ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 307

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          Ποινική ΄Εφεση αρ. 223/2008

 

20 Μαϊου, 2009

 

         KΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΔΔ.

 

ΓΕΝΙΚΟΣ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσείων,

-         ν -

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

 

Εφεσίβλητου.

             - - - - - - - - -

Α.Κάρνου - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα

Η.Ηλία, για τον Εφεσίβλητο

- - -

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα αναγνώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:       Το βράδυ της 2 Ιουνίου, 2007 ο εφεσίβλητος οδηγώντας το αυτοκίνητο του με αρ.εγγραφής ΚΒΒ465, στην οδό Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό, με βόρεια κατεύθυνση στην προσπάθεια του να στρίψει δεξιά στη διασταύρωση με τη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ για να κατευθυνθεί ανατολικά και ενώ ο φωτεινός σηματοδότης στην πορεία του ήταν πράσινος, συγκρούστηκε με μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο Λέανδρος Χριστοφόρου νότια επί της οδού Γεωργίου Αβέρωφ.  Ο οδηγός του μοτοποδηλάτου οδηγούσε χωρίς φώτα μπροστά και πίσω.  Επίσης δεν έφερε προστατευτικό κράτος. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο Χριστοφόρου τραυματίστηκε σοβαρά και στις 9.6.2007 απεβίωσε.

 

Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για την πρόκληση του θανάτου του πιο πάνω οδηγού του μοτοποδηλάτου, «λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης» κατά παράβαση του αρ.210 του Ποινικού Κώδικα. 

 

Ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε ενοχή και το Δικαστήριο αφού άκουσε τα γεγονότα που πρόβαλε η Αστυνομία και όσα ανέφερε ο συνήγορος του για μετριασμό της ποινής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αμέλεια που επέδειξε ο εφεσίβλητος οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία και δεν ήταν αποτέλεσμα «εγωιστικής οδήγησης ή παντελούς αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων».  Λαμβάνοντας δε υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου του επέβαλε  α)  €1500 πρόστιμο, β) 5 βαθμούς ποινής και γ) του στέρησε το δικαίωμα κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο 3 μηνών.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε έφεση υποστηρίζοντας ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. 

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας αναγνώρισε ότι, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης, ορθά το Δικαστήριο χαρακτήρισε την αμέλεια του εφεσείοντα ως το αποτέλεσμα στιγμιαίας αβλεψίας και συμφώνησε παράλληλα ότι η ποινή προστίμου ήταν, υπό τις περιστάσεις η ενδεδειγμένη.  Το βασικό παράπονο του εφεσείοντος εδράζεται στη διάρκεια  της  περιόδου στέρησης της αδείας οδηγού που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσίβλητο.  Η συνήγορος τη χαρακτήρισε πολύ μικρή και εισηγήθηκε ότι, τουλάχιστον έπρεπε, να ήταν τετραπλάσια.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της επιβληθείσας ποινής, προσθέτοντας ότι οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του πελάτη του έτυχαν ορθής αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Περαιτέρω, υποστήριξε ο κ.Ηλία,  οι συνθήκες του ατυχήματος ήταν τέτοιες που δικαιολογούσαν την επιβληθείσα ποινή.

 

Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου, Ποινική έφεση αρ.33/2008, ημερ. 17.7.2008).

 

Τα κριτήρια επέμβασης του εφετείου, ποικίλλουν αναλόγως των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε υπόθεσης και συνοψίζονται ως εξής:   Η ύπαρξη σφάλματος αρχής ή η παρείσφρηση  εξωγενούς παράγοντα.  Δυνατότητα παρέμβασης του εφετείου προσφέρεται επίσης όταν η ποινή κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής.  Με στόχο τη θεμελίωση του στοιχείου της ανεπάρκειας χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση:  Γενικός Εισαγγελέας ν. Παντελή (2000)2, Α.Α.Δ. σελ.384, στη σελίδα 385

 

«Το στοιχείο της ανεπάρκειας, όπως και εκείνο της υπερβολής, πρέπει να ευρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, τηρουμένης της αρχής ότι πρωταρχικός κριτής της ποινής είναι το δικάζον δικαστήριο.  (Βλ.μεταξύ άλλων Philippou ν. Republic (1983) 2 C.L.R.245. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525

 

Ταυτοχρόνως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιβληθείσα ποινή εξετάζεται στο σύνολο της και όχι μεμονωμένα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς καθοδηγούμενο από την αγγλική απόφαση R.V. Guilfoyle (1973) 3 All.E.R. 844, επέβαλε, στον εφεσίβλητο πρόστιμο, βαθμούς ποινής  και ολιγόμηνη στέρηση του δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης αδείας οδηγού.  Το άρθρο 19(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/72), προσφέρει αυτή τη δυνατότητα.

 

Δεν παραγνωρίζουμε την αυξητική τάση των θανάτων λόγω οδικών δυστυχημάτων ούτε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών στους υπαίτιους τέτοιων δυστυχημάτων, πλην όμως στην περίπτωση του εφεσίβλητου υπάρχουν παράγοντες που ορθώς λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή της ποινής.  Η στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία ως αιτία του δυστυχήματος, που αποτελεί, όπως σημειώσαμε, αποδεχτή θέση και του εφεσείοντα, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είναι λευκού ποινικού μητρώου, η δε εργασία του εφεσίβλητου είχε, όπως αποδείχτηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, επιδράσει στην περίοδο στέρησης.  Τούτο σε συνδυασμό με την ανάγκη βοήθειας προς την ανίκανη για εργασία μητέρα του.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω και παρόλο που η περίοδος στέρησης κατοχής αδείας οδηγού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί  μικρή, και ίσως θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη λαμβάνοντας όμως υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και την επιβληθείσα ποινή δεν βρίσκουμε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έκδηλα ανεπαρκής και ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εκτός του ορθού πλαισίου, που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.  Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ.

                                                        Δ.     

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο