ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 42
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 54/2009)
10 Φεβρουαρίου, 2010
[Α. ΚΡΑΜΒΗ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Κ. ΚΛΗΡΙΔΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΩΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΚΡΗ,
Εφεσείοντα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Παυλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή, σε 24 συνολικά κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν σε αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, απόσπασης χρημάτων με ψευδής παραστάσεις και κλοπής υλικού που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς. Τα αδικήματα καλύπτουν περίοδο από 4.6.2007 μέχρι 30.11.2007 και αφορούν σε έξι περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος έκλεψε ισάριθμες επιταγές που στέλλονταν σε δικαιούχους δημοσίου βοηθήματος. Στη συνέχεια τις πλαστογραφούσε, υπογράφοντας το όνομα των δικαιούχων και τις εξαργύρωνε εισπράττοντας το ποσό των επιταγών. Συνολικά απέσπασε ποσό £1.585,54. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και διέταξε όπως αυτές συντρέχουν. Στη συνέχεια απέρριψε εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Επειδή τα πιο πάνω αδικήματα διαπράχθηκαν εντός της περιόδου κατά την οποία είχε ανασταλεί η ποινή φυλάκισης, το πρωτόδικο δικαστήριο ενεργοποίησε 6 μήνες από τις ανασταλείσες ποινές φυλάκισης 9 και 2 μηνών αντίστοιχα, που επεβλήθηκαν στον Εφεσείοντα στις 11.5.2007 στην υπόθεση 850/07 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Ταυτόχρονα διέταξε, όπως η ποινή αυτή εκτελεστεί μετά τη συμπλήρωση των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης των 3 ετών που επιβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση.
Ο Εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες. Η πρώτη αφορά καταδίκη του, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 4.3.2005 στην υπόθεση 10199/04, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2,5 ετών για όμοια αδικήματα με αυτά που αντιμετώπισε στην παρούσα υπόθεση· και η δεύτερη καταδίκη αφορά σε όμοια αδικήματα. Καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 11.5.2007 στην προαναφερθείσα υπόθεση 850/07 σε ποινές φυλάκισης 9 και 2 μηνών με τριετή αναστολή. Παρά την αναστολή της ποινής, ο Εφεσείων ένα μήνα μετά την καταδίκη του, διέπραξε 4 από τα αδικήματα που αντιμετωπίζει στην παρούσα υπόθεση.
Με αίτημα του Εφεσείοντα, στην επιβολή της ποινής στην παρούσα υπόθεση λήφθηκαν υπόψη και οι υποθέσεις 21043/08, 19760/08 και 15575/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, καθώς και μία μη καταχωρηθείσα υπόθεση. Όλες, αφορούσαν στα ίδια ακριβώς αδικήματα με αυτά που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων στην παρούσα υπόθεση και τα οποία διαπράχθηκαν κατά την περίοδο Οκτωβρίου 2007 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2008. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο Εφεσείων έκλεψε 4 επιταγές τις οποίες αφού πλαστογράφησε, εξασφάλισε με ψευδείς παραστάσεις το συνολικό ποσό των £1.203,74.
Ο Εφεσείων είναι ηλικίας 55 ετών. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στην παρουσία του, όταν ο Εφεσείων ήταν 8 ετών με αποτέλεσμα τα παιδικά του χρόνια που ακολούθησαν να είναι δύσκολα. Τη φροντίδα του την ανέλαβε η μητέρα του, αλλά λόγω της προβληματικής συμπεριφοράς του, εισήχθη στην Αναμορφωτική Σχολή Λάμπουσας. Όταν ενηλικιώθηκε εργάστηκε στις οικοδομές. Το 1977 υπέστη ατύχημα και στη συνέχεια παρουσίασε προβλήματα ψυχικής υγείας. Από το γάμο του απέκτησε δύο παιδιά. Λόγω προβλημάτων, ο γάμος του διαλύθηκε. Στη συνέχεια ο Εφεσείων παντρεύτηκε αλλοδαπή με την οποία απέκτησε ένα παιδί. Σήμερα ο Εφεσείων λαμβάνει δημόσιο βοήθημα λόγω προβλημάτων υγείας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού στάθμισε από την μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο της απάτης και ότι υπονομεύουν τις συναλλαγές και δοσοληψίες μεταξύ πολιτών, την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τα αδικήματα η νομολογία, το ανώτατο όριο ποινής για πλαστογραφία που είναι 14 χρόνια φυλάκισης και τις προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντος και από την άλλη όλα τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιον του, επέβαλε στον Εφεσείοντα τις ποινές που αναφέραμε προηγουμένως.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή, ως έκδηλα υπερβολική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα στην αγόρευση του υποστηρίζοντας την έφεση, ανέφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε σε λανθασμένη νομολογία με αποτέλεσμα η καθοδήγηση του αναφορικά με το ύψος των ποινών που επέβαλε, να μην είναι ορθή. Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν τέθηκαν από τον προηγούμενο δικηγόρο του οι επιπτώσεις στο βρέφος και στη σύζυγο του Εφεσείοντος, από το ενδεχόμενο φυλάκισης του. Ο κ. Παυλίδης, απέδωσε τη συμπεριφορά του Εφεσείοντος στην οικονομική πίεση που είχε μετά την αποφυλάκιση του, τον Απρίλη του 2007. Ήταν και είναι ανίκανος για εργασία και κατά την αποφυλάκιση του δεν είχε κανένα οικονομικό πόρο. Υπέβαλε αίτηση για να του δοθεί κρατικό επίδομα και μέχρι να εξεταστεί η αίτηση του, η μόνη βοήθεια που του έδωσαν ήταν το πενιχρό ποσό των £50 για να περάσει ο ίδιος και η οικογένεια του. Μέχρι να εξεταστεί η αίτηση του, πέρασαν μήνες. Μέσα σ' αυτό το διάστημα και κάτω από την οικονομική πίεση, διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία βέβαια σήμερα λυπάται.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος εκ μέρους της Εφεσίβλητης, εισηγήθηκε ότι η ποινή δεν ήταν καθόλου υπερβολική αν ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα των αδικημάτων και οι προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντος.
Όπως αναφέρθηκε πολλές φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής, αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η έφεση αποσκοπεί στον έλεγχο της ορθότητας και όχι στον επανακαθορισμό της ποινής. Το Εφετείο επεμβαίνει, μόνο όπου κρίνει ότι η ποινή αντικειμενικά κρινόμενη θεωρείται είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική ή όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου Λάμπρου, Ποινική Έφεση 202/09, ημερ. 18.12.09).
Στην προκειμένη περίπτωση και με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, δεν έχουμε πειστεί ότι οι συντρέχουσες ποινές των τριών χρόνων στην κάθε κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολικές. Κατ' αρχάς η σοβαρότητα του αδικήματος όπως αντικατοπτρίζεται από το ύψος των προβλεπόμενων ποινών, είναι δεδομένη. Αναφορικά με τα περιθώρια εξατομίκευσης, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι δεν τέθηκαν επαρκώς ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι προσωπικές περιστάσεις του πελάτη του. Από απλή ανάγνωση της ποινής, είναι φανερό ότι ο δικηγόρος που εκπροσώπησε πρωτοδίκως τον Εφεσείοντα, έκαμε αναφορά στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος ως μετριαστικού παράγοντα. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, από την οποία απεκόμισε όλα τα στοιχεία που παραθέτει στις σελίδες 2-3 της απόφασης του. Δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα, ότι δεν τονίστηκαν στο δικαστήριο οι επιπτώσεις στην αλλοδαπή σύζυγο του και στο μικρό βρέφος, από τυχόν φυλάκιση του Εφεσείοντος. Από τη στιγμή που η ύπαρξη των δύο μελών της οικογένειας του Εφεσείοντος αναφέρθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, το θέμα ήταν υπόψη του δικαστηρίου και αξιολογήθηκε μέσα στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής.
Ούτε οι περιστάσεις που ώθησαν τον Εφεσείοντα να διαπράξει τα αδικήματα είναι αρκετές, ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων και των προηγούμενων καταδικών, να διαφοροποιήσουν είτε το είδος, είτε το ύψος της ποινής που τελικά επιβλήθηκε ή να αποτελέσουν καταλυτικό παράγοντα για την αναστολή της ποινής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος πρόβαλε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, από τις αποφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά στην απόφαση του, οι οποίες είναι πολύ πιο σοβαρές από την υπόθεση που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων, καθοδηγήθηκε λανθασμένα με αποτέλεσμα να καθορίσει το ύψος της ποινής σε πιο ψηλά επίπεδα απ' ότι θα έπρεπε. Δεν συμφωνούμε. Όπως υποδείξαμε στο συνήγορο του Εφεσείοντος ενώ αγόρευε, η αναφορά του δικαστηρίου σε προηγούμενες αυθεντίες γίνεται σε μια προσπάθεια αναζήτησης του μέτρου, ώστε να καθοριστεί η ορθή ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί. Αυτό όμως, δεν σημαίνει και εξομοίωση των υποθέσεων εκείνων με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αντιμετώπισε τον Εφεσείοντα, τονίζοντας ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, επαυξάνεται από το γεγονός της συστηματικής περιφρόνησης του νόμου. Ενόψει των προηγούμενων καταδικών και των υποθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την άποψή μας ορθά επέλεξε να επιβάλει αυστηρότερες ποινές από αυτές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα στις προηγούμενες υποθέσεις, με την ελπίδα ότι ο Εφεσείων θα συνετιστεί. Το γεγονός ότι ο Εφεσείων ένα μήνα μετά την προηγούμενη καταδίκη του σε φυλάκιση με αναστολή, διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα και τα άλλα που λήφθηκαν υπόψη, δικαιολογεί απόλυτα την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χατζημιτσή (2005) 2 ΑΑΔ 101).
Δεν έχουμε πειστεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική και ούτε έχουμε διαπιστώσει ότι είναι εσφαλμένη κατά νόμο, ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ