ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 505
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ.141/2005 και 190/2005)
11 Δεκεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Γ. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Θεοδώρου, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε ποινές φυλάκισης στις πιο κάτω κατηγορίες:
(α) Κατοχή εκρηκτικών υλών κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε, (κατηγορία 5) τρία χρόνια φυλάκιση.
(β) Κατοχή πλάκας ή οργάνου χρησιμοποιούμενου για την κατασκευή σφραγίδων κατά παράβαση του άρθρου 359 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 7) εννιά μήνες φυλάκιση.
(γ) Απόδραση κρατουμένου κατά παράβαση του άρθρου 128(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 9) 4 χρόνια φυλάκιση.
Ο εφεσείων ενώ τελούσε υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές εκτίοντας ποινή φυλάκισης 18 χρόνων, ζήτησε 24ωρη άδεια εξόδου για να τελέσει το γάμο του. Η άδεια άρχιζε από τις 12 το μεσημέρι της 5.9.2003 και έληγε την ίδια ώρα της επομένης, 6.9.2003. Μια περίπου ώρα μετά τη λήξη της άδειας, ο Διευθυντής των φυλακών ενημερώθηκε ότι ο εφεσείων δεν επέστρεψε στις φυλακές ως όφειλε και ενόψει τούτου, κηρύχθηκε δραπέτης, προφανώς κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 17(2) του περί Φυλακών Νόμου του 1996 και τροποποιήσεων. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του. Υστερα από πάροδο αρκετών ημερών, η αστυνομία, αξιοποιώντας πληροφορίες πέτυχε στις 20.9.2003 τη σύλληψη του εφεσείοντα. Η σύλληψη επιτεύχθηκε αμέσως μετά την επιβίβαση του εφεσείοντα σε αυτοκίνητο που οδηγούσε άλλο άτομο σε χώρο στάθμευσης ξενοδοχείου στη Λεμεσό. Ο εφεσείων φορούσε γυναικεία περούκα με μακριά ξανθά μαλλιά και αλεξίσφαιρο γιλέκο. Μέσα σε τσάντα που βρέθηκε στο αυτοκίνητο, στα πόδια του εφεσείοντα, βρέθηκε ένα περίστροφο και αριθμός σφαιρών. Σφαίρες βρέθηκαν επίσης στην τζέπη του εφεσείοντα και σε άλλους χώρους του αυτοκινήτου. Στην κατοχή του βρέθηκε επίσης μπρελόκ με κλειδιά, ένα από τα οποία, έφερε επιγραφή σε πλαστική θήκη με τον αριθμό «C 34». Οι έρευνες της αστυνομίας επεκτάθηκαν στο Block C Aphrodite Hotel Apartments, διαμέρισμα αρ. 34 στο οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία, διέμενε ο εφεσείων. Κατά την έρευνα του εν λόγω διαμερίσματος, βρέθηκε ένα αγγλικό διαβατήριο με αποκολλημένη τη φωτογραφία του κατόχου του και μετατοπισμένη σε άλλη σελίδα. Βρέθηκαν επίσης μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία με τα οποία μπορούσαν να εκτυπωθούν οι λέξεις «ΚΥΠΡΙΑΚΗ» και «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» καθώς και το έμβλημα της Δημοκρατίας.
Εναντίον του εφεσείοντα και του οδηγού του αυτοκινήτου, ασκήθηκε ποινική δίωξη. Χωριστά και από κοινού, αντιμετώπισαν διάφορες κατηγορίες. Στην πορεία της δίκης, ο οδηγός του αυτοκινήτου άλλαξε την απάντησή του από μη παραδοχή σε παραδοχή σε δύο από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε από κοινού με τον εφεσείοντα και σε άλλη που στρεφόταν μόνο εναντίον του. Μετά την πιο πάνω εξέλιξη ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε την ποινική δίωξη κατά του οδηγού στις υπόλοιπες κατηγορίες. Η δίκη συνεχίστηκε σε σχέση με τον εφεσείοντα και για την έκθεση γεγονότων και επιβολή ποινής στον οδηγό του αυτοκινήτου, μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης του εφεσείοντα.
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής το Κακουργιοδικείο, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 1, 2 και 6. Η δίκη συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε σε σχέση με τις κατηγορίες 3, 4, 5, 7 και 9. Τελικά ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε και στις κατηγορίες 3 και 4, κρίθηκε όμως ένοχος στις υπόλοιπες κατηγορίες 5, 7 και 9 (ανωτέρω). Στην κατηγορία 5 κρίθηκε ένοχος μόνο σε σχέση με την κατοχή των δέκα φυσιγγίων που βρέθηκαν στην τζέπη του.
Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης μόνο κατά την έκταση που αυτή αφορά στην καταδίκη.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης γιατί η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να τον εφοδιάσει εγκαίρως με αντίγραφα των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και σκόπιμα απέκρυψε την κασέτα βιντεογράφησης του διαμερίσματος C 34 η οποία θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για την υπεράσπισή του και προς ανατροπή ισχυρισμών της αστυνομίας. Είναι γεγονός ότι ο εφεσείων ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης ότι η διεύθυνση των φυλακών αρνήθηκε να του παραδώσει κάποιο δίσκο dvd το περιεχόμενο του οποίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς υπεράσπισης. Η Κατηγορούσα Αρχή, αντέταξε ότι το συγκεκριμένο dvd ήταν πάντοτε στη διάθεση του εφεσείοντα για προβολή και μελέτη του περιεχομένου του, νοουμένου ότι αυτό θα γινόταν στην αίθουσα της βιβλιοθήκης των φυλακών. Ο εφεσείων επίμονα ήθελε να μεταφέρει τον εν λόγω δίσκο στο δωμάτιό του πράγμα που απαγορευόταν από τους κανονισμούς των φυλακών. Η δίκη αναβλήθηκε προκειμένου να διευθετηθεί το θέμα ώστε να παρασχεθεί στον εφεσείοντα η δυνατότητα να μελετήσει το περιεχόμενο του δίσκου. Ωστόσο, κατά τη νέα δικάσιμο ο εφεσείων δεν επανήλθε στο συγκεκριμένο θέμα.
Ο ισχυρισμός ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να εφοδιάσει εγκαίρως τον εφεσείοντα με αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων κλπ, ηγέρθη για πρώτη φορά ενώπιόν μας ενώ, αν υπήρχε τέτοιο θέμα, αυτό έπρεπε να είχε εγερθεί και εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο και όχι κατά την ακρόαση της έφεσης. Το θέμα της δίκαιης δίκης, αποτιμάται από το πρωτόδικο δικαστήριο στο τέλος της δίκης μετά από θεώρηση της δίκης στο σύνολό της. Ο ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται in abstracto αλλά συγκεκριμένα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπισή του. Βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 104. Ο εφεσείων, γενικά και αόριστα, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης χωρίς όμως να εξειδικεύει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε βάσιμα να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό αυτό. Εχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της δίκης στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε αν υπάρχει ο,τιδήποτε το μεμπτό το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να είχε επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης. Δεν εντοπίσαμε το παραμικρό που θα μπορούσε να δικαιολογήσει, έστω και κατ΄ ελάχιστο, αυτό το παράπονο. Κατά τη δική μας θεώρηση των πραγμάτων, ο εφεσείων είχε μια δίκαιη δίκη κατά τη διάρκεια της οποίας έτυχαν σεβασμού όλα τα δικονομικά και συνταγματικά δικαιώματά του. Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της ακρόασης για να παραδοθούν στην υπεράσπιση, με οδηγίες του δικαστηρίου, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία μαρτυρίας που η Κατηγορούσα Αρχή επρόκειτο να χρησιμοποιήσει. Αντίθετα, διαπιστώσαμε ότι αριθμός γραπτών καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας, κατατέθηκαν και έγιναν τεκμήρια χωρίς ένσταση από πλευράς υπεράσπισης.
Ο εφεσείων, πρωτοδίκως αλλά και κατά την έφεση, ισχυρίστηκε ότι η εκτενής δημοσιότητα της υπόθεσής του από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα αρνητικά για τον ίδιο σχόλια, ψεύδη και υπερβολές, επηρέασαν αρνητικά το Κακουργιοδικείο με αποτέλεσμα η δίκη να μην ήταν ανεπηρέαστη. Το θέμα εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο το οποίο, με αναφορά στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 ΑΑΔ 1, έκρινε πως ούτε οι μάρτυρες ούτε το δικαστήριο επηρεάστηκαν λόγω αρνητικής δημοσιότητας σε βάρος του εφεσείοντα. Το κριτήριο με βάση το οποίο κρίνεται κατά πόσο η δίκη είναι ή όχι ανεπηρέαστη είναι αντικειμενικό. Το δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο το κλίμα που δημιουργήθηκε από τη δημοσιότητα ήταν τόσο δυσμενές ώστε αντικειμενικά ιδωμένο, να οδηγεί στην αναμονή καταδίκης του κατηγορουμένου ως τη μόνη δυνατή απόφαση. Ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι οι μάρτυρες δεν αντεξετάστηκαν επί του προκειμένου ούτε υποβλήθηκε σ΄ αυτούς ότι η μαρτυρία τους είχε επηρεαστεί από δυσμενή για τον εφεσείοντα δημοσιεύματα. Για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση το Κακουργιοδικείο ορθά δεν μπόρεσε να συνδέσει την όποια τυχόν κατασκευή αστυνομικής μαρτυρίας και αρνητικής δημοσιότητας του θέματος. Καθόσον αφορά την προσπάθεια σύνδεσης της αρνητικής δημοσιότητας με την άρνηση δικηγόρων να αναλάβουν την υπεράσπιση του εφεσείοντα με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η εκδίκαση της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο ορθά επισημαίνει ότι σε όλα τα στάδια της δίκης ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο και ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι τη συμπλήρωση της ακρόασης δεν ήταν ιδιαίτερα μακρύς λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων και τα θέματα που είχαν εγερθεί προκαταρκτικά αλλά και στη συνέχεια μετά την έναρξη της δίκης. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223. Επομένως, θεωρούμε ορθή τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη καθυστέρηση επηρεάζουσα δυσμενώς τα δικαιώματα του εφεσείοντα η οποία να οφειλόταν άμεσα ή έμμεσα σε αρνητικά για τον ίδιο δημοσιεύματα.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία και ότι λανθασμένα αποδέχθηκε ως αληθή την προσαχθείσα από την Κατηγορούσα Αρχή μαρτυρία. Κάθε φορά που εγείρεται θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας, επαναλαμβάνουμε ότι το έργο αυτό όπως και η διαμόρφωση της κρίσης ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα είναι αντίθετα με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη ή όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία με πλήρη επίγνωση των αρχών που διέπουν τα επιμέρους θέματα. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν ενδελεχής και ορθή και τα συμπεράσματα του δικάσαντος δικαστηρίου, συνάδουν πλήρως με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Οι μικρές αντιφάσεις που επισημαίνονται στο διάγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα είναι τόσο φυσικές και επουσιώδεις ώστε να μην επηρεάζεται η τελική κατάληξη περί της ενοχής του εφεσείοντα. Από την άλλη, οι διαφορετικές και εν πολλοίς ασυμβίβαστες θέσεις που πρόβαλε η υπεράσπιση, προσμέτρησαν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εφεσείοντα και το Κακουργιοδικείο, ορθά, για τους λόγους που εκτενώς εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, χαρακτήρισε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα. Βλ. Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 402.
Καθόσον αφορά το λόγο έφεσης εναντίον της καταδίκης στην κατηγορία της απόδρασης από νόμιμη κράτηση, υποστηρίχτηκε ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης στοιχειοθετούν το συγκεκριμένο αδίκημα. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι η παράλειψή του να επιστρέψει στις Κεντρικές Φυλακές κατά την εκπνοή της προσωρινής άδειας εξόδου, συνιστά απλή παράβαση των όρων της προσωρινής άδειας και όχι το υπό κρίση αδίκημα της απόδρασης από νόμιμη κράτηση.
Το άρθρο 128(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία προνοεί ότι,
«128. Αυτός που βρίσκεται υπό νόμιμη κράτηση για κάποιο ποινικό αδίκημα, αν αποδράσει καθίσταται ένοχος -
(α) κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων, προκειμένου για κατηγορούμενο ή καταδικασθέντα για κακούργημα.»
Από τη στιγμή που ο εφεσείων βγήκε από τη φυλακή με 24ωρη άδεια εξόδου, έπαυσε να βρίσκεται κάτω από τον φυσικό, άμεσο και απευθείας έλεγχο της αρχής των φυλακών και των μελών της. Με βάση την άδεια, ο εφεσείων είχε δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης εκτός των φυλακών για 24 ώρες. Η παράλειψη του εφεσείοντα να επιστρέψει στις φυλακές κατά τη λήξη της προσωρινής άδειας δεν ισοδυναμεί με απόδραση από νόμιμη κράτηση αλλά με παράλειψή του να επιστρέψει στις φυλακές για να υπαχθεί ξανά, ως όφειλε, στη νόμιμη κράτηση. Στην πρόσφατη αγγλική απόφαση R. v. Montgomery [2007] All E.R. (D) 427, τα γεγονότα της οποίας ήταν παρόμοια με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης, το αγγλικό εφετείο αθώωσε τον εφεσείοντα με το ίδιο σκεπτικό. Η εν λόγω αγγλική απόφαση εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε μετά την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης και συνεπώς δεν ήταν σε γνώση του Κακουργιοδικείου.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται αναφορικά με τους λόγους έφεσης που αναφέρονται στην καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 5 και 7 που αντίστοιχα αφορούν στην κατοχή εκρηκτικών υλών και κατοχή πλάκας ή οργάνου χρησιμοποιούμενου για την κατασκευή σφραγίδων ενώ η έφεση επιτυγχάνει αναφορικά με την κατηγορία 9 της απόδρασης από νόμιμη κράτηση στην οποία ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΣΦ.