ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 444
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 201/2007)
28 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΨΥΛΛΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση μας είναι ομόφωνη.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex-tempore)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσάφθηκαν κατά του εφεσείοντα δύο κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή και μια κατηγορία για παράνομη κατοχή περιουσίας. Στις 31.8.2007 ο εφεσείων παραπέμφθηκε για δίκη στο Κακουργιοδικείο που θα συνεδριάσει στις 11.10.2007 και τέθηκε θέμα αναφορικά με την κράτησή του στο μεταξύ.
Προτάθηκαν δύο λόγοι από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Ο πρώτος αφορούσε στον κίνδυνο να μην εμφανιστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Ο δεύτερος αφορούσε στην πιθανότητα να διαπράξει άλλα αδικήματα κατά το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία συναφώς και θεώρησε κατ΄ αρχήν πως η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον κίνδυνο μη προσέλευσής του. Για να σπεύσει όμως να προσθέσει, ορθά όπως κρίνουμε, με αναφορά στην υπόθεση Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, πως η αναφορά του μόνο στη σοβαρότητα των αδικημάτων δεν θα ήταν αρκετή. Είχε υπόψη του πως εάν επρόκειτο να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντα για τέτοιο λόγο θα έπρεπε να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση σε σχέση και με άλλες παραμέτρους. Δεν το έκανε όμως επειδή, όπως εξήγησε, διαπίστωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, στη βάση του οποίου αυτοτελώς θα έπρεπε να διαταχθεί η κράτηση. Βεβαίως στο τέλος της απόφασής του ανέφερε πως διέταξε την κράτηση και για τον «κίνδυνο μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο», αλλά αυτή η κατάληξη δεν νομίζουμε πως δικαιολογείται από το προηγούμενο περιεχόμενο της απόφασής του.
Σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων αφιερώθηκε πρωτοδίκως χρόνος για τη συζήτηση αναφορικά με το κατά πόσο ο εφεσείων είχε αποκατασταθεί, δυνάμει του σχετικού νόμου, σε σχέση με καταδίκη του για παρόμοιο αδίκημα το 1984. Δεν υπήρχε άλλη προηγούμενη καταδίκη. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που εξήγησε, θεώρησε ότι δεν υπήρξε τέτοια αποκατάσταση και έκρινε πως εκείνη η καταδίκη θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Τη συνυπολόγισε επομένως μαζί και με δύο άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντα, για παρόμοια αδικήματα. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, αναφέρθηκε σε «συχνή από μέρους του κατηγορουμένου ενασχόληση των δικαστηρίων με τέτοιου είδους αδικήματα» και κατέληξε πως εδικαιολογείτο η κράτησή του.
Ο εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεσή του αυτοπροσώπως και ήταν η κύρια εισήγησή του πως δεν ήταν δικαιολογημένο το συμπέρασμα πως υπήρχε οποιοσδήποτε από τους κινδύνους που εντόπισε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο εφεσίβλητος αναγνώρισε πως χωρίς τη διερεύνηση, που δεν έγινε, όπως το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε, δεν θα μπορούσε να τίθεται θέμα κινδύνου μη προσέλευσης του εφεσείοντα. Εισηγήθηκε όμως πως και όσα αναφέρθηκαν συναφώς μπορούσαν να συνυπολογιστούν. Ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, συμφώνησε πως η προηγούμενη καταδίκη, εξαιτίας του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε, δεν μπορούσε να είχε παρά μηδενική σημασία. Εισηγήθηκε όμως πως ορθώς λήφθηκε υπόψη αφού συναρτήθηκε και προς τις δύο εκκρεμούσες υποθέσεις. Προσθέτουμε και τις επεξηγήσεις του εφεσείοντα σε σχέση με εκείνες τις υποθέσεις αλλά και άλλες υποθέσεις, με αναφορά στην εμφάνισή του ως προσώπου που συχνά απασχολεί το δικαστήριο με παρόμοια θέματα. Σε μια από εκείνες τις υποθέσεις έχει ήδη αθωωθεί ενώ στην άλλη είχε αρνηθεί την κατηγορία και η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστερούσε για λόγους που δεν οφείλονταν στον ίδιο. Εν πάση περιπτώσει, εμφανιζόταν ανελλιπώς στο δικαστήριο σε κάθε περίπτωση αναβολής τους, όπως είχε αναλάβει με βάση προσωπική του εγγύηση. Αναφέρθηκε περαιτέρω, στο ίδιο πλαίσιο, και σε αθώωσή του από το Εφετείο σε σχέση με παρόμοιας φύσης υπόθεση.
Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και καταλήγουμε πως, αφού η κράτηση δεν ήταν συναρτημένη προς τον κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα, όπως συνάγεται ότι ήταν η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, για τους λόγους που το ίδιο εξήγησε, το μόνο θέμα που στην πραγματικότητα εγείρεται ενώπιόν μας αφορά στον κίνδυνο να διαπράξει άλλα αδικήματα. Θεωρούμε πως η αναφορά στην προηγούμενη καταδίκη το 1984 για τέτοιους σκοπούς, σε σχέση με το 2007, ήταν λανθασμένη. Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία συνολικά λαμβάνοντας υπόψη και αυτή την καταδίκη και βεβαίως δεν μπορούν να γίνουν υποθέσεις αναφορικά με το πώς θα κατέληγε αν αγνοούσε την παλιά καταδίκη και περιοριζόταν στο ξηρό γεγονός της ύπαρξης δύο εκκρεμουσών παρόμοιων υποθέσεων, για τις οποίες, ας σημειωθεί, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά πέρα από το γεγονός ότι υπήρχαν, χωρίς γνώση επομένως και του περιεχομένου του κατηγορητηρίου. Η διακριτική ευχέρεια ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Διαπιστώνουμε όμως σφάλμα σε σχέση με τα δεδομένα κάτω από τα οποία αυτή ασκήθηκε και επιβάλλεται παρέμβασή μας.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσείων δήλωσε ενώπιον μας πως θα ήταν έτοιμος να υπογράψει εγγύηση ύψους £10.000.- με αξιόχρεο εγγυητή και κρίνουμε πως κάτω από τις περιστάσεις αυτό θα ήταν αρκετό.
Ο εφεσείων θα είναι ελεύθερος υπό τον όρο ότι θα υπογράψει εγγύηση ύψους £10.000.- με αξιόχρεο εγγυητή της έγκρισης του Πρωτοκολλητή, προς διασφάλιση της παρουσίας του στο Κακουργιοδικείο.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
/ΕΑΠ.