ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 2 ΑΑΔ 22

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 214/2009)

 

29 Ιανουαρίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΚΕΥΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

- - - - - -

 

Η. Στεφάνου, για την Εφεσείουσα.

 

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείουσα παρούσα.

 

- - - - - -

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 20.10.2009 επέβαλε στην εφεσείουσα, κατόπιν δικής της παραδοχής, ποινή φυλάκισης 18 μηνών σε μια κατηγορία πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 333 και 333(α)(β) του Ποινικού Κώδικα, και συντρέχουσα ποινή φυλάκισης επίσης 18 μηνών σε άλλη κατηγορία, που αφορούσε στην κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 337 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Σε τρίτη κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε η εφεσείουσα και αφορούσε σε εξασφάλιση άδειας χειριστή τροφίμων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 305 του Κώδικα, δεν επιβλήθηκε καμιά ποινή.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η  εφεσείουσα, η οποία εργαζόταν στην καντίνα της υπεραγοράς Ορφανίδη κατά το 2005, εξασφάλισε άδεια χειριστή τροφίμων, αφού παρουσίασε πλαστογραφημένο Πιστοποιητικό Υγείας για χειριστές τροφίμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το οποίο επιστοποιείτο ότι είχε εξετασθεί ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη για να ασκεί τέτοιο επάγγελμα. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα διέθετε αυθεντικό Πιστοποιητικό Υγείας, το οποίο είχε εκδοθεί νόμιμα στο όνομά της κατόπιν ιατρικής εξέτασης και ίσχυε για ένα χρόνο. Το πιστοποιητικό έφερε τις ημερομηνίες 23 Ιουλίου 2003 και 24 Ιουλίου 2003 σφραγισμένες σ΄ αυτό. Η εφεσείουσα διέγραψε με διορθωτικό τις δύο εκείνες ημερομηνίες και με σφραγίδα την οποία αγόρασε, έθεσε στο πιστοποιητικό τις ημερομηνίες 28 Ιουλίου 2005 και 28 Ιουλίου 2006. Μετά το φωτοτύπησε, με αποτέλεσμα να παρουσιαζόταν ως πιστοποίηση ότι είχε εξετασθεί ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη να ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα κατά την παρουσιαζόμενη χρονική περίοδο. Παρέδωσε αντίγραφο του παραποιημένου πιστοποιητικού στο γραφείο προσωπικού της υπεραγοράς όπου εργαζόταν και ανάρτησε άλλο αντίγραφό του σε τοίχο της καντίνας. Κατά την αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης, η εφεσείουσα σε θεληματική της κατάθεση παραδέχθηκε αμέσως τη διάπραξη των αδικημάτων, εξηγώντας τον τρόπο δράσης της και ισχυριζόμενη ότι προέβηκε στις πράξεις εκείνες επειδή δε διέθετε χρόνο για να προέβαινε στις δέουσες ενέργειες. Απολογήθηκε για την πράξη της και εξέφρασε μεταμέλεια.

 

Με την παρούσα έφεσή της η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ισχυριζόμενη ότι η ποινή της 18μηνης φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική και ότι η έκτιση της ποινής φυλάκισης που της επιβλήθηκε θα έπρεπε ν΄ ανασταλεί.

 

Παρόλον ότι δυστυχώς δεν φαίνεται να ζητήθηκε και να τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας, εν τούτοις, τα κύρια προσωπικά, οικογενειακά και οικονομικά της περιστατικά παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο σε έκταση.

 

Η εφεσείουσα είναι 57 ετών και έχει δύο ανήλικα παιδιά τα οποία μεγάλωσε η ίδια, χωρίς τη βοήθεια του συζύγου της, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει, αφήνοντας πολλά χρέη τα οποία βάρυναν και τους δύο. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει, η εφεσείουσα αναγκάστηκε να εργάζεται 12 ώρες στην καντίνα της υπεραγοράς και το βράδυ σε εστιατόριο μέχρι τις πρωινές ώρες. Όπως προβλήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτή η πίεση του χρόνου που την οδήγησε στη διάπραξη των αδικημάτων. Η υγεία της εφεσείουσας παρουσιάζεται να είναι κλονισμένη εδώ και αρκετό καιρό. Σύμφωνα με ιατρικό πιστοποιητικό, που ετοιμάστηκε από Ιατρικό Λειτουργό των Φυλακών, η εφεσείουσα είχε υποστεί προ 5ετίας αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η αιτιολογία του οποίου αποδόθηκε πρώτιστα σε σύνδρομο θρομβοφιλίας. Βρίσκεται σε συνεχή αντιπηκτική αγωγή, τακτική αιμοληψία και ρύθμιση τιμών INR. Κατά τον Αύγουστο 2009 υπέστη νευροχειρουργική επέμβαση για εξαίρεση συνοβιακής κύστης και αποσυμπίεση - κινητοποίηση νευρικών ριζών και αριστερή απόξεση της αριστερής μεσοσπονδύλιας διάρθρωσης. Παρακολουθείται καθημερινά από τον Ιατρικό Λειτουργό των Φυλακών και, όπως αναφέρεται στο ίδιο πιστοποιητικό, λόγω του βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού της, η κράτησης στις Φυλακές πιθανόν να ενέχει κινδύνους για τη ζωή της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του επί του θέματος της ποινής, μετά τη διαπίστωση ως προς την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή για τα συγκεκριμένα αδικήματα, που ανέρχεται στην περίπτωση επίσημων εγγράφων στα 10 χρόνια, προέβηκε σε ανασκόπηση σχετικής προς τα διαπραχθέντα αδικήματα νομολογίας. (Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 115, Butucaru Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 49/2008, ημερομηνίας 4.11.2008, Ana Maria Girleanu κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα, Ποινικές Εφέσεις αρ. 182 και 184/2008, ημερομηνίας 13.3.2009).

 

Το Δικαστήριο ορθά εντόπισε ότι για καλό λόγο ο νομοθέτης προνόησε για επαυξημένες ποινές σε σχέση με πλαστογραφία επισήμων εγγράφων, επιδιώκοντας να αποδώσει κύρος σε αυτά και να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει το κοινό σε αυτά, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους στην καθημερινή ζωή. Ειδικότερα, τα υπό αναφορά πιστοποιητικά, αν και πιθανόν να μην έχουν άμεση οικονομικής φύσεως σημασία, εν τούτοις, εκ της φύσεώς τους άπτονται της υγείας του χειριστή και συνακόλουθα της ποιότητας και καταλληλότητας των προσφερόμενων στον καταναλωτή τροφίμων.

 

Χαρακτήρισε δε, επίσης ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τη δικαιολογία που είχε δώσει η εφεσείουσα σύμφωνα με την οποία δεν είχε χρόνο να προβεί στις δέουσες εξετάσεις, ως πολύ φτωχή για να αποτελέσει ελαφρυντικό. Οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, χωρίς όμως να τους αποδοθεί υπέρμετρη βαρύτητα, δηλαδή σε βαθμό που θα οδηγούσαν σε ουδετεροποίηση του νόμου και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. (Γεν. Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη (2000) 2 ΑΑΔ 304).

 

Ιδιαίτερη μνεία ως προς τους μετριαστικούς παράγοντες, έκανε το Δικαστήριο στο γεγονός της άμεσης παραδοχής και συνεργασίας της εφεσείουσας με την Αστυνομία, της παραδοχής της στο Δικαστήριο, της μεταμέλειας που επέδειξε, καθώς και του λευκού της ποινικού μητρώου. Άλλος μετριαστικός παράγοντας τον οποίο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το γεγονός της καθυστέρησης στη δίωξη της εφεσείουσας, η οποία καθυστέρηση στην υπό εξέταση περίπτωση υπολογίστηκε σε 1½ χρόνο. (Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 502). Λήφθηκε επίσης υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής η γενικότερη κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας, αφού όμως το Δικαστήριο παρατήρησε πως δεν υπήρχε ενώπιόν του οποιαδήποτε ιατρική μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι η τυχόν φυλάκισή της θα επεδείνωνε την κατάστασή της. (Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 144).

 

Εξετάζοντας το θέμα του ενδεχομένου αναστολής έκτισης της ποινής φυλάκισης την οποία καθόρισε σε 18 μήνες σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2, το Δικαστήριο τόνισε το γεγονός ότι η εφεσείουσα αδιαφόρησε εντελώς για τους κινδύνους στην υγεία τρίτων προσώπων, ξεγελώντας τους πάντες και παραποιώντας επίσημα έγγραφα. Όπως τόνισε, όλοι οι παράγοντες που προσμετρούσαν υπέρ της, λήφθηκαν υπόψη και επενήργησαν έτσι ώστε να επιβληθεί μια αρκούντως μειωμένη ποινή σε σχέση με την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο, ενώ δεν εντοπιζόταν οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε αναστολή της ποινής.

 

Αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου, ο συνήγορος της εφεσείουσας, χωρίς ν΄ αμφισβητήσει την αυτόδηλη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, τόνισε ιδιαίτερα τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας, η οποία υπό το βάρος της ευθύνης για την ανατροφή των δύο παιδιών της μέσα στις οικονομικές και άλλες δυσχέρειες που είχε προκαλέσει η εγκατάλειψη από το σύζυγό της, εργαζόταν νυχθημερόν και επέδειξε καθαρή απερισκεψία και βαριά αμέλεια στο να μη μεταβεί για ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσει συνέχιση της εργοδοσίας της με τον μεμπτό τρόπο που ενήργησε. Όπως σημείωσε ο συνήγορος, στις 18.5.2006 εκδόθηκε και γνήσιο Πιστοποιητικό Υγείας που θα επέτρεπε στην εφεσείουσα να εργαζόταν νόμιμα. Ως προς το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ο συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι ουσιαστικά στην παρούσα περίπτωση, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις και οι αναγνωρισμένοι από τη νομολογία παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της αναστολής της ποινής και δεν συνιστά εμπόδιο το γεγονός της αναγκαιότητας επιβολής ποινής αποτρεπτικού χαρακτήρα για τα συγκεκριμένα αδικήματα.

 

Η συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε πως παρά το γεγονός ότι οι επιβληθείσες ποινές θα μπορούσε να θεωρηθούν αυστηρές, δεν είναι όμως έκδηλα υπερβολικές, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη του γεγονότος ότι η εφεσείουσα με τις ενέργειές της επέδειξε πλήρη αδιαφορία για τους κινδύνους που προκαλούνταν στην υγεία του κοινού.

 

Εξετάσαμε με προσοχή κάθε σχετικό στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν μας τόσο αναφορικά με το ύψος των επιβληθεισών ποινών, όσο και με το θέμα του ενδεχομένου αναστολής έκτισής τους. Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από οποιαδήποτε παρέκκλιση από την αυστηρή τήρηση νομοθεσίας που στοχεύει στη διασφάλιση της υγείας του κοινού, θα πρέπει αναμφίβολα να αποτρέπονται. Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην άσκηση του καθήκοντός του για εξατομίκευση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς προς τούτο παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του, τους οποίους και δεν θα επαναλάβουμε. Δεν βλέπουμε λόγο να επέμβουμε στο ύψος των επιβληθεισών ποινών οι οποίες αν και αυστηρές, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκδηλα υπερβολικές.

 

Μας έχει επίσης προβληματίσει ιδιαίτερα η επαναφορά ενώπιόν μας του θέματος του ενδεχομένου αναστολής έκτισης των ποινών που έχουν επιβληθεί. Λαμβάνουμε προς τούτο υπόψη τον περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο αρ. 95/72. Με την τροποποίηση την οποία επέφερε στο Νόμο τούτο, ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 186(Ι)/2003, το άρθρο 3(2) προβλέπει πλέον ότι:

 

"Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου."

 

(Βλ. Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 39 και Κώστας Χαραλάμπους Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 323).

 

Συμφωνούμε κατ΄ αρχάς με το συνήγορο της εφεσείουσας ότι στην περίπτωσή της συντρέχουν αρκετοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως συνηγορούντες υπέρ της αναστολής των ποινών. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στην εφεσείουσα μια δεύτερη ευκαιρία. Προς αυτή την κατεύθυνση, λάβαμε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι η εφεσείουσα, καθ΄ όλο τον πρότερο βίο της, παρουσιάζεται να ήταν πρόσωπο ιδιαίτερα ευσυνείδητο, νομοταγές και εργατικό. Όπως είναι προφανές, και δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη προς τούτο εξήγηση, μέσα στο όλο πλέγμα της ψυχικής και σωματικής πίεσης για να διασφαλίσει τη συνέχιση της εργοδοσίας της, προέβηκε στην απερίσκεπτη πράξη της πλαστογράφησης του εγγράφου, επιδεικνύοντας για πρώτη φορά εγκληματική αδιαφορία για τις σοβαρές επιπτώσεις από την ενέργειά της αυτή. Είναι παρήγορο το ότι συνειδητοποίησε αμέσως τη σοβαρότητα των πράξεών της και μεταμελήθηκε πλήρως.

 

Λαμβάνουμε εδώ υπόψη και το γεγονός πως, αν και φαίνεται να είχαν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο οι προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες της εφεσείουσας από το συνήγορο που την εκπροσωπούσε, εν τούτοις το Δικαστήριο δεν είχε το όφελος της εμπεριστατωμένης και ανεξάρτητης Έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας, η οποία σε περίπτωση όπως η παρούσα θα έπρεπε να είχε ζητηθεί.

 

Λαμβάνουμε επίσης υπόψη, το άλλο στοιχείο το οποίο δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αφορά το ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε για την εφεσείουσα μετά τον εγκλεισμό της στις Φυλακές. Σύμφωνα με αυτό το Πιστοποιητικό που εκδόθηκε στις 15.12.2009, λόγω των ιατρικών ευρημάτων και του βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού της εφεσείουσας, η περαιτέρω κράτησή της πιθανόν να αποβεί επικίνδυνη για τη ζωή της.

 

Η αναγκαιότητα όπως η ίδια η εφεσείουσα μέσω της επιβαλλόμενης ποινής αποτραπεί από την επανάληψη διάπραξης παρόμοιας φύσεως αδικημάτων, φαίνεται να είναι στην περίπτωση αυτή ιδιαίτερα αδύνατη.

 

Χωρίς να υποβιβάζουμε τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, αποφασίσαμε όπως ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της αναστολής έκτισης των ποινών.

 

Αναφορικά με το γεγονός ότι η εφεσείουσα έχει ήδη εκτίσει ένα μέρος της ποινής της και ακολουθώντας τη δυνατότητα η οποία παρέχεται προς το Εφετείο με βάση τη νομολογία, κρίνουμε δίκαιο όπως μειώσουμε και μειώνουμε τις επιβληθείσες ποινές κατά τρεις μήνες. (N. Mavros and Others v. The Police (1975) 2 CLR 171, Κυριάκος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 117/2009, ημερομηνίας 5.11.2009).

 

Οι ποινές 18 μηνών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί στις κατηγορίες 1 και 2 παραμερίζονται και αντικαθίστανται με                                                                                         συντρέχουσες ποινές 15 μηνών,  η έκτιση των οποίων αναστέλλεται με βάση τον προαναφερθέντα Νόμο για περίοδο τριών χρόνων από σήμερα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και οι επιβληθείσες ποινές τροποποιούνται ως ανωτέρω.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο