ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 329
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 114/2009)
22 Ιουνίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΑΣΙΛΗ ΧΑΜΑΛΗ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητου.
Δ. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων πρωτοδίκως αντιμετώπισε 6 κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν αδικήματα δυνάμει του περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών Νόμου του 2003 (Ν. 152(Ι)/03). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο Εφεσείων στις 15.10.07 στο Φρέναρος της Επαρχίας Αμμοχώστου είχε την ευθύνη περιφραγμένου χώρου εντός του οποίου διαπράχθηκαν τα αδικήματα της κατοχής απαγορευμένων μέσων σύλληψης ήτοι 5 δικτύων, (κατηγορία 1), μιας ηχοπαραγωγικής συσκευής με μιμητικές φωνές άγριων πτηνών (κατηγορία 3) και 39 ξόβεργων (κατηγορία 5)με τα οποία θεωρείται ότι καταδίωκε θήραμα (κατηγορίες 2, 4 και 6 αντίστοιχα). Έβδομη κατηγορία για σύλληψη 41 αμπελοπουλιών, αποσύρθηκε προτού ξεκινήσει η ακρόαση της υπόθεσης.
Για τον Εφεσίβλητο κατάθεσαν τέσσερις μάρτυρες ενώ για την υπεράσπιση ουδείς. Ο ίδιος ο Εφεσείων επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός.
Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, μετά από πληροφορία ότι στο περιβόλι του Εφεσείοντος, στο οποίο υπήρχε οικία, υπήρχαν εγκατεστημένα δίχτυα και άλλες συσκευές για παγίδευση πουλιών, ο ανώτερος θηροφύλακας Γ. Ονουφρίου (Μ.Κ.4) στις 6 π.μ. της 15.7.2007, μαζί με άλλους συναδέλφους του, επισκέφθηκαν το περιβόλι το οποίο ήταν περιφραγμένο και η καγκελόπορτα του κλειδωμένη από την εσωτερική πλευρά. Από τον χώρο άκουσαν να εκπέμπονται από συσκευή, φωνές πουλιών και είδαν να υπάρχουν εντός του περιφραγμένου χώρου στημένα δίχτυα. Ο χώρος τέθηκε υπό παρακολούθηση μέχρι να εκδοθεί ένταλμα έρευνας. Αναζητήθηκε ο Εφεσείων αλλά επειδή δεν εντοπιζόταν, γύρω στις 9.45 εισήλθαν στο περιβόλι περνώντας πάνω από την καγκελόπορτα και παρέλαβαν 5 δίχτυα σύλληψης άγριων πτηνών, 10 μεταλλικούς πασσάλους, 1 μπαταρία αυτοκινήτου Motor Power, ένα ράδιο-cd player μάρκας Proline, 100 μέτρα καλώδιο μεγαφώνων, ένα ψηφιακό δίσκο μάρκας Verbation, δύο συνδετήρες, 7 μεγάφωνα και 41 πουλιά νεκρά και 17 ζωντανά από τα δίχτυα. Η ώρα 10.40 π.μ. έφθασε ο ιδιοκτήτης του περιβολιού, ο οποίος άνοιξε την καγκελόπορτα με δικό του κλειδί. Του υποδείχθηκε το ένταλμα έρευνας της οικίας και άνοιξε την οικία με το κλειδί που κρατούσε. Κατά την έρευνα εντός της κατοικίας, ανευρέθηκαν 24 ξόβεργα και άλλα 15 στο προαύλιο. Βρέθηκαν επίσης 28 φρεσκοσκοτωμένα πτηνά σε ψυγείο που ήταν εκτός λειτουργίας. Επιστήθηκε η προσοχή του Κατηγορούμενου στον Νόμο αναφορικά με τα ανευρεθέντα και ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν δικά του. Ο μάρτυρας έκαμε έλεγχο στην περίφραξη του περιβολιού, ύψους 1.50 μ. και δεν διαπίστωσε να υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση στα τέλια.
Στη συνέχεια ο μάρτυρας επισκέφθηκε τον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας όπου και παρέδωσε τα τεκμήρια στην Ε/Αστ. 6101 του Ταμείου Θήρας (Μ.Κ.1), ενώ στην παρουσία της απελευθέρωσε τα ζωντανά πτηνά. Η Μ.Κ.1 στις 23.10.07 μετέφερε τα νεκρά άγρια πτηνά[1] (Τεκμήριο 10) στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες για εξέταση του τρόπου θανάτωσης και τα υπόλοιπα τεκμήρια (Τεκμήρια 3-9) τα παρέδωσε στον Μ.Κ.3 του Τμήματος Τηλεπικοινωνιών της Αστυνομίας, ο οποίος και μετά από εξέταση διαπίστωσε ότι όλες οι συσκευές ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση και όταν χρησιμοποιείτο ο ψηφιακός δίσκος ακούγονταν φωνές πουλιών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής.
Όσον αφορά τη σιωπή του Εφεσείοντος, καθοδηγήθηκε από τα όσα αναφέρθηκαν στην Charalambous v. The Republic (1985) 2 CLR 97, ότι δεν μπορεί να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα από την άσκηση δικαιώματος το οποίο δίδει ο νόμος, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος να παραβιαστεί το δικαίωμα εναντίον της αυτοενοχοποίησης και του τεκμηρίου της αθωότητας.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού προέβη στα αναγκαία ευρήματα γεγονότων και αφού εξέτασε την πτυχή των θεμάτων που εγείρονταν ενώπιον του, βρήκε τον Εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και του επέβαλε £500 πρόστιμο στην 1η κατηγορία, £200 πρόστιμο στη 2η κατηγορία, από £250 στις κατηγορίες 3, 4 και 6 και £700 στην 5η κατηγορία.
Ο Εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση. Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν τα λανθασμένα, κατά την άποψή του, ευρήματα του δικαστηρίου για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο τρίτος και τέταρτος το εύρημα ότι ο χώρος ήταν περιφραγμένος, ο πέμπτος ότι ο Εφεσείων είχε τον έλεγχο του επίδικου χώρου, ο έκτος το εύρημα ότι ο Εφεσείων είχε προβεί σε χρήση αντικειμένων για την καταδίωξη άγριων πτηνών, ο έβδομος ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ο όγδοος ότι το κατηγορητήριο πάσχει και ο ένατος ότι ο τρόπος λήψης της μαρτυρίας μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, ήταν αντισυνταγματικός και παράνομος, καθότι έλαβε χώρα στην απουσία του Εφεσείοντος.
Κατά πόσον το χωράφι ήταν περιφραγμένο και υπό τον έλεγχο του Εφεσείοντος - Λόγοι Έφεσης 3, 4, 5 και η αξιοπιστία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 επί του σημείου αυτού - Λόγοι Έφεσης 1 και 2
Ο Εφεσείων προβάλλει ότι ενώ ο Μ.Κ.2 ανέφερε ότι το επίδικο κτήμα «ήταν ένα χωράφι περιφραγμένο στο οποίο όμως υπήρχαν κάποια ανοίγματα»[2] ο Μ.Κ.4 ανέφερε ότι «ο ίδιος έκαμε έλεγχο στην περίφραξη του περιβολιού, ύψους 1.50 μ. και δεν διαπίστωσε να υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση στα τέλια»[3]. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ σημείωσε τη διαφορά στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων, παρέλειψε να την αξιολογήσει ορθά και να προβεί στο αναγκαίο εύρημα κατά πόσον ο χώρος ήταν τελικά περιφραγμένος ή όχι, θέμα που αποτελούσε ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία, τέτοια απουσία αναγκαίου ευρήματος οδηγεί σε ακύρωση της καταδίκης, καθότι η ετυμηγορία του Δικαστηρίου θεωρείται ότι είναι ακροσφαλής (βλ. Ντζιάν Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, Παύλου ν. Δημοκρατίας (1999) 1Β ΑΑΔ 1399, Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1Β ΑΑΔ 1355 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 326, Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506 και Αποστόλου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 614, στις οποίες η καταδίκη ακυρώθηκε λόγω υποβόσκουσας αμφιβολίας που προέκυψε ως αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας).
Από την άλλη, ο συνήγορος του Εφεσίβλητου, ενώ αποδέχεται ότι επί του σημείου υπήρξε απόκλιση μεταξύ των δύο μαρτύρων, το Δικαστήριο την εξέτασε, αλλά θεώρησε ότι αυτή δεν ήταν ουσιώδους σημασίας. Ανεξάρτητα τούτου, εισηγήθηκε ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι η περίφραξη είχε κάποια ανοίγματα, το γεγονός από μόνο του δεν είναι αρκετό να μετατρέψει το χώρο σε μη περιφραγμένο.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία, ανέφερε τα εξής σχετικά:-
«Συνοχή, φυσικότητα και συνταύτιση με τη λογική καλύπτει το σύνολο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Οι αστυνομικοί μάρτυρες μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση και δεν μου άφησαν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς την αλήθεια των γεγονότων που παρέθεσαν ενώπιόν μου. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μόνο ουσιώδεις αντιφάσεις μπορούν να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα. Βλ. Τούμπας ν. Αστυνομίας (2004) ΑΑΔ 430, Κόκκινος ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 628 και Σίφουνας ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91. Δεν εντόπισα στην μαρτυρία τους οποιεσδήποτε ουσιαστικές αντιφάσεις. Σίγουρα κάποιες διαφορές, περιθωριακής σημασίας, υπάρχουν όπως το κατά πόσο υπάρχουν ανοίγματα στο περιφραγμένο χωράφι ή όχι. Ήταν φυσικές και αναμενόμενες και καταδεικνύουν την αυθεντικότητα της μαρτυρίας.»
Το άρθρο 72 του περί Θηραμάτων Νόμου του 2003, προβλέπει ότι:-
«72.-(1) Θηροφύλακας ή μέλος της αστυνομικής δύναμης μπορεί, χωρίς δικαστικό ένταλμα, να εισέλθει σε οποιοδήποτε περιφραγμένο χώρο μέσα στον οποίο έχει λόγους να πιστεύει ότι διεξάγεται αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο που έχει την ευθύνη, έλεγχο ή διαχείριση του περιφραγμένου χώρου εντός του οποίου διεξάγεται αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου θεωρείται πρόσωπο που διέπραξε το αδίκημα εκτός αν αποδείξει, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι έλαβε κάθε λογικό μέτρο και προφύλαξη για παρεμπόδιση της διάπραξης του αδικήματος.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «περιφραγμένος χώρος» σημαίνει οποιοδήποτε χώρο που είναι περιφραγμένος, αλλά δεν αποτελεί μέρος κατοικίας.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 55 της απόφασής του, σημειώνει ότι η υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε ότι ο χώρος ανήκε στον Εφεσείοντα, όμως ήταν η θέση της ότι ο Εφεσείων δεν διέμενε εκεί και ότι δεν είχε τον χώρο υπό τον έλεγχό του. Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη ότι το χωράφι ανήκε στον Εφεσείοντα, ότι ήταν περιφραγμένο, ότι ο ίδιος διέμενε κάποτε εκεί ενώ η υπάλληλος του έμενε νόμιμα εκεί, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων είχε το χωράφι υπό τον έλεγχό του.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η πρόνοια για «περιφραγμένο χώρο» στο άρθρο 72(1) και (2) και ειδικότερα ο ορισμός του όρου στο εδάφιο (3) φαίνεται να χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον ανοιχτό χώρο. Το ότι σε μια περίφραξη ενδεχομένως να υπάρχουν κάποια μικρά ανοίγματα, αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό για σκοπούς του συγκεκριμένου άρθρου, να μετατρέψει το χώρο σε μη περιφραγμένο. Κατά συνέπεια, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο χώρος ήταν περιφραγμένος, ήταν ορθό. Συνακόλουθα η κρίση του δικαστηρίου ότι η διάσταση που διαπιστώθηκε στη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 αναφορικά με την ύπαρξη κάποιων ανοιγμάτων στην περίφραξη ήταν περιορισμένης σημασίας, δεν ήταν λανθασμένη και ορθά κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε ουσιαστική αντίφαση σε βαθμό που να επηρεάζει την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων.
Αναφορικά με την ουσία του αδικήματος που δημιουργείται από το άρθρο 72 του Νόμου, το πρωτόδικο δικαστήριο εύστοχα σημειώνει ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του χώρου και ότι ήταν το πρόσωπο που είχε την ευθύνη, έλεγχο και διαχείριση του περιφραγμένου χώρου. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει η δικηγόρος του Εφεσίβλητου, από τη γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντος, Τεκμήριο 12, προκύπτει ότι ήταν σε γνώση του ότι ο χώρος είχε κάποια ανοίγματα και ότι υπήρχε δυνατότητα εισόδου τρίτων στο περιβόλι. Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με το άρθρο 72(2) του Νόμου, εναπόκειται στον Εφεσείοντα να δείξει ότι έλαβε κάθε λογικό μέτρο και προφύλαξη για παρεμπόδιση της διάπραξης του αδικήματος, κάτι όμως που παρέλειψε να πράξει με αποτέλεσμα η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ενοχής του, να είναι καθόλα ορθή.
Ενόψει των πιο πάνω, είναι η κατάληξη μας ότι ο τρόπος που το δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και 4, ήταν μέσα στα ορθά πλαίσια που προσδιορίζει η νομολογία και περαιτέρω το εύρημα του ότι ο χώρος ήταν περιφραγμένος ήταν, υπό τις περιστάσεις, ορθό.
Κατά πόσο ο Εφεσείων είχε κατοχή αντικειμένων για την καταδίωξη αγρίων πτηνών - Λόγος έφεσης 6
Για το θέμα της κατοχής των διαφόρων αντικειμένων, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού σημείωσε την ανεύρεσή τους στον περιφραγμένο χώρο, χωρίς ο Εφεσείων να δώσει κάποια εξήγηση για την ύπαρξή τους, αναφέρει τα εξής:-
«Η πιο πάνω μαρτυρία δεν αφήνει αμφιβολία στο μυαλό μου ότι ο Κατηγορούμενος κατείχε εντός του περιφραγμένου χώρου, ο οποίος του ανήκε και για τον οποίο είχε κλειδιά, τα συγκεκριμένα αντικείμενα και αυτό είναι αρκετό, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να οδηγήσει στην καταδίκη του σε όλες τις κατηγορίες.».
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πιο πάνω εύρημα είναι εσφαλμένο και αδικαιολόγητο, αν ληφθεί υπόψη μαρτυρία που προσάχθηκε και συγκεκριμένα ότι ο Μ.Κ.4 κατάθεσε ότι δεν γνώριζε ποιος χρησιμοποιούσε τα επίδικα αντικείμενα και ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης τους.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Κατά την κρίση μας, δεν χρειάζεται να προσκομιστεί άμεση μαρτυρία για την κατοχή των απαγορευμένων από το Νόμο μέσων σύλληψης ή θανάτωσης άγριων πτηνών. Η ιδιοκτησία ή η κατοχή των αντικειμένων εξάγεται ως συμπέρασμα από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο περιφραγμένος χώρος ήταν υπό την ευθύνη, έλεγχο και διαχείριση του Εφεσείοντος, εκτός και αν αποδείξει ότι παρά την ύπαρξη των αντικειμένων, ο ίδιος έλαβε κάθε λογικό μέτρο και προφύλαξη για να παρεμποδίσει τη διάπραξη των αδικημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει το δικαστήριο, με αποτέλεσμα η κατάληξη του δικαστηρίου περί ενοχής, να είναι ορθή.
Κατά πόσον αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων - Λόγος έφεσης 7
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι:-
(α) σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 3 και 5, δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της κατοχής ή του φυσικού ελέγχου από τον ίδιο, απαγορευμένων μέσων σύλληψης άγριων πτηνών,
(β) σε σχέση με τις κατηγορίες 2, 4 και 6, δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της καταδίωξης από τον ίδιο θηράματος,
(γ) σε σχέση με όλες τις κατηγορίες, δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της ύπαρξης περιφραγμένου χώρου και
(δ) σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 3 και 5 και το άρθρο 11(1) του Νόμου, δεν αποδείχθηκε ότι το αμπελοπούλι είναι άγριο πτηνό και ότι η θήρα, σύλληψη και θανάτωσή του θα μπορούσε να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση ή μείωση του αριθμού του (κατηγορίες 1, 3 και 5).
Από την άλλη, η συνήγορος για τον Εφεσίβλητο εισηγήθηκε ότι αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ειδικότερα εκείνα του άρθρου 72(2) του Νόμου.
Αναφορικά με το (α) ανωτέρω, είναι γεγονός ότι οι κατηγορίες 1, 3 και 5 δεν ήταν διατυπωμένες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όμως το πρόβλημα τέθηκε πρωτοδίκως από το συνήγορο του Εφεσείοντα κατά την έναρξη της δίκης, με αποτέλεσμα να του δοθούν οι αναγκαίες διευκρινίσεις ότι οι κατηγορίες 1, 3 και 5 αφορούσαν το αδίκημα της «κατοχής» των απαγορευμένων μέσων που αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Μόνο όταν ο συνήγορος του Εφεσείοντα ικανοποιήθηκε, η δίκη προχώρησε. Το αδίκημα της κατοχής απαγορευμένων μέσων θήρας, προκύπτει από την απαγόρευση στο άρθρο 45 του Νόμου 152(Ι)/2003. Όλα τα άλλα άρθρα που αναφέρονται στην Έκθεση Αδικήματος είναι είτε βοηθητικά είτε άσχετα, μετά τις λεπτομέρειες και διευκρινίσεις που δόθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή κατά την έναρξη της δίκης. Για παράδειγμα το άρθρο 11 του Νόμου αφορά στο αδίκημα της χρήσης απαγορευμένων μέσων θήρας και χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για προσδιορισμό των απαγορευμένων μέσων. Όμως στην ουσία το άρθρο κατέστη περιττό μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 44, το οποίο αφορούσε στον προσδιορισμό των απαγορευμένων μέσων, ενώ το άρθρο 72(2) είναι βοηθητικό λόγω της διασύνδεσης της κατηγορίας με τον περιφραγμένο χώρο. Αναφορικά με το αν αποδείχθηκε η κατοχή από τον ίδιο τον Εφεσείοντα απαγορευμένων μέσων, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε σ' αυτά που ήδη αναφέραμε σε σχέση με το λόγο 6 και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και ιδιαίτερα του ευρήματος για κατοχή του περιφραγμένου χώρου από τον Εφεσείοντα. Επομένως, δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε η κατοχή των διχτύων, της ηχοπαραγωγικής συσκευής και των ξόβεργων σε περιφραγμένο χώρο.
Ούτε ο ισχυρισμός (β), ανωτέρω, ευσταθεί. Οι κατηγορίες 2, 4 και 6 για καταδίωξη θηράματος στηρίζονται στο άρθρο 44 το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι το αδίκημα συντελείται όταν πρόσωπο «πυροβολεί, φονεύει, συλλαμβάνει, καταδιώκει, παρενοχλεί ή παραπλανεί οποιοδήποτε θήραμα με τη χρήση ...» των απαγορευμένων μέσων που αναφέρονται στο ίδιο το άρθρο. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται και τα δίκτυα, τα ξόβεργα και οι ηλεκτρονικές συσκευές που κατείχε ο Εφεσείων για σκοπούς καταδίωξης θηράματος. Οι κατηγορίες 2, 4 και 6 στηρίζονται επίσης στο άρθρο 72 του Νόμου σε ό,τι αφορά τη διασύνδεση τους με περιφραγμένο χώρο. Από τη στιγμή που ο Εφεσείων ορθά κρίθηκε ότι είχε τον έλεγχο, ευθύνη ή διαχείριση του περιφραγμένου χώρου, δεν χρειαζόταν άμεση μαρτυρία για να αποδειχθεί το στοιχείο της καταδίωξης από τον ίδιο, αλλά το συστατικό στοιχείο μπορούσε να εξαχθεί συμπερασματικά ως εκ της κατοχής και διαχείρισης από τον ίδιο του περιφραγμένου χώρου, εντός του οποίου υπήρχαν τα απαγορευμένα μέσα θηράματος. Πέραν της κατοχής των απαγορευμένων μέσων σε περιφραγμένο χώρο, υπήρξε και άμεση μαρτυρία ότι αυτά χρησιμοποιούνταν. Ο Μ.Κ.4 ανέφερε ότι προσεγγίζοντας την καγκελόπορτα άκουσε ότι εκπέμποντο από συσκευή φωνές πουλιών και είδε να υπάρχουν εντός του περιφραγμένου χώρου στημένα δίκτυα.
Για τον περιφραγμένο χώρο (ισχυρισμός (γ) ανωτέρω) έχουμε ήδη δώσει την κατάληξη μας κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1-5 και θα ήταν περιττό να ειπωθεί οτιδήποτε άλλο.
Δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός (δ), ανωτέρω, ότι δεν αποδείχτηκε με μαρτυρία κατά πόσον το αμπελοπούλι είναι άγριο πτηνό. Όπως ορθά υποδεικνύει η συνήγορος του Εφεσίβλητου, ο ορισμός της έννοιας του άγριου πτηνού περιέχεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου και σημαίνει κάθε πτηνό «το οποίο ζει εκ της φύσεως του σε άγρια κατάσταση και περιλαμβάνει θηρευτικό πτηνό». Περαιτέρω, ο Νόμος διά του Παραρτήματος VI, το οποίο αφορά στα «Προστατευόμενα Είδη Πτηνών», στην υποδιαίρεση (XLVII) ΣΥΛΒΙΑΔΕΣ (SYLVIDAE), περιλαμβάνει στην παράγραφο 26 το αμπελοπούλι στον ορισμό του άγριου πτηνού («26. Σταφιδοτσιροβάκος, Αμπελοπούλι (Sylvia atricapilla)»).
Στο διάγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εγείρει και άλλα ζητήματα ότι δεν έχει προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδειχθεί ότι η κατοχή των απαγορευμένων μέσων θα μπορούσε «να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση οποιουδήποτε είδους άγριου πτηνού ή της μείωση του αριθμού του σε τέτοιο βαθμό που να απειλείται με εξαφάνιση». Όμως αυτοί οι ισχυρισμοί δεν καλύπτονται από τον 7ο λόγο έφεσης, όπως αυτός διατυπώθηκε στην Ειδοποίηση Έφεσης, γι' αυτό και δεν προτιθέμεθα να τους εξετάσουμε. Εν πάση περιπτώσει, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν στην ουσία τους, εφόσον το κατά πόσο με τη σύλληψη αμπελοπουλιών με απαγορευμένα μέσα, μπορεί να προκληθεί τοπικά η εξαφάνιση τους ή μείωση του αριθμού τους σε τέτοιο βαθμό που να απειλούνται με εξαφάνιση, προκύπτει ως αναπόφευκτο συμπέρασμα, ως εκ του καθορισμού στο Νόμο, του αμπελοπουλιού ως άγριου πτηνού το οποίο χρήζει προστασίας.
Με βάση τα πιο πάνω, ούτε ο έβδομος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Κατά πόσον το κατηγορητήριο όπως συντάχθηκε, παραβιάζει το Άρθρο 12.5(α) του Συντάγματος, το άρθρο 20 του Κεφ. 154 και το άρθρο 39 του Κεφ. 155 - Λόγος Έφεσης 8
Οι ισχυρισμοί εδώ, είναι ότι:-
(α) Κατά παράβαση του Άρθρου 12.5(α) του Συντάγματος ο Εφεσείων δεν πληροφορήθηκε σε καταληπτή γλώσσα τη φύση και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδόμενης κατηγορίας,
(β) το κατηγορητήριο δεν συντάχθηκε σύμφωνα με τα άρθρο 39(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ώστε να περιγράφει εν συντομία σε κοινή γλώσσα το κάθε αδίκημα,
(γ) το κατηγορητήριο κατά παράβαση του Τύπου 30 των περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών δεν αναφέρει με σαφήνεια την παράνομη πράξη που διέπραξε ο Εφεσείων, αλλά αναφέρει ότι «θεωρείται ότι διέπραξε το πιο πάνω αδίκημα» και
(δ) ότι από τη στιγμή που το άρθρο 72 του Νόμου 152(Ι)/03 εισαγάγει πρόνοιες του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, θα έπρεπε να είχε διατυπωθεί στη βάση των προνοιών του άρθρου 20.
Η συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε την απόρριψη του λόγου έφεσης, καθότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ανεξαρτήτως τούτου, ανέφερε ότι κανένα από τα επιχειρήματα δεν ευσταθεί, αφού η γλώσσα στην οποία ο Εφεσείων προειδοποιήθηκε ήταν καταληπτή, ο Τύπος στο «Παράρτημα Α» του Νόμου χρησιμοποιήθηκε σε συνάρτηση με τις διατάξεις του Κεφ. 155, η χρησιμοποίηση της λέξης «θεωρείται», όχι μόνο δεν αφαιρεί από τη σαφήνεια του κατηγορητηρίου αλλά αντίθετα καταλογίζει την πράξη, όπως αυτή περιγράφεται στο Νόμο.
Είναι γεγονός ότι ο τρόπος σύνταξης του κατηγορητηρίου δεν ήταν ο καλύτερος, αφού συνετάχθη με ένα περίπλοκο τρόπο. Όμως αυτό κατά την άποψή μας δεν εμπόδισε τον Εφεσείοντα να αντιληφθεί τις εναντίον του κατηγορίες, αφού όχι μόνο απάντησε στις κατηγορίες, αλλά και ο δικηγόρος του ενώ ζήτησε και πήρε λεπτομέρειες για τις κατηγορίες 1, 3 και 5, δεν ήγειρε οποιαδήποτε άλλη ένσταση. Προβληματίστηκε επίσης, κατά πόσον εγείρεται θέμα πολλαπλότητας των κατηγοριών, «duplicity», όπως ο ίδιος το αποκάλεσε, μεταξύ ορισμένων κατηγοριών, αλλά στο τέλος φαίνεται να εγκαταλείπει και αυτό το θέμα, χωρίς να εγείρει οποιαδήποτε ένσταση επί του κατηγορητηρίου, ως όφειλε εφόσον είχε ενδοιασμούς για τον τρόπο διατύπωσης των κατηγοριών. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να επανέλθει σε θέματα που άπτονται του κατηγορητηρίου, ενώ πρωτοδίκως επέλεξε να μην τα εγείρει. Εν πάση περιπτώσει, το κατηγορητήριο παρά τα προβλήματά του, συνάδει με τα ελάχιστα απαιτούμενα από το άρθρο 39 του Κεφ. 155.
Υπό τις περιστάσεις, δεν διαπιστώνουμε να έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματα του Εφεσείοντος, δυνάμει του Άρθρου 12.5(α) του Συντάγματος, ούτε και έχουμε ικανοποιηθεί ότι παραβιάζεται ο Ποινικός Τύπος 30 του «Παραρτήματος Α» των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών του 1954, εφόσον για την κάθε κατηγορία αναφέρεται, η παράνομη πράξη που διέπραξε ο Εφεσείων. Εν πάση περιπτώσει, η επιφύλαξη του άρθρου 39 προβλέπει ότι κανένα λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται να αναφερθούν δεν θεωρείται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου, εκτός αν σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου, το κατηγορούμενο πρόσωπο πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους. Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε καμιά απολύτως παραπλάνηση του Εφεσείοντος και επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.
Κατά πόσον η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστή στηρίχθηκε σε μαρτυρία η οποία εξασφαλίστηκε παράνομα - Λόγος έφεσης 9
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η είσοδος στην κατοικία του η οποία ήταν στο περιβόλι, παραβιάζει το δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας και του σεβασμού της περιουσίας τα οποία διασφαλίζονται από τα Άρθρα 16 και 23 αντίστοιχα, του Συντάγματος. Περαιτέρω, ότι όλα τα τεκμήρια που συνελέγησαν από το περιβόλι και σπίτι του Εφεσείοντος, είναι το αποτέλεσμα παράνομης έρευνας και θα πρέπει να αποκλειστούν.
Από την άλλη, η συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε την απόρριψη του λόγου έφεσης, καθότι ο ισχυρισμός δεν ηγέρθη πρωτοδίκως. Διαζευκτικά εισηγήθηκε ότι και επί της ουσίας ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί, αφού: (α) η αστυνομία ενήργησε δυνάμει εντάλματος έρευνας το οποίο εξεδόθη σύμφωνα με το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος και (β) καμιά στέρηση περιουσίας δεν έλαβε χώρα, πλην των αντικειμένων τα οποία ήταν παράνομα και η παράβαση τους δεν ξεφεύγει των πλαισίων που θέτει το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς ο Εφεσείων συγκατατέθηκε στην κατάθεση όλων των τεκμηρίων, χωρίς να εγείρει οποιαδήποτε ένσταση, ιδιαίτερα σε σχέση με τον ισχυρισμό του περί παράνομης και αντισυνταγματικής λήψης των τεκμηρίων. Ανεξαρτήτως τούτου, ο λόγος έφεσης καταρρέει και επί της ουσίας, καθότι όλα τα τεκμήρια λήφθηκαν μετά από εκτέλεση νόμιμου εντάλματος έρευνας, η νομιμότητα έκδοσης του οποίου μπορούσε μόνο να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα Certiorari (βλ. Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282) και επομένως δεν μπορεί να τεθεί θέμα παράβασης του Άρθρου 16 του Συντάγματος. Ούτε μπορεί να τεθεί θέμα παραβίασης του δικαιώματος περιουσίας του Εφεσείοντος που προκύπτει από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, εφόσον η παραλαβή των τεκμηρίων συνιστά νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος που συνάδει με τους περιορισμούς που θέτει το Άρθρο 23.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΠς
[1] Μετά από εξέταση βρέθηκαν ότι ήταν «41 αμπελοπούλια, 6 μύγοι, 13 στρούθοι και 1 κοκκινοπάππουρος».
[2] Βλ. πρωτόδικη απόφαση, σελ. 49 πρακτικών.
[3] Βλ. πρωτόδικη απόφαση, σελ. 50-51 πρακτικών.