ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 393
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 77/2008)
10 Ιουνίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Δ/στές]
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Χατζηλοΐζου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Πετάση - Κορφιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου, το οποίο συνεδρίαζε στη Λεμεσό στις 17/4/2008, για την κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση των ΄Αρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, όπως και για αριθμό αδικημάτων σεξουαλικής φύσης, κατά παράβαση σχετικών άρθρων του ιδίου Κώδικα και σχετικών άρθρων του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, (Ν. 87(Ι)/2007). Τα αδικήματα στρέφονται εναντίον δύο ανηλίκων κοριτσιών, τα οποία, σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό, φοιτούσαν στη σχολή του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, ενώπιον του Κακουργοδικείου, δεν παραδέχτηκε ενοχή και προέκυψε το ζήτημα της κράτησής του μέχρι την ημέρα ακρόασης της υπόθεσης, που ορίστηκε για τις 26/6/2008.
Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε, στη βάση του ΄Αρθρου 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση, γιατί, σύμφωνα με την εισήγησή της, υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσής του κατά την ακρόαση, ενόψει:-
(α) Της σοβαρότητας των αδικημάτων, σε συνδυασμό με τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται - για το αδίκημα του βιασμού ποινή μέχρι και διά βίου φυλάκισης, ενώ για τα υπόλοιπα αδικήματα ποινές πολύχρονης φυλάκισης. και
(β) Της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης του, στη βάση του μαρτυρικού υλικού.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα προέβαλε ένσταση στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Αμφισβήτησε έντονα την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης του και, ειδικότερα, σ' ό,τι αφορά το αδίκημα του βιασμού, επεσήμανε την ύπαρξη επιστημονικού υλικού, το οποίο κάθε άλλο παρά συνδέει τον εφεσείοντα με τη διάπραξή του. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην Ιατροδικαστική ΄Εκθεση, σύμφωνα με την οποία στην ανήλικη, στην οποία αφορά η κατηγορία του βιασμού, δε διαπιστώθηκαν ρήξη του παρθενικού υμένα ή κακώσεις στο αιδοίο και τον κόλπο της. Ο κίνδυνος, τόνισε, να μην εμφανιστεί ο εφεσείων κατά τη δίκη του δεν είναι υπαρκτός. Οι δεσμοί που αυτός διατηρεί με την Κύπρο, όπως προκύπτουν μέσα από τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις - είναι παντρεμένος, πατέρας ενός ανήλικου παιδιού, με ιδιόκτητη επιχείρηση - τον εξουδετερώνουν.
Το Κακουργοδικείο, με απόφασή του ημερομηνίας 17/4/2008, με αναφορά σε νομολογία, αφού συνόψισε τους παράγοντες, που ο κάθε ένας χωριστά μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος ο εφεσείων να μην παρουσιαστεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, όπως αυτή αντανακλάται στις προβλεπόμενες ποινές, και της μεγάλης πιθανότητας καταδίκης του, στη βάση του μαρτυρικού υλικού το οποίο τέθηκε ενώπιόν του. Χωρίς να παραγνωρίζει τους δεσμούς του εφεσείοντα με την Κύπρο, όπως ακριβώς τους εξήγησε ο συνήγορός του, τόνισε ότι αυτοί δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον για απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Τέλος, για την κατάληξή του, το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη του και το χρόνο που ο εφεσείων θα στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος, συνολικά μέχρι 26/6/2008, ανέρχεται σε τρεις μήνες.
Αγορεύοντας ενώπιόν μας ο συνήγορος του εφεσείοντα, υιοθέτησε τη νομική πτυχή από την οποία καθοδηγήθηκε το Κακουργοδικείο, υπέβαλε, όμως, ότι αυτό:-
(α) Εσφαλμένα εκτίμησε τη μαρτυρία, ως αποκαλύπτουσα πιθανότητα καταδίκης. Με σκοπό να καταδείξει ότι η μαρτυρία ενώπιον του Κακουργοδικείου συνηγορεί υπέρ της αθωότητας του εφεσείοντα, ανέπτυξε επιχειρήματα και σχολίασε τον τρόπο και το χρόνο που αυτή εξασφαλίστηκε από τις ανήλικες.
(β) Εσφαλμένα προσέγγισε τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και αποφάσισε την κράτησή του. Είναι, εισηγήθηκε, φανερό ότι αυτές δεν εξετάστηκαν ως παράγοντας που προσμετρούσε υπέρ της εμφάνισής του κατά τη δίκη.
Οι αρχές που διέπουν την κράτηση υπόπτου μέχρι τη δίκη του έχουν, κατ' επανάληψη, αναλυθεί. Συνολική θεώρησή τους έγινε στη Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, όπου αναφέρθηκε ότι το ενδεχόμενο κράτησης εξετάζεται με αναφορά προς την ύπαρξη οιουδήποτε από τους εξής κινδύνους:-
(α) Της μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.
(β) Της διάπραξης, στο μεταξύ, άλλων αδικημάτων, και
(γ) Του επηρεασμού μαρτύρων.
Ισχυρό παράγοντα εκτίμησης του κινδύνου της μη προσέλευσης κατηγορουμένου στο δικαστήριο συνιστά το στοιχείο της σοβαρότητας του αδικήματος, σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής, χωρίς βέβαια η πιθανότητα αυτή, όπως αναφέρεται στη Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48 να εκτιμάται «... με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων.» - (σελ. 53).
Οι περιστάσεις, επίσης, κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, διαδραματίζουν το ρόλο τους, για να κριθεί η πιθανότητα της μη προσέλευσης κατηγορουμένου στο δικαστήριο - (βλ. Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444).
Θα εξετάσουμε πρώτα την εισήγηση σε σχέση με την αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης, η οποία αποτελεί, όπως έχει αναφερθεί στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109:- (σελ. 118)
«... μια απόλυτα θεμιτή διαδικασία ... Δεν έχει σχέση με την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και δεν την επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο.»
Το μαρτυρικό υλικό, για σκοπούς της διαδικασίας, εκτιμάται στην όψη του και μόνο, χωρίς να είναι δυνατό να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα και να δοθούν οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα.
Το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, ασχολήθηκε ειδικά με το ζήτημα της επιστημονικής μαρτυρίας, στην οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα και ενώπιόν μας αναφέρθηκε, έκρινε δε ότι η σύνδεση του εφεσείοντα με τα αδικήματα και η πιθανότητα καταδίκης του, στο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της διαδικασίας, μπορούσε να προβλεφθεί, στη βάση της μαρτυρίας των παραπονουμένων και των γονιών τους, έστω και αν η επιστημονική μαρτυρία δεν τον συνέδεε.
Δε διαπιστώνουμε το Κακουργοδικείο να έχει εκτιμήσει εσφαλμένα το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του, για τους σκοπούς και μόνο της διαδικασίας.
Σ' ό,τι αφορά την εισήγηση σε σχέση με το εσφαλμένο της εκτίμησης των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα και πάλι δε συμφωνούμε. Το Κακουργοδικείο, εκτιμώντας όλα όσα αφορούσαν στο δεσμό του εφεσείοντα με την Κύπρο, τα στάθμισε μέσα στο πλαίσιο του συνόλου των περιστάσεων, προτού καταλήξει ότι αυτά υποχωρούν μπροστά στο δημόσιο συμφέρον. Δεν παραγνωρίζουμε ότι κατηγορούμενο πρόσωπο είναι αθώο μέχρι απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της ενοχής του ούτε και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της ελευθερίας του πολίτη, όμως, δε βρίσκουμε ότι η στάθμιση από το Κακουργοδικείο όλων των σχετικών παραγόντων έγινε κατά τρόπο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη του χρόνου που προγραμματίστηκε να αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΠ