ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αθανασίου ν. Loizias Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 947
Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 552
Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 ΑΑΔ 1355
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Μeterin Aleksej ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 120
Trussler Sammy John Lee και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2013) 2 ΑΑΔ 38
SAMMY JOHN LEE TRUSSLER ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 65/2012, 16/1/2013
ALEKSEJ METERIN ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 40/2011, 23 Φεβρουαρίου 2012
Reza Esmaeilighez ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 347, ECLI:CY:AD:2015:B344
ΧΑΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ ν. AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ. 192/2014, 16/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D612
ESMAEILIGHEZ REZA ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 188/2013, 14/5/2015, ECLI:CY:AD:2015:B344
Φωτίου Χάρης ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611, ECLI:CY:AD:2015:D612
ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2021, 26/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B404
(2008) 2 ΑΑΔ 618
17 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 277/2006)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση απαγωγής, βιασμού και επίθεσης μετά πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Ποινική Δικονομία ― Επιπρόσθετοι μάρτυρες ― Ανάγκη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Άρθρου 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Κακουργιοδικείο προειδοποίησε τον εαυτό του πριν καταδικάσει τον εφεσείοντα επί τη βάσει μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η ενέργεια του Κακουργιοδικείου ήταν η δέουσα.
Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Αποδοχή μαρτυρίας ταύτισης γενετικού υλικού και κολπικού επιχρίσματος παραπονούμενης με παρειακό επίχρισμα κατηγορούμενου, σε υπόθεση βιασμού ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.
Απόδειξη ― Πρώτο παράπονο ― Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ.9, Άρθρο 10 ― Απαγωγή, βιασμός και επίθεση μετά πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης ― Παράπονο από την παραπονούμενη, λίγο μετά την διάπραξη των αδικημάτων, σε φίλη της με την οποία κατονόμαζε το δράστη ― Ορθά θεωρήθηκε ως "πρώτο παράπονο".
Η παραπονούμενη ήλθε στην Κύπρο από την Εσθονία στις 12.8.2005 για να εργαστεί στο καφενείο που διαχειριζόταν η εν διαστάσει σύζυγος του εφεσείοντος. Στο ίδιο καφενείο εργοδοτούνταν και άλλες αλλοδαπές, μεταξύ των οποίων και η Μαρία Χιοβέιν, με την οποία ο εφεσείων διατηρούσε ερωτική σχέση. Ο εφεσείων συνήψε ερωτική σχέση με την παραπονούμενη - σύμφωνα με την εκδοχή της από το τέλος Νοεμβρίου μέχρι το Φεβρουάριο του 2006 - την οποία η παραπονούμενη διέκοψε λόγω της συμπεριφοράς του εφεσείοντος να μη της επιτρέπει να έχει φίλες ή φίλους και να επικοινωνεί με άλλα πρόσωπα, συνέχισε όμως να εργάζεται στο καφενείο του μέχρις ότου βρει άλλη εργασία.
Σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης, στις 24.2.2006 μόλις αυτή επέστρεψε από ταξίδι της στην Εσθονία βρήκε τον εφεσείοντα μέσα στο σπίτι όπου διέμενε αυτή - ο εφεσείων πλήρωνε το ενοίκιο και είχε κλειδί του σπιτιού - και ο τελευταίος επέμενε να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Όταν δε αυτή αρνήθηκε, ο εφεσείων της πήρε το διαβατήριο για να μην μπορεί να φύγει.
Στις 4.00 το πρωί της 9.5.2006 ο εφεσείων πήγε στον Κόλπο των Κοραλλίων, όπου η παραπονούμενη μαζί με άλλες τρεις φίλες της διασκέδαζε σε διάφορα νυκτερινά κέντρα, για να την μεταφέρει με το αυτοκίνητό του στο χωριό Γιόλου. Στην πορεία, αφού σταμάτησε το αυτοκίνητό του σε ένα σημείο έξω από το χωριό της ζήτησε να έλθουν σε σεξουαλική επαφή επειδή αυτός το ήθελε, διαφορετικά θα την σκότωνε. Στη συνέχεια την εξανάγκασε σε αγγίγματα του πέους του και σε βιασμό σε μπρούμυτη στάση, με επιστέγασμα να εκσπερματώσει μέσα στον κόλπο της. Ο βιασμός έγινε μεταξύ 4.00 - 5.00 το πρωΐ με τον εφεσείοντα να μένει ασυγκίνητος μπροστά στα κλάματα και τις φωνές της παραπονούμενης. Μετά το βιασμό ο εφεσείων τη μετέφερε και την άφησε έξω από το σπίτι στο οποίο διέμενε. Γύρω στις 5.30 το πρωΐ η παραπονούμενη τηλεφώνησε στη φίλη της Ασπασία Κανάκη (Μ.Κ.9) και λίγο αργότερα όταν την είδε της ανέφερε όλα όσα της συνέβησαν.
Από την ερωτική της σχέση με τον εφεσείοντα, η παραπονούμενη κατέθεσε, ότι είχε μείνει έγκυος και αποφάσισε με τη σύμφωνη γνώμη του εφεσείοντος να υποβληθεί σε έκτρωση, η οποία διενεργήθηκε στις 10.12.2005. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη έμεινε έγκυος γύρω στα μέσα Οκτωβρίου. Η υπεράσπιση είχε βασιστεί στη χρονική έκταση της εγκυμοσύνης της παραπονούμενης, για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της αφού αν έλεγε ψέματα για την εγκυμοσύνη της θα μπορούσε να έλεγε ψέματα και για το βιασμό της. Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι ο ιατρός Μ.Υ.3 ο οποίος κλήθηκε να καταθέσει επί του σημείου αυτού δεν υποστήριξε θετικά τη θέση του εφεσείοντος.
Η εκδοχή της εφεσείοντος ήταν ότι η παραπονούμενη για να τον εκδικηθεί για τον δεσμό που αυτός είχε με την Μαρία Χιοβέιν, κατασκεύασε την όλη ιστορία του βιασμού.
Το Κακουργιοδικείο αφού αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, αποδέχθηκε την εκδοχή της παραπονούμενης και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες της απαγωγής, βιασμού και επίθεσης μετά πραγματικής σωματικής βλάβης.
Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε ότι σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδικαίου θα έπρεπε λόγω της σεξουαλικής φύσης των αδικημάτων να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που υπάρχουν να καταλήξει σε εύρημα ενοχής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αποφάσισε ότι ήταν ασφαλές να στηριχθεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση. Όμως, ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξή του το Κακουργιοδικείο, προχώρησε να σημειώσει ότι τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη στις 9/5/2006, συνιστούσαν πρώτο παράπονο και ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονούμενης.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας, με τους ακόλουθους λόγους, την ορθότητά της.
(α) Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και των μαρτύρων κατηγορίας. Η υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι οι διαφορές μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας καταδείκνυαν ότι ο βιασμός δεν έλαβε χώρα και ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών.
(β) Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποφάσισε να αποδεχθεί όπως η Μ.Κ.5 Μαρία Χιοβέιν καταθέσει στο Δικαστήριο.
(γ) Εσφαλμένη αξιολόγηση του πρώτου παραπόνου της παραπονούμενης.
(δ) Το Κακουργιοδικείο προέβαινε σε ανεπίτρεπτες και πιεστικές επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της δίκης.
(ε) Εσφαλμένη απόρριψη ενστάσεων της υπεράσπισης.
Αποφασίστηκε ότι:
(α) Η προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι ορθή και δεν έχει διαπιστωθεί οποιοδήποτε σφάλμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι διάφορες εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί αναφορικά με την ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ της παραπονούμενης και των μαρτύρων κατηγορίας είναι ανεδαφικές. Ακόμη και αυτές που υπάρχουν είναι ασήμαντες, σε βαθμό που ειδωμένες τόσο ξεχωριστά όσο και αθροιστικά, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία της.
(β) Δεν έχουν επηρεαστεί δυσμενώς τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος από την κατάθεση της Μαρίας Χιοβέιν στο Δικαστήριο, το όνομα της οποίας δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Το Κακουργιοδικείο ενέκρινε την κλήση της εν λόγω μάρτυρος αφού σημείωσε ότι αντίγραφο της ειδοποίησης κλήσης της μάρτυρος για να καταθέσει, δόθηκε στην υπεράσπιση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
(γ) Η δήλωση της παραπονούμενης στην Ασπασία Κανάκη ικανοποιούσε της προϋποθέσεις του Άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, και ορθώς έγινε αποδεκτή ως πρώτο παράπονο.
(δ) Δεν έχει υποδειχθεί συγκεκριμένη αναφορά που θα μπορούσε να τεκμηριώσει την εισήγηση της υπεράσπισης για επέμβαση του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας που κατέληγαν στην καθοδήγησή τους.
(ε) Ο ισχυρισμός για εσφαλμένη απόρριψη των ενστάσεων της υπεράσπισης δεν τεκμηριώθηκε.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,
Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355,
Αθανασίου v. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Ζαχαρία v. Δημοκρατίας (1962) 2 C.L.R. 52,
Vasiliades v. Vasiliades a.o. 18 C.L.R. 10.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Πάφου (Mιχαηλίδου, Π.E.Δ., Mαλαχτός, A.E.Δ., Λιμνατίτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4448/06), ημερομηνίας 14/12/06.
Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Γιώργος Γεωργίου Χαραλάμπους (εφεσείων) βρισκόταν σε διάσταση με την αλλοδαπή σύζυγο του Natalja Ostapjuck, η οποία διαχειριζόταν καφενείο στο χωριό Γιόλου. Επειδή ο εφεσείων είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, είχε ενοικιάσει το καφενείο στο όνομα της συζύγου του. Στο καφενείο, στο οποίο προσφέρονταν αναψυκτικά και καφέδες, εργάζονταν και άλλες αλλοδαπές κοπέλες, μεταξύ των οποίων και η Μαρία Χιοβέιν, με την οποία ο εφεσείων διατηρούσε ερωτική σχέση. Η άφιξη στην Κύπρο της παραπονουμένης Marge Kisselev, για να εργαστεί και αυτή στο πιο πάνω καφενείο και η μετέπειτα ανάπτυξη ερωτικής σχέσης με τον εφεσείοντα, οδήγησαν στην παρούσα διαδικασία.
(1) Η εκδοχή της παραπονουμένης.
Η παραπονούμενη έφθασε από την Εσθονία στην Κύπρο στις 12/8/2005 για να εργαστεί στο καφενείο που διαχειριζόταν η σύζυγος του εφεσείοντος. Η παραπονούμενη συνήψε ερωτικές σχέσεις με τον εφεσείοντα από το τέλος Νοεμβρίου μέχρι το Φεβρουάριο του 2006. Λόγω της συμπεριφοράς του εφεσείοντος, ο οποίος δεν της επέτρεπε να έχει φίλους ή φίλες και να επικοινωνεί με άλλα πρόσωπα, η παραπονούμενη διέκοψε τη σχέση της μαζί του αλλά συνέχιζε να εργάζεται στο καφενείο μέχρις ότου βρει άλλη εργασία. Στις 23/1/2006 έφυγε για την Εσθονία και όταν επέστρεψε στην Κύπρο ένα μήνα αργότερα, στις 24/2/2006, βρήκε τον εφεσείοντα μέσα στο σπίτι όπου διέμενε προτού φύγει για την Εσθονία. Το ενοίκιο του σπιτιού στο οποίο διέμενε η παραπονούμενη το κατέβαλλε ο εφεσείων, ο οποίος είχε και κλειδί του σπιτιού. Ο τελευταίος επέμενε να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της αλλά όταν αυτή αρνήθηκε ο εφεσείων της πήρε το διαβατήριο για να μην μπορεί να φύγει. Η παραπονούμενη συνέχισε να εργάζεται στο καφενείο που διαχειριζόταν η σύζυγος του μέχρις ότου εξασφαλίσει αλλού εργασία.
Την προηγούμενη μέρα της διάπραξης των αδικημάτων, στις 8/5/2006, η παραπονούμενη γύρω στις 10.00 το πρωΐ πήγε στην Πάφο για να συναντήσει τη φιλενάδα του εφεσείοντος Μαρία Χιοβέιν, με την οποία η παραπονούμενη είχε συνάψει φιλικές σχέσεις. Η παραπονούμενη γευμάτισε μαζί με τη Μαρία Χιοβέιν σε εστιατόριο, αλλά επειδή θα έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό Γιόλου και να αρχίσει την εργασία της γύρω στις 4.00 μ.μ., τηλεφώνησε στον εφεσείοντα γύρω στις 2.30 μ.μ. για να της δώσει άδεια. Ο εφεσείων ήθελε να μάθει αν ήταν με άνδρα ή γυναίκα και της ανέφερε πως αν δεχόταν να συναντηθούν θα της έδινε άδεια. Η παραπονούμενη δέχθηκε και τον συνάντησε σε ένα σταυροδρόμι στην Κάτω Πάφο, όπου κατόπιν συζήτησης ο εφεσείων προθυμοποιήθηκε να της δώσει άδεια. Ακολούθως η παραπονούμενη πήγε μαζί με άλλες τρεις φίλες της σε διάφορα νυκτερινά κέντρα στον Κόλπο των Κοραλλίων. Ο παραπονούμενος μετά από δύο τηλεφωνήματα που είχε μαζί της γύρω στις 1.00 και 2.00 το πρωΐ της 9/5/2006, της είπε ότι θα ερχόταν να την πάρει για να επιστρέψουν μαζί στο χωριό Γιόλου. Γύρω στις 4.00 το πρωί ο εφεσείων την εντόπισε στο κέντρο που βρισκόταν και ξεκίνησαν για να επιστρέψουν στο χωριό Γιόλου με ένα μικρό όχημα τύπου Jeep.
Μέσα στο όχημα είχαν μια έντονη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας η παραπονούμενη ανέφερε στον εφεσείοντα ότι δεν της άρεσε να την παρακολουθούν και ο τελευταίος άρχισε να την απειλεί ότι θα την σκότωνε. Αυτή αντέδρασε χτυπώντας τον με τα χέρια της και προσπάθησε να βγει έξω από το αυτοκίνητο που πήγαινε ζικ-ζακ. Ο εφεσείων την κρατούσε σφικτά για να μην βγει από το αυτοκίνητο και σε ένα σημείο έξω από το χωριό Γιόλου, της έβγαλε το ένα παπούτσι για να μην μπορεί να φύγει και οδήγησε το όχημα έξω από το δρόμο σε ένα χωράφι. Αφού σταμάτησε της είπε ότι έπρεπε να έλθει σε σεξουαλική επαφή επειδή αυτός το ήθελε, διαφορετικά θα την σκότωνε και δεν ενδιαφερόταν αν μετά θα πήγαινε φυλακή. Ο εφεσείων την διέταξε να τον φιλήσει και αυτή αρνήθηκε. Ο εφεσείων δοκίμασε να την φιλήσει και αυτή του δάγκωσε τη γλώσσα. Ο εφεσείων αφού άρχισε να φωνάζει και να την απειλεί και αφού την έβγαλε έξω από το αυτοκίνητο και της έστριψε τα χέρια, της αφαίρεσε το παντελόνι και το εσώρουχο και ακολούθως αφαίρεσε και αυτός το δικό του παντελόνι. Η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι εξαναγκάστηκε από τον εφεσείοντα σε αγγίγματα του πέους του και σε βιασμό σε μπρούμυτη στάση ενώ αυτή βρισκόταν μέσα στο όχημα με το στομάχι της πάνω στο κάθισμα και ο εφεσείων στεκόταν έξω από αυτό. Ο εφεσείων εκσπερμάτωσε μέσα στον κόλπο της και παρά τις φωνές της και τα κλάματα της ο εφεσείων παρέμεινε ασυγκίνητος. Αντίθετα όταν της είπε ότι ήθελε να έλθει και σε πρωκτική συνουσία μαζί της η παραπονούμενη τον παρακάλεσε κλαίοντας να μην το κάνει. Τελικά ο εφεσείων δέχθηκε, απειλώντας την όμως ότι αν τον εγκαταλείψει θα την σκότωνε ή θα την έπαιρνε σε ένα δωμάτιο και θα της έσπαζε τα χέρια και τα πόδια. Ο εφεσείων ακολούθως την μετέφερε και την άφησε έξω από το σπίτι στο οποίο διέμενε. Ο βιασμός της έγινε μεταξύ 4.00-5.00 το πρωί. Η παραπονούμενη τηλεφώνησε γύρω στις 5.30 το πρωϊ στη φίλη της Ασπασία Κανάκη (Μ.Κ.9) και όταν την είδε λίγο αργότερα της ανέφερε τα όσα είχαν συμβεί.
Ιατρική μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τον Ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους, ο οποίος εξέτασε την παραπονούμενη στις 9/5/2006, υπέδειξε ότι η παραπονούμενη έφερε θλαστικές εκχυμώσεις που είχαν εμφανιστεί 24 ώρες προηγουμένως στη δεξιά τραχηλική χώρα, στον κάτω γνάθο, στην στερνική χώρα, στον αριστερό βραχίονα, στο δεξιό μοσχαλιαίο βόθρο, στο δεξιό μηρό και αριστερό γλουτό. Επιπρόσθετα ο μάρτυς διαπίστωσε την ύπαρξη δύο εντυπωμάτων δακτύλων στο εσωτερικό μέρος των δύο μηρών που προκλήθηκαν από ανθρώπινο χέρι που άσκησε μεγάλη δύναμη σε προσπάθεια, πιθανώς, να ανοίξει τα πόδια της παραπονουμένης. Ο μάρτυς διαπίστωσε επίσης ότι στις 11/5/2006 εξέτασε τον εφεσείοντα και διαπίστωσε την ύπαρξη μιας εκδοράς στη μύτη του μήκους 1 εκ. και άλλες δύο εκδορές στο δεξιό αυτί μήκους 2 εκ. η κάθε μια. Οι εκδορές αυτές θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από νύχια. Από επιστημονική εξέταση γενετικού υλικού που λήφθηκε από το μαύρο γυναικείο εσώρουχο της παραπονουμένης διαπιστώθηκε ότι κατά μεγάλα ποσοστά, με βάση τις συχνότητες των αλληλίων στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, ταυτιζόταν με το παρειακό επίχρισμα του εφεσείοντος. Επιπρόσθετα κολπικό επίχρισμα που λήφθηκε από την παραπονούμενη διαπιστώθηκε ότι ταυτιζόταν με το παρειακό επίχρισμα του εφεσείοντος.
(2) Η εκδοχή του εφεσείοντος.
Η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι η εκδοχή της παραπονουμένης είναι ένα κατασκεύασμα της φαντασίας της και τούτο γιατί την ημέρα του βιασμού η παραπονούμενη είχε πληροφορηθεί από τη φίλη της Μαρία Χιοβέιν ότι αυτή (η Μαρία Χιοβέιν) διατηρούσε και αυτή ερωτικό δεσμό με τον εφεσείοντα. Έτσι η παραπονούμενη για να εκδικηθεί τον εφεσείοντα κατασκεύασε την όλη ιστορία του βιασμού. Αρχικά ο εφεσείων έδωσε στις 10/5/2006 ανακριτική κατάθεση στην Αστυνομία αρνούμενος να δώσει εξηγήσεις για τις κινήσεις του, απαντώντας τις περισσότερες φορές με τις λέξεις "δεν έχω να πω τίποτε". Στην κατάθεση αυτή ανέφερε πως δεν είχε αυτοκίνητο και όταν ρωτήθηκε αν οδηγούσε οποιοδήποτε άλλο αυτοκίνητο απάντησε "δεν έχω να πω τίποτε". Επιπρόσθετα, ενώ στην πρώτη ανακριτική του κατάθεση όταν ρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που είδε και είχε κάμει έρωτα με την παραπονούμενη, η απάντηση του ήταν "δεν έχω τίποτα να πω" στη δεύτερη συμπληρωματική του κατάθεση (η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίζεται ότι δόθηκε την ίδια ημερομηνία με την πρώτη, ενώ ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δόθηκε την επόμενη μέρα) ο εφεσείων ανέφερε ότι γύρω στις 2.00 το πρωί της προηγούμενης νύκτας ήλθε σε βίαιη σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη (η οποία ήταν βίαιη και ανώμαλη) πάνω σε τραπέζια και στο πάτωμα του καφενείου, ενώ παρακολουθούσαν μαζί μια πορνογραφική ταινία στην τηλεόραση. Τα διάφορα τραύματα που είχαν παρατηρηθεί στο σώμα της παροπονούμενης ήταν τα φυσικά αποτελέσματα της πιο πάνω βίαιης συνουσίας.
(3) Η πρωτόδικη απόφαση.
Το Κακουργιοδικείο αφού αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, αποδέχθηκε την εκδοχή της παραπονουμένης και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες της απαγωγής, βιασμού και επίθεσης μετά πραγματικής σωματικής βλάβης.
Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε ότι σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδικαίου θα έπρεπε λόγω της σεξουαλικής φύσης των αδικημάτων να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που υπάρχουν να καταλήξει σε εύρημα ενοχής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αποφάσισε ότι ήταν ασφαλές να στηριχθεί στη μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς ενίσχυση. Όμως, ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξή του το Κακουργιοδικείο, προχώρησε να σημειώσει ότι τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη στις 9/5/2006, συνιστούσαν πρώτο παράπονο και ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονουμένης μέσα στις σχετικές παραμέτρους της νομολογίας.
(4) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί για διάφορους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Θα εξετάσουμε τους λόγους που έχουν προβληθεί ανάλογα με τη συνάφεια που έχουν μεταξύ τους.
(α) Η αξιολόγηση των διαφόρων μαρτύρων.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης και των μαρτύρων κατηγορίας, κρίνοντας ότι οι αντιφάσεις μεταξύ τους έχουν μολύνει τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί σε βαθμό που η αποδοχή της θα ήταν άδικη. Η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι οι διαφορές μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας καταδεικνύουν ότι ο βιασμός δεν έλαβε χώρα ή εν πάση περιπτώσει οι υποβόσκουσες αμφιβολίες που είναι εύλογες και υπαρκτές θα έπρεπε να οδηγήσουν στην απαλλαγή του εφεσείοντος.
Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε περιληπτικά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν για τις ισχυριζόμενες αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονουμένης και των μαρτύρων κατηγορίας, που θα μπορούσαν σύμφωνα με την Υπεράσπιση να οδηγήσουν στην απόρριψη της μαρτυρίας της παραπονουμένης.
Αναφορικά με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι κατά τη διάρκεια της διάπραξης του αδικήματος του βιασμού ήταν σκοτεινά και η παραπονούμενη δεν μπορούσε να είχε δει τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεση της, όπως για παράδειγμα ότι στον τόπο του βιασμού που έλαβε χώρα σε ένα ακαλλιέργητο χωράφι υπήρχαν θάμνοι και γρασίδι, σημειώνουμε ότι η παραπονούμενη κατέθεσε ότι όταν ξεκίνησαν από τον Κόλπο των Κοραλλίων ήταν σκοτεινά, αλλά όταν έφθασαν στον τόπο του βιασμού υπήρχε φως της ημέρας και ότι ο βιασμός θα έπρεπε να είχε διαπραχθεί, σύμφωνα με την παραπονούμενη, μεταξύ 4.00-5.00 π.μ. Αυτό έρχεται μέχρις ενός σημείου σε αντίθεση με το περιεχόμενο της έκθεσης του Διευθυντή Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (Τ. 25), στην οποία αναφέρεται ότι το λυκαυγές (δηλαδή το χρονικό διάστημα που αρχίζει το πρωί όταν το κέντρο του ηλιακού δίσκου είναι 6° κάτω από τον ορίζοντα και συνεχίζει ως την ανατολή του ήλιου) άρχιζε στις 5.24 το πρωΐ. Δεν αναμένεται ότι η παραπονούμενη θα κατέγραφε την ακριβή ώρα του βιασμού της, αλλά έστω και αν το φως ήταν περιορισμένο, θα μπορούσε να είχε μια εικόνα της περιοχής ακόμα και από το φωτισμό των φώτων του οχήματος στο οποίο επέβαινε ή να αντιλήφθηκε την ύπαρξη χόρτου και θάμνων όταν έφευγαν από την περιοχή. Σημειώνουμε ότι η παραπονούμενη δεν έχει αντεξεταστεί πάνω σε αυτή την πτυχή. Συμπερασματικά κρίνουμε ότι η διαφορά αυτή μεταξύ της κατάθεσης της παραπονουμένης και του περιεχομένου της έκθεσης της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας δεν συνιστά ουσιώδη διαφορά που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη της εκδοχής της.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι εφόσον είχε πάρει το κινητό τηλέφωνο της παραπονουμένης, η τελευταία δεν μπορούσε να είχε τηλεφωνήσει μετά τη διάπραξη του αδικήματος στη φιλενάδα της Μ.Κ.5 Μαρία Χιοβέιν, σημειώνουμε ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη μαρτυρία από ποιο τηλέφωνο είχε τηλεφωνήσει η παραπονούμενη. Η όλη μαρτυρία βασίζεται στα όσα είχε αναφέρει η Μ.Κ. 5 Μαρία Χιοβέιν, η οποία κατέθεσε ότι η παραπονούμενη της είχε τηλεφωνήσει από ένα κινητό τηλέφωνο χωρίς η μάρτυς να προσδιορίσει αν ήταν από το κινητό της παραπονουμένης ή το κινητό κάποιου άλλου προσώπου. Σημειώνεται εδώ η έλλειψη αντεξέτασης της μάρτυρος για τη διευκρίνιση του θέματος.
Η εισήγηση ότι ενώ η παραπονούμενη είχε καταθέσει ότι είχε δαγκάσει τον εφεσείοντα στη γλώσσα και ο Μ.Κ. 6 Σοφοκλής Σοφοκλέους ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα δεν διαπίστωσε κανένα δάγκωμα στη γλώσσα του, δεν υποστηρίζει την εισήγηση της Υπεράσπισης για την ύπαρξη σημαντικής αντίφασης. Όπως φαίνεται και από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο Μ.Κ. 6 ιατροδικαστής Σοφοκλής Σοφοκλέους κατέθεσε ότι του είχαν αναφέρει για ένα δάγκωμα της παραπονουμένης στη γλώσσα του εφεσείοντος. Ο μάρτυς εξέτασε τον εφεσείοντα μετά την πάροδο δύο ημερών και δεν διαπίστωσε την ύπαρξη οποιουδήποτε τραύματος. Όταν του υποβλήθηκε ότι μετά από ένα δυνατό δάγκωμα αναμένεται η εμφάνιση μιας σοβαρής πληγής στη γλώσσα, ο μάρτυς απάντησε ότι αν και ο πόνος από ένα δάγκωμα στο ευαίσθητο όργανο της γλώσσας είναι δεδομένος, εντούτοις δεν αναμένεται ότι οπωσδήποτε θα εμφανιστεί πληγή. Εξαρτάται πάντοτε από την ένταση που αποδίδεται στην έκφραση δυνατό δάγκωμα. Στην παρούσα περίπτωση μετά από ένα δυνατό δάγκωμα ο μάρτυς ανέφερε ότι δεν ανέμενε την ύπαρξη πληγής. Με βάση τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονουμένης και του ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους.
Η Υπεράσπιση εισηγήθηκε επίσης ότι ενώ η παραπονούμενη κατέθεσε ότι τηλεφώνησε στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη και της ανέφερε για το βιασμό, η Ασπασία Κανάκη κατέθεσε ότι η παραπονούμενη της είπε μόνο ότι "την έδερε ο Γιώργος ο Ρουμάνος, ο μάστρος της". Και αυτή η εισήγηση της Υπεράσπισης που βασίζεται στην ύπαρξη αντιφατικών λεπτομερειών στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, είναι ανεδαφική. Και τούτο γιατί η παραπονούμενη επεξήγησε ότι όταν τηλεφώνησε στην Ασπασία Κανάκη, της απάντησε στο τηλέφωνο η μητέρα της η οποία της ανέφερε ότι η Ασπασία εκοιμάτο. Η παραπονούμενη είπε τότε στη μητέρα της να την ξυπνήσει γιατί ήταν επείγον. Η παραπονούμενη ακολούθως είπε στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη ότι κάτι άσχημο είχε συμβεί, ότι ο Ρουμάνος (ο εφεσείων) την "έδερε" και έπρεπε να φύγει γρήγορα από το σπίτι. Δεν της ανέφερε όμως τι είχε γίνει γιατί ήταν "σοκαρισμένη και συγχυσμένη", αλλά της ζήτησε να καλέσει ένα ταξί. Το ταξί που κάλεσε η Ασπασία Κανάκη την μετέφερε στο καφέ Zoop, όπου εκεί την περίμενε η Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη μαζί με τον πατέρα της. Στο καφέ η παραπονούμενη έκλαιε και είπε στην Ασπασία δύο φορές "he fuck me", προσθέτοντας ότι ο εφεσείων της έστριψε το πόδι και τα χέρια και αυτή τον κτύπησε. Ακολούθως η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία. Η παραπονούμενη διευκρίνισε ότι τότε δεν γνώριζε πολύ καλά αγγλικά, δεν ήξερε πώς θα έλεγε τη λέξη βιασμός στα αγγλικά, αλλά ανέφερε στη φιλενάδα της "πώς με γάμησε, της είπα τι έγινε". Σημειώνεται ότι η μάρτυς δεν αντεξετάστηκε πάνω στο πιο πάνω σημείο και η μαρτυρία της παραμένει αναντίλεκτη.
Η εισήγηση ότι η διαφορά στον αριθμό των σεξουαλικών επαφών που είχε η παραπονούμενη (δέκα στην κατάθεση της στην Αστυνομία και περισσότερες των δέκα κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής της), δεν κρίνεται τόσο ουσιώδης ώστε να μπορεί να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της.
Η παραπονούμενη στην κατάθεση της ανέφερε ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον εφεσείοντα το Δεκέμβριο του 2005 και Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2006. Αντίθετα η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι οι σεξουαλικές τους σχέσεις είχαν αρχίσει από το Νοέμβριο του 2005. Η παραπονούμενη αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι είχε αναπτύξει ερωτικές σχέσεις με τον εφεσείοντα το Δεκέμβρη του 2005 μέχρι το Φεβρουάριο του 2006. Αντεξεταζόμενη αν οι σχέσεις αυτές είχαν ξεκινήσει "πολύ πιο προηγουμένως" απάντησε, "Όχι, ξεκίνησαν γύρω στην περίοδο αυτή". Από την πιο πάνω απάντηση αδυνατούμε να αντιληφθούμε ποια είναι η αντίφαση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη της μαρτυρίας της.
Η παραπονούμενη κατέθεσε επίσης ότι στην προσπάθεια της να δραπετεύσει ενώ το αυτοκίνητο βρισκόταν σε κίνηση, είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και τα δάκτυλα του ενός ποδιού της άγγιξαν στο δρόμο χωρίς να τραυματιστεί. Ο εφεσείων της είχε αφαιρέσει προηγουμένως το ένα παπούτσι για να την εμποδίσει να διαφύγει. Η Υπεράσπιση σημειώνει εδώ μια σοβαρή αντίφαση στη μαρτυρία της παραπονουμένης και του Μ.Κ. 6 ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους, ο οποίος δεν είχε διαπιστώσει τραύμα στα πόδια της. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε για την πιο πάνω εισήγηση ότι δεν είχε δοθεί μαρτυρία ποια ήταν η ταχύτητα του αυτοκινήτου, για τον τρόπο με τον οποίο η παραπονούμενη είχε βγάλει το πόδι της από το αυτοκίνητο και πώς πάτησε ή άγγιξε το πόδι στην άσφαλτο. Υιοθετούμε την πιο πάνω προσέγγιση και δεν νομίζουμε ότι αυτό συνιστά στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης.
Η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ένα μήνα μετά την άφιξη της στην Κύπρο ο εφεσείων την απείλησε ότι θα την σκότωνε μαζί με τρεις άλλες κοπέλες, ενώ η Υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι στην Ποινική Υπόθεση αρ. 12758/06 που καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντος, περιέχονταν μόνο κατηγορίες βιαιοπραγίας εναντίον του αν η παραπονούμενη δεν δεχόταν να κάνει έρωτα μαζί του. Ούτε αυτή η εισήγηση μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική αντίφαση που θα μπορούσε να επηρεάσει την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Είναι ορθό ότι το κατηγορητήριο στην πιο πάνω ποινική υπόθεση (Τ. 20) αναφέρεται σε μια κατηγορία εναντίον του εφεσείοντος για απειλή βιαιοπραγίας εναντίον της παραπονουμένης. Η τελευταία αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι ο εφεσείων απείλησε ότι θα την σκότωνε τόσο αυτή όσο και τις άλλες κοπέλες, σε βαθμό που φοβήθηκαν και έφυγαν.
Η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι ενώ η παραπονούμενη κατέθεσε ότι κατάγγειλε μαζί με τη Μ.Κ. 5 Μαρία Χιοβέιν τον εφεσείοντα για απειλές κατά της ζωής τους, η Μαρία Χιοβέιν κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της παραδέχθηκε ότι πήγε στην Αστυνομία για να καταγγείλει τον εφεσείοντα ότι είχε απειλήσει την παραπονούμενη. Τόσο η παραπονούμενη όσο και η Μαρία Χιοβέιν κατήγγειλαν τον εφεσείοντα για απειλές κατά της ζωής τους. Το γεγονός ότι η Μαρία Χιοβέιν κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της δέχθηκε ότι πήγε στην Αστυνομία για να καταγγείλει τον εφεσείοντα ότι είχε απειλήσει την παραπονούμενη, δεν μπορεί να συνιστά ουσιώδη σύγκρουση μεταξύ της μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή για να οδηγήσει στην απόρριψη της μαρτυρίας της παραπονουμένης.
Συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι οι διάφορες εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί αναφορικά με την ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ της παραπονουμένης και των μαρτύρων κατηγορίας είναι ανεδαφικές. Ακόμη και αυτές που υπάρχουν είναι ασήμαντες, σε βαθμό που ειδωμένες τόσο ξεχωριστά όσο και αθροιστικά, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία της, όπως για παράδειγμα ότι ενώ στη γραπτή της κατάθεση στην Αστυνομία ανέφερε ότι είχε εξαναγκασθεί από τον εφεσείοντα σε πεολειχία, ενώ κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της στο Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν του έκαμε στοματικό έρωτα. Επιπρόσθετα δεν έχουμε διαπιστώσει από μια εξέταση των πρακτικών, ότι η παραπονούμενη απέφευγε να απαντήσει στις διάφορες ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, σε μια προσπάθεια αποφυγής δυσάρεστων γι' αυτή επιπτώσεων σε σημαντικές ερωτήσεις, όπως έχει εισηγηθεί η Υπεράσπιση.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ. 5 Μαρίας Χιοβέιν, η οποία περιέχει σοβαρές αντιφάσεις. Η μάρτυς εργαζόταν στο καφενείο του εφεσείοντος στο χωριό Γιόλου χωρίς να έχει αναπτύξει σεξουαλικές σχέσεις μαζί του και ο τελευταίος την έστειλε πίσω στη χώρα της στην Εσθονία επειδή, όπως της είπε, δεν αντιλαμβανόταν την κυπριακή νοοτροπία. Η μάρτυς επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο και εργάστηκε αρχικά σε ξενοδοχείο στην Αγία Νάπα και αργότερα σε διάφορα μπαρς στον Κόλπο των Κοραλλίων στην Πάφο. Πιο συγκεκριμένα η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι ενώ κατά την κυρίως εξέταση της η μάρτυς ανέφερε ότι δεν γνώριζε το τηλέφωνο του εφεσείοντος και δεν του έστειλε κανένα μήνυμα από την Εσθονία, εντούτοις κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της παραδέχθηκε ότι ενώ βρισκόταν στη χώρα της έστελνε μηνύματα (SMS) στον εφεσείοντα, με τα οποία εξέφραζε την επιθυμία της να επιστρέψει στην Κύπρο. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση ότι η μάρτυς κατέθεσε ότι ο εφεσείων απειλούσε την ίδια και τρεις άλλες κοπέλες ενώ κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης όταν ρωτήθηκε αν η ίδια είχε απειληθεί από τον εφεσείοντα απάντησε "Νομίζω όχι" και ότι είχε κάμει την καταγγελία για να προστατεύσει την παραπονούμενη. Σύμφωνα με την Υπεράσπιση, επειδή η μάρτυς διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να εξετάσει τη μαρτυρία της με καχυποψία. Το Κακουργιοδικείο που είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει τη μάρτυρα να καταθέτει, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της λέγοντας ότι "μας εντυπωσίασε ιδιαιτέρως θετικά για την ειλικρίνεια της". Με βάση την πρωτόδικη αξιολόγηση κρίνουμε ότι η εισήγηση της Υπεράσπισης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αναφορικά με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι ο εφεσείων δεν της έστελλε μηνύματα στο κινητό της, παρατηρούμε ότι η εισήγηση είναι αόριστη αφού δεν προκύπτει από την αντεξέταση και αφού αναφέρεται σε άλλη χρονική περίοδο.
Αναφορικά με την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος έχει υποβληθεί ότι αντί το Κακουργιοδικείο να εξετάσει αν η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν αληθοφανής και έπρεπε να τον απαλλάξει, εξέτασε αρχικά και έκρινε τη μαρτυρία της παραπονουμένης ως αληθοφανή και με βάση το εύρημα αυτό, ανατρέποντας το σχετικό βάρος της απόδειξης, κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος. Η εισήγηση αυτή είναι ανεδαφική αφού από το περιεχόμενο της απόφασης δεν μπορεί να εξαχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν απεδέχθη και απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3 ιατρού Τάκη Θεοδοσίου, Γενικού Χειρούργου, μαιευτήρα και ιδιοκτήτη της Ιπποκρατείου κλινικής στην Πάφο στην οποία είχε μεταβεί η παραπονούμενη για να εξεταστεί. Ο πιο πάνω μάρτυς κατέθεσε ότι η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε διακοπή της εγκυμοσύνης της όταν ήταν δέκα περίπου βδομάδων έγκυος. Η παραπονούμενη κατέθεσε ότι από την ερωτική της σχέση με τον εφεσείοντα είχε μείνει έγκυος και αποφάσισε με τη σύμφωνη γνώμη του εφεσείοντος να υποβληθεί σε έκτρωση, η οποία διενεργήθηκε στις 10/12/2005. Ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι η παραπονούμενη έμεινε έγκυος γύρω στα μέσα Οκτωβρίου. Η Υπεράσπιση είχε βασιστεί στη χρονική έκταση της εγκυμοσύνης της παραπονουμένης, για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της αφού αν έλεγε ψέματα για την εγκυμοσύνη της θα μπορούσε να έλεγε ψέματα και για το βιασμό της. Ο Μ.Υ. 3 ιατρός Τάκης Θεοδοσίου που κλήθηκε να καταθέσει για το τι γνώριζε σχετικά με την εγκυμοσύνη της παραπονουμένης, ανέφερε ότι είχε τα σχετικά έγγραφα στην κλινική του και ήταν έτοιμος να τα παρουσιάσει, αναφέροντας και το όνομα του γυναικολόγου με τον οποίο είχαν εξετάσει μαζί την παραπονούμενη πριν από την επέμβαση. Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε ότι ο γιατρός δεν είχε φέρει μαζί του το φάκελο της παραπονουμένης και ότι από μια απλή απόδειξη πληρωμής του ποσού των £160 για απόξεση, ημερομηνίας 16/12/2006, μπορούσε να θυμάται "τόσες λεπτομέρειες στη θέα μιας απόδειξης και του κατηγορούμενου", αποφάνθηκε ότι ο μάρτυς δεν υποστήριξε θετικά τη θέση του εφεσείοντος. Η Υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις η απόρριψη της μαρτυρίας του πιο πάνω μάρτυρος γιατί δεν είχε παρουσιάσει τα σχετικά έγγραφα, ενώ ταυτόχρονα θυμόταν ουσιώδεις λεπτομέρειες χωρίς να κάμνει αναφορά στο φάκελο της υπόθεσης, είναι λανθασμένη. Έχουμε εξετάσει την εισήγηση και δεν έχουμε πεισθεί ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρος. Το Κακουργιοδικείο βρισκόταν στην πλεονεκτική θέση να ακούσει τη μαρτυρία, να παρατηρήσει τη συμπεριφορά του μάρτυρος και να καταλήξει στο συμπέρασμα να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του. Οι λόγοι που έχουν προβληθεί δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης.
Αναφορικά με την κατάθεση της συζύγου του εφεσείοντος Natalja Ostapjuck, η οποία βρισκόταν σε διάσταση με τον εφεσείοντα, υποβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν σχολίασε ως όφειλε τη μαρτυρία της, ιδιαίτερα πότε άρχισε η ερωτική σχέση του εφεσείοντος με την παραπονούμενη, που ενίσχυε τη θέση του εφεσείοντος ότι η ερωτική του σχέση με την παραπονούμενη άρχισε γύρω στο τέλος Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου του 2005. Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί και έχει γίνει αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο φαίνεται ότι η παραπονούμενη έφθασε στην Κύπρο στις 12/8/2005 και ανέπτυξε ερωτικές σχέσεις με τον εφεσείοντα γύρω στο τέλος Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου του 2005. Η εν διαστάσει σύζυγος του εφεσείοντος κατέθεσε ότι έφυγε από το οικογενειακό σπίτι στις 2/11/2005 γιατί ο εφεσείων γύριζε στο σπίτι γύρω στις 5.00 - 6.00 το πρωί και η μάρτυς εύρισκε στο τηλέφωνο του μηνύματα ερωτικού περιεχομένου στην αγγλική γλώσσα ως "Can I see you; I miss you και I love you". Η μάρτυς αφού συζήτησε το θέμα μαζί με τον εφεσείοντα εγκατέλειψε το οικογενειακό σπίτι και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα στην Πάφο μαζί με τη μητέρα της και το παιδί που είχε αποκτήσει με τον εφεσείοντα, ηλικίας τότε 6 χρόνων. Είναι ορθό ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της εν διαστάσει συζύγου του εφεσείοντος, πάνω στην οποία ο εφεσείων στηρίχθηκε για να ενισχύσει την εισήγηση του ότι οι ερωτικές σχέσεις του με την παραπονούμενη άρχισαν τον Αύγουστο ή αρχές Σεπτεμβρίου του 2005. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι εφόσον η παραπονούμενη εψεύδετο όσον αφορά την απαρχή της ερωτικής της σχέσης με τον εφεσείοντα, γιατί να μην εψεύδετο και όσον αφορά τον ισχυριζόμενο βιασμό της. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Κακουργιοδικείο είχε προβεί στην αξιολόγηση του όσον αφορά την αξιοπιστία της παραπονουμένης και του εφεσείοντος και κατέληξε στην αποδοχή της εκδοχής της παραπονουμένης, απορρίπτοντας εκείνη του εφεσείοντος. Έστω και αν η εισήγηση του εφεσείοντος ότι οι ερωτικές του σχέσεις με την παραπονούμενη είχαν αρχίσει τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 2005 γινόταν αποδεκτή, δεν θα μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία της παραπονουμένης αφού το πιο πάνω στοιχείο δεν συνιστούσε παρά μια μικρή λεπτομέρεια μέσα στη συνολική εικόνα της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω σημειώνουμε ότι αν και η μάρτυς κατέθεσε ότι τα μηνύματα που έστελλε η παραπονούμενη στον εφεσείοντα ήταν προς το τέλος Αυγούστου - αρχές Σεπτεμβρίου, η ίδια παραδέχθηκε πως δεν "θυμόταν ακριβώς" πότε στέλλονταν τα πιο πάνω μηνύματα.
Η εισήγηση της Υπεράσπισης ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της κατάθεσης της παραπονουμένης στην εσθονική γλώσσα και της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το θέμα δεν ηγέρθη πρωτοδίκως, ουδείς μάρτυς αντεξετάστηκε επί τούτου και οι γραπτές καταθέσεις παρουσιάστηκαν και κατέστησαν τεκμήρια.
Αναφορικά με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα πρωτόδικα δικαστήρια έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ επανάληψη. Σημειώνεται συνοπτικά η υποχρέωση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του και να προβαίνει σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα, έτσι ώστε η απόφασή του να περιλαμβάνει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να αξιολογήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Στην παρούσα περίπτωση η προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί ήταν ορθή και δεν έχουμε διαπιστώσει σφάλματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
(β) Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να αποδεχθεί όπως η Μ.Κ. 5 Μαρία Χιοβέιν καταθέσει στο Δικαστήριο.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο δέχθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως η Μαρία Χιοβέιν (με την οποία ο εφεσείων διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και το όνομα της οποίας δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής), καταθέσει ως μάρτυς κατηγορίας χωρίς να δώσει αντίγραφο της κατάθεση της στην Υπεράσπιση. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι έτσι είχαν επηρεαστεί τα βασικά του δικαιώματα αφού η έλλειψη γνώσης του περιεχομένου της κατάθεσης της πιο πάνω μάρτυρος κατέλαβε την Υπεράσπιση απροετοίμαστη και ο εφεσείων αποστερήθηκε του δικαιώματος να αντεξετάσει την παραπονούμενη και τους μάρτυρες που είχαν ήδη καταθέσει σχετικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 5 Μαρίας Χιοβέιν.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Είναι ορθό ότι το όνομα της Μ.Κ. 5 Μαρίας Χιοβέιν δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και η πιο πάνω δεν είχε δώσει προηγουμένως κατάθεση στην Αστυνομία. Το θέμα προέκυψε, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, μετά την υποβολή του δικηγόρου του εφεσείοντος στην παραπονούμενη ότι η σχέση μεταξύ τους διακόπηκε όταν η παραπονούμενη πληροφορήθηκε από τη Μ.Κ. 5 Μαρία Χιοβέιν ότι αυτή (η Μαρία Χιοβέιν) διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον εφεσείοντα και έτσι η θέση της παραπονουμένης ότι είχε καταστεί θύμα βιασμού ήταν το αποτέλεσμα δικού της σχεδιασμού για να εκδικηθεί τον εφεσείοντα λόγω ζηλοτυπίας. Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε ότι αντίγραφο της ειδοποίησης κλήσης της μάρτυρος για να καταθέσει, ότι γνώριζε τόσο την παραπονούμενη όσο και τον εφεσείοντα και για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του βιασμού, δόθηκε στην Υπεράσπιση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ενέκρινε την κλήση της μάρτυρος.
Έχοντας υπόψη ότι η εμπλοκή της μάρτυρος προέκυψε από την αντεξέταση της παραπονουμένης πάνω σε ουσιώδη θέματα που άπτονταν της αξιοπιστίας της παραπονουμένης, ότι η αντεξέταση της μάρτυρος αυτής περιορίστηκε στα όσα προέκυψαν από την αντεξέταση της παραπονουμένης εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντος και ότι η Υπεράσπιση θα μπορούσε να είχε ζητήσει μια αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας για να προετοιμαστεί για την αντεξέταση της μάρτυρος, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν παραβιαστεί τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος και ότι η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση ήταν ορθή. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(γ) Η αξιολόγηση του πρώτου παραπόνου της παραπονουμένης ήταν λανθασμένη.
Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι μετά τη διάπραξη των αδικημάτων η παραπονούμενη τηλεφώνησε στο σπίτι που διέμενε η φιλενάδα της Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη γύρω στις 5.30 το πρωϊ. Το τηλεφώνημα το πήρε η μητέρα της, η οποία πληροφόρησε την παραπονούμενη ότι η Ασπασία κοιμόταν. Η παραπονούμενη της ζήτησε να την ξυπνήσει λέγοντάς της ότι κάτι πολύ άσχημο είχε συμβεί, ότι ο Ρουμάνος (εφεσείων) την κτύπησε χωρίς να της πει τι ακριβώς είχε γίνει και ότι έπρεπε να φύγει από εκεί πολύ γρήγορα προτού έλθει ο εφεσείων, ζητώντας της να καλέσει ένα ταξί. Η μητέρα της Ασπασίας Κανάκη την ξύπνησε και της έδωσε το τηλέφωνο. Η Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη κατέθεσε ότι όταν η μητέρα της την ξύπνησε και της έδωσε το τηλέφωνο, άκουσε την παραπονούμενη να κλαίει και να της λέει ότι την έδειρε ο Γιώργος ο Ρουμάνος, ο οποίος ήταν και πρώην εργοδότης της και της ζήτησε να καλέσει ταξί για να φύγει από το σπίτι, γιατί φοβόταν ότι θα επέστρεφε ο εφεσείων. Ακολούθως, όταν η παραπονούμενη μετέβη ευθύς αμέσως με ταξί και συνάντησε τη μάρτυρα στο καφέ Zoop, η παραπονούμενη της είπε "he fuck me" δύο φορές και άρχισε να κλαίει. Η μάρτυς προσπάθησε να ηρεμήσει την παραπονούμενη αγκαλιάζοντας της, αλλά αυτή δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις αποδοχής μιας δήλωσης ως πρώτου παραπόνου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9 και αφού σημείωσε ότι στην Κύπρο το πρώτο παράπονο μπορεί να θεωρηθεί και ως ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονουμένης, αποφάνθηκε ότι το πρώτο παράπονο είναι αυτό που είχε γίνει στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη. Και τούτο γιατί η Ασπασία Κανάκη μιλούσε ελληνικά (σε αντίθεση με τη Μαρία Χιοβέιν που ήλθε στην Κύπρο λίγες μέρες πριν), κατοικούσε στο ίδιο χωριό και μπορούσε να την βοηθήσει να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία.
Η Υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι το παράπονο στην Ασπασία Κανάκη (ότι δηλαδή ο εφεσείων ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί με την παραπονούμενη) δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτό ως πρώτο παράπονο, αλλά αντίθετα αποδεκτό ως πρώτο παράπονο θα έπρεπε να είχε γίνει το παράπονο στη μητέρα της μάρτυρος (ότι δηλαδή ο εφεσείων την έδειρε). Επιπρόσθετα το πρώτο παράπονο θα ήταν φυσικό να είχε γίνει στη φιλενάδα της παραπονουμένης Μ.Κ. 5 Μαρία Χιοβέιν, με την οποία εργάστηκε μαζί στο καφενείο του εφεσείοντος και με την οποία μιλούσε την ίδια μητρική γλώσσα. Η Υπεράσπιση αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αποδοχή ως πρώτου παραπόνου τη δήλωση της παραπονουμένης στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη, αφού η μεν παραπονούμενη διέμενε στο χωριό Γιόλου και η Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη στο Νέο Χωριό. Η αξιολόγηση του πρώτου παραπόνου ήταν σύμφωνα με την Υπεράσπιση αυθαίρετη, λανθασμένη και νομικά αστήρικτη.
Η αποδοχή ενός παραπόνου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, προϋποθέτει ότι,
(i) Το παράπονο ή η δήλωση έγινε αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος και
(ii) Το παράπονο πρέπει να έγινε προς το πρόσωπο ή πρόσωπα στο οποίο ή στα οποία ο παραπονούμενος μίλησε μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ή τα πρόσωπα τα οποία το Δικαστήριο φρονεί ότι ήταν φυσικό να προβεί σε δήλωση ή παράπονο σχετικά με το αδίκημα. (Βλ. R. v. Votsis, 19 C.L.R. 306, Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (1961) C.L.R. 57, R. v. Mehmet, 8 C.L.R. 78 και Sutton v. King, 5 C.L.R. 47).
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση που έχει υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της δήλωσης της παραπονουμένης στη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη ως πρώτο παράπονο ήταν ορθή. Ανεξάρτητα από το ότι η παραπονούμενη διέμενε στο χωριό Γιόλου και η Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη στο Νέο Χωριό και ότι η σχέση τους δεν ήταν πολύ στενή, εντούτοις το γεγονός ότι εργάστηκαν και οι δύο μαζί για ένα χρονικό διάστημα στο καφενείο του εφεσείοντος στο χωριό Γιόλου και ότι διέμεναν και οι δύο σε κοντινά μεταξύ τους χωριά, καθιστούσε τη Μ.Κ. 9 Ασπασία Κανάκη ως πρόσωπο στο οποίο θα ήταν φυσικό για την παραπονούμενη να στραφεί σε ώρα ανάγκης. Σημειώνουμε ότι η παραπονούμενη μετά το βιασμό της μετακόμισε και διέμενε στο σπίτι της φιλενάδας της Ασπασίας Κανάκη. Η πρώτη δήλωση της παραπονουμένης στη μητέρα της Ασπασίας Κανάκη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως το πρώτο παράπονο, γιατί η μητέρα της Ασπασίας Κανάκη δεν ήταν το πρόσωπο στο οποίο θα ήταν φυσικό να γίνει το παράπονο. Η μητέρα της Ασπασίας Κανάκη απλά παρεμβλήθηκε στην προσπάθεια της παραπονουμένης να επικοινωνήσει με τη φιλενάδα της. Το ότι δε το πρώτο παράπονο άρχισε με το τηλεφώνημα και συμπληρώθηκε στο καφέ Zoop δεν επηρεάζει την αποδοχή του. Δεν αναμενόταν από την παραπονούμενη να αφηγηθεί από το τηλέφωνο στη φιλενάδα της τα όσα είχαν διαδραματιστεί, αφού ήταν συγχυσμένη και βιαζόταν να φύγει προτού έλθει ο εφεσείων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι η πρωτόδικη προσέγγιση όσον αφορά το πρώτο παράπονο είναι ορθή. Ανεξάρτητα από το πιο πάνω συμπέρασμα σημειώνουμε ότι το ερώτημα ποιο υπήρξε το πρώτο παράπονο καθίσταται ακαδημαϊκής σημασίας, αφού το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι μπορούσε να ενεργήσει και ενήργησε βασιζόμενο πάνω στη μαρτυρία της παραπονουμένης, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, συμπέρασμα το οποίο συμμεριζόμαστε.
(δ) Το Κακουργιοδικείο προέβαινε σε ανεπίτρεπτες και πιεστικές επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της δίκης.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι οι επεμβάσεις του Κακουργιοδικείου κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης μαρτύρων κατέληγαν σε καθοδήγηση των μαρτύρων, ότι το Κακουργιοδικείο περιόριζε το χρόνο της αντεξέτασης μαρτύρων σε βαθμό που επηρέαζε τον ειρμό και τη συνέχεια της σκέψης του δικηγόρου της Υπεράσπισης, ότι απαγόρευε αδικαιολόγητα και σταματούσε ερωτήσεις χωρίς καμιά αιτιολογία και ότι είχε επέμβει και προειδοποιήσει τον ιατρό Θεοδοσίου (Μ.Υ. 3) ότι πιθανό να ενοχοποιούσε τον εαυτό του αν προχωρούσε να καταθέσει για τον τερματισμό της εγκυμοσύνης της παραπονουμένης.
Οι προεκτάσεις της αντεξέτασης έχουν εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (1962) 2 C.L.R. 52, στην οποία ο Δικαστής Ιωσηφίδης υιοθέτησε το απόσπασμα του Δικαστή Lord Wright στην απόφαση Aphrodite N. Vasiliades ν. Artemis N. Vasiliades and Another, 18 C.L.R. 10,
"Now cross-examination of the most important processes for the elucidation of the facts of a case an all reasonable latitude should be allowed, but the Judge has always a discretion as to how far it may go or how long it may continue. A fair and reasonable exercise of his discretion by the Judge will not generally be questioned by an Appellate Court."
Σε μετάφραση,
"Η αντεξέταση είναι ένας από τους πιο σπουδαίους μηχανισμούς για την εξακρίβωση των γεγονότων μιας υπόθεσης και κάθε λογική ελευθερία πρέπει να επιτρέπεται, αλλά ο Δικαστής έχει πάντα τη διακριτική εξουσία να καθορίζει ως πού μπορεί να φθάσει και για πόσο χρόνο μπορεί να διαρκέσει. Αν η διακριτική εξουσία του Δικαστή ασκηθεί δίκαια και λογικά, το Εφετείο δεν θα επέμβει."
Έχουμε εξετάσει τις διάφορες εισηγήσεις που υποβλήθηκαν με τη συγκεκριμένη αναφορά του δικηγόρου της Υπεράσπισης στις διάφορες σελίδες των πρακτικών και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι ανεδαφικές.
Για τις επεμβάσεις του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας που κατέληγαν σε καθοδήγηση τους δεν μας έχει υποδειχθεί συγκεκριμένη αναφορά που θα μπορούσε να τεκμηριώσει την εισήγηση. Αντίθετα από μια μελέτη της κατάθεσης των μαρτύρων κατηγορίας δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε τέτοιο συμπέρασμα.
Αναφορικά με τον περιορισμό της αντεξέτασης που επηρέασε τον ειρμό της σκέψης του δικηγόρου του εφεσείοντος, δεν διαπιστώσαμε ότι υπήρξαν τέτοιας μορφής και έκτασης επεμβάσεις που θα μπορούσαν να είχαν το υποδεικνυόμενο αποτέλεσμα. Παραθέτουμε πιο κάτω τα όσα είχαν διαμειφθεί στο Δικαστήριο, πάνω στα οποία στηρίζεται η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος:
"Δικαστήριο: Απλώς να σας πούμε ότι η ώρα είναι 12.30 μ.μ., αντεξετάζετε από χθες, αντεξετάζετε σήμερα από τις 9.30 π.μ. περίπου και θα πρέπει περίπου σε μισή ώρα να ολοκληρώσετε.
κ. Γεωργίου: Σας λέω ότι έχω πάρα πολλή ώρα.
Δικαστήριο: Σας λέμε ότι πρέπει να ολοκληρώσετε όταν θα περάσει η μισή ώρα θα πρέπει να διακόψουμε.
κ. Γεωργίου: Αν είναι να με κάνετε να νοιώθω, μου τα έχετε πει και είναι καταγραμμένα.
Δικαστήριο: Σας είπαμε αυτά που έχουμε να σας πούμε, από εκεί και πέρα δεν θα μας πείτε τι θα κάνουμε στη συνέχεια, εσείς θα κάνετε ότι νομίζετε.
κ. Γεωργίου: Εγώ θα προσπαθήσω να ακούσω την υπόδειξη σας από εκεί και πέρα .. η αντεξέταση είναι υποχρέωση και καθήκον μου, αν νοιώσω ότι δεν μπορώ να υπερασπίσω τον πελάτη μου, τότε θα πω ότι δεν μπορώ να το κάμω άρα ...
Δικαστήριο: Σας παρακαλώ συνεχίστε την αντεξέταση σας."
Από τα σχετικά πρακτικά φαίνεται ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντος αντεξέταζε την παραπονούμενη καθόλη τη διάρκεια της προηγούμενης μέρας και όλο το πρωϊ της επόμενης μέρας και τα πρακτικά της αντεξέτασης καλύπτουν 57 σελίδες. Η πιο πάνω παρέμβαση του Κακουργιοδικείου δεν ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος της αντεξέτασης, αλλά με προτροπή συμπλήρωσης της μέσα σε περίπου 30 λεπτά. Αν ληφθεί υπόψη ότι η αντεξέταση της μάρτυρος είχε διαρκέσει συνολικά 1½ περίπου μέρες και ότι ο συνήγορος του εφεσείοντος έκλεισε την αντεξέταση λέγοντας "Δεν έχω τίποτε άλλο. Ευχαριστώ για την υπομονή σας", χωρίς να δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπερασπίσει τον πελάτη του, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς είχε ασκηθεί πίεση που επηρέασε δυσμενώς τον ειρμό και τη συνέχεια της σκέψης του δικηγόρου της Υπεράσπισης.
Εξίσου απαράδεκτος είναι και ο γενικός ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο "απαγόρευε και σταματούσε αδικαιολόγητα ερωτήσεις χωρίς να έχει γίνει ένσταση και χωρίς καμιά αιτιολογία της απαγόρευσης της ερώτησης". Δεν έχει υποβληθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά που ενισχύει την πιο πάνω εισήγηση, η οποία τοιουτοτρόπως παρέμεινε έωλη.
(ε) Εσφαλμένη απόρριψη ενστάσεων της Υπεράσπισης.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο απέρριψε αναιτιολόγητα ενστάσεις της Υπεράσπισης, ενώ αντίθετα αποδέχθηκε ενστάσεις της Κατηγορούσας Αρχής.
Δεν έχουν προβληθεί συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την πιο πάνω εισήγηση και ο αόριστος αυτός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.