ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 41
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 260/2007)
26 Ιανουαρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΛΑΛΑΣ
Εφεσείοντας
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Ε. Ευσταθίου με τον Γ. Μυλωνά για τον εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Γενικό Εισαγγελέα για την εφεσίβλητη.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος για εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, δηλαδή 437,75 γρ. ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης (1η κατηγορία), για κατοχή του ιδίου (2η κατηγορία), με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα (3η κατηγορία) και για συνομωσία προς διάπραξη του συναφούς κακουργήματος (4η κατηγορία). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών στην 1η κατηγορία και τριών ετών στην 3η κατηγορία. Για τις άλλες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή. Εφεσιβάλλει την καταδίκη και την ποινή ως εκδήλως υπερβολική.
Κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας οι δυο αστυνομικοί που συνέλαβαν τον εφεσείοντα. Η μαρτυρία τους δεν αμφισβητείται ουσιαστικά και τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν συμπληρώνουν το πραγματικό υπόβαθρο. Σ' αυτό περιλαμβάνονται οι προφορικές δηλώσεις του εφεσείοντα προς τους αστυνομικούς κατά τη στιγμή της σύλληψής του, η απάντησή του που σημειώθηκε στο ένταλμα σύλληψης αργότερα την ίδια ημέρα, και η ανακριτική κατάθεση που έδωσε επτά μέρες αργότερα. Ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία αλλά προέβη σε ανώμοτη δήλωση.
Στις 14.9.05, μέσω της εταιρείας μεταφορών Airtrans, αφίχθηκε με πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών ένα χάρτινο κιβώτιο μεγέθους κιβωτίου υποδημάτων, όπως περιγράφηκε, με αναγραφόμενους σ' αυτό ως αποστολέα κάποιο Ιωάννη Παπαδόπουλο και ως παραλήπτη τον εφεσείοντα. Η ΥΚΑΝ Λάρνακας ανέμενε αυτή την άφιξη. Κατά τη μαρτυρία, είχε πληροφορίες πως κιβώτιο με ναρκωτικά θα αποστελλόταν με αυτό τον τρόπο στον εφεσείοντα. Διευθετήθηκε ελεγχόμενη παράδοση κατά τις πρόνοιες του περί Kαταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Ν. 3(Ι)/95). Ενημερώθηκαν συναφώς η Διευθύντρια του Τελωνείου, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Γενικός Εισαγγελέας. Εξασφαλίστηκαν οι αναγκαίες συγκαταθέσεις και σημειώνουμε πως λόγος έφεσης κατά τον οποίο δεν τηρήθηκε αυτός ο νόμος, αποσύρθηκε κατά την ακρόαση. Στο δελτίο παραλήπτη ήταν γραμμένο και το τηλέφωνο του εφεσείοντα και εκ μέρους της Airtrans ειδοποιήθηκε ο εφεσείων.
Περί την 15.25 της ίδιας ημέρας, υπάλληλος της εταιρείας παρέδωσε το κιβώτιο στον εφεσείοντα, στο προαύλιο της κατοικίας του, στην οδό Αντιγόνης, στο Καϊμακλί Λευκωσίας. Ο εφεσείων υπέγραψε το συνοδευτικό δελτίο μεταφοράς και εισήλθε στην κατοικία του. Οι αστυφύλακες Α. Κακουλλής (ΜΚ1) και Μ. Ξενοφώντος (ΜΚ2) που παρακολουθούσαν, μετά από οκτώ λεπτά όπως το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε αφού αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία, εφοδιασμένοι με ένταλμα έρευνας, εισήλθαν στην κατοικία του εφεσείοντα. Ο Ξενοφώντος ρώτησε τον εφεσείοντα αν είχε κάτι παράνομο να του παραδώσει. Ο εφεσείων του απάντησε «εφέραν μου κάτι από ένα γραφείο». Ο Ξενοφώντος τον ρώτησε τι ήταν και ο εφεσείων άνοιξε το ερμάρι του υπνοδωματίου του και τους παρέδωσε το χάρτινο κιβώτιο. Ανοίχθηκε το κιβώτιο και μέσα σ' αυτό, σε ξεχωριστή συσκευασία, υπήρχε η ξηρή φυτική ύλη κάνναβης που αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Στο κιβώτιο υπήρχαν επίσης διάφορα αρωματικά και διαφανές σακουλάκι με κρυστάλλους. Επεστήθη η προσοχή του εφεσείοντα και απάντησε «ξέρω ότι είναι χόρτο» και στην επόμενη ερώτηση τί σημαίνει χόρτο απάντησε «εν κανναούρι, εκατάλαβα το». Ο εφεσείων συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών του επεστήθη και πάλιν η προσοχή και είπε «ξέρω το». Το χάρτινο κιβώτιο δεν βρέθηκε στην κατάσταση στην οποία είχε παραδοθεί στον εφεσείοντα. Με μαρκαδόρο ο εφεσείοντας είχε σβήσει τα στοιχεία του αποστολέα και του εαυτού του, ως αναγραφόμενου παραλήπτη. Επίσης είχε ανοίξει με χαρτοκόπτη το κιβώτιο και τη συσκευασία που περιείχε τα ναρκωτικά, τα οποία στη συνέχεια έκλεισε ξανά με κολλητική ταινία. Ο εφεσείων πρόβαλε την εξήγηση «εγώ τα έκαμα, εφοβήθηκα» και παραλήφθηκαν από την αστυνομία τα σχετικά τεκμήρια. Ο χαρτοκόπτης, από το πλυντήριο αυτοκινήτων που διατηρούσε ο εφεσείων ακριβώς δίπλα από το σπίτι του. Στο ίδιο πλυντήριο, μέσα σε νάυλον τσάντα, επίσης «τελλαρισμένη» από τον εφεσείοντα, βρέθηκε το δελτίο μεταφοράς του κιβωτίου που ο εφεσείων, όπως δήλωσε και ο ίδιος, παρέλαβε μαζί με το κιβώτιο.
Ο εφεσείων μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Αρχηγείου. Εκεί, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ανακρίθηκε προφορικά. Αναπτύχθηκαν επιχειρήματα με άξονα το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε πρακτικό αυτής της προφορικής ανάκρισης την οποία όμως, όπως πρέπει να σημειώσουμε, ο Ξενοφώντος περιγράφει ως απλή άτυπη συνομιλία διάρκειας πέντε ως δέκα λεπτών. Σημειώνουμε από τώρα πως τα περί πρακτικού και τήρησης ή μη των δικαστικών κανόνων που απασχόλησαν πρωτοδίκως δεν είναι δυνατό να έχουν σημασία στην παρούσα υπόθεση. Δεν επιχείρησε η κατηγορούσα αρχή να προσαγάγει οτιδήποτε ως μαρτυρία συναφώς και όσα ο εφεσείων είχε πει σε σχέση με τα διαμειφθέντα δεν ήταν στην πραγματικότητα το αντικείμενο αντιγνωμίας. Ο Ξενοφώντος συμφώνησε με τη σχετική εισήγηση της υπεράσπισης κατά την αντεξέτασή του.
Αφού, στη συνέχεια, ο εφεσείων μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λάρνακος, το απόγευμα της ίδιας μέρας και αφού συνελήφθη με βάση, πλέον, δικαστικό ένταλμα σύλληψης, σε απάντηση της ενημέρωσης που είχε για τους λόγους της σύλληψής του, όπως καταγράφηκε στο πίσω μέρος του εντάλματος, απάντησε «εγιώ έπιασα τούτο το πράγμα αλλά εν ήταν για να το προμηθεύσω».
Στις 21.9.05 λήφθηκε από τον εφεσείοντα ανακριτική κατάθεση και ο εφεσείων, πρωτοδίκως, πρόβαλε ένσταση στην παρουσίασή της ως τεκμηρίου. Κατά την εισήγησή του είχε ληφθεί κατά παράβαση των δικαστικών κανόνων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε την ένσταση. Σχετικός λόγος έφεσης δεν έχει διατυπωθεί. Αντίθετα ο εφεσείων επικαλείται ορισμένα σημεία της ανακριτικής του κατάθεσης. Τα πιο κάτω προκύπτουν ως κοινά από αυτή την κατάθεση αλλά και από την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα:
Ο εφεσείων, μέχρι τις 8.6.05, υπηρετούσε ως δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές. Εκεί γνώρισε κάποιο Νικολόπουλο από την Ελλάδα που ήταν υπόδικος για απόπειρα φόνου. Επίσης κάποιο Μουράτ που είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση οκτώ ετών για υπόθεση ναρκωτικών. Ανέπτυξε κάποιες σχέσεις μαζί τους και τους ικανοποιούσε μικροαιτήματα, όπως εξήγησε, στα πλαίσια της νομιμότητας. Οι επαφές του συνεχίστηκαν και μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας του στις Κεντρικές Φυλακές και έγινε αναφορά σε επανειλημμένα τηλεφωνήματα χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο, απλώς ως είδος επαφής. Μερικές μέρες πριν την 14.9.05 ο Μουράτ του τηλεφώνησε πως κάποιος άγνωστός του, με το όνομα Γιώργος Ιντιάνος, θα του έστελλε, όπως το έθεσε στην αρχή της ανακριτικής του κατάθεσης «ένα πράγμα ή κάποια πράγματα» χωρίς να προσδιοριστεί περί τίνος επρόκειτο. Στη συνέχεια της ανακριτικής κατάθεσης, σε σχέση με τηλεφωνικές συνομιλίες που ο ίδιος ο εφεσείων είχε πλέον με τον άγνωστο Γ. Ιντιάνο, ανέφερε πως δεν περίμενε πακέτο αλλά μια επιστολή, ένα φάκελο. Για να συνεχίσει όμως, με περαιτέρω εξήγηση. Ρώτησε τον Γ. Ιντιάνο αν επρόκειτο για κάτι παράνομο και αυτός του είπε πως είναι προσωπικά αντικείμενα κάποιου που θα επικοινωνούσε μαζί του για να του τα δώσει. Και αφού τα είπε αυτά, πρόσθεσε πως είπε στον υπάλληλο που του παρέδωσε το κιβώτιο ότι του φάνηκε παράξενο όταν είδε το κιβώτιο αφού περίμενε επιστολή. Κατά τις θέσεις του εφεσείοντα, αρχικώς, το όποιο αντικείμενο θα του αποστελλόταν προοριζόταν για κάποιο τουρκοκύπριο και ήταν επειδή δεν μπορούσε να γίνει τέτοια παράδοση στα κατεχόμενα που στο τέλος του ζητήθηκε να δώσει τη δική του διεύθυνση για να το παραλάβει εκείνος. Στην ανώμοτη δήλωσή του αναφέρθηκε, πλέον, και στη φύση των όσων θα του αποστέλλονταν. Όπως του είχε λεχθεί, θα ήταν «κάποια πράγματα χρήσιμα για την υπεράσπισή του στη δίκη», του Νικολόπουλου δηλαδή. Στο πώς τέτοιας φύσης πράγματα προορίζονταν αρχικά για κάποιο τουρκοκύπριο, δεν αναφέρει. Συμπληρώνει όμως πως θα ερχόταν σε επαφή μαζί του κάποιο άλλο πρόσωπο «το οποίο θα παραλάμβανε τα αντικείμενα».
Ήταν, συνεπώς, εντελώς αθώος. Δεν γνώριζε ότι το κιβώτιο περιείχε ναρκωτικά και αυτή την άγνοια του την πρόβαλε και κατά τη διάρκεια της προφορικής ανάκρισης, όπως αυτή περιγράφηκε. Εξ ου και στην παρουσία των αστυνομικών τηλεφώνησε στον αποστολέα για να ξεκαθαρίσει το θέμα. Και, πράγματι, ο αποστολέας, σε «ανοικτή ακρόαση», τον διαβεβαίωσε πως το κιβώτιο «δεν είχε τίποτε το παράνομο αλλά ήταν έγγραφα που αφορούσαν την υπεράσπιση του Νικολόπουλου». Ποιος ήταν ο αποστολέας με τον οποίο συνομίλησε, δεν αναφέρει. Ούτε προσθέτει άλλη λεπτομέρεια ενόψει του αδιαμφισβήτητου πως το κιβώτιο που του απεστάλη περιείχε ναρκωτικά. Είναι γεγονός πως δεν τηρήθηκε πρακτικό συναφώς. Σημειώνουμε πως και ο Ξενοφώντος, στην πραγματικότητα, δέχτηκε πως το τηλεφώνημα έγινε στο πλαίσιο της άτυπης συνομιλίας που προαναφέρθηκε. Επίσης δέχθηκε πως έγινε το τηλεφώνημα και πως, από όσα άκουσε, όσο και αν δεν τα σημείωσε, αντιλήφθηκε πως ο εφεσείων πρόβαλε άγνοια, παράλληλα αναφερόμενος σε συνομιλία του με κάποιο Μουράτ και σε κάποια πράγματα που θα του στέλλονταν για να τα παραλάβει άλλος. Ενώ η άλλη φωνή στο τηλέφωνο αναφερόταν σε έγγραφα.
Πρωτοδίκως αλλά τώρα και ενώπιόν μας ήταν η θέση του εφεσείοντα πως υπήρξε το θύμα σκευωρίας για λόγους που ο ίδιος δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Υποψιαζόταν όμως πως επρόκειτο για σκηνοθετημένη υπόθεση από την ίδια την αστυνομία, όπως το θέτει στην ανώμοτη δήλωσή του, «για την αποκομιδή οφέλους από ανακάλυψη δήθεν υποθέσεως που αφορά διακίνηση ναρκωτικών για να δρέψουν τις δάφνες εξιχνίασης αδικήματος». Πάντως από τον Νικολόπουλο και το Μουράτ, «για να τύχουν καλύτερης μεταχείρισης» και, χωρίς επί τούτου μαρτυρία, αναφέρθηκε σε πρόωρη αποφυλάκιση του Νικολόπουλου που στο μεταξύ καταδικάστηκε σε μακροχρόνια φυλάκιση. Περαιτέρω, ίσως, «για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα άλλων προσώπων στην Ελλάδα». Και κατά την επιχειρηματολογία, είναι σχετική η μαρτυρία του Ξενοφώντος αναφορικά με τις προσπάθειες για εντοπισμό συνενόχων εκεί. Κατά την άποψη της υπεράσπισης ανεπαρκείς και αργοπορημένες πράγμα ενδεικτικό, μαζί με τα άλλα, της σκευωρίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κατά την έφεση, δεν ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου πως χωρίς καμιά αμφιβολία ο εφεσείων γνώριζε ότι το κιβώτιο περιείχε ναρκωτικά. Όσο επιπόλαιη και αν μπορούσε να θεωρηθεί η συγκατάνευσή του να διαδραματίσει το ρόλο που ανέφερε. Οι ενέργειες του μετά την παραλαβή του κιβωτίου έπρεπε να προσεγγιστούν υπό το πρίσμα της ανθρώπινης πείρας. Το άνοιγμα του κιβωτίου εύκολα θα μπορούσε να αποδοθεί σε περιέργεια ενόψει και της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης. Και τα άλλα, το σβήσιμο των στοιχείων, το κλείσιμο της συσκευασίας και του κιβωτίου και η φύλαξή του, σε αμηχανία ή αιφνιδιασμό ή πανικό μπροστά στο απροσδόκητο. Ενώ, παράλληλα, δεν του δόθηκε και ο χρόνος για άλλης μορφής αντίδραση, όπως θα ήταν η ενημέρωση φίλου ή συγγενούς του αστυνομικού, στους οποίους έγινε αναφορά. Σ' αυτό το πλαίσιο επικαλέστηκε και τη μαρτυρία του αστυφύλακα Κακουλλή σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων έδειχνε ταραγμένος και αιφνιδιασμένος. Κατά την εισήγηση, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει την πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι ο πληροφοριοδότης γνώριζε τα πάντα εκ των προτέρων. Το όνομα του αποστολέα, το όνομα του εφεσείοντα ως παραλήπτη, τον αριθμό και την ώρα της πτήσης, την εταιρεία μέσω της οποίας θα αποστελλόταν το κιβώτιο, το οποίο επίσης περιγράφηκε. Αυτά, κατ' ελάχιστον, σήμαιναν πως και εφόσον επρόκειτο για πληροφορία προς την Αστυνομία αυτή προερχόταν είτε από εκείνο που έστειλε το κιβώτιο είτε από άμεσα εμπλεκόμενο συνεργάτη ώστε να μην ήταν δυνατό να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σκόπιμης αποστολής προς παγίδευση του εφεσείοντα.
Kαταγράφουμε από την αρχή τη διαπίστωσή μας, σε συμφωνία επί του προκειμένου με την πρωτόδικη απόφαση, πως η εισήγηση για σκηνοθεσία από την αστυνομία ή για συμμετοχή της, δεν έχει έρεισμα στη μαρτυρία που προσάχθηκε. Τα αναφερθέντα σε σχέση με τις προσπάθειες εντοπισμού του αποστολέα, για την ταυτότητα του οποίου ο εφεσείων δήλωσε άγνοια, ή το χρόνο λήψης απάντησης από την Ιντερπόλ όπως εξήγησε ο Ξενοφώντος, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προάγουν τέτοια υπόθεση. Τα υπόλοιπα, σε σχέση με την ιδιότητα ή το ρόλο του πληροφοριοδότη και τις δικές του προθέσεις αφορούν στον ίδιο και δεν διαφοροποιούν το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι αν ο εφεσείων γνώριζε εκ των προτέρων ότι το κιβώτιο που του απεστάλη, με δική του αποδοχή της παραλαβής του, περιείχε ναρκωτικά ώστε να στοιχειοθετούνται τα αδικήματα του κατηγορητηρίου. Στην οποία περιλαμβάνεται και εκείνο της συνομωσίας προς διάπραξη του κακουργήματος. Σημειώνουμε δε συναφώς πως ορθώς δεν αμφισβητήθηκε πως, εφόσον αποδεικνυόταν η γνώση, θα συνυπήρχαν όλα τα συστατικά όλων των αδικημάτων.
Δεχόμαστε την εισήγηση του εφεσείοντα πως, κάτω από τα δεδομένα, εξ αρχής, εννοούμε κατά τα μερικά λεπτά της παραμονής του στο γραφείο της ΥΚΑΝ στη Λευκωσία, οπότε έγινε και το τηλεφώνημα, πρόβαλε εκδοχή αθωώτητας. Δεν έχουμε άλλα στοιχεία αλλά αυτό είναι αρκετό για να αποδυναμωθεί η απάντηση του που σημειώθηκε στο ένταλμα σύλληψής του, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Ασφαλώς τέτοια απάντηση, ιδωμένη αυτοτελώς περιέχει έμμεση ομολογία αλλά, κάτω από τις περιστάσεις, επιδέχεται και άλλης ερμηνείας και δεν θα συμφωνήσουμε επ' αυτού με την πρωτόδικη απόφαση. Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με τις απαντήσεις του αμέσως μετά την είσοδο των αστυνομικών στο σπίτι του και σημειώνουμε πως ούτε το πρωτόδικο δικαστήριο τις θεώρησε ως αφ' εαυτών ενοχοποιητικές. Βεβαίως δεν ήταν και αποκαλυπτικές της εκδοχής του και δεν είναι αβάσιμη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως το φυσιολογικότερο θα ήταν η, ευθύς εξ αρχής, θετική προβολή της θέσης του, αν αυτή ήταν αληθινή. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε σ' αυτά ούτε στα λεχθέντα περί την αξιοποίηση του μικρού πράγματι χρονικού διαστήματος που παρήλθε από την παραλαβή του κιβωτίου ως τη στιγμή της εισόδου των αστυνομικών, προς την κατεύθυνση της ειδοποίησης της αστυνομίας, τουλάχιστον του φίλου ή του συγγενούς του εφεσείοντα σ' αυτή.
Ο εφεσείων γνώριζε πως του απεστάλη κάτι, στη διεύθυνσή του, όπως εκείνος την έδωσε. Το σύνολο των δεδομένων, στα οποία περιλαμβάνεται και η δική του δήλωση πως ο Γ. Ιντιάνος του τηλεφώνησε ακριβώς λίγο προηγουμένως, εκείνη την ημέρα, πληροφορώντας τον ότι το έστειλε και θα πρέπει να έχει ήδη φτάσει, χωρίς αμφιβολία θεμελιώνει πως εκείνο που παραδόθηκε στον εφεσείοντα ήταν εκείνο που ανέμενε και τίποτε άλλο. Ο δε εφεσείων δεν μπορούσε να είχε άλλη αντίληψη του πράγματος, ανεξάρτητα από το όποιο όνομα αναγραφόταν στο κιβώτιο ως αποστολέας. Αυτό που θα του αποστελλόταν, το οποίο άλλωστε ο εφεσείων περιγράφει ως πράγμα ή πράγματα και μετά ως επιστολή, σε καμιά περίπτωση, κατά τη δική του εκδοχή, δεν ήταν δικό του. Και σημειώνουμε εδώ πως παραμένει ανυποστήρικτος από μαρτυρία ο ισχυρισμός του πως είπε στον υπάλληλο της Αirtrans, η μαρτυρία του οποίου καλύφθηκε με δήλωση παραδεκτών γεγονότων πως ήταν κάτι άλλο που ανέμενε. Ούτως ή άλλως, οτιδήποτε του απεστάλη υποτίθεται ότι προοριζόταν για άλλο και ότι κάποιος άγνωστος του θα το παραλάμβανε.
Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν θα αναμενόταν άνοιγμα του κιβωτίου. Όταν, μάλιστα, γι' αυτό θα χρησιμοποιείτο χαρτοκόπτης και, περαιτέρω, άνοιγμα και της συσκευασίας η οποία, μαζί με τα άλλα, τους κρυστάλλους και τα αρωματικά, βρισκόταν στο κιβώτιο. Υποτίθεται ότι είχε μόλις προηγουμένως επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το Γ. Ιντιάνο με τον οποίο, βεβαίως, θα μπορούσε να επικοινωνήσει ξανά πριν προχωρήσει σε τέτοιας μορφής επέμβαση στο υποτιθέμενο ξένο κιβώτιο. Αλλά και στη συνέχεια δεν ήταν νοητό να έσβηνε ο εφεσείων τα ονόματα από το κιβώτιο. Γιατί να προχωρούσε σε τέτοια ενέργεια; Αυτή ασφαλώς δεν θα μπορούσε να εναρμονιστεί προς όσα ο ίδιος πρόβαλε προς υποστήριξη της άγνοιάς του για το περιεχόμενο. Ούτε με σκέψη για εν τέλει αναφορά του θέματος στην αστυνομία. Ενώ ασφαλώς είχε νόημα εφόσον το κιβώτιο θα διακινείτο περαιτέρω, χωρίς σ' αυτή την περίπτωση τα ονόματα, μεταξύ των οποίων και του ίδιου ως παραλήπτη, πάνω σ' αυτό. Σημειώνουμε εδώ πως και το συνοδευτικό δελτίο ταχυμεταφοράς στο οποίο επίσης αναγραφόταν το όνομά του, δεν βρέθηκε μέσα ή μαζί με το κιβώτιο. Τοποθετήθηκε από τον εφεσείοντα στο πλυντήριο του, δίπλα από το σπίτι του, κλειστό σε «τελλαρισμένη» από τον ίδιο νάυλο τσάντα. Λέγει ο εφεσείοντας πως αυτά οφείλονται σε αμηχανία ή αιφνιδιασμό ή πανικό μπροστά στο απροσδόκητο. Και επικαλείται και τη μαρτυρία του αστυφύλακα Κακουλλή πως τον είδε ταραγμένο. Αυτά, όμως, όταν η αστυνομία, ασφαλώς χωρίς να το αναμένει ο εφεσείων, εισήλθε στο σπίτι του και, βεβαίως, δεν μπορεί εκείνη η ταραχή να συνδεθεί και προς τις προγενέστερες ενέργειες. Ενέργειες, προσθέτουμε, που κάθε άλλο παρά δείχνουν άνθρωπο που ενεργεί σπασμωδικά υπό το κράτος αμηχανίας, αιφνιδιασμού ή πανικού. Σε συμφωνία προς τις κρίσιμες επί των πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, καταλήγουμε πως χωρίς καμιά αμφιβολία ο εφεσείων γνώριζε εκ των προτέρων πως το κιβώτιο περιείχε ναρκωτικά.
Ως προς την ποινή ένα ήταν το σημείο. Θα έπρεπε να βρει αντανάκλαση σ' αυτή, δηλαδή στην ποινή τριετούς φυλάκισης στην οποία περιορίζεται το παράπονο, το γεγονός ότι υπήρχαν τρίτοι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση και το κιβώτιο δεν το παρέλαβε αυτοβούλως αλλά του παραδόθηκε ουσιαστικά από την αστυνομία. Παραγνωρίζει το επιχείρημα πως ο ίδιος ο εφεσείων είχε συνωμοτήσει με τρίτους και πως, εν τέλει, η παράδοση του κιβωτίου ήταν ελεγχόμενη, με βάση το Νόμο. Προσθέτουμε δε πως τα γεγονότα στις υποθέσεις, Κyriakides v. Republic (1983) 2 CLR 94, El-Beyrouty & Another v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 543 και Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 52 που επικαλέστηκε, είναι εντελώς διαφορετικά.
Οι εφέσεις τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής απορρίπτονται.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
/Μσι