζί με τους άλλους σχετικούς παράγοντες.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο θεμιτό και επιτρεπτό συμπέρασμα ότι, υπό τις περιστάσεις, και ο πρώτος Εφεσείων και ο δεύτερος Εφεσείων, ενδέχετο να μην εμφανιστούν στη δίκη τους, ουσιαστικά εν όψει των προαναφερόμενων τριών εγγενών παραγόντων.

 

Επιπρόσθετα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του και την έλλειψη ουσιαστικών δεσμών των Εφεσειόντων με την Κύπρο.   Ο πρώτος Εφεσείων κατάγεται από την Γεωργία, και ήλθε στην Κύπρο πριν περίπου οκτώ χρόνια, ενώ ο δεύτερος Εφεσείων κατάγεται από τον Λίβανο, και ήλθε στην Κύπρο πριν περίπου δύο χρόνια.  Κανένας από τους Εφεσείοντες δεν είναι νυμφευμένος με Κύπρια ή έχει οικογένεια στην Κύπρο.    Ο μεν πρώτος Εφεσείων είναι άγαμος, ο δε δεύτερος είναι νυμφευμένος, η σύζυγος του όμως ζει στο εξωτερικό.

 

Θεωρούμε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε και αυτόν τον παράγοντα κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. 

 

Όσον αφορά την αλλαγή της στάσης της Κατηγορούσας Αρχής, θεωρούμε ότι ήταν δικαιολογημένη, υπό τις περιστάσεις, διότι, ενώ ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε στην κατοχή της την ιατροδικαστική έκθεση, στην εμφάνισή της ενώπιον του Κακουργιοδικείου είχε την έκθεση αυτή στην κατοχή της, και κατά την άποψή της, ήταν επιβαρυντική για τους Εφεσείοντες.    Το γεγονός ότι η έκθεση δεν βρισκόταν και ενώπιον του Δικαστηρίου, και πολύ ορθά, γι΄ αυτόν τον λόγο, το Δικαστήριο δεν την έλαβε υπόψιν του, δεν στερεί από την Κατηγορούσα Αρχή το δικαιολογητικό της αλλαγής της στάσης της.  

 

Αναφορικά με την αφαίρεση των ονομάτων των τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι φαίνονται να υποστηρίζουν τις θέσεις των Εφεσειόντων, παρατηρούμε ότι ήταν στη διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής, εφόσον έκρινε τους μάρτυρες αυτούς ως αναξιόπιστους,  να μην τους περιλάβει στο Κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Δεν παραγνωρίζουμε, βεβαίως, ότι, εφόσον τα ονόματα τους και η μαρτυρία τους έγιναν γνωστά στην Υπεράσπιση, η Υπεράσπιση θα έχει κάθε δικαίωμα να τους κλητεύσει η ίδια ως μάρτυρες υπεράσπισης, εάν και εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

 

Εν όψει των προαναφερθέντων δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση. 

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.  Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο