ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 165
22 Μαρτίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. MILAN GARACA,
2. ELFI ENTERTAINMENT LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ (ΔΩΡΟΥ) Γ. TAKKA,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 261/2006, 262/2006)
Οδοί και Οικοδομές ? Διάταγμα κατεδάφισης ? Κατοχή και χρήση υποστατικού χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης ? Κατά πόσο το γεγονός της ύπαρξης άδειας οικοδομής είναι σχετικός παράγων με το κατά πόσο θα διαταχθεί η κατεδάφιση υποστατικών που κατέχονται χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης ? Άρθρα 10 και 20 του περί ????????? Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 ? Δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου παραβαίνει τις διατάξεις του Άρθρου 3 του Κεφ. 96 και εν πάση περιπτώσει όταν συνεχίζει να έχει κατοχή.
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ? Κατοχή υποστατικών χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης ? Παράλληλη έγερση ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ? Κατά πόσο συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Απόδειξη ? Αξιολόγηση μαρτυρίας ? Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Οι δύο εφεσείοντες-κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν πρωτοδίκως για κατοχή υποστατικών παγωταρίας, fast food, τράπεζας ξένου συναλλάγματος, καταστήματος πώλησης οινοπνευματωδών ποτών και καπνού σε ακίνητο στην Αγία Νάπα, χωρίς να είναι κάτοχοι πιστοποιητικού έγκρισης. Η κατηγορία βασιζόταν στα Άρθρα 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τους καταδίκασε σε πρόστιμο και εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης. Με την παρούσα έφεση προσβάλλουν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή, στο μέτρο που αφορά το διάταγμα.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει, ότι σε προηγούμενη διαδικασία (Ποινική Υπόθεση 868/05) οι εφεσείοντες διατάχθηκαν να κατεδαφίσουν τα τρία πρώτα από τα τέσσερα προαναφερθέντα υποστατικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν όψει τούτου, εξέδωσε το διάταγμα κατεδάφισης αναφορικά μόνο με τ? τελευταίο κατάστημα.
Με τους λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι:
(α) το Δικαστήριο απέτυχε να αιτιολογήσει την απόφαση του·
(β) για το ίδιο αδίκημα είχαν καταδικαστεί ξανά από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στην προαναφερθείσα υπόθεση·
(γ) η παρούσα δίωξη συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, αφού (i) εκκρεμούσε από τον κατήγορο εναντίον τους αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, στην οποία είχε ζητηθεί και προσωρινό διάταγμα επί των ιδίων γεγονότων και (ii) είχε εκδικαστεί η προηγηθείσα Ποινική Υπόθεση 868/05.
Σε σχέση με το διάταγμα κατεδάφισης οι εφεσείοντες προέβαλαν την θέση ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στην έκδοσή του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και δεόντως αιτιολογημένη. Το Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματά του με τρόπο που δεν επιτρέπει και δεν δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου.
2. Το αδίκημα της κατοχής υποστατικών χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης είναι συνεχιζόμενο αδίκημα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι εφεσείοντες δικάστηκαν ξανά για το ίδιο αδίκημα ώστε η παρούσα υπόθεση να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Η προηγούμενη ποινική διαδικασία αφορούσε άλλη περίοδο.
3. Ο σκοπός της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι άλλος και διαφορετικός από εκείνο της ποινικής δίωξης και η ταυτόχρονη ύπαρξη και των δύο αυτών διαδικασιών δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.
Το γεγονός της ύπαρξης άδειας οικοδομής είναι άσχετος παράγοντας με το κατά πόσο θα διαταχθεί η κατεδάφιση υποστατικών που κατέχονται χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης. Τόσο στο λεκτικό του Άρθρου 10(1) όσο και σε εκείνο του Άρθρου 20(3) δεν τίθεται τέτοιος περιορισμός.
Επίσης το γεγονός ότι μόνο ο ιδιοκτήτης μπορεί να υποβάλει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης και οι εφεσείοντες-κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να κάμουν κάτι τέτοιο, δεν στερεί το Δικαστήριο του δικαιώματος να διατάξει και τους κατόχους υποστατικών να κατεδαφίσουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαφοροποίησε την εξεταζόμενη υπόθεση από την Neratzia Hotel Apartments Ltd v. Christoforou & Avraam (Catering Services) Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 234. Εν πάση δε περιπτώσει η προαναφερθείσα απόφαση δεν αποτελεί προηγούμενο αφού η μη επιβολή ποινής σ' εκείνη συνιστούσε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με βάση τα δικά της γεγονότα και όχι οποιαδήποτε νομική αρχή. Υπό τις περιστάσεις δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιβάλει την κατά την κρίση του αρμόζουσα ποινή, με βάση τα γεγονότα στα οποία κατέληξε αξιολογώντας τη μαρτυρία.
?? ?φ?σ??? απορρίφθηκ?? με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δήμος Λεμεσού ν. Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ κ.ά. (2007) 2 Α.Α.Δ. 1,
Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522,
Elfi Entertainment Ltd κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2006) 2 Α.Α.Δ. 361,
Neratzia Hotel Apartments Ltd v. Christoforou & Avraam (Catering Services) Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 234.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 5749/05) ημερομηνίας 16/11/06.
Μ. Β. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι δύο εφεσείοντες-κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν πρωτοδίκως για κατοχή υποστατικών παγωταρίας, fast food, τράπεζας ξένου συναλλάγματος, καταστήματος πώλησης οινοπνευματωδών ποτών και καπνού σε ακίνητο στην Αγία Νάπα, χωρίς να είναι κάτοχοι πιστοποιητικού έγκρισης για την περίοδο 22.3.05 μέχρι την καταχώρηση των κατηγοριών. Η κατηγορία βασιζόταν στα άρθρα 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τους καταδίκασε σε πρόστιμο και εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης.
Με την παρούσα τους έφεση εφεσιβάλλουν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή, στο μέτρο που αφορά το διάταγμα. Παρατηρούμε πως στο εφετήριο αναφέρεται ότι η έφεση είναι εναντίον της καταδίκης, αλλά από τους λόγους που παρατίθενται, προκύπτει σαφώς ότι η έφεση εκτείνεται και στο θέμα της ποινής και ως εκ τούτου θα την αντιμετωπίσουμε ως έφεση τόσο κατά της καταδίκης, όσο και κατά της ποινής.
Προκύπτει από τα γεγονότα, ότι σε προηγούμενη διαδικασία, δηλαδή στην Ποινική Υπόθεση 868/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, οι εφεσείοντες διατάχτηκαν να κατεδαφίσουν τρία από τα τέσσερα υποστατικά που αφορούν την παρούσα υπόθεση, εξαιρουμένου εκείνου του καταστήματος πώλησης οινοπνευματωδών ποτών και καπνού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν όψει τούτου, εξέδωσε το διάταγμα κατεδάφισης αναφορικά και μόνο για το τελευταίο αυτό κατάστημα.
Το άρθρο 10(1) του Κεφ. 96 προνοεί τα ακόλουθα:
««Κανένα πρόσωπο δεν κατέχει ή χρησιμοποιεί, ή ενεργεί όπως οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί, ή επιτρέπει ή ανέχεται οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή, εκτός αν και μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή σε σχέση με αυτή, ανεξάρτητα αν χορηγήθηκε άδεια για τέτοια οικοδομή δυνάμει του άρθρου 3.»
Παρατηρούμε στο στάδιο αυτό πως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι το αδίκημα διαπράττεται ανεξάρτητα από το αν είχε χορηγηθεί άδεια για ανέγερση της οικοδομής. (Δέστε επί του προκειμένου και Δήμος Λεμεσού ν. Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ κ.ά. (2007) 2 Α.Α.Δ. 1).
Περαιτέρω, οι πρόνοιες του άρθρου 20 του ιδίου Νόμου είναι οι ακόλουθες:
« . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(3) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να διατάξει-
(α) όπως η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ..»
Αναφορικά με την καταδίκη, οι λόγοι που προβάλλονται από τους εφεσείοντες είναι α) ότι το Δικαστήριο απέτυχε να αιτιολογήσει την απόφασή του παραλείποντας να αξιολογήσει όλη την ενώπιον του μαρτυρία, β) ότι για το ίδιο αδίκημα είχαν καταδικαστεί ξανά από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στην υπόθεση που προαναφέραμε και γ) ότι η παρούσα δίωξη συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, αφού (i) εκκρεμούσε από τον κατήγορο εναντίον τους αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, στην οποία είχε ζητηθεί και προσωρινό διάταγμα επί των ιδίων γεγονότων και (ii) είχε εκδικαστεί η προηγηθείσα Ποινική Υπόθεση 868/05.
Αναφορικά με τη θέση ότι είχαν δικαστεί ξανά για το ίδιο αδίκημα, υιοθετούμε τα όσα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, επισημαίνοντας ότι το αδίκημα της κατοχής υποστατικών χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης είναι αδίκημα συνεχιζόμενο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λεχθεί ότι δικάστηκαν ξανά για το ίδιο αδίκημα ώστε η παρούσα υπόθεση να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Η προηγούμενη ποινική διαδικασία αφορούσε άλλη περίοδο.
Όσο αφορά την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και την κατ' ισχυρισμό κατάχρηση της διαδικασίας, παρατηρούμε ότι ο σκοπός της διαδικασίας εκείνης είναι άλλος και διαφορετικός από εκείνο της ποινικής δίωξης. Επί του προκειμένου, παραπέμπουμε στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, όπου κρίθηκε από την Ολομέλεια κατά πλειοψηφία ότι η ταυτόχρονη ύπαρξη ποινικής υπόθεσης και πολιτικής για είσπραξη των οφειλομένων σε περίπτωση ακάλυπτης επιταγής, δεν συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, απορρίπτουμε τη θέση αυτή των εφεσειόντων.
Σχετικά με το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας, έχουμε εξετάσει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση. Κρίνουμε ότι προκύπτει απ' αυτή ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε ενδελεχώς και ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία, καταλήγοντας στα ευρήματα του με τρόπο που δεν επιτρέπει και δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε επέμβασή μας. Προκύπτει σαφώς ότι η κατοχή των επίδικων υποστατικών υφίστατο χωρίς την ύπαρξη πιστοποιητικού έγκρισης.
Όσον αφορά την θέση ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης, παρατηρούμε τα ακόλουθα.
Έχουμε ήδη επισημάνει πως το γεγονός της ύπαρξης άδειας οικοδομής είναι άσχετος παράγοντας με το κατά πόσο θα διαταχθεί η κατεδάφιση υποστατικών που κατέχονται χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης, όπως προκύπτει από το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας.
Στην υπόθεση Δήμος Λεμεσού ν. Νικολάου & Υιοί Λτδ (πιο πάνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα, σχετικά με το επιχείρημα ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης, αφού θα μπορούσε να υφίστατο άδεια οικοδομής:
«Η πιο πάνω θέση είναι προφανώς εσφαλμένη. Τόσο στο λεκτικό του άρθρου 10(1) όσο και εκείνο του άρθρου 20(3) δεν τίθεται τέτοιος περιορισμός. Αντίθετα, το λεκτικό τους όχι μόνο δεν συνδέει τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων κατεδάφισης με την μη ύπαρξη άδειας οικοδομής, αλλά καθιστά άσχετο παράγοντα την ύπαρξη τέτοιας άδειας».
Επίσης, το γεγονός ότι μόνο ο ιδιοκτήτης μπορεί να υποβάλει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης και οι εφεσείοντες-κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να κάμουν κάτι τέτοιο, κρίνουμε πως δεν στερεί το Δικαστήριο του δικαιώματος να διατάξει και τους κατόχους υποστατικών να κατεδαφίσουν. Παρόμοια θέματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση εγέρθηκαν και στην παλαιότερη υπόθεση που αφορούσε τους εφεσείοντες, Elfi Entertainment Ltd κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2006) 2 Α.Α.Δ. 361, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούμε:
«Στην υπόθεση Σταυρινίδης ν. Δήμου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 429, τονίστηκε η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 3, όπως ρητά προνοείται στο άρθρο 20, εν πάση περιπτώσει όταν συνεχίζει να έχει κατοχή της οικοδομής. Στην υπόθεση Αναφορικά με Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124 το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition που να ακυρώνουν διάταγμα κατεδάφισης υποστατικού του οποίου ο αιτητής ήταν θέσμιος ενοικιαστής (και όχι ιδιοκτήτης) και τη μετέπειτα καταδίκη του αιτητή για παρακοή του διατάγματος κατεδάφισης.
Το ζήτημα που τίθεται στην προκείμενη περίπτωση είναι το κατά πόσο ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια διατάσσοντας τους εφεσείοντες να κατεδαφίσουν τις παράνομες οικοδομές που κατείχαν και χρησιμοποιούσαν και οι οποίες περιγράφονταν στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, εντός δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιζόταν το απαραίτητο πιστοποιητικό εγκρίσεως.
Κατά την εκτίμηση μας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ορθά και διέταξε τους εφεσείοντες να κατεδαφίσουν τις παράνομες οικοδομές με σκοπό τον τερματισμό της συνέχισης της παρανομίας. Το γεγονός ότι μόνον οι ιδιοκτήτες των παράνομων οικοδομών θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για έκδοση του αναγκαίου πιστοποιητικού εγκρίσεως και το ότι οι σχέσεις των εφεσειόντων-ενοικιαστών με τους ιδιοκτήτες ήταν τεταμένες δεν απάλλασσε τους εφεσείοντες από την ποινική τους ευθύνη αλλά ούτε και ήταν λόγος για μη έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης εναντίον των εφεσειόντων. Αλλιώτικα αν τα δικαστήρια δεν εξέδιδαν διατάγματα κατεδάφισης οικοδομών, που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές χωρίς πιστοποιητικό εγκρίσεως, εναντίον των ενοικιαστών, αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες για να μην κατεδαφίζουν παράνομες οικοδομές τους που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές. Κατά την εκτίμηση μας ούτε η μη έκδοση διατάγματος κατεδαφίσεως εναντίον των ενοικιαστών θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες αλλά ούτε και η μη έκδοση διατάγματος κατεδαφίσεως εναντίον των ιδιοκτητών θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους ενοικιαστές για τη μη κατεδάφιση παράνομων οικοδομών.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση αναφέρθηκε στην υπόθεση Neratzia Hotel Apartments Ltd v. Christoforou & Avraam (Catering Services) Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 234, όπου το Δικαστήριο, παρά την καταδίκη, δεν επέβαλε ποινή και αρνήθηκε να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης, θεωρώντας ότι η ποινική δίωξη είχε σαν κίνητρο τον εξαναγκασμό των εφεσιβλήτων να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του υποστατικού στην εφεσείουσα. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης διαφοροποιούνται από αυτά της παρούσας υπόθεσης για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, παρατηρούμε πως η πιο πάνω απόφαση δεν αποτελεί προηγούμενο, αφού η μη επιβολή ποινής συνιστούσε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης και όχι οποιαδήποτε νομική αρχή. Υπό τις περιστάσεις, δεν κρίνουμε ότι δικαιολογείται η επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιβάλει την κατά την κρίση του αρμόζουσα ποινή, με βάση τα γεγονότα στα οποία κατέληξε αξιολογώντας τη μαρτυρία.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφέσεις ·ÔÚÚ›πτονται Ì €ÍÔ‰· ÂÓ·ÓÙ›ÔÓ ÙˆÓ ÂÊÂÛÂÈfiÓÙˆÓ.