ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 155
21 ΜΑΡΤΙΟΥ, 2007
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΒΒΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 17/2007)
Ποινή ? Διαδοχικές ποινές ? Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ? Επιβολή ποινής φυλάκισης σε πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης η οποία είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη και ενεργοποιήθηκε με τη διάπραξη νέου αδικήματος ? Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών φυλάκισης ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων.
Ποινή ? Επιμέτρηση ? Μετριαστικοί παράγοντες ? Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και του χρόνου τιμωρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι μηνών, έξι μηνών και ενός μηνός αντίστοιχα σε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη αδικήματος, διάρρηξη συλλόγου και κλοπή ΛΚ8 και κατοχή διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων είχε προηγουμένως καταδικαστεί σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ χρόνων κατ' ανώτατο όριο, ότι η ποινή του αναστάληκε κατά το 1/4 με προεδρική χάρη υπό όρους και ότι διέπραξε τα νέα αδικήματα πριν την λήξη της περιόδου αναστολής, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί αυτόματα η ανασταλείσα ποινή φυλάκισής του.
Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο το οποίο επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, έχει καθήκον να βεβαιωθεί πως το σύνολο των ποινών δεν είναι υπερβολικό. Το Δικαστήριο, το οποίο επιβάλλει ποινή, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν του την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής.
2. Η πρωτόδικη απόφαση για τις ποινές που επιβλήθηκαν θα πρέπει, υπό το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, σε συνάρτηση προς το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, να παραμεριστεί και ο εφεσείων να δεσμευτεί με εγγύηση £500 για τρία χρόνια από σήμερα να τηρεί το νόμο και την τάξη.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62,
Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ.�Αρ. 20861/06), ημερομηνίας 8/1/07.
Χρ. Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Ουστά, για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Κραμβή.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο δικηγόρος του εφεσείοντα έθεσε ενώπιόν μας σοβαρό στοιχείο που άπτεται του θέματος της επιμέτρησης της ποινής το οποίο, καθώς εισηγήθηκε, έπρεπε να είχε τεθεί αλλά δεν τέθηκε, με την πληρότητα που αναπτύχθηκε σήμερα, στο πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία συνομωσίας προς διάπραξη αδικήματος, διάρρηξη συλλόγου και κλοπή ΛΚ8 και κατοχή διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυχτός. Για τα πιο πάνω αδικήματα καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι μηνών, έξι μηνών και ενός μηνός σε κάθε κατηγορία αντίστοιχα. Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων είχε προηγουμένως καταδικαστεί σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ χρόνων κατ' ανώτατο όριο. Ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον εφεσείοντα στο πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην προαναφερόμενη προηγούμενη καταδίκη του πελάτη του, ακροθιγώς δήλωσε: «αυτό το αδίκημα έγινε το 1998, καταδικάστηκε το 1999 και φυλακίστηκε αμέσως μετά, αποφυλακίστηκε το 2003 με χάρη και τέλεσε το αδίκημα το 2004.»
Εκτός από τη διευκρίνιση που ακολούθησε ότι δηλαδή, η τέλεση αδικήματος το 2004 αφορούσε στα αδικήματα της υπό κρίση υπόθεσης, δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να ρίξει φως στο θέμα της αποφυλάκισης το 2003 με χάρη.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτή η πτυχή του θέματος, παρά τη σοβαρή σημασία της στην επιμέτρηση της ποινής, δεν απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά αναφέρθηκαν στο συγκεκριμένο θέμα έτσι ώστε να αναδειχθεί ως παράγων επιμέτρησης της ποινής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε σήμερα ότι ενώ εξέτιε ο πελάτης του τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί δυνάμει της προαναφερθείσας προηγούμενης καταδίκης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις 3.3.2003 ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 53.4 του Συντάγματος και με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ανέστειλε κατά το 1/4 και υπό όρους την ποινή φυλάκισης ορισμένων καταδίκων, ανάμεσα στους οποίους και ο εφεσείων, που τότε εξέτιαν ποινές στις Κεντρικές Φυλακές. Ο εφεσείων με βάση το ένταλμα αναστολής του Προέδρου της Δημοκρατίας και τα δεδομένα που τον αφορούσαν, απολύθηκε από τις Κεντρικές Φυλακές στις 3.9.2003. Η αποφυλάκιση των καταδίκων που θα τύγχαναν του ευεργετήματος της αναστολής, τελούσε υπό τον όρο ότι η αναστολή της ποινής ήταν για περίοδο τριών χρόνων από την ημέρα της αποφυλάκισης τους και ότι, οποτεδήποτε πριν τη λήξη της περιόδου αναστολής οποιοσδήποτε αποφυλακισθείς κατάδικος διέπραττε νέο αδίκημα και καταδικαζόταν γι' αυτό σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης θα ενεργοποιείτο αυτόματα έτσι ώστε, μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης, ο κατάδικος να εκτίσει στη συνέχεια το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του με το προεδρικό ένταλμα.
Θεωρούμε ότι τα πιο πάνω αναντίλεκτα γεγονότα, συνέθεταν το κρίσιμο στοιχείο που έπρεπε να είχε τεθεί υπόψη του δικάσαντος δικαστηρίου για να συνεκτιμηθεί με όλους τους σχετικούς παράγοντες και στοιχεία, όπως πρέπει να γίνεται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με τον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής που θα επιβάλει στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο μη γνωρίζοντας τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης και τις συνεπαγόμενες επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης, καταδίκασε τον εφεσείοντα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης. Αυτή η εξέλιξη αυτομάτως προκάλεσε την ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης του εφεσείοντα σύμφωνα με τους όρους του προεδρικού εντάλματος. Ο εφεσείων δικαίως παραπονείται ότι δεν είχε τεθεί ενώπιόν του δικάσαντος δικαστηρίου με τη δέουσα πληρότητα το θέμα της υπό όρους αναστολής της ποινής φυλάκισης που εξέτιε, η συνεκτίμηση του οποίου ενδεχομένως να οδηγούσε το δικαστήριο σε άλλη σκέψη αναφορικά με την ποινική του μεταχείριση.
Στην Ευριπίδης Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα και με αναφορά στην Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519 επαναλήφθηκε βασική αρχή του δικαίου ότι στην περίπτωση επιβολής διαδοχικών ποινών ή όταν με την επιβολή μιας ποινής ενεργοποιείται ταυτόχρονα άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά της επιβληθείσας, το δικαστήριο έχει καθήκον να βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό και ότι σε κάθε περίπτωση, η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε, αρχή η οποία ισχύει και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβληθείσα ποινή.
Συνεκτιμώντας το σύνολο των γεγονότων και των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, σε συνάρτηση προς το μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, θεωρούμε πως η πρωτόδικη απόφαση για τις ποινές που έχουν επιβληθεί θα πρέπει να παραμεριστεί έτσι ώστε να αρθούν άμεσα οι συνακόλουθες συνέπειες της επιβολής των εν λόγω ποινών. Εξαντλώντας τα περιθώρια επιείκειας δεσμεύουμε τον εφεσείοντα με εγγύηση £500 για τρία χρόνια από σήμερα να τηρεί το νόμο και την τάξη.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ως ανωτέρω.
Η έφεση επιτρέπεται.