ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 1
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 237/2009)
(Σχ. με 238/2009 σχ. με 239/2009)
22 Ιανουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΩΤΗΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
- - - - - -
(Ποινική Έφεση Αρ. 238/2009)
(Σχ. με 237/2009 σχ. με 239/2009)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου.
- - - - - -
(Ποινική Έφεση Αρ. 239/2009)
(Σχ. με 237/2009 σχ. με 238/2009)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσίβλητου.
- - - - - -
Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα και στις τρεις εφέσεις.
Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 237/2009.
Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 238/2009.
Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 239/2009.
- - - - - -
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι τρεις εφεσίβλητοι είναι συγκατηγορούμενοι στην Ποινική Υπόθεση αρ. 24399/2009 Ε.Δ. Λεμεσού, στην οποία αντιμετωπίζουν κατηγορίες διαρρήξεων καταστημάτων και κλοπών και συνωμοσίας προς διάπραξη των ίδιων αδικημάτων.
Η ακρόαση της υπόθεσης είχε αρχίσει και ενώ επρόκειτο να συνεχισθεί με τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, η εξεύρεση κατάλληλης ημερομηνίας για τη συνέχιση της δίκης παρουσιάστηκε να ήταν προβληματική, καθότι οι ίδιοι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν παρόμοιας φύσης κατηγορίες ενώπιον τριών άλλων Δικαστών του ίδιου Δικαστηρίου στις οποίες έπρεπε να παρίστανται οι ίδιοι και οι συνήγοροί τους. Επειδή, ενόψει των προβλημάτων εκείνων, η διεκπεραίωση της δίκης δεν φαινόταν πλέον να ήταν σύντομη, τέθηκε από πλευράς των συνηγόρων υπεράσπισης θέμα όπως οι πελάτες τους, οι οποίοι τελούσαν υπό κράτηση, αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους. Η κατηγορούσα αρχή επέμεινε όπως οι κατηγορούμενοι παραμείνουν υπό κράτηση και βάσισε τη θέση της στο γεγονός ότι και οι τρεις κατηγορούμενοι έχουν βεβαρημένο μητρώο σε σχέση με παρόμοιας φύσης αδικήματα και αντιμετώπιζαν και τις άλλες υποθέσεις σε άλλα τρία Δικαστήρια που εκδικάζονταν παράλληλα. Υπήρχε επομένως πιθανότητα διάπραξης και άλλων αδικημάτων σε περίπτωση που αφήνονταν ελεύθεροι, ήταν η βασική εισήγηση του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής. Από την άλλη, η υπεράσπιση επικαλέστηκε το γεγονός ότι στις άλλες δύο υποθέσεις που αντιμετώπιζαν οι ίδιοι κατηγορούμενοι είχε διαταχθεί, με τη σύμφωνη γνώμη και της κατηγορούσας αρχής, όπως αυτοί παραμείνουν ελεύθεροι υπό όρους και εκεί δεν τέθηκε θέμα κινδύνου διάπραξης και άλλων αδικημάτων.
Σε ενδιάμεση απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως και οι τρεις κατηγορούμενοι αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους, τους οποίους και επέβαλε. Δύο παρουσιάζονται να ήταν οι βασικοί παράγοντες τους οποίους έλαβε προς τούτο υπόψη το Δικαστήριο οι οποίοι και, κατά την κρίση του, συνηγορούσαν υπέρ της κατάληξης εκείνης: Πρώτον, το γεγονός πως η κατηγορούσα αρχή στις άλλες παρόμοιας φύσης υποθέσεις που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι δεν ζήτησε την κράτησή τους. Αυτό το γεγονός, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθιστούσε τη θέση της κατηγορούσας αρχής αντιφατική, αφού στην μια περίπτωση επέσειε τον κίνδυνο διάπραξης και άλλων αδικημάτων υπό όρους, ενώ στις άλλες περιπτώσεις δεν ήγειρε τέτοιο θέμα και συγκατέθηκε στο να αφεθούν ελεύθεροι χωρίς να επικαλείται τέτοιο κίνδυνο. Δεύτερος παράγοντας, ο οποίος σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο συνηγορούσε υπέρ του να αφεθούν οι κατηγορούμενοι ελεύθεροι υπό όρους, ήταν ο παρατεινόμενος χρόνος κράτησης των κατηγορουμένων, εφόσον δεν διαβλεπόταν πλέον ότι η αρξάμενη δίκη τους θα μπορούσε να περατωθεί σύντομα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση με την οποία οι τρεις κατηγορούμενοι αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι υπό όρους, καταχωρώντας τρεις εφέσεις, μια για κάθε κατηγορούμενο. Οι τρεις εφέσεις συνεκδικάστηκαν και με την παρούσα απόφαση διεκπεραιώνονται και οι τρεις.
Κατά την κρίση μας και οι δύο λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως λόγους που συνηγορούσαν υπέρ της μη παράτασης της κράτησης των εφεσιβλήτων, εφαρμοζόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης που αντιμετώπιζαν, δεν δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, διατάσσοντας την απόλυση των εφεσιβλήτων υπό όρους.
Ως προς τον πρώτο λόγο που συνηγόρησε υπέρ της απόλυσης των εφεσιβλήτων υπό όρους κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το στοιχείο εκείνο της διαφορετικής στάσης που τήρησε η κατηγορούσα αρχή σε άλλες υποθέσεις, δεν ήταν τέτοιο, που ορθά αξιολογούμενο θα έπρεπε να αφήσει ανέπαφο και αδιερεύνητο το βασικό θέμα που ηγέρθηκε και έχρηζε απόφανσης. Της ύπαρξης δηλαδή ή μη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, αν οι εφεσίβλητοι αφήνοντο ελεύθεροι υπό όρους. Όσο και αν η στάση της κατηγορούσας αρχής σε άλλες υποθέσεις σε σχέση με τους ίδιους κατηγορουμένους παρουσιάζεται να διαφέρει από αυτή που τήρησε στην υπό εξέταση υπόθεση, το ζήτημα του γιατί δεν ζητήθηκε η κράτηση τους σε άλλη υπόθεση, το εάν εδικαιολογείτο ή όχι στις άλλες υποθέσεις να εζητείτο η κράτηση, το εάν και κατά πόσο λανθασμένα ήταν ή ορθά που δεν ηγέρθη και εκεί θέμα κράτησης, όλα αυτά δεν είναι ζητήματα που έπρεπε ή μπορούσε να επενεργήσουν στην κρίση και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε και βέβαια το γεγονός ότι στην υπό εξέταση υπόθεση και η ίδια η υπεράσπιση επέδειξε στάση διαφορετική από τη στάση της στις άλλες υποθέσεις, αφού ήταν με τη δική της συναίνεση που οι εφεσίβλητοι είχαν τεθεί αρχικά υπό κράτηση χωρίς αυτοί να ζητήσουν όπως παραμείνουν ελεύθεροι υπό όρους, ανεξάρτητα από το αν έτσι έπραξαν επειδή ανέμεναν ότι η διεκπεραίωση της δίκης θα ήταν σύντομη. Εκείνο το οποίο θα έπρεπε να προχωρήσει και να εξετάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο ενυπήρχε ή όχι ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων αν αφήνοντο ελεύθεροι οι εφεσίβλητοι, που ήταν και ο λόγος για τον οποίο εζητείτο η κράτησή τους. Όπως είχε αναφερθεί και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένος Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 ΑΑΔ 373, ένας τέτοιος παράγοντας είναι σχετικός και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Η ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων συνιστά στοιχείο που από μόνο του είναι αρκετό για να διαταχθεί η κράτηση του κατηγορουμένου. Στην υπόθεση Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, το Εφετείο είχε επισημάνει ότι "... η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον, δεν μπορεί μεν να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου, όμως εκείνο που μετρά είναι το εάν με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος."
Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητικά στοιχεία από τα οποία εστοιχειοθετείτο η ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων από τους εφεσίβλητους, παρόμοιας φύσης με εκείνα για τα οποία εδικάζονταν. Από τη μια ήταν το ιδιαίτερα βεβαρημένο ποινικό μητρώο των εφεσιβλήτων, από το οποίο διαφαινόταν η ιδιαίτερη τάση και ροπή τους στη διάπραξη αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών με πολύ υψηλές επιδόσεις στον τομέα τούτο. Από την άλλη ήταν και το γεγονός ότι ήδη οι εφεσίβλητοι, πέραν των νέων πολυάριθμων αδικημάτων που κατηγορούντο ότι είχαν διαπράξει, ήδη εδικάζοντο σε άλλες τρεις υποθέσεις για παρόμοιας φύσης αδικήματα που είχαν ήδη χρονικά προηγηθεί. Υπό τις περιστάσεις και λόγω μόνο του παράγοντα τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε όπως οι εφεσίβλητοι οι οποίοι τελούσαν ήδη από κράτηση, αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους.
Όμως, θα πρέπει περαιτέρω να παρατηρήσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης εσφαλμένα κατέληξε πως η διαφαινόμενη αδυναμία απρόσκοπτης συνέχισης της αρξάμενης διαδικασίας στη δίκη που διεξήγαγε, ήταν ένας δεύτερος παράγοντας που συνηγορούσε υπέρ της απόλυσης των εφεσιβλήτων υπό όρους. Τυγχάνει βέβαια αναγνωρισμένη από τη νομολογία αρχή, ότι η επιμήκυνση κράτησης υποδίκου ή κατηγορουμένου παρατεινόμενης της ακρόασης της υπόθεσης εναντίον του, συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός το οποίο χρήζει αποτίμησης στο πλαίσιο της άσκησης της κρίσης του Δικαστηρίου για την παράταση της κράτησής του. Όπως τονίστηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Φωτεινή Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1, το ενδεχόμενο επιμήκυνσης της κράτησης λόγω του χρονικά παρατεταμένου της δίκης για λόγους που δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπής διεξαγωγή της δίκης, επενεργεί υπέρ της απόλυσης υποδίκου υπό όρους. (Βλ. επίσης Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45 και Μιχάλης Α. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388).
Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, ο πρωτόδικος Δικαστής, ως προς τον παράγοντα της διαφαινόμενης επιμήκυνσης του χρόνου διεκπεραίωσης της ακρόασης, προσέγγισε το θέμα ως εξής:
"Η πορεία της δίκης κατέδειξε ότι η υπόθεση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πέραν του γεγονότος ότι υπάρχει αμφισβήτηση ως προς τη θεληματικότητα της παραδοχής εκ μέρους του 1ου κατηγορούμενου, η δίκη εντός δίκης η οποία διατάχθηκε για λόγους που δεν οφείλονται στο Δικαστήριο, θα αργοπορήσει και λυπούμαι να πω ότι ευθύνη φέρουν και οι δύο πλευρές. Παρά τη θέληση του Δικαστηρίου να είναι συντομότερη η εκδίκαση δεν βρίσκονται σύντομες ημερομηνίες όσον αφορά τη συνέχιση επειδή τόσο ο δημόσιος κατήγορος όσο και η Υπεράσπιση έχουν άλλες υποχρεώσεις. Θεωρώ ότι ο χρόνος κράτησης, υπό τις περιστάσεις, είναι υπερβολικός και εν πάση περιπτώσει όχι αναμενόμενος για να ολοκληρωθεί σύντομα αυτή η υπόθεση."
Όπως δε διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου σχετικά με τα όσα είχαν προηγηθεί της ενδιάμεσης απόφασης, ο αποκλειστικός λόγος για τον οποίο, παρά την προθυμία και επιδειχθείσα ετοιμότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως συνεχιζόταν η ακρόαση απρόσκοπτα αυτό δεν καθίστατο δυνατό, ήταν το ότι οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν παράλληλα με την υπό αναφορά διαδικασία τις άλλες τρεις υποθέσεις ενώπιον διαφορετικών δικαστών. Ως αποτέλεσμα, οι συνήγοροι των δύο πλευρών θα έπρεπε να παρίσταντο και στις άλλες δικαστικές διαδικασίες, όπως βέβαια και οι εφεσίβλητοι. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί το ελάχιστο ως ανεπιθύμητη και θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί με τις κατάλληλες συνεννοήσεις και διευθετήσεις από πλευράς κατηγορούσας αρχής και αστυνομίας, εν τούτοις, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αναπόφευκτα δημιουργηθείσα καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της δίκης η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι οι ίδιοι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν σωρεία άλλων παρόμοιας φύσεως κατηγορίες ενώπιον άλλων Δικαστηρίων, δεν ήταν υπό τις περιστάσεις παράγοντας που θα έπρεπε να είχε επενεργήσει υπέρ της απόλυσής τους με όρους.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε εσφαλμένα. Και οι τρεις εφέσεις επιτυγχάνουν και διατάσσουμε όπως οι τρεις εφεσίβλητοι παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την πλήρη διεκπεραίωση της δίκης τους.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ