ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Aνδρέου Mιχάλης ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 409
Ζυπιτής Κώστας και Άλλος ν. Αστυνομίας και Άλλου (2003) 2 ΑΑΔ 220
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2008) 2 ΑΑΔ 734
19 Νοεμβρίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
STEPHEN JOHN CLARKE,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 50/2008)
Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Επικύρωση καταδίκης κατ' έφεση.
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης και συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε ― Εφεσείων οδηγώντας το όχημά του με υπερβολική ταχύτητα κατά τη διάρκεια της νύκτας παρεξέκλινε της πορείας του και εισερχόμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, συγκρούστηκε με το πρώτο αυτοκίνητο, αναγκάζοντάς το να στριφογυρίσει κατά 180º, να συρθεί στο δρόμο και να συγκρουστεί με άλλο όχημα ― Από τις συγκρούσεις απώλεσαν τη ζωή τους ο οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου και ο συνοδηγός του άλλου οχήματος ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 2 ετών και στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης για τρία χρόνια ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Λέξεις και Φράσεις ― «Αλόγιστη πράξη» στο Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Είναι η πράξη ή συμπεριφορά η οποία δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, λελογισμένη ή απόρροια της κοινής λογικής.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ταχύτητα οχήματος ― Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Κατά πόσο αποδεικνύεται με μαρτυρία εμπειρογνωμόνων.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αντεξέταση μαρτύρων ― Κανόνας για τελεσιδικία απαντήσεων σε σχέση με την αξιοπιστία και άλλα συνακόλουθα θέματα και εξαιρέσεις στον προαναφερόμενο κανόνα.
Στις 17.3.06 και περί ώρα 21.30 ο κατηγορούμενος - εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του από τον Κόλπο των Κοραλλίων κατευθυνόμενος προς την Πάφο. Εξ αιτίας της πολύ μεγάλης ταχύτητάς του, παρεξέκλινε της πορείας του και πέρασε πάνω από νησίδα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με όχημα υπ' αρ. εγγραφής ΗΑΕ 177 (το πρώτο αυτοκίνητο) το οποίο προπορευόταν του αυτοκινήτου ΖΗΤΑ 461 (το δεύτερο αυτοκίνητο). Η σύγκρουση ήταν βίαιη και οδήγησε στο στριφογύρισμα του πρώτου αυτοκινήτου και στην αλλαγή της θέσης του στο δρόμο. Σαν αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής θέσης το πρώτο αυτοκίνητο συγκρούστηκε και με το δεύτερο το οποίο ακολουθούσε το πρώτο. Από τις συγκρούσεις απώλεσαν τη ζωή τους ο οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου και ο συνοδηγός του δευτέρου αυτοκινήτου.
Ο κατηγορούμενος - εφεσείων αντιμετώπισε την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης και συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο - εφεσείοντα και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές διετούς φυλάκισης και στέρησης του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας για τρία χρόνια. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, (στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι εξεταστές του δυστυχήματος και των εμπλεκομένων οχημάτων, καθώς και αυτόπτες μάρτυρες), πλην ενός, ήσαν αξιόπιστοι.
Ο εφεσείων - κατηγορούμενος δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, η ορθότητα της οποίας προσβάλλεται με την υπό εξέταση έφεση, απέκλεισε, ως μη αποδεκτή, τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 καθότι έκρινε πως προσκρούει στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι απαντήσεις μάρτυρα κατά την αντεξέταση, επί δευτερευόντων ζητημάτων (collateral issues) της διαδικασίας, θεωρούνται τελεσίδικες και δεν επιτρέπεται μαρτυρία που τείνει να τις αντικρούσει. Ο Μ.Υ.2 ήταν ο μάρτυρας ο οποίος επιχείρησε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κάποιες φωτογραφίες με σκοπό να αποδείξει ότι ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν ήταν αξιόπιστος καθότι δεν μπορούσε από τη θέση που καθόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, να δει το όχημα του κατηγορουμένου πριν το δυστύχημα και κατά τις δύο συγκρούσεις που ακολούθησαν.
Ο κατηγορούμενος - εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, αμφισβητώντας την ορθότητά της αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του αυτόπτη μάρτυρα Μ.Κ.3 ως προς την ταχύτητα του οχήματός του, και τον αποκλεισμό της μαρτυρίας του Μ.Υ.2., με την ενδιάμεση απόφασή του. Παραπονείται επίσης ότι η ποινή (της φυλάκισης, όπως περιορίστηκε) είναι υπέρμετρα υπερβολική και εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της ταχύτητας του κατηγορουμένου - εφεσείοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο προσομοιάζει με την προσέγγιση που ενέκρινε το Εφετείο στην υπόθεση Ανδρέου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, όπου η καταδίκη δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη μαρτυρία μη εμπειρογνωμόνων μαρτύρων που περιέγραψαν την ταχύτητα του κατηγορουμένου ως ιλιγγιώδη.
2. Οι φωτογραφίες που επιθυμούσε να παρουσιάσει ο Μ.Υ.2 δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα ως προς την τελεσιδικία των απαντήσεων μάρτυρα, κατά την αντεξέταση, επί δευτερευόντων ζητημάτων στη διαδικασία και ορθώς δεν αποδέχθηκε το Δικαστήριο να παρουσιασθούν. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο δικαστήριο στην προαναφερόμενη ενδιάμεση του απόφαση, οι φωτογραφίες του Μ.Υ.2, λήφθηκαν πολύ καιρό μετά το δυστύχημα και δεν είχε τεθεί το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο, ότι οι συνθήκες του δρόμου και της περιοχής παρέμειναν οι ίδιες.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του δεόντως και τους μετριαστικούς παράγοντες υπέρ του 28χρόνου κατηγορουμένου όπως το λευκό του ποινικό μητρώο και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και γι' αυτό επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης 2 ετών ενώ η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης είναι των 4 ετών.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζυπιτής v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220,
Ανδρέου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409,
Toohey v. Metropolitan Police Commissioner [1965] 1 All E.R. 506,
Νεοφύτου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ.120.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Mιχαηλίδης, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 3355/06), ημερομηνίας 20/2/08.
Μ. Γεωργίου με Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ο κατηγορούμενος-εφεσείων αντιμετώπισε την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης και συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε.
Στην εμπεριστατωμένη του απόφαση ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε με προσοχή τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, εκτός από τον Μ.Κ. 6, ήταν αξιόπιστοι και δέχθηκε τη μαρτυρία τους με κάποια όμως επιφύλαξη αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 3. Ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο εξεταστής του δυστυχήματος τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αντικειμενικό και αμερόληπτο μάρτυρα της αλήθειας. Ο δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο εξεταστής των εμπλεκομένων οχημάτων. Και αυτός ο μάρτυρας κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας. Οι Μ.Κ. 3, 4 και 5 εμφανίστηκαν ως αυτόπτες μάρτυρες των οποίων τη μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης δέχθηκε σαν αληθινή με την επιφύλαξη που ήδη αναφέρθηκε ως προς το Μ.Κ. 3. Ο Μ.Κ. 6 δεν έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας, κρίθηκε σαν άνθρωπος που προσπάθησε με τη μαρτυρία του να βοηθήσει τον κατηγορούμενο ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν προϊστάμενος του και σχετιζόταν μαζί του κοινωνικά. Η μαρτυρία του απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων-κατηγορούμενος δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Προσπάθησε, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, να «σώσει τον εαυτό του» από την ευθύνη παραπλανώντας, με αναληθείς ισχυρισμούς, το δικαστήριο στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης. Συναφώς, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ σύμφωνα με τη γραπτή του κατάθεση δεν θυμόταν πώς έγινε το δυστύχημα, στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου εμφανίστηκε ως πρόσωπο που θυμόταν καλά και μπορούσε να περιγράψει το τι προηγήθηκε του δυστυχήματος και το τι έγινε κατά το δυστύχημα. Ήταν ακόμα σε θέση να υποδείξει και το σημείο συγκρούσεως, το οποίον ήταν διαφορετικό από εκείνο που υπέδειξαν μάρτυρες κατηγορίας. Η μαρτυρία του απορρίφθηκε ως μη αληθινή. Ο Μ.Υ. 2 επιχείρησε να παρουσιάσει στο δικαστήριο κάποιες φωτογραφίες με σκοπό να αποδείξει ότι ο Μ.Κ. 4 δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας καθότι από τη θέση στην οποία καθόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούσε να δει το όχημα του κατηγορουμένου πριν το δυστύχημα και κατά τις δύο συγκρούσεις που επακολούθησαν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 17.10.07, η ορθότητα της οποίας προσβάλλεται με την υπό εξέταση έφεση, απέκλεισε, ως μη αποδεκτή, τη μαρτυρία του Μ.Υ. 2 καθότι έκρινε πως προσκρούει στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι απαντήσεις μάρτυρα κατά την αντεξέταση, επί δευτερευόντων ζητημάτων (collateral issues) της διαδικασίας, θεωρούνται τελεσίδικες και δεν επιτρέπεται μαρτυρία που τείνει να τις αντικρούσει.
Με βάση την προαναφερόμενη αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
Στις 17.3.06 και περί ώρα 21.30 ο κατηγορούμενος-εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KLR 003 επί της Λεωφ. Τάφοι των Βασιλέων στην Κ. Πάφο, με ανατολική κατεύθυνση, δηλαδή από τον Κόλπο των Κοραλλίων προς την Πάφο. Κατά τον ίδιο χρόνο οδηγούνταν επί της ιδίας λεωφόρου και με αντίθετη κατεύθυνση τα αυτοκίνητα με αρ. εγγραφής ΗΑΕ 177 και ΖΗΤΑ 461, το μεν πρώτο από τον Keith Lambert, το δε δεύτερο από τον Francis McCormack. Το πρώτο από τα προαναφερόμενα δύο αυτοκίνητα προπορευόταν του δευτέρου ενώ και των δύο οχημάτων επέβαινε δεύτερο πρόσωπο. Συνεπιβάτης και συνοδηγός στο όχημα με αρ. εγγραφής ΖΗΤΑ 461 ήταν ο Joseph Humphries. Σύμφωνα με την πορεία του κατηγορουμένου η Λεωφ. Τάφοι των Βασιλέων καταλήγει στο σημείο που συναντά τη Λεωφ. Αποστόλου Παύλου η οποία είναι κάθετος επί της Λεωφ. Τάφοι των Βασιλέων. Στο σημείο της συμβολής των δύο λεωφόρων υπάρχουν φώτα τροχαίας. Από τα φώτα τροχαίας και με πορεία δυτική, ξεκινά επί της Λεωφ. Τάφοι των Βασιλέων, νησίδα πλάτους 0.80 μ. (η στενή νησίδα). Η στενή νησίδα χωρίζει τη Λεωφ. Τάφοι των Βασιλέων από τα φώτα τροχαίας μέχρι το σημείο που καταλήγει σε δύο πορείες, η μια με κατεύθυνση προς τον κόλπο των Κοραλλίων (δυτική κατεύθυνση) και η άλλη προς την Πάφο (ανατολική κατεύθυνση). Η δυτική πορεία χωρίζεται σε δύο λωρίδες κυκλοφορίας, τη δεξιά και την αριστερή. Στο σημείο που καταλήγει η στενή νησίδα επί της Λεωφ. Τάφοι των Βασιλέων ξεκινά άλλη λωρίδα με σχήμα τριγώνου, το μεγαλύτερο πλάτος της οποίας είναι 4.60 μ. (η πλατιά νησίδα). Η πλατιά νησίδα εκτείνεται για απόσταση 22.50 μ. και καταλήγει με κατεύθυνση τον Κόλπο των Κοραλλίων.
Στο σημείο που καταλήγει η στενή νησίδα και αρχίζει η πλατιά καταλήγει και η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της δυτικής πορείας. Στο σημείο που αρχίζει η πλατιά νησίδα, οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας της δυτικής πορείας γίνονται μια. Για τη μετατροπή των δύο λωρίδων κυκλοφορίας σε μια και για αρκετή απόσταση πριν το σημείο που σταματά η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, με δυτική κατεύθυνση, υπάρχουν τόξα επί της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, τα οποία προτρέπουν τους οδηγούς να μετακινηθούν προς την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας.
Ο κατηγορούμενος-εφεσείων παρεξέκλινε της πορείας του και οδηγώντας με υπερβολικά ψηλή ταχύτητα πέρασε πάνω από την πλατιά νησίδα και βρέθηκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΗΑΕ 177. Από τη σύγκρουση το προαναφερόμενο αυτοκίνητο στριφογύρισε κατά 180° και σύρθηκε μέσα στο δρόμο με πορεία αντίθετη απ' αυτή που είχε αρχικά, αφήνοντας οι μπροστινοί του τροχοί ίχνη τριβής 10.80 μ.. Κατά την πορεία του αυτή συγκρούστηκε με το όχημα με αρ. εγγραφής ΖΗΤΑ 461.
Μετά τη σύγκρουση με το πρώτο όχημα, το όχημα του εφεσείοντα σύρθηκε επί της ασφάλτου με τους δύο τροχούς μπροστινό και πισινό να αιωρούνται στον αέρα και ακινητοποιήθηκε σε απόσταση περίπου 50 μ. στα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του.
Από τις συγκρούσεις απώλεσαν τη ζωή τους οι Keith Lambert (οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου) και Joseph Humphries (συνοδηγός στο δεύτερο αυτοκίνητο).
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, και αναφέρθηκε εκτεταμένα σε σχετική κυπριακή και αγγλική νομολογία. Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων, παρεκκλίνοντας της πορείας του και εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το πρώτο όχημα, ήταν ποινικά υπόλογος, επειδή δεν συγκράτησε το αυτοκίνητο του στη δική του πλευρά και τη δική του πορεία, λόγω προδήλως απώλειας του ελέγχου του και επειδή μπήκε στην αντίθετη πορεία κυκλοφορίας ενώ εξ αντιθέτου οδηγείτο, σε ελάχιστη απόσταση, άλλο αυτοκίνητο που δεν είχε τη δυνατότητα αποφυγής της σύγκρουσης. Εισερχόμενος στην άλλη λωρίδα κυκλοφορίας, όταν την ίδια στιγμή σ' αυτή βρισκόταν το όχημα με αρ. εγγραφής ΗΑΕ 177, ο κατηγορούμενος σαφώς οδήγησε και συμπεριφέρθηκε επικίνδυνα. Η ενέργεια του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση μέσα στο δρόμο η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο δύο ανθρώπων αφού η πρώτη σύγκρουση προκάλεσε δεύτερη σύγκρουση με τρίτο όχημα του οποίου επέβαινε το δεύτερο θύμα ως συνοδηγός.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο κατηγορούμενος δημιούργησε την προαναφερόμενη επικίνδυνη κατάσταση καθότι απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του, προδήλως από την υπερβολική ταχύτητα με την οποία οδηγούσε. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη εξήγηση, ενόψει του ότι το όχημα του κατηγορουμένου δεν είχε οποιαδήποτε μηχανική βλάβη και ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλε οποιαδήποτε αντίθετη εξήγηση. Θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο κατηγορούμενος δεν παραπλανήθηκε από τη σήμανση που υπήρχε επί της ασφάλτου, εφόσον η εκδοχή του, στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν πως η πρώτη σύγκρουση έλαβε χώραν εντός της πορείας του και καθώς αυτός οδηγούσε καθόλα νόμιμα και κανονικά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου συνιστούσε και αλόγιστη πράξη σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε στην υπόθεση Ζυπιτής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220. Αλόγιστη, σύμφωνα με τη Ζυπιτής (ανωτέρω), είναι η πράξη ή συμπεριφορά η οποία δεν είναι υπό τις περιστάσεις λελογισμένη ή απόρροια της κοινής λογικής. Η ενέργεια του κατηγορουμένου να παρεκκλίνει της πορείας του και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ενώ ήταν ανασφαλές να το πράξει αφού από την άλλη πλευρά υπήρχε τροχαία κίνηση, αναμφίβολα δεν ήταν λελογισμένη. Εισερχόμενος στην αντίθετη πορεία κυκλοφορίας ο κατηγορούμενος, αλόγιστα, αγνόησε αυτούς τους κινδύνους οι οποίοι όχι μόνον δεν αποφεύχθηκαν αλλά είχαν και ως συνέπεια την απώλεια δύο ανθρώπινων ζωών.
Μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, στο λευκό του ποινικό μητρώο, αλλά και στο βαθμό της ευθύνης του και την εγωιστική συμπεριφορά του η οποία φαίνεται από την υπερβολικά ψηλή ταχύτητα, σε πολυσύχναστο δρόμο και κατά τη διάρκεια της νύκτας, επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δύο ετών και στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης για τρία χρόνια. Οι ποινές της φυλάκισης και της στέρησης συντρέχουν.
Με την έφεση του, όπως περιορίστηκε (στους λόγους εφέσεως 1, 2 και 5), ο κατηγορούμενος-εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3, τη μαρτυρία του οποίου από τη μια δέχθηκε ως αληθινή, ως προς το ότι δηλαδή η ταχύτητα του κατηγορουμένου ήταν υπερβολική, δεν δέχθηκε όμως, από την άλλη, τη θέση του μάρτυρα ότι η ταχύτητα του κατηγορουμένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν «67 ΧΑΩ» (πρώτος λόγος έφεσης). Προσβάλλεται επίσης η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς τον αποκλεισμό της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2, με την ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ημερ. 17.10.07 (δεύτερος λόγος έφεσης). Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται και η ποινή (της φυλάκισης, όπως περιορίστηκε) ως υπέρμετρα υπερβολική και εσφαλμένη. Κατά τον εφεσείοντα δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες που επενεργούσαν προς όφελος του και συγκεκριμένα η συντρέχουσα αμέλεια την οποία είχαν οι οδηγοί των άλλων οχημάτων αλλά και η παραπλανητική σήμανση του οδοστρώματος στο συγκεκριμένο σημείο του δυστυχήματος στη μεριά του εφεσείοντα.
Εξετάσαμε με προσοχή όλους τους λόγους εφέσεως και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κανένας λόγος εφέσεως δεν είναι βάσιμος.
Αναφορικά με το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3 δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το λανθασμένο ή το μεμπτό. Συγκεκριμένα ο Μ.Κ. 3 απαντώντας σε σχετική ερώτηση αντεξεταζόμενος από το δικηγόρο του κατηγορουμένου είπε: «Δεν υπολόγισα καμιά ταχύτητα αλλά γνωρίζω, γνώριζα, ότι ερχόταν πολύ γρήγορα.» (σελ. 12 των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας). Στη συνέχεια σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του (σελ. 13 των πρακτικών) είπε τα εξής: «Ε. Μπορεί να ήταν και 51 και 52; Α. Περισσότερα από 51 και 52. Μάλλον, μπορεί 67. Ε. 67 ναι. Εγώ σου υποβάλλω μιλίμετρο να είχες δεν θα μπορούσες να πεις ότι πήγαινε με 67 και κάνεις κακούς υπολογισμούς. Α. Δεν είπα πόσο γρήγορα πήγαινε το αυτοκίνητο. Είπα ότι πήγαινε πολύ γρήγορα. Εσύ μου εισηγήθηκες ότι το αυτοκίνητο πήγαινε 40-50 χιλιόμετρα. Δεν έκανα κάποια εξέταση για την ταχύτητα που πήγαινε ο κατηγορούμενος. Ε. Όμως είπες για 67 χιλιόμετρα. Α. Όταν ανέφερες 51-52 είπα και εγώ ίσως 67. Εκτίμηση. Ίσως.»
Με την προαναφερόμενη μαρτυρία ενώπιον του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε τη θέση του Μ.Κ. 3, όπως και των άλλων αυτοπτών μαρτύρων κατηγορίας ότι η ταχύτητα του κατηγορουμένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν πολύ μεγάλη ή υπερβολικά μεγάλη. Δεν έλαβε όμως ιδιαίτερα υπόψη τον αριθμό 67 τον οποίο ανέφερε βέβαια ο Μ.Κ. 3 αλλά υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, δηλαδή όχι υπό τύπο ακριβούς υπολογισμού της ταχύτητας, με το μάτι, πράγμα που θα ήταν και αδύνατο, αλλά σαν μια πιθανότητα. Η προσέγγιση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της ταχύτητας του κατηγορουμένου-εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο προσομοιάζει με την προσέγγιση που ενέκρινε το Εφετείο στην υπόθεση Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, όπου η καταδίκη δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη μαρτυρία μη εμπειρογνωμόνων μαρτύρων που περιέγραψαν την ταχύτητα του κατηγορουμένου ως ιλιγγιώδη.
Ως προς το δεύτερο λόγο εφέσεως θεωρούμε την ενδιάμεση απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ημερ. 17.10.07, ως ορθή. Ο Μ.Κ. 4 έδωσε την εκδοχή του ως προς το τι προηγήθηκε και τι έγινε κατά τη διάρκεια του επίδικου δυστυχήματος. Κατά την αντεξέταση του αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία και η αλήθεια των ισχυρισμών του. Στη συνέχεια όμως η υπεράσπιση αποπειράθηκε, μέσω του Μ.Υ. 2, να παρουσιάσει φωτογραφίες οι οποίες σκοπό είχαν να δείξουν στο δικαστήριο ότι από τη θέση που καθόταν ο Μ.Κ. 4 δεν μπορούσε να έχει την ορατότητα που ισχυρίστηκε ότι είχε. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας του Μ.Κ. 4 ως προς το κατά πόσο δηλαδή είχε ή δεν είχε καλή ορατότητα, ήταν δευτερεύον ή συνακόλουθο (collateral) ζήτημα στη διαδικασία, εφόσον δεν ήταν από μόνο του επίδικο θέμα. Ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την προσαγωγή της προαναφερόμενης μαρτυρίας θεωρώντας την ως προσκρούουσα στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι απαντήσεις μάρτυρα, κατά την αντεξέταση, επί δευτερευόντων ζητημάτων στη διαδικασία, θεωρούνται τελεσίδικες και καμιά μαρτυρία δεν επιτρέπεται, που τείνει να τις αντικρούσει. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 11(3), παραγρ. 1444 και 1445, σελ. 405-407, όπου επεξηγείται ο γενικός κανόνας ως προς την τελεσιδικία των απαντήσεων σε σχέση με την αξιοπιστία και άλλα συνακόλουθα θέματα και εξηγούνται επίσης και οι εξαιρέσεις στον προαναφερόμενο κανόνα. Οι εξαιρέσεις καλύπτουν ουσιαστικά: ζητήματα προηγούμενων αντιφατικών δηλώσεων, ζητήματα που αφορούν σε προηγούμενες καταδίκες του μάρτυρα, προκατάληψη ή μεροληψία εκ μέρους του μάρτυρα, προς κάποιο από τους διαδίκους την οποία ο μάρτυρας αρνείται, ιατρική μαρτυρία που δείχνει ότι ο μάρτυρας υποφέρει από κάποιου είδους ασθένεια ή ελαττωματικότητα του μυαλού η οποία επηρεάζει αρνητικά την αξιοπιστία της μαρτυρίας του και μαρτυρία ως προς γενική φήμη ότι συγκεκριμένος μάρτυρας δεν είναι, συνήθως, φιλαλήθης.
Οι φωτογραφίες που επιθυμούσε να παρουσιάσει ο Μ.Υ. 2 δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις του γενικού κανόνα αλλά καλύπτονται από τον προαναφερόμενο γενικό κανόνα. Η απόφαση στην υπόθεση Toohey v. Metropolitan Police Commissioner [1965] 1 All E.R. 506, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, εμπίπτει στην εξαίρεση της προαναφερόμενης ιατρικής μαρτυρίας και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο δικαστήριο στην προαναφερόμενη ενδιάμεση του απόφαση, οι φωτογραφίες του Μ.Υ. 2, λήφθηκαν πολύ καιρό μετά το δυστύχημα και δεν είχε τεθεί το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο, ότι οι συνθήκες του δρόμου και της περιοχής παρέμειναν οι ίδιες.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην ποινή και συγκεκριμένα στην ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, η οποία προσβάλλεται ως υπερβολική, δηλαδή ως ποινή που δεν έλαβε δεόντως υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες υπέρ του κατηγορουμένου. Όπως ήδη αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής συμπέρανε ότι ο κατηγορούμενος, εξαιτίας της πολύ μεγάλης ταχύτητας του, παρεξέκλινε της πορείας του και πέρασε πάνω από την πλατιά νησίδα με αποτέλεσμα να βρεθεί στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας και να συγκρουσθεί με το πρώτο από τα προαναφερόμενα οχήματα το οποίο βρισκόταν τόσο κοντά στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, όταν αυτό πέρασε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ώστε δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση. Το πρώτο από τα προαναφερόμενα αυτοκίνητα στριφογύρισε μέσα στο δρόμο, εξαιτίας της βίαιης σύγκρουσης του με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου και βρέθηκε ακριβώς σε αντίθετη θέση απ' εκείνη που βρισκόταν πριν τη σύγκρουση, κάνοντας στροφή 180° μέσα στο δρόμο. Σαν αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής θέσης το πρώτο από τα προαναφερόμενα αυτοκίνητα συγκρούστηκε και με το δεύτερο αυτοκίνητο το οποίο ακολουθούσε το πρώτο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η συμπεριφορά του κατηγορουμένου-εφεσείοντα ήταν και αλόγιστη, και απερίσκεπτη και επικίνδυνη. Συναφώς παρατηρούμε ότι δεν τέθηκε ποτέ οποιοδήποτε θέμα πολλαπλότητας στο κατηγορητήριο. Ήταν απερίσκεπτη η συμπεριφορά του εφεσείοντα, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, καθότι οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα σε δρόμο που ήταν πολυσύχναστος και κατά τη διάρκεια της νύκτας, δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης τραυματισμού ή και θανάτου σε άλλους χρήστες του προαναφερόμενου δρόμου, με αποτέλεσμα αυτή η ενέργεια του εφεσείοντα να συνιστά απερίσκεπτη συμπεριφορά. Ορθά δεν βρήκε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια είτε του οδηγού του δευτέρου αυτοκινήτου είτε και του οδηγού του τρίτου αυτοκινήτου, το πρωτόδικο δικαστήριο. Βρήκε επομένως ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα και τους δύο θανάτους είχε ο εφεσείων. Επιπρόσθετα δεν τίθεται ζήτημα παραπλάνησης του εφεσείοντα από τη σηματοδότηση στο οδόστρωμα του δρόμου. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος-εφεσείων παραδέκτηκε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του δεόντως και τους μετριαστικούς παράγοντες υπέρ του 28χρόνου κατηγορουμένου όπως το λευκό του ποινικό μητρώο και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και γι' αυτό επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης 2 ετών ενώ η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης είναι των 4 ετών. Στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120 το Εφετείο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 2½ ετών σε κατηγορούμενο ο οποίος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δίκης, στο αδίκημα του Άρθρου 210 του Κεφ. 154. Σ' εκείνη την υπόθεση ο εφεσείων, ηλικίας 42 ετών, οδηγώντας το όχημα του με ταχύτητα μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη εισήλθε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου και συγκρούστηκε μετωπικά και βίαια με ημιφορτηγό το οποίο οδηγούσε από την αντίθετη κατεύθυνση νέος ηλικίας 21 ετών με επιβάτη τον αδελφό του ηλικίας 17 ετών. Σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης τα δύο αδέλφια έχασαν τη ζωή τους.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε πως η ποινή φυλάκισης 2 ετών και η συντρέχουσα ποινή στέρησης του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής αδείας οδηγού για 3 χρόνια δεν ήταν υπερβολικές υπό τις περιστάσεις δεδομένης της επικίνδυνης, αλόγιστης και απερίσκεπτης συμπεριφοράς του εφεσείοντα, ο οποίος χρησιμοποιώντας το δρόμο κατά τρόπο εγωιστικό και χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον για τις πιθανές και προβλεπτές συνέπειες των πράξεων του σε άλλους χρήστες του δρόμου, επέφερε το θάνατο σε δύο ανθρώπους.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Η έφεση απορρίπτεται.