ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 457

3 Ioυλίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΙΕΛΕΠΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 153/2007)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333 (β), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσείων, Πρόεδρος επιτροπής δημοσίου οργάνου, αλλοίωσε το βιβλίο συνεδριάσεων των μελών της επιτροπής, χωρίς εξουσία, έτσι ώστε αυτό να συνάδει με πλαστό πρακτικό των συνεδριάσεων το οποίο κατήρτισε προηγουμένως ― Ποία είναι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πλαστογραφίας ― Σημασία της «πρόθεσης καταδολίευσης» σε σχέση με το Άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα ― Ακύρωση καταδίκης, κατά πλειοψηφία.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο εκτέλεσης καθηκόντων λειτουργών οι οποίοι κατέχουν δημόσια θέση.

Ο εφεσείων, Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρέθηκε ένοχος για πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(β), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή. Αντιμετώπιζε επίσης κατηγορία (πρώτη κατηγορία) για καταρτισμό εγγράφου χωρίς εξουσία ή δικαιολογία κατά παράβαση των Άρθρων 343 (α) και 29 του Ποινικού Κώδικα στην οποία αθωώθηκε και απαλλάχθηκε χωρίς να κληθεί σε απολογία.

Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε πως ο εφεσείων, αφού κατήρτισε το πλαστό έγγραφο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή τα πρακτικά υποτιθέμενης συνεδρίας της ΕΠΑ ημερ. 18.8.04 ενώ γνώριζε ότι τέτοια συνεδρία δεν πραγματοποιήθηκε, προχώρησε στην αλλοίωση του βιβλίου των παρουσιών των μελών της ΕΠΑ που αναφέρεται στη δεύτερη κατηγορία έτσι ώστε αυτό να συνάδει με το πλαστό πρακτικό με σκοπό καταδολίευσης, ότι όντως πραγματοποιήθηκε η συνεδρία.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι ενήργησε καλόπιστα. Στην κατάθεσή του ανέφερε ότι είχε την εντύπωση ότι η συνεδρία της ΕΠΑ έγινε στις 18.8.04 και γι' αυτό έδωσε οδηγίες να ετοιμαστεί σχετικό πρακτικό με αυτή την ημερομηνία. Ενόψει τούτου, θεώρησε αναγκαία τη διόρθωση της ημερομηνίας και στο βιβλίο παρουσιών δηλαδή από 26.08.04 να γίνει 18.8.04 γιατί αν έμενε στο βιβλίο παρουσιών η ημερομηνία 26.8.04 και υπήρχε το πρακτικό με ημερομηνία 18.8.04 θα προκαλείτο ενδεχομένως σύγχυση με πιθανότητα να πληρωθούν τα μέλη της ΕΠΑ δύο φορές για παρουσία σε συνεδρίες αντί μια φορά όπως ήταν και η πραγματικότητα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

Στις 12.8.2004 η ΕΠΑ κήρυξε άκυρη τη συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) και της Lumier TV Ltd (LTV), καθώς και τη συμφωνία μεταξύ της ΚΟΠ και των ποδοσφαιρικών σωματείων για από κοινού εκμετάλλευση δικαιωμάτων από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες λόγω παραβίασης του Άρθρου 4 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (Ν.207/89).

Στις 17.8.2004, η ΚΟΠ και η LTV υπέβαλαν δυνάμει του Άρθρου 18(1) του νόμου αίτηση για αρνητική πιστοποίηση και ατομική εξαίρεση από τις διατάξεις του Άρθρου 4. Σύνοψη της αίτησης αυτής δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20.8.2004. Σε αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΠΑ αποφάσισε σε συνεδρία της ημερ. 18.8.2004 να προχωρήσει σε δημοσίευση σύνοψης των αιτήσεων δυνάμει του σχετικού νόμου.

Ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ υπέβαλε ένσταση στις πιο πάνω αιτήσεις. Η ΕΠΑ, μετά από ακροαματική διαδικασία, εξέδωσε απόφαση στις 28.9.2004 με την οποία αποδέχθηκε τις αιτήσεις και παραχώρησε προς την ΚΟΠ και την LTV διατάγματα ατομικής εξαίρεσης. Στην πιο πάνω απόφαση, γίνεται αναφορά σε συνεδρία της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004 στην οποία φαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΠΑ έδωσε οδηγίες όπως δημοσιευθεί σύνοψη των αιτήσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Είναι όμως κοινά παραδεκτό ότι τέτοια συνεδρία δεν έγινε ποτέ και ότι ο εφεσείων κατήρτισε σχετικό πρακτικό και το υπέγραψε ως Πρόεδρος της ΕΠΑ χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ο εφεσείων, έδωσε οδηγίες σε δύο υπαλλήλους της ΕΠΑ να αλλάξουν στο βιβλίο παρουσιών των μελών της Επιτροπής την ημερομηνία συνεδρίας της ΕΠΑ από 26.8.2004 σε 18.8.2004 και την ημέρα «Πέμπτη» σε «Τετάρτη».

Αν και η τήρηση του βιβλίου παρουσιών δεν προβλέπεται από το νόμο, εν τούτοις, μέσω των καταχωρήσεων που γίνονταν σ' αυτό, μπορούσε κάποιος να βεβαιωθεί αν έγινε συνεδρία σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ποια μέλη ήταν παρόντα. Εξαιτίας του ψευδούς γεγονότος που εμφανίζεται στο βιβλίο και αφορά σε συνεδρία της ΕΠΑ ημερ.18.8.2004, που στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ, μπορούσε να εξαπατηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο ερχόταν σε επαφή με το βιβλίο αυτό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο η αλλοίωση στο πρακτικό όσο και η αλλοίωση στο βιβλίο παρουσιών, έγιναν για να δικαιολογείται ότι πραγματοποιήθηκε συνεδρία πριν τη δημοσίευση της σύνοψης της αίτησης στην Επίσημη Εφημερίδα, η διεξαγωγή της οποίας εθεωρείτο αναγκαία από τον εφεσείοντα για σκοπούς εξουσιοδότησης της δημοσίευσης κλπ. Η συνεδρία όμως αυτή ουδέποτε έγινε.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Αρτεμίδη, Π., συμφωνούντος και του Χατζηχαμπή, Δ.:

Η ΕΠΑ είναι διοικητικό όργανο και λειτουργεί βάσει του νόμου ο οποίος τη συνέστησε. Σε κάθε συνεδρίασή της καταγράφονται τα ονόματα των παρόντων μελών και των απόντων μελών, καθώς και ο λόγος απουσίας τους, αν δόθηκε. Ακολουθεί η καταγραφή στο πρακτικό των διαμειφθέντων κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Το πρακτικό αυτό κυκλοφορεί μεταξύ των μελών της ΕΠΑ, για να εγκριθεί σε επόμενη συνεδρίαση το περιεχόμενό του και για να υπογραφεί από τον Πρόεδρο με ειδική αναφορά πως τα πρακτικά εγκρίθηκαν από τα μέλη της ΕΠΑ. Αυτό είναι το επίσημο πρακτικό, και μόνο από αυτό αντλεί ο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος την επίσημη πληροφόρηση ως προς το πότε έγινε μια συνεδρίαση, ποία μέλη ήσαν παρόντα ή απόντα, ώστε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία για οτιδήποτε δυνατό να αφορά σε υπόθεση που ενδιαφέρεται. Το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιών με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς επιβεβαίωση ή διάψευση του επίσημου πρακτικού της συνεδρίασης. Ελλείπει επομένως, και εξ αντικειμένου, το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της κατηγορίας της πλαστογραφίας εγγράφου, ήτοι η πρόθεση καταδολίευσης.

Β. Υπό Κραμβή, Δ.:

1. Με την αλλοίωση της ημέρας και της ημερομηνίας στο βιβλίο παρουσιών ο εφεσείων θέλησε να παρουσιάσει ένα γεγονός ως αληθινό ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Η πράξη αυτή του εφεσείοντος αναμφίβολα συνιστά πλαστογραφία με ευδιάκριτο το στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης στην έννοια του νόμου. Ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων πλαστογράφησε το βιβλίο παρουσιών δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες αλλοιώσεις έγιναν προς εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού δηλαδή να ταυτιστούν οι αντιστοίχως εμφανιζόμενες στα έγγραφα ημέρες και ημερομηνίες ώστε και τα δύο έγγραφα να επιβεβαιώνουν ότι στις 18.8.04 ημέρα Τετάρτη πραγματοποιήθηκε συνεδρία της ΕΠΑ κατά την οποία αποφασίστηκε, σύμφωνα με το πρακτικό, η δημοσίευση των αιτήσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

2.  Η πράξη του εφεσείοντος ήταν δυνατό να βλάψει οποιοδήποτε πρόσωπο ενδιαφερόταν να πληροφορηθεί για οτιδήποτε σχετιζόταν με τη δημοσίευση των αιτήσεων, ασχέτως αν η βλάβη που ενδεχομένως θα προέκυπτε θα ήταν οικονομική ή υπό μορφή επηρεασμού δικαιωμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ είχε ενδιαφέρον στην υπόθεση και η πλαστογραφία του βιβλίου τον καθιστούσε πιθανό θύμα της καταδολίευσης.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία.

Παρατήρηση Εφετείου: Ο εφεσείων αθωώθηκε μεν στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αλλά η συγκεκριμένη ενέργειά του δεν συνάδει με τον τίμιο και ορθό τρόπο που ένας λειτουργός που κατέχει τέτοια θέση, αναμένεται να εκτελεί τα καθήκοντά του.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγιώτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 10866/05), ημερομηνίας 19/6/07 και 25/6/07.

Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τον Eφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσω εγώ. Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής. Ο Δικαστής Α. Κραμβής θα εκδώσει τη δική του απόφαση.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Μολονότι, έχω ετοιμάσει την απόφαση της πλειοψηφίας, εντούτοις, ο δικαστής Κραμβής, ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο άγεται, να απορρίψει δηλαδή την έφεση, ετοίμασε την απόφαση του η οποία είναι λεπτομερής ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης και εμπεριστατωμένη αναφορικά με τη νομική πτυχή. Συμφωνούμε με την απόφαση του αδελφού δικαστή Κραμβή και στα δύο πιο πάνω στοιχεία της υπόθεσης. Διαφωνούμε όμως ως προς ένα σημείο, ουσιαστικό στην υπόθεση, το οποίο αφορά στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία κρίθηκε πρωτοδίκως ένοχος ο εφεσείων. Το θέμα αφορά το βιβλίο παρουσιών το οποίο ετηρείτο στα γραφεία της ΕΠΑ μετά τις οδηγίες του ίδιου του εφεσείοντος. Σ' αυτό το βιβλίο, που ήταν ένα απλό τετράδιο, καταχωρούνταν ιδιογράφως τα ονόματα των μελών της ΕΠΑ που ήσαν παρόντα σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις της. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το βιβλίο αυτό εκρατείτο για να ελέγχεται η αποζημίωση που καταβάλλεται από το δημόσιο στα μέλη της Επιτροπής ανάλογα με την παρουσία τους στις συνεδριάσεις. Παραδέχθηκε πως αλλοίωσε στο βιβλίο αυτό την ημερομηνία, που στην πραγματικότητα έγινε συνεδρίαση, δηλαδή 26.8.2004, μετατρέποντας την σε 18.8.2004. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε ενώπιον του, πως ο σκοπός της αλλοίωσης αυτής ήταν για να συνάδει με την αλλοίωση στην οποία προέβη ο εφεσείων στο πρακτικό της συνεδρίασης της ΕΠΑ, που έγινε στις 26.8.2004, μετατρέποντας την ημερομηνία σε 18.8.2004, που σ' αυτή την τελευταία ημερομηνία, ομολογουμένως, δεν έγινε συνεδρίαση. Το Δικαστήριο έκρινε πως οι αλλοιώσεις έγιναν ώστε να φαίνεται πως προηγήθηκε απόφαση της ΕΠΑ για τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της σύνοψης της αίτησης αναφορικά με την αίτηση για αρνητική πιστοποίηση και ατομική εξαίρεση από τις διατάξεις του Άρθρου 4 του οικείου Νόμου.  Ο εφεσείων υποστήριξε πως ενήργησε καλόπιστα. Είχε την εσφαλμένη εντύπωση πως η συνεδρίαση έγινε πράγματι στις 18.8.2004 και όχι στις 26. Και γι' αυτό προέβη στις επίμαχες αλλοιώσεις.  Δεν πρόκειται βεβαίως να ανατρέψουμε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού, οι οποίες ήσαν το αποτέλεσμα της κρίσης του αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του.

Η διαφωνία μας με τον πρωτόδικο Δικαστή είναι που θεώρησε πως το βιβλίο παρουσιών, μολονότι δεν προβλέπεται η τήρηση του από το Νόμο, αποτελούσε εντούτοις ένα έγγραφο στο οποίο περιείχοντο πληροφορίες, αναφορικά με την παρουσία των μελών στις συνεδριάσεις της ΕΠΑ, και επομένως θα μπορούσε κάποιος που ενδιαφερόταν να διαπιστώσει πότε έγινε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση και ποία μέλη ήσαν παρόντα.

Η ΕΠΑ είναι διοικητικό όργανο, η οποία λειτουργεί όπως κάθε επιτροπή δημοσίου οργάνου, βάσει του Νόμου ο οποίος τη συνέστησε. Είναι πάγια, και καθιερωμένη η διαδικασία που ακολουθείται στις συνεδριάσεις των θεσμοθετημένων οργάνων. Σε κάθε συνεδρίαση καταγράφονται τα  ονόματα των μελών που είναι παρόντα και αυτών που είναι απόντα, καθώς  και ο λόγος της απουσίας τους, αν δόθηκε. Ακολουθεί βεβαίως η καταγραφή στο πρακτικό των διαμειφθέντων κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Το πρακτικό αυτό κυκλοφορεί μεταξύ των μελών της επιτροπής, για να εγκριθεί σε επόμενη συνεδρίαση το περιεχόμενο του και για να υπογραφεί από τον Πρόεδρο. με ειδική αναφορά πως τα πρακτικά εγκρίθηκαν από τα μέλη της Επιτροπής. Αυτό είναι το επίσημο πρακτικό, και μόνο από αυτό αντλεί ο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος την επίσημη πληροφόρηση ως προς το πότε έγινε μια συνεδρίαση, ποία μέλη ήσαν παρόντα ή απόντα, ώστε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία για οτιδήποτε δυνατό να αφορά σε υπόθεση που ενδιαφέρεται. Το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιών με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς επιβεβαίωση ή διάψευση του επίσημου πρακτικού της συνεδρίασης. Θα ήταν δυνατό π.χ. σ' αυτό το βιβλίο να καταχωρούνταν οι καφέδες και τα αναψυκτικά που σε συγκεκριμένη ημέρα παρήγγειλαν τα μέλη της ΕΠΑ στην καντίνα. Και αυτή η καταχώρηση με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διαψευσθεί ή βεβαιωθεί το επίσημο πρακτικό των συνεδριάσεων, το οποίο κρατείται όπως εξηγήσαμε πιο πάνω. Ελλείπει επομένως, και εξ αντικειμένου, η πρόθεση καταδολίευσης, απαραίτητο συστατικό στοιχείο της κατηγορίας της πλαστογραφίας εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(β), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα.

Είναι λοιπόν η κατάληξη μας πως η καταδίκη του εφεσείοντος στη δεύτερη κατηγορία είναι εσφαλμένη και πρέπει να παραμεριστεί.

Να μας επιτραπεί να τελειώσουμε με το πιο κάτω σχόλιο. Η σοβαρή και ορθή κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν η πρώτη. Στις λεπτομέρειες της κατηγορίας αυτής, αχρείαστα κατά τη γνώμη μας, αναφέρθηκε πως ο σκοπός της πλαστογραφίας ήταν για να καταδολιευθούν τα μέλη της ΕΠΑ. Έστω όμως και με αυτή τη λεπτομέρεια το Δικαστήριο θα μπορούσε να διατάξει την τροποποίηση της κατηγορίας και να βρει ένοχο τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εντούτοις, έκρινε πως η γραμμή της υπεράσπισης είχε καθοριστεί στη βάση των λεπτομερειών της κατηγορίας, και ως εκ τούτου έκρινε άδικο να προχωρήσει στην τροποποίηση της κατηγορίας για να οδηγηθεί στην καταδίκη του εφεσείοντος. Δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με την επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λειτουργήσει επιεικώς υπέρ του εφεσείοντος.

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε πως η έφεση πρέπει να επιτύχει. Η καταδίκη του εφεσείοντος στη δεύτερη κατηγορία παραμερίζεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και στην κατηγορία αυτή.

Τελειώνοντας βεβαίως θα πρέπει να πούμε πως, ενόψει των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τα οποία εμείς συμφωνούμε, ο εφεσείων αθωώθηκε μεν στις κατηγορίες που αντιμετώπισε για τους λόγους που εξηγήσαμε, αλλά η συγκεκριμένη ενέργεια του δεν συνάδει με τον τίμιο και ορθό τρόπο που αναμένεται ένας λειτουργός, που κατέχει τέτοια θέση, να εκτελεί τα καθήκοντα του.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ). Εναντίον του προσάφθηκαν δύο κατηγορίες που αφορούσαν, η μεν πρώτη, αδίκημα καταρτισμού εγγράφου χωρίς εξουσία ή δικαιολογία, κατά παράβαση των Άρθρων 343(α) και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και η δεύτερη, πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(β), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα. Στην πρώτη κατηγορία, ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε χωρίς να κληθεί σε απολογία. Στη δεύτερη, κλήθηκε σε απολογία και αφού βρέθηκε ένοχος, τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, ο εφεσείων μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 2004, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, κατήρτισε έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση της ΕΠΑ της οποίας ήταν Πρόεδρος, ήτοι με οδηγίες του, καταρτίστηκαν πρακτικά υποτιθέμενης συνεδρίας της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004 τα οποία υπέγραψε ενώ γνώριζε ότι τέτοια συνεδρία δεν πραγματοποιήθηκε.

Η αθώωση του εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία, βασίστηκε στη διαπίστωση ότι η κατηγορία αυτή αναφέρεται σε πρόθεση καταδολίευσης συγκεκριμένων προσώπων, δηλαδή των μελών της Επιτροπής, τα οποία  γνώριζαν, καθώς αποδείχθηκε, ότι δεν έγινε τέτοια συνεδρία στις 18.8.2004 και ότι το επίδικο πρακτικό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατό κάτω από αυτές τις περιστάσεις να καταδολιευθούν τα μέλη της Επιτροπής που όντως είχαν προσωπική γνώση ότι δεν έγινε συνεδρία στις 18.8.2004.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία, «..κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση δηλαδή, αλλοίωσε έγγραφο χωρίς εξουσία κατά τρόπο ώστε αν η αλλοίωση είχε εξουσιοδοτηθεί, θα μετέβαλλε τις συνέπειες του εγγράφου δηλαδή με οδηγίες του, η Ευδοκία Χριστοδούλου και Χριστίνα Ευσταθίου, υπάλληλοι της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, αλλοίωσαν στο βιβλίο παρουσιάσεως των μελών της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού την ημερομηνία και ημέρα συνεδρίασης της προαναφερθείσας Επιτροπής αλλάζοντας την ημερομηνία «26/8/04» σε «18/8/04» και την ημέρα «Πέμπτη» σε «Τετάρτη»».

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, κατά την έκταση που αυτή αφορά τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κατηγορία, είναι ότι ο εφεσείων, αφού κατήρτισε το πλαστό έγγραφο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή τα πρακτικά υποτιθέμενης συνεδρίας της ΕΠΑ ημερ. 18.8.04 ενώ γνώριζε ότι τέτοια συνεδρία δεν πραγματοποιήθηκε, προχώρησε στην αλλοίωση του βιβλίου των παρουσιών των μελών της Επιτροπής που αναφέρεται στη δεύτερη κατηγορία έτσι ώστε αυτό να συνάδει με το πλαστό πρακτικό με σκοπό καταδολίευσης ότι όντως πραγματοποιήθηκε η συνεδρία.

Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι με οδηγίες του τροποποιήθηκε το βιβλίο παρουσιών των μελών της Επιτροπής. Είναι όμως η θέση του ότι η τροποποίηση έγινε χωρίς πρόθεση καταδολίευσης οποιουδήποτε. Κατέθεσε συναφώς ότι από τη στιγμή που του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η συνεδρία της ΕΠΑ έγινε στις 18.8.04, έδωσε οδηγίες να ετοιμαστεί σχετικό πρακτικό με αυτή την ημερομηνία (18.8.04). Ενόψει τούτου, θεώρησε αναγκαία τη διόρθωση της ημερομηνίας και στο βιβλίο παρουσιών δηλαδή από 26.8.04 να γίνει 18.8.04 γιατί αν έμενε στο βιβλίο παρουσιών η ημερομηνία 26.8.04 και υπήρχε το πρακτικό με ημερομηνία 18.8.04 θα προκαλείτο ενδεχομένως σύγχυση με πιθανότητα να πληρωθούν τα μέλη της Επιτροπής δύο φορές για παρουσία σε συνεδρίες αντί μια φορά όπως ήταν και η πραγματικότητα.

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν μέρος των ουσιωδών ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι στις 12.8.2004, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, η ΕΠΑ κήρυξε άκυρη τη συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) και της Lumier TV Ltd (LTV), καθώς και τη συμφωνία μεταξύ της ΚΟΠ και των ποδοσφαιρικών σωματείων για από κοινού εκμετάλλευση δικαιωμάτων από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Κρίθηκε ότι οι συμφωνίες αυτές παραβιάζουν το Άρθρο 4 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (Ν. 207/89).

Στις 17.8.2004, η ΚΟΠ και η LTV υπέβαλαν δυνάμει του Άρθρου 18(1) του νόμου αίτηση για αρνητική πιστοποίηση και ατομική εξαίρεση από τις διατάξεις του Άρθρου 4. Σύνοψη της αίτησης αυτής δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20.8.2004.  Σε αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή αποφάσισε σε συνεδρία της ημερ. 18.8.2004 να προχωρήσει σε δημοσίευση σύνοψης των αιτήσεων δυνάμει του σχετικού νόμου.

Ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ υπέβαλε ένσταση στις πιο πάνω αιτήσεις της ΚΟΠ και της LTV. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία μετά το τέλος της οποίας, η ΕΠΑ εξέδωσε απόφαση στις 28.9.2004 με την οποία αποδέχθηκε τις αιτήσεις και παραχώρησε προς την ΚΟΠ και την LTV διατάγματα ατομικής εξαίρεσης. Στην πιο πάνω απόφαση, γίνεται αναφορά σε συνεδρία της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004 στην οποία φαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή έδωσε οδηγίες όπως δημοσιευθεί σύνοψη των αιτήσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Είναι όμως κοινά παραδεκτό ότι τέτοια συνεδρία δεν έγινε ποτέ και ότι ο εφεσείων κατήρτισε σχετικό πρακτικό και το υπέγραψε ως Πρόεδρος της Επιτροπής χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ο εφεσείων, έδωσε οδηγίες σε δύο υπαλλήλους της ΕΠΑ να αλλάξουν στο βιβλίο παρουσιών των μελών της Επιτροπής την ημερομηνία συνεδρίας της ΕΠΑ από 26.8.2004 σε 18.8.2004 και την ημέρα «Πέμπτη» σε «Τετάρτη».

Στις 23.12.2004 ο δικηγόρος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΑΝΤΕΝΝΑ κ. Λουκής Παπαφιλίππου απέστειλε επιστολή στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία κατάγγειλε τον εφεσείοντα για κατάρτιση πλαστού εγγράφου το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων της ΚΟΠ και LTV.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο παρουσιών, ετηρείτο στα γραφεία της ΕΠΑ και σ' αυτό γίνονταν καταχωρήσεις από υπαλλήλους της Επιτροπής. Η τήρηση του εν λόγω βιβλίου, άνκαι δεν προβλέπεται από το νόμο, εντούτοις, μέσω των καταχωρήσεων που γίνονταν σ' αυτό, μπορούσε κάποιος να βεβαιωθεί αν έγινε συνεδρία σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ποια μέλη ήταν παρόντα. Με βάση τα πιο πάνω, κρίθηκε ότι εξαιτίας του ψευδούς γεγονότος που εμφανίζεται στο βιβλίο και αφορά σε συνεδρία της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004, που στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ, μπορούσε να εξαπατηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο ερχόταν σε επαφή με το βιβλίο αυτό.

Ο πρωτόδικος δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο λόγος για τον οποίο προέβη στην «διόρθωση» του βιβλίου παρουσιών ήταν γιατί υπέθεσε ότι η ημερομηνία 26.8.2004 που αναγραφόταν στο βιβλίο ως η ημερομηνία συνεδρίας για το συγκεκριμένο θέμα ήταν λανθασμένη και ότι έπρεπε να αντικατασταθεί με την ημερομηνία 18.8.2004 δηλαδή την ημερομηνία που κατά την άποψή του πρέπει να έγινε η συνεδρία για τη δημοσίευση των αιτήσεων. Κρίθηκε ότι τόσο η αλλοίωση στο πρακτικό όσο και η αλλοίωση στο βιβλίο παρουσιών, έγιναν για να δικαιολογείται ότι πραγματοποιήθηκε συνεδρία πριν τη δημοσίευση της σύνοψης της αίτησης στην Επίσημη Εφημερίδα, η διεξαγωγή της οποίας εθεωρείτο αναγκαία από τον εφεσείοντα για σκοπούς εξουσιοδότησης της δημοσίευσης κλπ.

Στην εκκαλούμενη απόφαση παρατίθενται οι νομικές αυθεντίες* οι οποίες διέπουν το θέμα της πρόθεσης καταδολίευσης ως συστατικού στοιχείου του αδικήματος της πλαστογραφίας με βάση το Άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα και επαναλαμβάνεται ότι με βάση το εν λόγω άρθρο, τεκμαίρεται η πρόθεση καταδολίευσης αν κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι μπορεί να καταδολιευθεί με το πλαστό έγγραφο. Αναφορικά με το επίδικο βιβλίο παρουσιών, αναφέρεται ότι η τήρησή του μολονότι δεν προβλέπεται από το νόμο, αυτό δεν σημαίνει ότι το βιβλίο αποτελούσε ιδιωτικές σημειώσεις του εφεσείοντα αφού στο εν λόγω βιβλίο, γίνονταν καταχωρήσεις από υπαλλήλους της Επιτροπής ενώ κάποιος θα μπορούσε, κατόπιν απλής επιθεώρησής του, να πληροφορηθεί αν έγινε και πότε συνεδρία της Επιτροπής και ποια από τα μέλη ήταν παρόντα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε πρώτα στο συμπέρασμα ότι με την αλλοίωση των καταχωρήσεων που έγιναν στο βιβλίο παρουσιών, το έγγραφο κατέστη πλαστό, με την έννοια ότι εμφάνιζε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, με ενδεχόμενο την εξαπάτηση οποιουδήποτε προσώπου που μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί του. Στη συνέχεια και με αναφορά στη μαρτυρία του κ. Παπαφιλίππου ο οποίος κατέθεσε ότι αν γνώριζε πως δεν έγινε συνεδρία στις 18.8.2004 σίγουρα θα προσέφευγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για έκδοση προνομιακού εντάλματος ή και στη λήψη άλλων ένδικων μέσων προς ακύρωση της όλης διαδικασίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εσφαλμένη εντύπωση ως προς την πραγματοποίηση αυτής της συνεδρίας, προκάλεσε δυσμενείς επιπτώσεις στο χειρισμό της υπόθεσης του ΑΝΤΕΝΝΑ εφόσον επηρεάστηκαν αρνητικά τα δικαιώματά του για προσφυγή στη δικαιοσύνη με τα κατάλληλα ένδικα μέσα κλπ. Τεκμαίρεται, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, ότι κατά την αλλοίωση του εγγράφου, υπήρχε πρόθεση καταδολίευσης αφού επρόκειτο για ένα θέμα κοινού ενδιαφέροντος για το οποίο υπήρχε σε εξέλιξη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής στην οποία μάλιστα ο σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ είχε υποβάλει ένσταση σε σχέση με τον τύπο της αίτησης.

Κατόπιν ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι «οι διορθώσεις» στο πρακτικό και στο βιβλίο των παρουσιών της Επιτροπής έγιναν για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής πληρωμής των μελών για την παρουσία τους σε δύο συνεδρίες ενώ στην πραγματικότητα έγινε μόνο μία. Κρίθηκε ότι ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων προέβη στην αλλοίωση των πρακτικών και του βιβλίου παρουσιών ήταν για να δικαιολογείται η δημοσίευση της σύνοψης των αιτήσεων που έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η οποία παραπέμπει σε συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 18.8.2004 η οποία δεν έγινε ποτέ και για να συνάδουν τα δύο έγγραφα μεταξύ τους ως προς την ημέρα και ημερομηνία πραγματοποίησης της συνεδρίας που δεν έγινε, προς αποφυγή επιπλοκών που ενδεχομένως θα προέκυπταν αν διατηρείτο η διαφορά στις ημερομηνίες.

Θεωρώ ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής αποτελούν την αυθεντική πηγή πληροφόρησης για ό,τι έχει σχέση με τις συνεδρίες της Επιτροπής στις οποίες τα πρακτικά αντιστοίχως αναφέρονται. Το βιβλίο  παρουσιών των μελών της Επιτροπής, στη μορφή που εδώ εμφανίζεται, χωρίς η τήρησή του να προβλέπεται από το νόμο, συνιστά δευτερεύουσα πηγή πληροφόρησης αναφορικά με τις παρουσίες των μελών στις συνεδρίες της Επιτροπής που εμφαίνεται στο βιβλίο ότι πραγματοποιήθηκαν κατά διάφορες ημερομηνίες.

Ο βασικός λόγος καθιέρωσης του βιβλίου παρουσιών από τον εφεσείοντα ήταν για σκοπούς υπολογισμού των απολαβών των μελών για τις παρουσίες τους στις συνεδριάσεις. Το βιβλίο, υπό αυτή την έννοια ανήκε στην ΕΠΑ εφόσον σ' αυτό υπέγραφαν τα μέλη της Επιτροπής προς επιβεβαίωση των παρουσιών τους και εχρησιμοποιείτο υπηρεσιακά για τον προαναφερόμενο σκοπό. Με άλλα λόγια, το βιβλίο αυτό δεν προοριζόταν για ιδιωτική χρήση του εφεσείοντα, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Η μαρτυρία του εφεσείοντα επί του προκειμένου επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα διαπίστωση. Ανέφερε σχετικά (σελ. 111 πρακτικά της δίκης) «.. τα πρακτικά δεν ήταν τόσο ασφαλή γιατί μπορούσε να αναγραφεί κάποιο μέλος που απουσίαζε και με το βιβλίο τούτο και με την υπογραφή των μελών δεν αφήνονταν περιθώρια αμφισβήτησης συμμετοχής των μελών.». Ανάλογες αναφορές εντοπίζονται και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα καθώς και στη μαρτυρία του υπαλλήλου της Επιτροπής κ. Περικλέους (ΜΚ 4).

Αν για παράδειγμα, γινόταν στο βιβλίο μια καταχώρηση η οποία εκ λάθους ή αβλεψίας εμφάνιζε ένα γεγονός ως αληθινό ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και στη βάση του ψεύδους κάποιος ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει, ανάλογα με την περίπτωση, προς δική του ενδεχομένως βλάβη αναμφίβολα θα ήταν παράλογο να καταλογισθεί στον υπαίτιο της ψευδούς καταχώρησης ποινική ευθύνη για πλαστογραφία του βιβλίου εφόσον οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ψευδής καταχώρηση σαφώς δεν αποκαλύπτουν πρόθεση καταδολίευσης οποιουδήποτε. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά αν το πρόσωπο που έκανε τη ψευδή καταχώρηση στο βιβλίο γνώριζε ότι αυτό που καταχωρήθηκε είναι ψευδές και εντούτοις το αποδέχεται ώστε μέσω της καταχώρησης να εμφανίζεται προς τα έξω ένα γεγονός ως αληθινό ενώ τούτο στην πραγματικότητα είναι ψευδές με ενδεχόμενο να υποστεί βλάβη οποιοδήποτε πρόσωπο εξακριβωμένο ή όχι το οποίο είναι πιθανό να έρθει σε επαφή με την καταχώρηση και στη βάση της ψευδούς καταχώρησης, να προβεί σε κάποια ενέργεια ή ανάλογα με την περίπτωση να παραλείψει να προβεί σε κάποια ενέργεια. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση όπου η πρόθεση καταδολίευσης είναι υπαρκτή και αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της πλαστογραφίας στην έννοια του νόμου.

Στην προκείμενη περίπτωση, η αλλοίωση της ημέρας και της ημερομηνίας  στο βιβλίο παρουσιών, έγινε με οδηγίες του εφεσείοντα και εν γνώσει του ότι στις 18.8.04 δεν πραγματοποιήθηκε συνεδρία της Επιτροπής. Παρά ταύτα, ο εφεσείων θέλησε να παρουσιάσει ένα γεγονός ως αληθινό ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Η πράξη αυτή του εφεσείοντα αναμφίβολα συνιστά πλαστογραφία με ευδιάκριτο το στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης στην έννοια του νόμου. Ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων πλαστογράφησε το βιβλίο παρουσιών δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, θα συμφωνήσω με τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι αλλοιώσεις στο πρακτικό και στο βιβλίο παρουσιών έγιναν για να εξυπηρετηθεί ο ίδιος σκοπός δηλαδή να ταυτιστούν οι αντιστοίχως εμφανιζόμενες στα έγγραφα ημέρες και ημερομηνίες ώστε και τα δύο έγγραφα να επιβεβαιώνουν ότι στις 18.8.04 ημέρα Τετάρτη πραγματοποιήθηκε συνεδρία της Επιτροπής κατά την οποία αποφασίστηκε, σύμφωνα με το πρακτικό, η δημοσίευση των αιτήσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Καθώς έχει αναφερθεί, η εν λόγω δημοσίευση έγινε στις 20.8.04 και αυτή παραπέμπει σε συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 18.8.04.

Η αθώωση του εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία δεν καθιστά άνευ αντικειμένου τη δεύτερη κατηγορία ούτε και αφαιρεί την υποστύλωση της καταδίκης. Στην πρώτη κατηγορία, εξειδικεύτηκαν τα πρόσωπα της καταδολίευσης τα οποία, καθώς αποδείχθηκε, δεν ήταν δυνατό να καταδολιευθούν, διαπίστωση που οδήγησε στην αθώωση του εφεσείοντα.

Στη Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R 65 το Εφετείο αναφέρθηκε εκτενώς στην αγγλική νομολογία από την οποία θα μπορούσε να αντληθεί καθοδήγηση αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που διέπουν το αδίκημα της πλαστογραφίας με επίκεντρο κυρίως το νομοθετικό τεκμήριο που καθιερώνεται από το Άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα ως προς την ύπαρξη «πρόθεσης καταδολίευσης» σε σχέση βέβαια με τον ορισμό της πλαστογραφίας. Χρήσιμη και άκρως βοηθητική είναι η καθοδήγηση που μπορεί να αντληθεί για το ίδιο θέμα από την εμπεριστατωμένη μελέτη του ευπαίδευτου νομικού, πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και μέχρι πρόσφατα Δικαστή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Λ. Λουκαϊδη με τίτλο «Η πρόθεση καταδολιεύσεως (Ιntent to defraud)» η οποία είναι δημοσιευμένη στα «Θέματα Κυπριακού Δικαίου» ΙΙ, υπό Λ.Γ. Λουκαΐδη. Από την εν λόγω μελέτη θα δανειστώ και τη μετάφραση του πιο κάτω αποσπάσματος από την απόφαση στην Georghiou (ανωτέρω) που θεωρώ ότι ρίχνει αρκετό φως στο θέμα.

«Το κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο από τη νομική ανάλυση των συστατικών της προθέσεως καταδολιεύσεως που έγινε από το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1960) αποφάσισε ότι η «πρόθεση καταδολιεύσεως» σε σχέση με το Άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα δεν συνεπάγεται την ύπαρξη προθέσεως προκλήσεως βλάβης σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Πέραν τούτου η βλάβη δεν περιορίζεται σε οικονομική βλάβη. Το αδίκημα της πλαστογραφίας αποδεικνύεται εφόσον η απάτη που προκαλείται με το ψεύτικο έγγραφο μπορεί να οδηγήσει κάποιο πρόσωπο - όχι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο - να ενεργήσει σε βλάβη του, όχι κατ' ανάγκη οικονομικής φύσεως. Στην υπόθεση Welham το δικαστήριο συζήτησε σε έκταση την έννοια της «προθέσεως καταδολιεύσεως» και έδωσε έμφαση στη διάκριση μεταξύ «προθέσεως εξαπατήσεως» και «προθέσεως καταδολιεύσεως». Όπως επεξήγησε ιδιαίτερα ο Λόρδος Denning ούτε στο κοινό δίκαιο ούτε δυνάμει του περί Πλαστογραφίας Νόμου η «πρόθεση καταδολιεύσεως» συνδεόταν με την πρόκληση οικονομικής βλάβης σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρόσωπο σαν αποτέλεσμα της απάτης που χρησιμοποιείται. Όπως το διατύπωσε ο ευπαίδευτος δικαστής «ένα οποιοδήποτε πρόσωπο γενικά αρκεί». Επίσης η βλάβη δεν περιορίζεται σε οικονομική απώλεια - «όχι στην ιδέα αποστερήσεως από κάποιο κάτι που έχει αξία». Η πιθανότητα βλάβης, όπως επεξηγείται στην απόφαση, είναι αρκετή. Από την απόφαση στην υπόθεση R. v. Peter Martin [E.R. 168, 1354] που μας υπέδειξε ο κ. Λουκαΐδης, φαίνεται ότι το κοινοδίκαιο ουδέποτε απαιτούσε απόδειξη προθέσεως προκλήσεως βλάβης σε συγκεκριμένο πρόσωπο ούτε απαιτούσε ζημιά οικονομικής φύσεως. Η καταδίκη ενός υπαλλήλου που πλαστογράφησε μια απόδειξη με σκοπό να εξαπατήσει τον εργοδότη του έτσι που ο τελευταίος να πιστέψει ότι χρήματα που πήρε απ' αυτόν ο καταδικασθείς χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό που δόθηκαν ήταν νομικά έγκυρη (βλ. επίσης R. v. Hill 173 E.R. 492).

Η νομική ανάλυση που έγινε στην υπόθεση Welham πάνω στο θέμα της «προθέσεως καταδολιεύσεως» υποστηρίζεται από ισχυρές απόψεις που εκφράστηκαν σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων (βλ. Scott v. Comr. of Police [1974] 2 All E.R. 1032 and A-G's Reference (No. 1 of 19812) [1982] 2 All E.R. 417). Στην υπόθεση R. v. Allsop 64 Cr. App. R. 29 έγινε μια προσπάθεια να εξετασθεί η πραγματική φύση της εγκληματικής προθέσεως που απαιτείται για τη διάπραξη του αδικήματος της πλαστογραφίας. Υπογραμμίστηκε δε ότι ο στόχος των πλαστογράφων είναι γενικά να ωφελήσουν τον εαυτό τους· η βλάβη στα θύματα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο κύριος στόχος των πλαστογράφων που έχουν την απαιτούμενη εγκληματική πρόθεση είναι (όπως το αντιλαμβανόμαστε) να αλλοιώσουν μια εικόνα πραγμάτων προς όφελος τους. Αν, σαν αποτέλεσμα αυτής της εξαπατήσεως, ένα άλλο πρόσωπο οδηγείται στο να ενεργήσει σε βλάβη του, όπως τούτο έχει καθορισθεί προηγουμένως, τότε διαπράττεται το έγκλημα της πλαστογραφίας.

Το νομοθετικό τεκμήριο που καθιερώνεται με το Άρθρο 334 του Κεφ. 154 ως προς την ύπαρξη «προθέσεως καταδολιεύσεως», ρίχνει αρκετό φως την έννοια της «προθέσεως καταδολιεύσεως» σε σχέση με το έγκλημα της πλαστογραφίας που καθορίζεται στο Άρθρο 331. .. Το Άρθρο 334 δείχνει καθαρά ότι η εν λόγω «πρόθεση καταδολιεύσεως» σε σχέση με τον ορισμό της «πλαστογραφίας» είναι ταυτόσημη με την έννοια της «προθέσεως καταδολιεύσεως» σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο στο θέμα της πλαστογραφίας. Συνεπώς το κακουργιοδικείο ορθά επεδίωξε καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία και ιδιαίτερα την απόφαση στην υπόθεση Welham. Το δικαστήριο σωστά προσέγγισε το θέμα της φύσεως της προθέσεως που είναι αναγκαία για να στηρίξει το αδίκημα της πλαστογραφίας τα δε πορίσματα του ήταν απόλυτα δικαιολογημένα.»

Ο εφεσείων είχε «πρόθεση καταδολιεύσεως» γιατί με την πράξη του η έρευνα οποιουδήποτε προσώπου που ενδιαφερόταν να πληροφορηθεί για οτιδήποτε είχε σχέση με τη δημοσίευση των αιτήσεων καθώς και για οποιοδήποτε άλλο επιμέρους ζήτημα του υπό εξέταση θέματος με αναφορά σε συνεδρίες της Επιτροπής, μπορούσε να παραβλαφθεί, άσχετα αν η βλάβη που ενδεχομένως θα προέκυπτε θα ήταν οικονομική ή υπό μορφή επηρεασμού δικαιωμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ είχε ενδιαφέρον στην υπόθεση και η πλαστογραφία του βιβλίου τον καθιστούσε πιθανό θύμα της καταδολίευσης.

Ενόψει των πιο πάνω θα απέρριπτα την έφεση.

H έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία.

*        «Η πρόθεση καταδολίευσης» υπό Λ. Λουκαΐδη, Θέματα Κυπριακού Δικαίου, τομ. ΙΙ, σελ. 85, 86.

Welham v. DPP [1960] 1 All E.R. 805,

Georghiou v. The Republic (1984) 2 C.L.R. 65,

Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14,

Blackstone's Criminal Practice & Evidence 2003, p. 357, Par. B6.2.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο