ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 572
3 Νοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛAΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΚΑΣ,
Εφεσείων,
v.
AΣTYNOMIAΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 252/2007)
Οχληρία θορύβου κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 του περί Διασφαλίσεως και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου του 1968, Ν.91/1968, όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο το συγκεκριμένο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης ή όχι ― Κατά πόσο ο εφεσείων, ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας στην οποία ανήκε το υποστατικό η χρήση του οποίου δημιουργούσε την οχληρία, ορθά κρίθηκε ένοχος ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την Ευριβιάδης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600.
Ο εφεσείων ήταν ένας εκ των διευθυντών του υποστατικού «Παρά Πέντε» από το οποίο, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ακουγόταν μουσική από τις 1.00 π.μ. μέχρι και τις 3.30 π.μ. της 10.4.2007 με αποτέλεσμα να μη μπορεί να κοιμηθεί η πολυμελής οικογένεια του παραπονούμενου.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του στην κατηγορία της οχληρίας θορύβου κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 του περί Διασφαλίσεως και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου του 1968, Ν.91/1968, όπως τροποποιήθηκε. Βασιζόμενος στην υπόθεση Ευριβιάδης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, υποστήριξε ότι για να στοιχειοθετηθεί καταδίκη διευθυντή εταιρείας στην απουσία οποιασδήποτε ειδικής νομοθετικής διάταξης, πρέπει να αποδειχθεί η συμμετοχή του και συγκεκριμένα ότι την ημέρα εκείνη ήταν παρών ή επέβλεπε ή συνέδραμε ή καθ' οποιονδήποτε άλλο τρόπο συμμετέσχε ή συμπεριφέρθηκε με τρόπο που θα ήταν δυνατό να θεμελιώσει καταδίκη, δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη σχετική πρόνοια του Νόμου 91/68, προκύπτει ότι δεν απαιτείται υποκειμενική υπόσταση (mens rea) για τη διάπραξη του αδικήματος, και συνεπώς αυτό κατατάσσεται στην κατηγορία των αδικημάτων απόλυτης ευθύνης.
2. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν απαιτείτο από το Νόμο πρόθεση, το Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι ο εφεσείων ευθυνόταν αφού, εκτός του ότι είναι διευθυντής της ιδιοκτήτριας εταιρείας, φαίνεται ότι ήταν και απόλυτα αναμεμειγμένος με τη διαχείριση της οποίας προφανώς είχε και τον πλήρη έλεγχο, είχε δε ο ίδιος επιλέξει τα όργανα και τους μουσικούς που έπαιζαν εκεί.
3. Η απόφαση στην υπόθεση Ευριβιάδης (ανωτέρω) δεν προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντος. Εκεί δεν τέθηκε και δεν εξετάστηκε το θέμα του κατά πόσο το συγκεκριμένο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης ή όχι. Περαιτέρω το θέμα που απασχόλησε ήταν ότι η ιδιότητα διευθυντή εταιρείας δεν μπορεί από μόνη της να στηρίζει την καταδίκη του δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, στην απουσία μαρτυρίας για συμμετοχή του.
4. Αφ' ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονούμενου και των μελών της οικογένειάς του σε σχέση με την παρενόχληση από τη μουσική, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις 3.30 π.μ., ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της οχληρίας.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Κουλλαπίδης Λτδ v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 82, διότι εκεί, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, η αμφιβολία υπήρξε κατά πόσο εδημιουργείτο οχληρία μετά τη λήψη των μέτρων που λήφθηκαν από τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου. Στην παρούσα υπόθεση δεν έγινε ισχυρισμός ότι είχαν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα. Απλώς ο εφεσείων υποστήριξε ότι έφερε εμπειρογνώμονα για να εξετάσει την ένταση του ήχου, μετά βεβαίως από την καταγγελία που έγινε.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600,
Sea Island Travel & Tours Ltd κ.ά. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1995) 2 Α.Α.Δ. 196,
Mousell Brothers v. London and North-Western Railway [1917] 2 K.B. 836,
Κουλλαπίδης Λτδ ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 82.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου-Aντωνίου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 10494/07), ημερομηνίας 2/11/07.
Γρ. Σαββίδης για Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Νικολάτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε την κατηγορία της οχληρίας θορύβου κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 του περί Διασφαλίσεως και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου του 1968, Ν.91/1968, όπως αυτός τροποποιήθηκε. Τα γεγονότα αναφέρονταν στη μουσική που ακουγόταν από το υποστατικό «Παρά Πέντε», από τις 1.00 π.μ. μέχρι και τις 3.30 π.μ. της 10.4.2007. Ως αποτέλεσμα η πολυμελής οικογένεια του παραπονούμενου, δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Το υποστατικό ανήκει στην εταιρεία Deden της οποίας ο εφεσείων είναι ένας από τους διευθυντές. Το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Deden ανήκει στην εταιρεία Taipei της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο εφεσείων με κάποιο άλλο άτομο.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το συγκεκριμένο αδίκημα είναι απόλυτης ευθύνης. Υποστηρίζει ακόμα ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι συμμετείχε στη διάπραξη του αδικήματος και ότι είχε έλεγχο σε συγκεκριμένα όργανα που δημιουργούσαν το θόρυβο. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της οχληρίας, ενώ τέλος παραπονείται ότι το δικαστήριο δεν επέτρεψε στο συνήγορο υπεράσπισης την υποβολή ερωτήσεων στον παραπονούμενο για να δείξει το συμφέρον που αυτός είχε να τον κατηγορήσει ψευδώς.
Θα εξετάσουμε τους τρεις πρώτους λόγους μαζί γιατί, όπως θα φανεί στη συνέχεια, συνδέονται. Ο εφεσείων βασιζόμενος στην υπόθεση Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, υποστήριξε ότι για να στοιχειοθετηθεί καταδίκη διευθυντή εταιρείας στην απουσία οποιασδήποτε ειδικής νομοθετικής διάταξης, πρέπει να αποδειχθεί η συμμετοχή του και συγκεκριμένα ότι την ημέρα εκείνη ήταν παρών ή επέβλεπε ή συνέδραμε ή καθ' οποιονδήποτε άλλο τρόπο συμμετέσχε ή συμπεριφέρθηκε με τρόπο που θα ήταν δυνατό να θεμελιώσει καταδίκη, δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, η κατηγορούσα αρχή αναγνώρισε πως δεν υπήρχε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί οποιαδήποτε συμπεριφορά του διευθυντή που να καλύπτεται από το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, σε σχέση με τις ημερομηνίες στις οποίες αναφέρονταν οι κατηγορίες. Δέχτηκε, δηλαδή, πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες ο εφεσείων ήταν παρών ή επέτρεπε ή συνέδραμε ή καθ' οποιονδήποτε άλλο τρόπο συμμετέσχε ή συμπεριφέρθηκε με τρόπο που θα ήταν δυνατό να θεμελιωθεί καταδίκη δυνάμει του Άρθρου 20. Οι μαρτυρίες ως προς το ρόλο του ήταν γενικής φύσης. Το δικαστήριο, υπό το φως της μαρτυρίας, θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι σωστά δεν υποστήριξαν την καταδίκη, την οποία και τελικά το δικαστήριο παραμέρισε.
Δεν νομίζουμε ότι η απόφαση Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντα. Κατ' αρχάς εκεί δεν τέθηκε και δεν εξετάστηκε το θέμα του κατά πόσο το συγκεκριμένο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης ή όχι. Περαιτέρω το θέμα που απασχόλησε ήταν ότι η ιδιότητα διευθυντή εταιρείας δεν μπορεί από μόνη της να στηρίζει την καταδίκη του δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στην απουσία μαρτυρίας για συμμετοχή του.
Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων δεν καταδικάστηκε με μόνη αναφορά στην ιδιότητά του ως διευθυντή της εταιρείας. Το δικαστήριο βασιζόμενο στη δική του μαρτυρία και στις δικές του παραδοχές, κατέληξε ότι εκτός του ότι ήταν εις εκ των διευθυντών της εταιρείας που διαχειρίζεται το υποστατικό, συμμετέσχε στην επιλογή των μουσικών που παίζουν εκεί. Ο εφεσείων παραδέχτηκε ακόμα ότι στο υποστατικό υπάρχουν διάφορα μουσικά όργανα, ενώ οι πράξεις του, όπως ο διορισμός εμπειρογνώμονα μετά το περιστατικό για να μετρήσει το θόρυβο και η από τον ίδιο επέκταση του κτιρίου, αποκαλύπτουν ότι όντως είχε μεγάλο βαθμό ελέγχου στην όλη κατάσταση, περιλαμβανομένης και της έντασης του ήχου.
Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου 91/68, όποιος δημιουργεί ή προκαλεί κατά τις απαγορευμένες ώρες οποιονδήποτε θόρυβο, ο οποίος αποτελεί οχληρία, είναι ένοχος αδικήματος. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος σύμφωνα με το Άρθρο 3(3) του Νόμου και για τα οποία απαιτείται απόδειξη, είναι η ουσιωδώς παρενόχληση οποιουδήποτε ιδιοκτήτη ή κατόχου οικίας της περιοχής από το θόρυβο ή η ουσιωδώς παρεμπόδιση της ησυχίας του ή η δημιουργία του θορύβου να οφείλεται σε οποιοδήποτε ζώο, μηχανοκίνητο όχημα, ραδιόφωνο, γραμμόφωνο ή άλλη συσκευή η οποία ανήκει ή είναι στην κατοχή ή τον έλεγχό του κατηγορούμενου ή στα ανήλικα τέκνα του.
Όπως είναι διατυπωμένη η σχετική νομοθετική πρόνοια είναι φανερό ότι για διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, δεν απαιτείται υποκειμενική υπόσταση (mens rea) και συνεπώς το αδίκημα κατατάσσεται στην κατηγορία των αδικημάτων απόλυτης ευθύνης. Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Smith & Hogan "Criminal Law", 5η έκδοση, σελ. 87, αδικήματα τα οποία δεν απαιτούν πρόθεση, ασύγγνωστη αμέλεια ή ακόμα και αμέλεια σαν ένα από τα συστατικά της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) είναι γνωστά ως αδικήματα απόλυτης ευθύνης.
Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό ότι ακόμα κι' αν απαιτείτο από το Νόμο πρόθεση, το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι ο εφεσείων ευθυνόταν αφού, εκτός του ότι είναι διευθυντής της ιδιοκτήτριας εταιρείας, φαίνεται ότι ήταν και απόλυτα αναμεμειγμένος με τη διαχείριση της οποίας προφανώς είχε και τον πλήρη έλεγχο, είχε δε ο ίδιος επιλέξει τα όργανα και τους μουσικούς που έπαιζαν εκεί.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι ορθή η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι στην απόφαση Sea Island Travel & Tours Ltd κ.ά. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1995) 2 Α.Α.Δ. 196, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πρέπει να υπάρχει ούτε καν έμμεσος παραλληλισμός αδικημάτων αυστηρής ποινικής ευθύνης με την εκ προστήσεως ευθύνη του κυρίου, συνήθως εργοδότη, για τις πράξεις των υπαλλήλων του κατά το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Το συγκεκριμένο σχόλιο έγινε από ένα μόνο δικαστή, εν παρόδω (obiter) και δεν φαίνεται αν το συμμερίζονται τα άλλα μέλη του συγκεκριμένου Εφετείου. Περαιτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και στο συγκεκριμένο σχόλιο αναφέρεται ότι ο παραλληλισμός αυτός βρίσκει έρεισμα στην αγγλική νομολογία (βλέπε μεταξύ άλλων Mousell Brothers v. London and North-Western Railway [1917] 2 K.B. 836, 844).
Με τα πιο πάνω είναι φανερό ότι παρ' όλον ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εκτός του ότι έκρινε ότι το συγκεκριμένο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης, σωστά αποφάσισε ότι ο εφεσείων είχε συμμετάσχει στη διάπραξη του αδικήματος. Επίσης απορρίπτεται, με βάση τα πιο πάνω και ο λόγος έφεσης ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε έλεγχο των συγκεκριμένων οργάνων που δημιουργούσαν το θόρυβο. Η αγορά των οργάνων και η επιλογή των μουσικών που τα χειρίζονταν σε συνδυασμό και με την ιδιότητα του εφεσείοντα, όχι ως διευθυντή της εταιρείας, αλλά ως του ατόμου που διαχειριζόταν το συγκεκριμένο ψυχαγωγικό κέντρο, απορρίπτουν τον πιο πάνω λόγο.
Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της οχληρίας. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Το δικαστήριο άνκαι δεν το αναφέρει ρητά στην απόφασή του, έχει αποδεχτεί τη μαρτυρία του παραπονούμενου ο οποίος κατέθεσε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του είχαν παρενοχληθεί από τη μουσική, η οποία δεν σταμάτησε μέχρι τις 3.30 πρωινής. Από τη στιγμή που η πιο πάνω μαρτυρία είναι φανερό ότι κρίθηκε ως αξιόπιστη, ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της οχληρίας.
Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι η υπόθεση Κουλλαπίδης Λτδ ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 82, διαφοροποιείται, διότι εκεί η αμφιβολία υπήρξε κατά πόσο εδημιουργείτο οχληρία μετά τη λήψη των μέτρων που λήφθηκαν από τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου. Στην παρούσα υπόθεση δεν έγινε ισχυρισμός ότι είχαν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα. Απλώς ο εφεσείων υποστήριξε ότι έφερε εμπειρογνώμονα για να εξετάσει την ένταση του ήχου, μετά βεβαίως από την καταγγελία που έγινε.
Τέλος, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λανθασμένα δεν επιτράπηκε στο συνήγορο υπεράσπισης η υποβολή ερωτήσεων στον παραπονούμενο για να φανούν τυχόν προσωπικές διαφορές που πιθανόν να είχε ο παραπονούμενος με τη συνιδιοκτήτρια του εν λόγω ακινήτου, στο οποίο βρίσκεται το επίδικο υποστατικό.
Νομίζουμε ότι άνκαι γενικώς θα πρέπει να δίδεται κάθε ευχέρεια στην υπεράσπιση να εκθέτει την υπόθεσή της και να αμφισβητεί την αξιοπιστία των μαρτύρων και τις προθέσεις τους, η συγκεκριμένη γραμμή υπεράσπισης φαίνεται να μην άπτεται της ουσίας του παραπόνου, ότι δηλαδή υπήρχε οχληρία θορύβου κατά τις πρωινές ώρες και συνεπώς άνκαι η γραμμή του δικαστηρίου δεν μας βρίσκει πλήρως σύμφωνους, εν τούτοις δεν θα είμαστε έτοιμοι να ακυρώσουμε την πρωτόδικη απόφαση, μόνο γι' αυτό το λόγο.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.