ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 841
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΙΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2008)
10 Δεκεμβρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
MAΡΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Γ. Α. Παπαϊωάννου, για τον εφεσείοντα
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση
του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φωτίου, Δ.
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην ποινική υπόθεση αρ. 14155/06 με την οποία έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδήγησης για περίοδο 18 μηνών, πλέον 6 βαθμούς ποινής.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η καταδίκη και η ποινή στην έκταση όμως που αφορά την 18μηνη στέρηση του δικαιώματος για κατοχή άδειας οδήγησης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 30/8/05 και περί ώρα 15.30 ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με αρ. εγγραφής ΚΕΡ 884 στην οδό Ποσειδώνος, Πάφο με ανατολική κατεύθυνση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ο εφεσείων, αφού πρώτα πήρε ανοικτή κλίση προς τα αριστερά, σύμφωνα με την πορεία του, αμέσως μετά έκανε απότομη στροφή προς τα δεξιά κι' αφού ανέβηκε πάνω σε κτιστή διαχωριστική νησίδα με πρόθεση να εισέλθει στο ξενοδοχείο Pioneer, που βρισκόταν δεξιά σύμφωνα με την πορεία του, αλλά στην άλλη πλευρά του δρόμου, με την ενέργεια του αυτή απέκοψε την πορεία της μοτοσικλέτας με αρ. εγγραφής ΚJM823 που ακολουθούσε την ίδια με τον εφεσείοντα πορεία και οδηγείτο από τον Κώστα Χρίστου, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί η μοτοσικλέτα στο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και να τραυματισθεί θανάσιμα ο μοτοσικλετιστής. Το αυτοκίνητο του εφεσείντα ήταν HONDA CIVIC τύπου σαλούν η δε μοτοσικλέτα του θύματος KAWASAKI 599 cc.
Η λεωφόρος Ποσειδώνος στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα είναι δρόμος ευθύς με όριο ταχύτητας 50 χ.λ.ω. Διαχωρίζεται με κτιστή νησίδα, πλάτους 3.90 μέτρων με δύο μονές λωρίδες κυκλοφορίας στην κάθε πλευρά και που η κάθε μια είναι μονής κατεύθυνσης, όπως φαίνονται στο σχεδιάγραμμα τεκμ. 3 και τις φωτογραφίες του τεκμ. 4. Το πλάτος της λωρίδας που οδηγούσε ο εφεσείων είναι 3.50 μ. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία των δυο ενεχομένων οχημάτων, υπάρχει ορατή ανώνυμη πάροδος, απέναντι από την οποία βρίσκεται η είσοδος του ξενοδοχείου Pioneer. Η ορατότητα του εφεσείοντα προς τα δυτικά, δηλαδή την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο μοτοσικλετισής, ήταν περί τα 150 μέτρα. Το σημείο σύγκρουσης από την άκρη της νησίδας απέχει 80 εκ. Η μοτοσικλέττα του θύματος άφησε ίχνη τροχοπέδησης μήκους 8.70 μέτρα. Από την αρχή των ιχνών τροχοπέδησης μέχρι το σημείο σύγκρουσης υπάρχει απόσταση 12 μέτρων. Από τη σύγκρουση υπήρξε μετατόπιση των δυο οχημάτων για κάπου 6 μέτρα. Η σύγκρουση της μοτοσικλέτας ήταν σχεδόν κάθετη, σε μοίρα περίπου 90 μοιρών, στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και συγκεκριμένα στις δυο δεξιές θύρες.
Στο πρωτόδικο δικαστήριο για την εφεσίβλητη/κατηγορούσα αρχή κατέθεσε ένας μόνο μάρτυρας ο εξεταστής του δυστυχήματος Λοχ. 1289 Π. Αναστάση (Μ.Κ.1) και δηλώθηκαν επίσης κάποια παραδεκτά γεγονότα. Από πλευράς του εφεσείοντα κατάθεσε ο ίδιος (Μ.Υ.1) και ακόμα ένας μάρτυρας ο Θράσος Ο' Μαχόνι (Μ.Υ.2), αναλυτής οδικών δυστυχημάτων.
Πρωτόδικα, η εκδοχή του εφεσείοντα είχε περιστραφεί σε δύο άξονες, τους εξής: (α) ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η ιλιγγιώδης ταχύτητα του θύματος η οποία σε συνδυασμό με την ανίχνευση αλκοόλης και κοκαϊνης στο αίμα και ούρα του, μείωναν τη δυνατότητα αντίδρασής του στο εμπόδιο που παρεμβλήθη με την ενέργεια του εφεσείοντα να επιχειρήσει να ανέβει στη νησίδα για να πάει στη δεξιά πλευρά όπου ήταν το ξενοδοχείο και (β) ότι το φορτηγό, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα τον ακολουθούσε, τού εμπόδιζε την ορατότητα προς τα πίσω και ιδιαίτερα προς την πορεία που ακολουθούσε το θύμα. Οι θέσεις αυτές είχαν προωθηθεί από τον εφεσείοντα (Μ.Υ.1) και τον Θράσο Ο΄Μαχόνι (Μ.Υ.2), απόφοιτος πανεπιστημίου στη Μηχανολογία, που για αρκετά χρόνια ασκεί το επάγγελμα του αναλυτή οδικών δυστυχημάτων. Η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, του δε Μ.Υ.2, που κατάθεσε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας, με την αιτιολογία ότι δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με σαφείς εξηγήσεις και τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια που είχε λάβει υπόψη αλλά αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις έδιδε ασαφείς θεωρητικές απαντήσεις, αποφεύγοντας επιμελώς να απαντήσει ευθέως και με σαφήνεια στα ερωτήματα που του υποβάλλονταν, ιδιαίτερα στο στάδιο της αντεξέτασης.
Με την παρούσα έφεση, που βασίζεται σε εννέα λόγους, ο εφεσείων ισχυρίζεται τα ακόλουθα: (α) το εύρημα του δικαστηρίου ότι ανέκοψε την πορεία της μοτοσικλέτας που ακολουθούσε το αυτοκίνητό του είναι αναιτιολόγητο και/ή εσφαλμένο (β) η κατάληξη του δικαστηρίου ότι οι ενέργειες του εφεσείοντα συνιστούσαν τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος είναι αναιτιολόγητη και/ή εσφαλμένη, (γ) εσφαλμένα κατέληξε ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να προβεί σε κλίση προς τα αριστερά και μετά να στρίψει προς τα δεξιά για να ανεβεί στη διαχωριστική νησίδα συνιστά επικίνδυνη, αλόγιστη και απερίσκεπτη οδήγηση, (δ) το εύρημα ότι ο εφεσείων προέβη στην πιο πάνω ενέργεια χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση που τον ακολουθούσε δεν στηρίζεται σε μαρτυρία, (ε) εσφαλμένα απορρίφθηκε η μαρτυρία του Μ.Υ.2 ενόψει μάλιστα και της ελλειπούς και πλημμελούς διερεύνησης του δυστυχήματος από την αστυνομία, (στ) το δικαστήριο μετατόπισε το βάρος απόδειξης, (ζ) γενικά η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 και Μ.Υ.2 έγινε με εσφαλμένο τρόπο και (η) η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν προϊόν μη δίκαιης δίκης.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι όλοι οι λόγοι έφεσης με εξαίρεση τους έκτο και ένατο σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα αξιοπιστίας αφού από αυτά τα ευρήματα εξαρτάται και η ορθότητα των τελικών συμπερασμάτων του δικαστηρίου.
Είναι σαφώς νομολογημένο ότι θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Δικαστήριο τούτο σπάνια επεμβαίνει, εκτός στις αραιές περιπτώσεις που καθιέρωσε η νομολογία. Επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου εκτός αν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη (βλ. μεταξύ άλλων Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 645, Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612 και Γιάλλουρος κα ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320 και Χαρίτου Ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 119/07 ημερ. 24/3/08.)
Στρεφόμενοι στη δική μας υπόθεση προσέχουμε ότι αναφορικά με τον Μ.Κ.1 παρόλο που με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι «η γενικότερη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 και Μ.Υ.2 έγινε με εσφαλμένο τρόπο» δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει καλός λόγος για να επέμβουμε στην κατάληξη του δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας αυτός (Μ.Κ.1) κατάθεσε την αλήθεια. Παραπονείται ο εφεσείων ότι δεν αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο αν θεώρησε τον Μ.Κ.1 εμπειρογνώμονα ή όχι. Είναι γεγονός ότι το δικαστήριο δεν ανάφερε ρητά στην απόφαση του ότι ο μάρτυρας αυτός θεωρείται ως εμπειρογνώμονας. Όμως αν δούμε τα προσόντα του μάρτυρα όπως ο ίδιος τα εξέθεσε στο δικαστήριο με την κατάθεσή του τεκμ. Α, στα οποία κάνει ρητή αναφορά το δικαστήριο στην απόφαση του, καθώς και το μέρος της απόφασης που ανάφερε το δικαστήριο σε ποια σημεία έχει δεχθεί τη μαρτυρία του και σε ποια όχι, προκύπτει με σαφήνεια ότι εξέτασε τη μαρτυρία του ως ειδικού στην εξέταση τροχαίων δυστυχημάτων, τομέας στον οποίο ο μάρτυρας έχει εμπειρία από το 1992 πέραν της εκπαίδευσης που έτυχε. Ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας είτε με βάση τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε με βάση την πείρα. Δηλαδή πείρα σε ένα τομέα από μόνη της, μπορεί να καταστήσει το μάρτυρα εμπειρογνώμονα ή πραγματογνώμονα όπως καλείται διαφορετικά (βλ. μεταξύ άλλων Evangelou & Another v. Ambizas & Another (1982) 1 C.L.R. 41, 57, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, 5 και Phipson on Evidence 13η έκδοση, παραγρ. 27-32). Βέβαια εκεί που ο εμπειρογνώμονας (expert) έχει εκτός από την πείρα και ακαδημαϊκα προσόντα αυτό είναι κάτι που ένα δικαστήριο θα λάβει υπόψη όσον αφορά την βαρύτητα που θα δώσει στη μαρτυρία του, αφού βέβαια η μαρτυρία αυτή εξεταστεί μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας. Διευκρινίζουμε ότι δεν εννοούμε πως το δικαστήριο είναι υπόχρεο να προτιμά τη μαρτυρία του προσώπου που έχει τόσο ακαδημαϊκά προσόντα όσο και πείρα σε σύγκριση με τη μαρτυρία ενός προσώπου που έχει μόνο πείρα. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, την όλη εντύπωση και λόγους που δίνει ο μάρτυρας για τα όσα κατάθεσε.
Στη δική μας περίπτωση είναι φανερό από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 εξετάστηκε ως μαρτυρία ειδικού στην εξέταση τροχαίων δυστυχημάτων και έγινε δεκτή στην έκταση για την οποία κρίθηκε ότι ο μάρτυρας ήταν σε θέση να καταθέσει. Ουσιαστικά το δικαστήριο δέχθηκε το σχεδιάγραμμα της σκηνής και το περιεχόμενο του, όπως και τις φωτογραφίες (τεκμ. 3 και 4 αντίστοιχα) το οποίο σχεδιάγραμμα ήταν δεκτό και από τον εφεσείοντα και μάλιστα ο Μ.Υ.2 βασίστηκε σε αυτό, όπως και τις φωτογραφίες, για την ετοιμασία της δικής του έκθεσης. Ο μάρτυρας αυτός (Μ.Κ.1) δεν προέβη σε αναπαράσταση του δυστυχήματος, ούτε προσπάθησε να βρει την ταχύτητα της μοτοσικλέτας. Έδωσε λόγους γιατί δεν το έπραξε τους οποίους κρίνουμε, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ευσταθούν. Στην έκταση που έγινε δεκτή η μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει λόγος επέμβασης μας.
Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, αναλυτή οδικών δυστυχημάτων, η ουσία της ήταν ότι το δυστύχημα δεν οφείλεται στην οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα αλλά στη μεγάλη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το θύμα, την οποία καθόρισε στα 150 χ.α.ω πριν την έναρξη των ιχνών τροχοπέδισης και στα 145χ.α.ω. κατά το χρόνο της σύγκρουσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού θεώρησε το μάρτυρα αυτό ως εμπειρογνώμονα και αφού παρέθεσε ορθά τις αρχές που διέπουν τέτοια μαρτυρία, κατάληξε ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή για τους λόγους που αναφέρει με λεπτομέρεια στην απόφασή του με τους οποίους συμφωνούμε, χωρίς την ανάγκη να τους επαναλάβουμε. Σημειώνουμε ότι η ουσία της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 ήταν για να δείξει ότι το θύμα (μοτοσικλετιστής) οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα 150 χ.α.ω. Είμαστε της άποψης ότι και αν ακόμα ο μοτοσικλετισής είχε την ταχύτητα που του απέδιδε η υπεράσπιση, το μέγιστο που θα μπορούσε να λεχθεί ήταν ότι και το θύμα είχε και το δικό του μερίδιο ευθύνης, ως εξαίρεση στο γενικό κανόνα ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν αποτελεί αμέλεια εκτός αν συνδυαστεί με άλλες περιστάσεις. Όμως από τα γεγονότα της υπόθεσης που αποτελούν κοινό έδαφος, δηλαδή η ενέργεια του εφεσείοντα να πάει πρώτα αριστερά και μετά να κάμει απότομη στροφή δεξιά για να ανεβεί στο κτιστό διαχωριστικό παγκέτο αποκόπτοντας έτσι πλήρως την πορεία γιαυτούς που ακολουθούσαν, προκύπτει ότι η ενέργειά του αυτή ήταν η κύρια αιτία του δυστυχήματος. Χωρίς ένας υπεισέρχεται στο ρόλο των εμπειρογνωμόνων, αλλά εξετάζοντας την υπόθεση από την άποψη της κοινής λογικής, με μια απλή ματιά στις φωτογραφίες του τεκμ. 4 και στο σχεδιάγραμμα τεκμ. 3, ενόψει και της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντα για την επιλογή του να ανεβεί στο πεζοδρόμιο αντί να προχωρήσει πιο κάτω για σκοπούς επαναστροφής και μετάβασης του στο ξενοδοχείο Pioneer, φαίνεται η αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά του εφεσείοντα όπως διαλαμβάνει το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και όπως με πολλή λεπτομέρεια ανάλυσε το άρθρο αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο.
Τα πιο πάνω απαντούν στους λόγους έφεσης ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου για την ενοχή του εφεσείοντα δεν στηρίζεται σε μαρτυρία ή είναι αναιτιολόγητο και/ή εσφαλμένο.
Τέλος μένει ο λόγος έφεσης ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Βασίζει ο εφεσείων το λόγο αυτό στους εξής επί μέρους ισχυρισμούς: (α) ότι η διερεύνηση του δυστυχήματος «ήταν ελλειπής, αναποτελεσματική, επιφανειακή και χωρίς οποιονδήποτε προσανατολισμό για εντοπισμό της πραγματικής γενεσιουργού αιτίας του δυστυχήματος». Εξηγεί περαιτέρω ότι ο Μ.Κ.1 δεν αξιοποίησε μαρτυρία αυτόπτη μαρτυρα από την Σκωτία, τον οποίο άφησε να γράψει μόνος του την κατάθεση του στην οποία δε γνώριζε το πρόσωπο αυτό τι έπρεπε να συμπεριλάβει και τι όχι. Ότι δεν εξέτασε την ταχύτητα της μοτοσικλέτας ή τον παράγοντα αλκοόλη σε συνδυασμό με χρήση ναρκωτικών ουσιών που εντοπίστηκαν στον οργανισμό του θύματος και ότι δεν έλαβε υπόψη τον τύπο της μοτοσικλέτας ότι ήταν τέτοιος που αναπτύσσει ταχύτητα. (β) Παρέλειψε ο Μ.Κ.1 να προβεί σε μετρήσεις αναφορικά με τα βάρη των δυο εμπλεκομένων οχημάτων και συντελεστών τριβής τα οποία θα βοηθούσαν στην αναπαράσταση του δυστυχήματος όπως αυτή έγινε από τον Μ.Υ.2. Οι παραλείψεις αυτές αποστέρησαν την υπεράσπιση της δυνατότητας να διαδραματίσει ουσιαστικά το ρόλο της.
Εξετάσαμε τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Αναφορικά με τον τρόπο που έδωσε την κατάθεση του ο μάρτυρας από την Σκωτία, όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, κρίνουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο. Θα υπήρχε αν ο Μ.Κ.1 καθοδηγούσε τον εν λόγω μάρτυρα τι να γράψει στην κατάθεση του. Αναφορικά με τις κατ' ισχυρισμό παραλείψεις του Μ.Κ.1 για να καταγράψει τα βάρη των οχημάτων είμαστε της άποψης ότι εφόσον ο ίδιος ο Μ.Κ.1 δεν ασχολήθηκε με το θέμα αναπαράστασης του δυστυχήματος αλλά επικεντρώθηκε στον όλο τρόπο ενέργειας του εφεσείοντα, όπως ο τελευταίος τον παραδέχθηκε, κρίνουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στη διερεύνηση που να οδηγεί σε μη δίκαιη δίκη.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Στρεφόμαστε τώρα στην έφεση κατά της ποινής. Το παράπονο περιορίζεται στο ότι η δεκαοχτάμηνη στέρηση άδειας οδήγησης είναι υπερβολική. Απαντώντας σε ερώτηση του δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε ότι αν η στέρηση ήταν μόνο για 12 μήνες, δε δημιουργείται πρόβλημα στον εφεσείοντα.
Εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό. Στην απόφαση που υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης και σ' αυτή που μας εφοδίασε το πρωτοκολλητείο για σκοπούς της έφεσης, φαίνεται να υπάρχει κάποια ασυνέπεια. Στις δικές μας αποφάσεις, που πιστοποιούνται ότι είναι αληθές αντίγραφο της πρωτόδικης από τον Πρωτοκολλητή, η περίοδος αποστέρησης φαίνεται να είναι 12 μήνες. Σε άλλη απόφαση, αυτή που είναι στο φάκελο της υπόθεσης, φαίνεται να είναι 18 μήνες.
Παρόλο που είμαστε της άποψης ότι και η δεκαοκτάμηνη στέρηση, έστω και κάπως αυστηρή, δε θα ήταν εκτός των ορθών πλαισίων, εντούτοις, ενόψει και της προαναφερθείσας αντίφασης στις αποφάσεις του δικαστηρίου, έχουμε καταλήξει να περιορίσουμε την στέρηση άδειας σε 12 μήνες από την ημέρα που καθόρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, αντί 18.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση όσον αφορά την καταδίκη απορρίπτεται. Η έφεση όσον αφορά την ποινή επιτρέπεται ούτως ώστε η στέρηση του δικαιώματος για κατοχή και/ή απόκτηση άδειας οδηγού περιορίζεται στους 12 μήνες αντί στους 18.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς