ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 206
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 227/2009)
19 Μαρτίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εφεσείοντας
v.
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Απόστολος Ντορζής για τον εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου με Λ. Χατζηαθανασίου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.
Ο εφεσείων παρών.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η (ex tempore)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε τρεις κατηγορίες για πλαστογραφία και σε άλλες τρεις για κυκλοφορία των πλαστών εγγράφων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 12 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι οι ποινές φυλάκισης ήταν έκδηλα υπερβολικές και πως, εν πάση περιπτώσει, εφόσον η ποινή φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη, η εκτέλεσή της θα έπρεπε να είχε ανασταλεί.
Τα γεγονότα, όπως αυτά συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι ιδιότυπα. Ο εφεσείων ήταν γραμματέας της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγίου Επιφανείου και, παράλληλα, ο εκλελεγμένος κοινοτάρχης Αγίου Επιφανείου. Το 2004 διαπίστωσε έλλειμμα στους λογαριασμούς του Κοινοτικού Συμβουλίου της τάξης των £70.000 περίπου και, αφού ήταν ο απόλυτος διαχειριστής των χρημάτων και των τραπεζικών λογαριασμών του Συμβουλίου, θέλησε να το αποκρύψει με την πλαστογράφηση τριών εγγράφων ως προερχόμενων από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγ. Επιφανείου. Αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση οι λεπτομέρειες. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, είναι αρκετό να σημειώσουμε πως το αποτέλεσμα των τριών εγγράφων ήταν η εξαφάνιση του ελλείμματος από τους λογαριασμούς του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αυτό, όμως, με προσωρινή επίπτωση αφού, στην πορεία, πριν συμπληρωθεί το έτος 2004, ο εφεσείων κατέθεσε ολόκληρο το ποσό του ελλείμματος, όπως εξηγήθηκε, αφού πώλησε γι' αυτό το σκοπό ακίνητη περιουσία του. Επομένως, έπαυσαν πλέον να υπάρχουν οι επιπτώσεις στο Κοινοτικό Συμβούλιο σε σχέση με την ύπαρξη ελλείμματος.
Στις κοινοτικές εκλογές του 2006 ο εφεσείων δεν επανεξελέγη, ο νέος κοινοτάρχης ζήτησε διενέργεια ελέγχου των βιβλίων και αποκαλύφθηκε η διάπραξη των αδικημάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη ιδιαίτερων περιστατικών αλλά θεώρησε πως η σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδιαιτέρως αφού αυτά διαπράχθηκαν από πρόσωπο που βρισκόταν σε θέση εμπιστοσύνης, μάλιστα με την ιδιότητα του κοινοτάρχη, από τον οποίο αναμενόταν εξεχόντως έντιμη συμπεριφορά, η ποινή της άμεσης φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα δεν αμφισβήτησε πως η ποινή της άμεσης φυλάκισης σε υποθέσεις πλαστογραφίας, μάλιστα τέτοιας φύσης, δεν είναι κατ' αρχήν λανθασμένη. Μας παρέπεμψε όμως στην υπόθεση Καλαθά ν. Αστυνομίας, (1999) 2 ΑΑΔ 658 στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, και στην Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας, (2001) 2 ΑΑΔ 121, για να δείξει πως παρέχονται περιθώρια για επιεικέστερη μεταχείριση εκεί όπου, εν τέλει, ο κατηγορούμενος δεν αποκομίζει οποιασδήποτε μορφής όφελος. Μαζί με αυτά τόνισε και τα ακόλουθα:
Ο εφεσείων ήταν 60 χρονών και είχε λευκό ποινικό μητρώο. Από τα τρία ενήλικα παιδιά του, η νεότερη κόρη του ήταν ακόμα φοιτήτρια και εξ αιτίας της καταδίκης του κατέρρευσε και η προοπτική του γάμου της όπως αυτή είχε τότε τροχιοδρομηθεί. Εξ αιτίας της καταδίκης του απολύθηκε από την εργασία του ως γραμματέας στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίου Επιφανείου, επίπτωση ιδιαίτερα σοβαρή που δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί. Μεταμελήθηκε για την πράξη του, ομολόγησε ενοχή και, τελικά, ο ίδιος δεν έχει καρπωθεί τίποτε και το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν υπέστη οτιδήποτε. Οι συνέπειες των σοβαρών πράγματι αδικημάτων που διέπραξε είχαν ήδη εξαλειφθεί από το 2004. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε το Μάρτιο 2009 και η καταδίκη του έγινε στις 6.11.2009. Ήταν η τελική εισήγηση του εφεσείοντα πως η ποινή της φυλάκισης θα πρέπει να είναι κατά πολύ επιεικέστερη και πως, εν πάση περιπτώσει, αυτή θα πρέπει να ανασταλεί ενόψει των ψυχολογικών προβλημάτων τα οποία αντιμετώπιζε ο εφεσείων όπως αυτά βεβαιώνονταν από έκθεση ψυχιάτρου και εξ αιτίας του σακχαρώδη διαβήτη και της αρτηριακής υπέρτασης από τα οποία πάσχει.
Σταθμίσαμε όλα τα δεδομένα και δεν θα λέγαμε πως η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης στην περίπτωση δεν ήταν ενδεδειγμένη. Θεωρούμε όμως πως, ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών όπως τα έχει παραθέσει ο εφεσείων και όπως τα έχει δεχθεί η εφεσίβλητη, η ποινή της φυλάκισης των δώδεκα μηνών ήταν στην περίπτωση εκδήλως υπερβολική. Η έφεση επιτυγχάνει. Οι ποινές των 12 μηνών αντικαθίστανται με συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης έξι μηνών σε κάθε κατηγορία.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/μσιαμπαρτά