ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 127
23 Φεβρουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΔΑΜΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 189/2008)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.
Ποινή ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α), 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσείων, κυκλοφόρησε πλαστογραφημένο πιστοποιητικό στο οποίο πιστοποιείτο ότι αυτός είχε αποκτήσει το Certificate of Education Examination (G.C.E.) με θέμα English Language Ordinary Level με βαθμό C, με δόλια πρόθεση με σκοπό εξασφάλισης πλεονεκτήματος σε υπηρεσιακές εξετάσεις ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 12 μηνών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση ― Η ποινή φυλάκισης χαρακτηρίστηκε ως η ενδεδειγμένη, υπό τις περιστάσεις, ποινή.
Ποινικός Κώδικας ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Κατά πόσο η κυκλοφορία πλαστού εγγράφου συναρτάται αποκλειστικά με την πλαστογραφία του, με αποτέλεσμα να θεωρείται αντινομική η καταδίκη για την κυκλοφορία μετά από αθώωση για την πλαστογραφία του εγγράφου.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Καθυστέρηση από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι τη διερεύνηση και την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης ― Αποτελεί μετριαστικό παράγοντα όταν είναι αδικαιολόγητη και ουσιαστική.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο στην κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α), 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του αθώωσε τον εφεσείοντα στην κατηγορία που αφορούσε την πλαστογραφία του εγγράφου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων, ο οποίος είναι λοχίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ήταν υποψήφιος για τη θέση υπαστυνόμου στην ίδια υπηρεσία, επισύναψε το Τεκμήριο 4, μεταξύ άλλων, δισέλιδη επιστολή διόρθωσης του δελτίου αστυνομικού και ένα φωτοαντίγραφο πιστοποιητικού επιτυχίας του University of London School Examinations Board του μηνός Ιουνίου 1983, με το οποίο πιστοποιείτο ότι απέκτησε το General Certificate of Education Examination, με θέμα English "Language" Ordinary Level με βαθμό C.
Το εξεταστικό συμβούλιο της Αγγλίας και Ουαλίας που τηρεί και διαχειρίζεται τα αρχεία με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων και εξεταζομένων, δεν είχε στα αρχεία του οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να φαίνεται ότι ο εφεσείων έλαβε μέρος στις εξετάσεις του Ιουνίου 1983 αναφορικά με την αγγλική γλώσσα και ότι απέκτησε το προαναφερθέν πιστοποιητικό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο πιστοποιητικό ήταν πλαστό και ότι ο εφεσείων το υπέβαλε με γνώση του γεγονότος αυτού, ενεργώντας κατά συνέπεια δολίως. Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του όσο και την επιβληθείσα ποινή.
Έφεση εναντίον καταδίκης.
Με τους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα ακόλουθα θέματα:
1) Το εύρημα ότι το επίδικο πιστοποιητικό ήταν πλαστό.
2) Το γεγονός ότι δεν υπήρξε εμπειρογνώμονας γραφολόγος για να αποδείξει την πλαστότητα του εγγράφου.
3) Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γνώση και ο δόλος δεν χρειάζεται να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία, αλλά μπορεί να αποδειχθούν με περιστατική μαρτυρία.
4) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος ως πολύ πτωχή, ασαφής και αντιφατική.
5) Η αθώωση και απαλλαγή του εφεσείοντος στην κατηγορία της πλαστογραφίας του εγγράφου καθιστά αντινομική την καταδίκη του στην κατηγορία της κυκλοφορίας του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως τα ευρήματα και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε μετά από ανάλυση της μαρτυρίας. Ως εκ τούτου δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Άγγλου μάρτυρα που τηρούσε τα αρχεία, ο εφεσείων γνώριζε όταν υπέβαλλε το πιστοποιητικό με την υπεύθυνη δήλωσή του, ότι αυτό ήταν πλαστό και επιπρόσθετα αποδεικνύεται και ότι το έπραξε δολίως, με στόχο την εξασφάλιση πλεονεκτήματος υπέρ του.
3. Η κυκλοφορία του πλαστού εγγράφου δεν συναρτάται αναγκαστικά και με πλαστογραφία του εγγράφου από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Το πιστοποιητικό θα μπορούσε να είχε πλαστογραφηθεί από άλλο άτομο και να κυκλοφορήσει με ενέργεια του εφεσείοντος και με γνώση του.
4. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει ένοχο τον εφεσείοντα ήταν αναπόφευκτη ενόψει της μαρτυρίας η οποία παρουσιάστηκε ενώπιόν του.
Έφεση εναντίον ποινής.
1. Αξιολογώντας τη σοβαρότητα του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και των συνεπειών που θα υπήρχαν σε περίπτωση που τούτο παρέμενε ανεξιχνίαστο, συνέπεια που θα επηρέαζε δυσμενώς άλλα πρόσωπα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιβάλει ποινή φυλάκισης ήταν ορθή.
2. Η όποια καθυστέρηση σημειώθηκε στην καταχώρηση της υπόθεσης, δεν ήταν αδικαιολόγητη υπό τις περιστάσεις, αλλά ούτε και ουσιαστική για να την επικαλείται ο εφεσείων ως παράγοντα μετριαστικό της ποινής που του επιβλήθηκε.
3. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, υπό τις περιστάσεις, η χρηματική ποινή θα ήταν ανεπαρκής, βρίσκει το Εφετείο απόλυτα σύμφωνο.
Η έφεση τόσο κατά της καταδίκης, όσο και κατά της ποινής απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,
Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301,
Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,
Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,
Αεροπόρος κ.ά. v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,
Πέτρου κ.ά. v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,
Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,
Νεοφύτου v. Έπαρχου Πάφου (2005) 2 Α.Α.Δ. 679,
Ηροδότου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 373.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 17786/07), ημερομηνίας 2/10/08.
Ρ. Ερωτοκρίτου με Α. Κυπρίζογλου και Χ. Τσίσιο, για τον Eφεσείοντα.
Ρ. Μαππουρίδης με ασκούμενο δικηγόρο Σ. Χριστοδούλου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε φυλάκιση 12 μηνών στην κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α), 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.7.08, ο εφεσείων αθωώθηκε στην 1η κατηγορία, που αφορούσε την πλαστογραφία του εγγράφου.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος στο οποίο καταδικάστηκε, στις 23.10.04 ο εφεσείων, με σκοπό να αρχειοθετηθεί στον προσωπικό του φάκελο που τηρείται στο Αρχηγείο Αστυνομίας και να του αναγνωρισθεί η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία μαζί με υπεύθυνη δήλωσή του πλαστογραφημένο πιστοποιητικό επιτυχίας του University of London School Examinations Board, με ημερομηνία Ιουνίου του 1983, στο οποίο πιστοποιείτο ότι ο εφεσείων είχε αποκτήσει το Certificate of Education Examination (G.C.E.) με θέμα English Language, Ordinary Level, και με βαθμό "C".
Aπό τους μάρτυρες που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, ο Άγγλος Μ.Κ.5, που τηρούσε τα σχετικά αρχεία, έδωσε μαρτυρία η ουσία της οποία ήταν ότι ο εφεσείων δεν είχε αποκτήσει το πιο πάνω πιστοποιητικό, αλλά ούτε παρακάθησε στις εξετάσεις που αναφέρονταν στο πιστοποιητικό αυτό. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, όσοι δεν παρακάθησαν στις εξετάσεις θεωρούνταν απόντες, αλλά τα ονόματα τους συμπεριλαμβάνονταν στα αρχεία. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τον εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη Δικαστής, αφού παρέθεσε τη σχετική μαρτυρία, ανέλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα και κατέληξε στα ευρήματά της, που κατά λέξη ήταν τα πιο κάτω:
«Ο Κατηγορούμενος ο οποίος είναι λοχίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και στις 23.10.2004 με την Υπεύθυνη Δήλωση του ίδιας ημερομηνίας υπέβαλε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία το Τεκμήριο 4, το οποίο παρελήφθη στις 15.11.2004. Ακολούθως το Τεκμήριο 4 απεστάλη στο Αρχηγείο Αστυνομίας και αρχειοθετήθηκε στον προσωπικό φάκελο του Κατηγορουμένου όπου τηρείται το αρχείο με τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των μελών της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής και συγκεκριμένα στο γραφείο προσωπικού (Τμήμα Α). Στο Τεκμήριο 4 επισύναψε ο Κατηγορούμενος, μεταξύ άλλων, δισέλιδη επιστολή διόρθωσης του δελτίου αστυνομικού και ένα φωτοαντίγραφο πιστοποιητικού επιτυχίας του University of London School Examinations Board του μηνός Ιουνίου 1983, με το οποίο πιστοποιείτο ότι ο Κατηγορούμενος απόκτησε το General Certificate of Education Examination, με θέμα English "Languge" Ordinary Level με βαθμό C.
To EDEXCEL είναι εξεταστικό συμβούλιο της Αγγλίας και Ουαλίας και τηρεί και διαχειρίζεται τα αρχεία με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων και εξεταζομένων καθώς και τα προηγούμενα αρχεία τα οποία προϋπηρχαν στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σύμφωνα με τα αρχεία αυτά ο Κατηγορούμενος δεν έλαβε μέρος στις εξετάσεις του Ιουνίου 1983 αναφορικά με την Αγγλική γλώσσα και δεν έχει εκδοθεί στο όνομα Αδάμος Γεωργίου Γερμανός ((Adamos Georgiou GERMANOS) το επίδικο πιστοποιητικό επιτυχίας του University of London School Examinations Board του μηνός Ιουνίου 1983, με το οποίο πιστοποιείτο ότι ο Κατηγορούμενος απόκτησε το General Certificate of Education Examination, με θέμα English "Languge" Ordinary Level με βαθμό C. Περαιτέρω, τον Ιούνιο του 1983 δεν υπήρχε στη Κύπρο εξεταστικό κέντρο με αριθμό 91431.
Κατά την αξιολόγηση του Κατηγορούμενου, ο οποίος ήταν υποψήφιος για τη θέση υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, από την Επιτροπή Αξιολόγησης ο Κατηγορούμενος, λόγω της ύπαρξης του ως άνω επιδίκου πιστοποιητικού, έλαβε για την πολύ καλή γνώση του της Αγγλικής, δύο επιπλέον μονάδες, συνολικά 49,30 μονάδες. Στις 15.6.2006 μετά από την τροποποίηση/διόρθωση της αξιολόγησης του από την Επιτροπή Αξιολόγησης αφαιρέθηκαν οι δύο επιπλέον μονάδες και ο Κατηγορούμενος έλαβε, στα πλαίσια της αξιολόγησης του, συνολικά 47,30 μονάδες (Τεκμήριο 13).»
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα, η Δικαστής κατέληξε ότι το επίδικο πιστοποιητικό ήταν πλαστό, και ότι υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα με την υπεύθυνη δήλωση του, ημερομηνίας 23.10.04, με γνώση του εφεσείοντα που ενήργησε κατά συνέπεια δολίως. Όπως επεσήμανε η Δικαστής, η γνώση και ο δόλος δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία, αλλά μπορεί να συμπεραίνονται από τα ίδια τα περιστατικά της υπόθεσης (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301).
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση αμφισβητεί τόσο την ορθότητα της καταδίκης, όσο και την ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με τους λόγους έφεσης προσβάλλεται το εύρημα ότι το επίδικο πιστοποιητικό ήταν πλαστό και αμφισβητούνται ουσιαστικά τα ευρήματα και η αξιολόγηση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, προβάλλεται ως λόγος το γεγονός ότι δεν υπήρξε εμπειρογνώμονας γραφολόγος για να αποδείξει την πλαστότητα του εγγράφου και υπήρξε ισχυρισμός πως, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ήταν ένοχος της πλαστογραφίας του εγγράφου και τον αθώωσε στην κατηγορία εκείνη, δεν θα μπορούσε να τον είχε καταδικάσει στην κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.
Προσβάλλει, επίσης, ο εφεσείων την κατάληξη του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η γνώση και ο δόλος δεν χρειάζεται να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία, αλλά μπορεί να αποδειχθούν και με περιστατική μαρτυρία και εισηγείται ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων «είχε ή και υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ότι είχε γνώση περί της πλαστότητας του επίδικου εγγράφου όταν το κατέθετε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία».
Προσβάλλει, περαιτέρω, ο εφεσείων με τον 7ο λόγο έφεσης την αιτιολογία με βάση την οποία η πρωτόδικη Δικαστής αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως πολύ πτωχή, ασαφή, καθώς και αντιφατική.
Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πραγματικά ευρήματα είναι θέματα που επαφίονται πρωτίστως στην κρίση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από το Εφετείο να εκτιμήσει τη μαρτυρία, αφού αυτή δίδεται ενώπιον του και έχει την ευχέρεια να παρατηρεί τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του και να την αξιολογεί αναλόγως. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται όταν τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή τα ευρήματα του δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δικαιούται να επέμβει. Παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσίβλητων και σε σχετική νομολογία (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, Νεοφύτου ν. Έπαρχου Πάφου (2005) 2 Α.Α.Δ. 679 και Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 373).
Εξετάζοντας με κάθε προσοχή την ανάλυση της μαρτυρίας που έκαμε η πρωτόδικη Δικαστής στην παρούσα υπόθεση, βρίσκουμε πως αιτιολόγησε πλήρως τα ευρήματα και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με βάση τη μαρτυρία αυτή. Επεσήμανε τόσο τις αδυναμίες όσο και την ισχύ κάθε μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιόν της, αξιολόγησε την εικόνα που έδωσαν οι μάρτυρες στο εδώλιο και με λογική σκέψη κατέληξε στα συμπεράσματα αυτά. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τη μαρτυρία του Άγγλου μάρτυρα, παρατηρούμε πως ορθά αξιολογήθηκε και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Ο μάρτυρας αυτός τηρούσε τα σχετικά αρχεία και όπως εμφαντικά δήλωσε, στα αρχεία αυτά δεν περιεχόταν το όνομα του αιτητή, ούτε ως επιτυχόντα στις εξετάσεις του Ιουνίου του 1983, αλλά ούτε και ως παρακαθήσαντα σε αυτές. Έτσι, το αναπόφευκτο συμπέρασμα ήταν ότι το πιστοποιητικό ήταν πλαστό. Τη θέση αυτή υποστηρίζει και το γεγονός πως η λέξη language ήταν λανθασμένα γραμμένη σε αυτό ως languge, κάτι που θα ήταν αδύνατο να συμβεί εάν το πιστοποιητικό ήταν πράγματι γνήσιο.
Ως εκ τούτου, καταλήγουμε πως δεν χωρεί επέμβαση μας στα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία παραθέσαμε προηγουμένως. Με βάση αυτά τα ευρήματα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα επί μέρους θέματα που εγέρθηκαν με τους λόγους έφεσης.
Όσον αφορά την πλαστότητα του εγγράφου, η αποδοχή της μαρτυρίας του Άγγλου μάρτυρα που τηρούσε τα αρχεία, οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό ήταν πλαστό, αφού σε αυτό αναφερόταν ότι ο εφεσείων πέτυχε τις εξετάσεις, ενώ από τα στοιχεία που έδωσε ο μάρτυρας, αυτός ουδέποτε είχε παρακαθήσει, ως ο ισχυρισμός του, σε εξετάσεις της Αγγλικής γλώσσας. Τούτο οδηγεί και αβίαστα στο συμπέρασμα ότι, εφόσον το πιο πάνω ήταν γεγονός, αυτός γνώριζε, όταν υπέβαλλε το πιστοποιητικό με την υπεύθυνη δήλωσή του, ότι αυτό ήταν πλαστό και επιπρόσθετα αποδεικνύεται και ότι το έπραξε δολίως, με σκοπό να εξασφαλίσει πλεονέκτημα υπέρ του.
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως αντινομικά καταδικάστηκε για κυκλοφορία του εγγράφου ενώ είχε αθωωθεί και απαλλαγεί από την κατηγορία της πλαστογραφίας του, είναι νομικά αβάσιμος. Η κυκλοφορία του πλαστού εγγράφου δεν συναρτάται αναγκαστικά και με πλαστογραφία του εγγράφου από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Το πιστοποιητικό θα μπορούσε να είχε πλαστογραφηθεί από άλλο άτομο και να κυκλοφορήσει με ενέργεια του εφεσείοντα και με γνώση του.
Περαιτέρω, κρίνεται εντελώς αβάσιμος ο λόγος έφεσης που αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν κλήθηκε εμπειρογνώμονας γραφολόγος για να αποδείξει επιστημονικά την πλαστογραφία. Επισημαίνουμε πως εδώ δεν ήταν θέμα υπογραφής για να κληθεί τέτοιος εμπειρογνώμων. Ο Άγγλος μάρτυρας που κλήθηκε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμων, αλλά ως ένας κοινός μάρτυρας που κατέθεσε με βάση τα στοιχεία του αρχείου από τα οποία προέκυπτε ότι ο εφεσείων ούτε πέτυχε στις εξετάσεις, αλλά ούτε και παρακάθησε σε αυτές. Κατά συνέπεια και αυτός ο λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ένοχο τον εφεσείοντα. Ουσιαστικά η μαρτυρία ήταν τέτοια που η κατάληξη της πρωτόδικης Δικαστού ήταν αναπόφευκτη.
Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε την έφεση κατά της ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σύμφωνα με την απόφασή του έλαβε υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά και τα ελαφρυντικά του εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι ποινή φυλάκισης, είτε άμεσης ή με αναστολή, θα συνεπαγόταν και την απώλεια της εργασίας του από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η μόνη ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί ήταν ποινή άμεσης φυλάκισης.
Στους λόγους έφεσης που παρατέθηκαν, τονίζεται το γεγονός των σοβαρών συνεπειών που θα είχε σχετικά με την εργασία του η καταδίκη του εφεσείοντα σε φυλάκιση. Αμφισβητείται ουσιαστικά η ορθότητα της φύσης της ποινής παρά το ύψος της.
Περαιτέρω, προσβάλλεται η άρνηση του Δικαστηρίου να δεχθεί ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, με αιτιολογία την ηλικία του εφεσείοντα. Εντούτοις, έγινε δεκτό από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα πως όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τον εφεσείοντα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την υπεράσπιση. Κατά συνέπεια δεν μπορεί το παράπονο αυτό να ευσταθήσει.
Αξιολογώντας τη σοβαρότητα του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και των συνεπειών που θα υπήρχαν σε περίπτωση που τούτο παρέμενε ανεξιχνίαστο, συνέπεια που θα επηρέαζε δυσμενώς άλλα πρόσωπα, κρίνουμε πως η κατάληξη της πρωτόδικης Δικαστού να επιβάλει ποινή φυλάκισης ήταν ορθή.
Περαιτέρω, δεν ευσταθεί η θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε ως ελαφρυντικό παράγοντα την καθυστέρηση από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι τη διερεύνηση του και την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης. Η πρωτόδικη Δικαστής αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης, από το οποίο προέκυπτε ότι η όποια καθυστέρηση υπήρξε στην καταχώρηση της υπόθεσης δεν ήταν αδικαιολόγητη υπό τις περιστάσεις, αλλά ούτε και ουσιαστική για να την επικαλείται ο εφεσείων. Η Δικαστής παρατήρησε επίσης πως μπορεί να θεωρηθεί και άνευ σημασίας η καθυστέρηση, αφού οι συνθήκες του εφεσείοντα στο μεταξύ δεν είχαν αλλάξει ριζικά. Η κρίση της πρωτόδικης Δικαστού ότι, υπό τις περιστάσεις, «χρηματική ποινή είναι ανεπαρκής, εξουδετερώνει το σκοπό του Νόμου και δεν θα προσέδιδε την απαιτούμενη βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά ούτε και θα περιείχε το στοιχείο της αποτροπής», μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Κατά συνέπεια τόσο η έφεση κατά της καταδίκης, όσο και κατά της ποινής, απορρίπτεται.
Η έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής απορρίπτεται.