ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 2 ΑΑΔ 293

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                       

                                                            (Ποινικές Εφέσεις Αρ.

192/05, 201/05, 203/05, 208/05)

 

7 Ιουνίου, 2007

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

                                   

(Ποινική Εφεση Αρ. 192/2005)

 

YO HONG BO,

                                                                        Εφεσείων,

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                                        Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 201/2005)

 

ZEESHAN ASGHAR MUHAMMAD,

                                                                        Εφεσείων,

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                                        Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 203/2005)

 

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

                                                                        Εφεσείουσα,

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                                        Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 208/2005)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                            Εφεσείων,

v.

 

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

                                                                        Εφεσίβλητης.

― ― ― ― ―

 

Εφεσείων στην  ποινική έφεση 192/2005, προσωπικά.

 

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα στην ποινική έφεση 201/2005.

 

Κ. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα στην ποινική έφεση 203/2005 και Εφεσίβλητη στην ποινική έφεση 208/2005.

 

Ρ. Μαππουρίδης, για την Εφεσίβλητη στις ποινικές εφέσεις 192/2005, 201/2005, 203/2005 και για τον Εφεσείοντα στην ποινική έφεση 208/2005.

 

― ― ― ― ―

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

― ― ― ― ―

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, Zeeshan Asghar Muhammad, Yo Hong Bo και Μαγδαληνή Ελευθερίου, κατόπιν δίκης ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, κρίθηκαν ένοχοι για το φόνο του Παύλου Χριστοδούλου, τέως από το Καϊμακλί, συζύγου της εφεσείουσας Μαγδαληνής Ελευθερίου. Μεταξύ άλλων, κατηγορήθηκαν ότι, αφού συνωμότησαν μεταξύ τους, επέφεραν στις 17.7.04 εκ προμελέτης και με παράνομη πράξη το θάνατο του Παύλου Χριστοδούλου κατά παράβαση των άρθρων 217, 203, 204, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Οι εφεσείοντες Zeeshan και Bo βρέθηκαν ένοχοι στην πιο πάνω κατηγορία και σ΄ αυτούς υποχρεωτικά, (βλ. άρθρο 203(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης διά βίου. Η εφεσείουσα Μαγδαληνή Ελευθερίου, για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση, αθωώθηκε στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, με βάση όμως τα πραγματικά γεγονότα, όπως διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο και αφορούσαν στη συμμετοχή της στο έγκλημα, (βλ. άρθρο 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155),  κρίθηκε ένοχη διάπραξης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση των άρθρων 205 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων. 

 

Οι εφεσείοντες, με τις εφέσεις που αντιστοίχως καταχώρησαν, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητούν τον παραμερισμό της. Εφεση καταχώρησε και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ο οποίος θεωρεί ανεπαρκή την ποινή φυλάκισης που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στη Μαγδαληνή Ελευθερίου και επιζητεί αύξηση της ποινής. Οι εφέσεις εκδικάστηκαν χωριστά. Επειδή όλες προέκυψαν από την ίδια θεματική ενότητα, θεωρήσαμε ενδεδειγμένη την ένταξη των αντίστοιχων αποφάσεών μας σε ενιαίο κείμενο.

 

Το Κακουργιοδικείο, ύστερα από ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας, καθόρισε τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, μερικά από τα οποία είναι παραδεκτά ενώ άλλα είναι αδιαμφισβήτητα. Με κάθε δυνατή συντομία θα παραθέσουμε εκείνα  που γενικά θεωρούμε απαραίτητα για την κατανόηση της υπόθεσης και τον έλεγχο της ορθότητας της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.

 

Ζεύγος που κατοικούσε σε διαμέρισμα της οδού Πηνελόπης Δέλτα στην Ακρόπολη, αντιλήφθηκε, γύρω στις 02.55 ώρα της 18.7.04, φωτιά σε αυτοκίνητο που βρισκόταν ακινητοποιημένο σε παρακείμενο οικόπεδο της οδού Βουτυρά και αμέσως τηλεφώνησαν στην Αστυνομία. Στη σκηνή έφθασε όχημα της Πυροσβεστικής για την κατάσβεση της φωτιάς και δύο περιπολικά της αστυνομίας. Επειδή η φωτιά συνεχιζόταν στο χώρο των αποσκευών, οι πυροσβέστες αναγκάστηκαν να τον παραβιάσουν για να διαπιστώσουν ότι υπήρχε καιγόμενο ανθρώπινο σώμα. Μετά την κατάσβεση της φωτιάς διαπιστώθηκε ότι το ημιαπανθρακωμένο πλέον σώμα ανήκε σε άγνωστο  άνδρα. Ο λόγος που συνεχιζόταν η φωτιά στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου, ήταν γιατί, εκτός από το καιγόμενο ανθρώπινο σώμα υπήρχαν και πολλές εφημερίδες που είχαν συγκεντρωθεί για σκοπούς ανακύκλωσης, όπως διαπιστώθηκε αργότερα. Η σκηνή τέθηκε υπό αστυνομική φρούρηση ενώ, με βάση τον αριθμό εγγραφής του αυτοκινήτου, διαπιστώθηκε ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ήταν ο Παύλος Χριστοδούλου στον οποίο, ανήκε, όπως αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε επιστημονικώς αργότερα, το ημιαπανθρακωμένο σώμα.

 

Στη σκηνή μύριζε εύφλεκτο υλικό και σε διάφορα σημεία, βρέθηκαν κηλίδες αίματος. Από τη νεκροψία προέκυψε ότι το θύμα έφερε κατάγματα σε διάφορα σημεία της κεφαλής. Τα αντικειμενικά ευρήματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Παύλου Χριστοδούλου ήταν αποτέλεσμα βαριάς κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης από κτυπήματα που είχε δεχθεί με μη αιχμηρό όργανο σε διάφορα σημεία της κεφαλής και όταν κάηκε ήταν ήδη νεκρός. Οι έρευνες της αστυνομίας για την εξιχνίαση του εγκλήματος αρχικά στράφηκαν προς το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος για συλλογή πληροφοριών ενώ παράλληλα, αναζητήθηκαν στοιχεία που θα έριχναν φως στο ελατήριο του δράστη ή των δραστών του εγκλήματος.

 

Το νήμα της εξιχνίασης του φόνου άρχισε να ξετυλίγεται όταν η εφεσείουσα απαντώντας σε ερωτήσεις της Αστυνομίας, ομολόγησε τον ερωτικό δεσμό της με αλλοδαπό φοιτητή κυπριακού κολλεγίου. Η πληροφορία αξιοποιήθηκε από την αστυνομία με αποτέλεσμα, η προσοχή των ανακριτών να στραφεί σε πρώτο στάδιο προς τον εφεσείοντα Zeeshan από το Πακιστάν και μετά στον εφεσείοντα Bo από την Κίνα οι οποίοι φοιτούσαν σε κυπριακό κολλέγιο και διέμεναν στη Λευκωσία. Η εφεσείουσα η οποία ήταν υπάλληλος τράπεζας και παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στο ίδιο κολλέγιο  που φοιτούσε ο Zeeshan, γνωρίστηκε με αυτόν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ερωτικός δεσμός. Ο σύζυγος της εφεσείουσας, ο οποίος πληροφορήθηκε για την ερωτική σχέση της γυναίκας του με τον Zeeshan από το Γενάρη του 2004, μάταια προσπάθησε να την πείσει να διακόψει τον εξωσυζυγικό της δεσμό. Όταν της ζήτησε να του δώσει τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του εραστή της, αυτή ανησύχησε. Το θύμα ουδέποτε εκμυστηρεύτηκε στα συγγενικά του πρόσωπα την εξωσυζυγική σχέση της γυναίκας του. Ο έρωτας μεταξύ της εφεσείουσας και του Zeeshan είχε πάθος και με την πάροδο του χρόνου ενδυναμώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η εφεσείουσα να λέγει στον εραστή της πως δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να ζει δίχως αυτόν και να ελπίζει όλα να πάνε όπως τα επιθυμούσαν για να είναι μαζί. Ανάλογα ήταν τα αισθήματα και οι επιθυμίες του Zeeshan όπως φανερώνουν τα ποιήματα που της έστελνε. Εκτός από ερωτικά ποιήματα, οι εραστές αντάλλασσαν επιστολές και μηνύματα, το περιεχόμενο των οποίων, αποκαλύπτει δυνατό έρωτα και πάθος.

 

Το θύμα και η εφεσείουσα επρόκειτο να μεταβούν στην Αγγλία. Η αναχώρηση προγραμματίστηκε αρχικά για τα ξημερώματα της 17.7.04,  το ταξίδι όμως, αναβλήθηκε για τα ξημερώματα της 19.7.04 λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του θύματος. Στις 8.00 μ.μ. της 17.7.04 το θύμα, στην παρουσία της γυναίκας του, είπε στο σύγαμπρό του κ. Καδή ότι εκείνο το βράδυ είχε επαγγελματικό ραντεβού με μια ιδιότροπη γυναίκα, όπως του φάνηκε στο τηλέφωνο, το οποίο όμως είχε αναβληθεί για τις 9.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας, ύστερα από σχετικό τηλεφώνημα της εν λόγω γυναίκας η οποία, όπως φάνηκε αργότερα, στην πορεία της υπόθεσης, ήταν ανύπαρκτη. Μετά το «ραντεβού» το θύμα θα πήγαινε σε γάμο στο Λυθροδόντα.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή, κατ΄ επίκληση στοιχείων της μαρτυρίας, υποστήριξε ότι η συνάντηση διευθετήθηκε τηλεφωνικώς από την εφεσείουσα η οποία, προσποιούμενη την πελάτισσα, τηλεφώνησε στο θύμα χρησιμοποιώντας τον αριθμό προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας 99921724. Η θέση της εφεσείουσας επί του προκειμένου, ήταν ότι η συνάντηση διευθετήθηκε μεταξύ του εραστή της και του συζύγου της κατευθείαν και μετά ενημερώθηκε η ίδια τόσο από το σύζυγό της όσο και από το Zeeshan και συμφώνησε. Για το ίδιο θέμα, η θέση του Zeeshan ήταν ότι η συνάντηση με το θύμα διευθετήθηκε από την εφεσείουσα, όχι όμως τηλεφωνικώς, και ότι ο ίδιος ενημερώθηκε σχετικά.

 

Το Κακουργιοδικείο, έχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές της νομολογίας* που διέπουν το θέμα της αποδεικτικής αξίας του περιεχομένου κατάθεσης κατηγορούμενου προς την αστυνομία με την οποία εμπλέκει συγκατηγορούμενό του στην από κοινού τέλεση  παράνομης πράξης καθώς και την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας κατηγορούμενου που καταθέτει ενόρκως από το εδώλιο του μάρτυρα εναντίον άλλου συγκατηγορούμενου του για την κοινή παράνομη πράξη τους, θεώρησε, για τους λόγους που εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, πως θα ήταν άκρως ανασφαλές να καταλήξει σε θετικό εύρημα για την αλήθεια του περιεχομένου των δηλώσεων που αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα. Το Κακουργιοδικείο, στη βάση αναντίλεκτων γεγονότων, περιορίστηκε στην απλή διαπίστωση ότι διευθετήθηκε συνάντηση, μη αποκλείοντας ότι το θύμα πήγε για να συναντήσει τον εραστή της συζύγου του. Παρενθετικά σημειώνουμε  τη σχετική επί του προκειμένου δήλωση της εφεσείουσας στην ανακριτική της κατάθεση (τεκμ. 189) ότι μόλις έφυγε ο σύζυγος της από το σπίτι για τη μοιραία συνάντηση, αυτή πήγε στο περίπτερο της γειτονιάς και, όπως της είχε ζητήσει προηγουμένως ο Zeeshan,  τηλεφωνικώς τον ενημέρωσε ότι ο άντρας της έφυγε από το σπίτι.  Και όπως το Κακουργιοδικείο σημειώνει, «αυτό που τελικά έχει σημασία είναι τι αποφάσισε ο κατηγορούμενος 1 να κάμει σ΄ αυτή τη συνάντηση κι΄ αν  την απόφασή του την πήρε μόνος του ή μαζί με την κατηγορουμένη ή αν ο,τιδήποτε αποφάσισε το κοινοποίησε και στην κατηγορουμένη η οποία συμφώνησε».

 

Οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου αναφορικά με το ρόλο και τη δράση των εφεσειόντων πριν και μετά το φόνο αλλά και κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, στηρίζονται κατά κύριο λόγο, στις εκούσιες ομολογίες τους, στα επιστημονικά ευρήματα και διαπιστώσεις των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, στις υποδείξεις σκηνών που έγιναν από τον εφεσείοντα Zeeshan και στις σχετικές με αυτές ενυπόγραφες δηλώσεις σε συνάρτηση προς τα τεκμήρια που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος και  άλλα σημεία, στη μαρτυρία των εφεσειόντων από το εδώλιο του μάρτυρα, καθώς και στις καταθέσεις που έδωσαν στην αστυνομία. Όλα τα πιο πάνω στοιχεία εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο με την επιβαλλόμενη προσοχή και επιφυλακτικότητα όπως προδιαγράφει η σχετική επί του θέματος νομολογία*. Σαφής επί του προκειμένου είναι η διαπίστωση ότι υπάρχει πλήρης ταύτιση των όσων ο εφεσείων Bo εξιστόρησε στην κατάθεσή του το πρωί της 19.7.04 με εκείνα που ο εφεσείων Zeeshan παράλληλα υποδείκνυε και δήλωνε επί τόπου στις διάφορες σκηνές κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης του εγκλήματος.

 

Οι εφεσείοντες Zeeshan και Βο όταν κλήθηκαν σε υπεράσπιση από το Κακουργιοδικείο κατέθεσαν ενόρκως. Αμφότεροι πρόβαλαν την εκδοχή ότι ο Βο δεν είχε καμιά ανάμειξη στην υπόθεση και ότι ο δράστης του εγκλήματος ήταν μόνο ο Zeeshan. Ο Zeeshan κατέθεσε συναφώς ότι στις 17.7.04 συναντήθηκε με το θύμα γύρω στις 9.00 μ.μ. για να συζητήσουν για τον ερωτικό δεσμό του με τη  γυναίκα του θύματος και ότι το θύμα, κρατούσε σιδεροσωλήνα με την οποία αποπειράθηκε να τον κτυπήσει. Κατάφερε να αποσπάσει τη σιδεροσωλήνα από τα χέρια του θύματος και κάτω από συνθήκες αυτοάμυνας του επέφερε το θανάσιμο κτύπημα. Αυτή η εκδοχή, όπως ορθά διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο, είναι διαφορετική από εκείνη που προβλήθηκε μέσα από τις αντίστοιχες καταθέσεις, δηλώσεις και ομολογίες τους προς την Αστυνομία και οι οποίες είχαν ως κοινή συνισταμένη ότι έδρασαν από κοινού τόσο κατά το σχεδιασμό όσο και κατά τη διάπραξη του φόνου που ήταν ο επιδιωκόμενος κοινός σκοπός τους. Σημειώνουμε επίσης ότι η εφεσείουσα, προέβη σε ανώμοτη δήλωση από τη θέση της, αρνούμενη κάθε ανάμειξή της στη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε.

 

Το Κακουργιοδικείο, προκειμένου να προσδιορίσει το ρόλο και την εμπλοκή των εφεσειόντων στο έγκλημα, ανασκόπησε τη μαρτυρία που ενδεχομένως είχε σχέση με το ελατήριο του εγκλήματος, έχοντας προς τούτο σαφή γνώση ότι το ελατήριο δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος αλλά στοιχείο ανίχνευσης ως προς το ποία ήταν η κινητήρια δύναμη που ώθησε το δράστη να δράσει με τον τρόπο που έδρασε. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι το ελατήριο του εφεσείοντα Zeeshan για τη διάπραξη του φόνου ήταν ο παράφορος έρωτας του για την εφεσείουσα που τον οδήγησε σε δράση με στόχο να βγάλει το σύζυγο της ερωμένης του από τη μέση «άπαξ και οριστικώς» αφού το θύμα ήταν και το μόνο εμπόδιο που υπήρχε στην επιθυμία του να βιώσει αυτό τον έρωτα, όπως ο ίδιος πίστευε, ολοκληρωμένα. Για την πραγμάτωση του σκοπού του δεν δίστασε να φτάσει στα άκρα δηλαδή, τη δολοφονία του συζύγου της εφεσείουσας. Ο εφεσείων Bo μολονότι δεν είχε προσωπικό κίνητρο θανάτωσης του συγκεκριμένου ανθρώπου εντούτοις συμφώνησε να συμμετάσχει στη δολοφονία ενός προσώπου που δεν γνώριζε, απλώς και μόνο, γιατί του το ζήτησε ο φίλος και συγκάτοικός του Zeeshan.

 

Η απόφαση για τη θανάτωση του Παύλου Χριστοδούλου, σε πρώτο στάδιο, λήφθηκε από τον εφεσείοντα Zeeshan ο οποίος, χωρίς να αποκαλύψει στον εφεσείοντα Bo τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου που ήθελε να σκοτώσει, ζήτησε τη συνδρομή του τελευταίου στην υλοποίηση της απόφασής του. Ο Bo δέχθηκε και όταν η απόφαση έγινε πλέον κοινή, προχώρησαν μαζί στο σχεδιασμό διάπραξης του εγκλήματος, επιλέγοντας τον τόπο, τον τρόπο και τα μέσα  τέλεσης της ανίερης πράξης. Προνόησαν επίσης για την καταστροφή και εξαφάνιση των ιχνών και τεκμηρίων που θα τους συνέδεαν με το έγκλημα. Αφού διευθετήθηκε η συνάντηση με το θύμα στον τόπο που αυτοί επέλεξαν, εφοδιασμένοι με γάντια, σιδεροσωλήνες, βενζίνη και χαρτότελλα, προχώρησαν χωρίς δισταγμό στη θανάτωσή του θύματος μόλις αυτό εμφανίστηκε στο μέρος, καταφέροντας και οι δύο θανατηφόρα κτυπήματα στην κεφαλή του με τη χρήση σιδεροσωλήνων, υλοποιώντας το σκοπό τους. Στη συνέχεια, τοποθέτησαν το θύμα στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του το οποίο οδήγησαν σε διάφορα σημεία. Ενώ οδηγούσαν, άκουσαν το θύμα να αναπνέει βαθιά. Στην είσοδο του πάρκου Αθαλάσσας σταμάτησαν και τοποθέτησαν κολλητική ταινία στο στόμα του θύματος. Προκειμένου να εξαφανίσουν τα  τεκμήρια που τους συνέδεαν με το έγκλημα, πέταξαν σε κάδο άχρηστων οικοδομικών υλικών τα φονικά όργανα (σιδεροσωλήνες). Η Αστυνομία, ύστερα από σχετική υπόδειξη του Zeeshan παρέλαβε τις σιδεροσωλήνες από τον κάδο στον οποίο  είχαν απορριφθεί και σ΄ αυτές υπήρχαν, όπως διαπιστώθηκε, ίχνη αίματος του θύματος. Όταν κατέληξαν στο οικόπεδο της οδού Βουτυρά με το νεκρό πλέον σώμα του θύματος να βρίσκεται ακόμα στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου, περιέλουσαν το αυτοκίνητο με βενζίνη και το πυρπόλησαν.

 

Εχουμε ήδη αναφέρει πως ένα περίπου εικοσιτετράωρο μετά το έγκλημα η εφεσείουσα προέβη σε δήλωση προς την Αστυνομία ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον Zeeshan και ότι γνώριζε για τη συνάντηση που θα είχε μαζί του ο σύζυγός της. Απαντώντας σε ερώτηση που της είχε υποβληθεί αμέσως μετά την προμνησθείσα δήλωσή της αν γνώριζε κατά πόσο ο Zeeshan ήταν αυτός που σκότωσε το σύζυγό της, η εφεσείουσα απάντησε: «Εμένα είπε μου ότι εννα τον εχτυπήσουν  μόνο για να ακυρώσουμε το ταξίδι μας στην Αγγλία, κάτι που δεν ήθελε ο Σιαν.»

 

Αδιαμφισβητήτως προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η εφεσείουσα αποκαλούσε τον Zeeshan με το όνομα Σιάν ή Ζιάν και αναντίλεκτα ο Σιάν που αναφέρεται στη δήλωση της εφεσείουσας είναι ο Zeeshan.

 

Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την πιο πάνω δήλωση της εφεσείουσας σε συνάρτηση προς άλλα ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη. Η στάση σιωπής που τήρησε η εφεσείουσα κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την ώρα που πληροφορήθηκε ότι ο σύζυγός της ήταν το θύμα του εγκλήματος μέχρι την ώρα που τελικά αποκάλυψε τη σχέση της με τον Zeeshan αλλά και η προσπάθειά της να αποπροσανατολίσει τις έρευνες της Αστυνομίας μετά την πιο πάνω δήλωσή της, εκδηλώνοντας συνειδητή απροθυμία να  υποδείξει στην Αστυνομία το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε ο εραστής της, ήταν στοιχεία που προσμέτρησαν στον προσδιορισμό της αξίας της δήλωσης της εφεσείουσας και της βαρύτητας που θα της αποδιδόταν. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την εν λόγω δήλωση η εφεσείουσα αποκάλυψε τρία ουσιώδη στοιχεία ήτοι,

 

(α)   ότι ο εραστής της δεν θα πήγαινε μόνος του στη συνάντηση,

 

(β)   ότι στη συνάντηση ο εραστής της μαζί με το πρόσωπο ή πρόσωπα που θα τον συνόδευαν θα κτυπούσαν το σύζυγό της, και

 

(γ)   ότι θα τον κτυπούσαν για συγκεκριμένο λόγο, τη ματαίωση του οικογενειακού της ταξιδιού στην Αγγλία που ο εραστής της δεν ήθελε να πραγματοποιηθεί.

 

Τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις που προέκυψαν από το περιεχόμενο της προαναφερόμενης δήλωσης σε συνάρτηση προς ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας, κατόπιν ορθής υπαγωγής στο νόμο, οδήγησαν στο τελικό συμπέρασμα ενοχής της εφεσείουσας. Το πιο κάτω απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης φανερώνει με ενάργεια τη σκέψη του δικαστηρίου:

 

«Στη βάση του ξεκάθαρου περιεχομένου της δήλωσής της, αυτά που της κοινοποίησε ο εραστής της δεν ήταν μια αόριστη απειλή απ΄ αυτές που κατά την ίδια εκτόξευε κατά καιρούς εναντίον τόσο του εαυτού του όσο και εναντίον της ίδιας και του συζύγου της. Για πρώτη φορά παίρνουν συγκεκριμένη μορφή, συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκεκριμενοποιείται και ο σκοπός για τον οποίο γίνονται, που δεν είναι άλλος παρά η ακύρωση του ταξιδιού το οποίο ο εραστής μέσα από το ερωτικό του πάθος γι΄ αυτή δεν ήθελε. Περαιτέρω της κοινοποιείται ότι κατά τη συνάντηση δεν θα πήγαινε μόνος, κάτι που γνώριζε και η ίδια όπως αποκαλύπτεται από το περιεχόμενο της δήλωσής της. Πράγματι ο εραστής δεν πήγε μόνος του στη συνάντηση. Τον συνόδευσε ο φίλος και συγκάτοικος του κατηγορούμενος 2, τον οποίο η Κατηγορούμενη γνώριζε, όπως γνώριζε και τη φιλενάδα του την Bixin κι όμως, παρόλο που στις 28/6 διευθέτησε γι΄ αυτούς ραντεβού με τον ΜΚ. 41, προσποιείται στην κατάθεση της τεκμ. 189 ότι ο εραστής της συγκατοικεί με 4 άτομα, μάλλον Ευρωπαίους.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, αλλά και το τι επακολούθησε μετά τη δήλωση, που όπως αναφέραμε οδηγούσε τους αστυνομικούς από το ένα άκρο της Λευκωσίας στο άλλο σε μια μάταιη προσπάθεια να αποφύγει να τους υποδείξει το διαμέρισμα του εραστή της, καταλήγουμε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα:- Ότι όχι μόνο γνώριζε ότι ο εραστής της θα πήγαινε στη συνάντηση με κάποιον ή κάποια πρόσωπα, αλλά κατ΄ αυτή θα κτυπούσαν το σύζυγο της προκειμένου να ματαιωθεί το ταξίδι τους στην Αγγλία. Το ερώτημα που τώρα τίθεται είναι αν συμφώνησε στο να κτυπηθεί ο σύζυγος της. Η απάντηση είναι καταφανώς θετική. Αυτό γιατί αν δεν συμφωνούσε δεν θα άφηνε το σύζυγο της να πάει σε μια συνάντηση στην οποία γνώριζε ότι θα τον κτυπούσαν, ούτε θα τηλεφωνούσε του εραστή της ότι έρχεται. Αντίθετο συμπέρασμα δεν θα άντεχε τον έλεγχο της απλής λογικής.

 

Καταλήγουμε, επομένως, ότι η Κατηγορούμενη συμφώνησε και στη συνέχεια διαμόρφωσε κοινή πρόθεση με τον Κατηγορούμενο 1 να κτυπηθεί ο σύζυγος της με τη συνδρομή και άλλου προσώπου με κοινό σκοπό να του προξενηθεί τέτοιος τραυματισμός, αποτέλεσμα του οποίου να μη μπορεί να ταξιδεύσει στην Αγγλία, έτσι ώστε να ματαιωθεί το ταξίδι τους. Από τον κοινό αυτό σκοπό η Κατηγορούμενη δεν αποσύρθηκε και όταν ο σύζυγος της έφυγε από το σπίτι για τη συνάντηση ενημέρωσε σχετικά τηλεφωνικά τον Κατηγορούμενο 1. Από τον κοινό αυτό σκοπό ο Κατηγορούμενος 1 εσκεμμένα και χωρίς τη γνώση ή έγκριση της Κατηγορουμένης προχώρησε πέραν των συμφωνηθέντων, όπως είναι το τελικό μας εύρημα για το τι αυτός μαζί με τον Κατηγορούμενο 2 έπραξαν.»

 

 

 Η απόφαση για τη θανάτωση του Παύλου Χριστοδούλου λήφθηκε σε πρώτο στάδιο από το Zeeshan ο οποίος την κοινοποίησε στο Βο ζητώντας τη συνδρομή του και ο τελευταίος συμφώνησε. Από εκείνη τη στιγμή, συντελέστηκε το κακούργημα της συνομωσίας στη διάπραξη του οποίου η εφεσείουσα, καθώς κρίθηκε, δεν είχε συμμετοχή. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε επί του προκειμένου στη Giani v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134 από την οποία το πιο κάτω απόσπασμα:

 

  «. το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέραν από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απότυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. (Βλέπε Mulcany v. R. (1868) L.R. 34, H.L. 328, O´Connell v. R. (1844) 5 St. Tr. (N.S.) 1, R. v. Aspinall (1876) 2 Q.B.D. 48, Archbold, ανωτέρω, σλ. 2035, παράγρ. 28-4).

 

  Τα άρθρα 371 και 372 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ενσωματώνοντας την πιο πάνω κατά το κοινοδίκαιο έννοια του αδικήματος της συνωμοσίας, κατατάσσουν το αδίκημα στην κατηγορία του κακουργήματος ή του πλημμελήματος ανάλογα με το κατά πόσον αντικείμενο της συνωμοσίας είναι η διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος ή η πραγματοποίηση των σκοπών που εξειδικεύονται στο άρθρο 373.»

 

 

 

Οι εφεσείοντες Zeeshan και Βο αφού εφοδιάστηκαν, μεταξύ άλλων, με γάντια και δύο σιδερένιες σωλήνες, πήγαν στον τόπο συνάντησης τους με το θύμα όπου το ανέμεναν με πρόθεση να το σκοτώσουν. Και οι δύο βρίσκονταν σε κατάσταση ηρεμίας και είχαν την ευκαιρία να ξανασκεφθούν αυτό που αποφάσισαν να πράξουν. Επισημαίνεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση πως δεν έχει σημασία ποιος από τους δυο επέφερε το θανατηφόρο κτύπημα και ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι ότι και οι δύο είχαν την ευκαιρία να ξανασκεφθούν αυτό που αποφάσισαν να κάμουν και να υπαναχωρήσουν. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν υπαναχώρησε. Μόλις εμφανίστηκε το θύμα επιτέθηκαν εναντίον του με τις σιδερένιες σωλήνες που κρατούσαν και του επέφεραν τουλάχιστον δύο κτυπήματα από τα οποία το ένα ήταν θανατηφόρο.

 

Με δεδομένη πλέον την απόδειξη του στοιχείου της προμελέτης, ως συστατικού του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης, το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη νομολογία*, κατέληξε στο τελικό συμπέρασμα ενοχής των εφεσειόντων Zeeshan και Βο στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης του Παύλου Χριστοδούλου.

 

Εχουμε ήδη αναφέρει, πως με βάση τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη συμμετοχή της εφεσείουσας στο έγκλημα, αυτή δεν μπορούσε να κριθεί ένοχη στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης του συζύγου της με αποτέλεσμα να αθωωθεί στην εν λόγω κατηγορία. Όμως, στη βάση των ίδιων ευρημάτων και διαπιστώσεων επί των γεγονότων, η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας για τη θεμελίωση της οποίας, θεωρήθηκε αρκετή η απόδειξη της πρόθεσης της για την τέλεση της παράνομης πράξης που επέφερε το θάνατο χωρίς να χρειαζόταν απόδειξη από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο δράστης είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα. Βλ. Φωστιέρη ν. Δημοκρατίας (1969) 2 ΑΑΔ 105.

 

Η έφεση της Μαγδαληνής Ελευθερίου - Ποινική Εφεση Αρ. 203/2005

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου στο θέμα της συνωμοσίας. Το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την εισήγηση, διαπίστωσε την ύπαρξη μιας συνωμοσίας που είχε ως λόγο τη συμφωνία μεταξύ Zeeshan και Βο για τη θανάτωση του θύματος και δεύτερης συνωμοσίας, μεταξύ της εφεσείουσας και του Zeeshan για τον τραυματισμό του θύματος ώστε να μη μπορεί να ταξιδέψει και να ματαιωθεί έτσι το ταξίδι  στο εξωτερικό. Το σφάλμα εντοπίζεται στο ότι δεν μπορούσε  να αποδοθεί ποινική ευθύνη στην εφεσείουσα ένεκα της υπέρβασης του κοινού σκοπού δηλαδή, του τραυματισμού που επέφερε το θάνατο του θύματος εφόσον υπήρχε παράλληλη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι οι ενέργειες του Zeeshan εξ αρχής αποσκοπούσαν στη θανάτωση του θύματος. Τόσο οι ενέργειες του Zeeshan πριν το έγκλημα όσο και η φύση των τραυμάτων που προκλήθηκαν στο θύμα, φανερώνουν ότι ο σκοπός του Zeeshan ήταν μόνο η θανάτωση του θύματος. Όμως, για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού ποτέ δεν υπήρξε πλήρης ή πραγματική συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας και Zeeshan επί της οποίας θα μπορούσε να θεμελιωθεί η κατηγορία της συνωμοσίας. Στην εισήγηση περί εσφαλμένης προσέγγισης του θέματος της μεταξύ τους συνωμοσίας δόθηκε και μια άλλη προέκταση. Αναφέρθηκε, πως δεν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας και Zeeshan για τον τραυματισμό του θύματος αφού ο  σκοπός των Zeeshan και Βο, ήταν μόνο η θανάτωση του. Σε περίπτωση όμως που θα γίνει δεκτή η ύπαρξη συνωμοσίας μεταξύ εφεσείουσας και Zeeshan για τον τραυματισμό του θύματος, αυτή η συμφωνία  ουδέποτε εκτελέστηκε. Ωστόσο, η εφεσείουσα και πάλι δεν μπορούσε να βρεθεί ένοχη διάπραξης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας επειδή το πρόσωπο με το οποίο αυτή συνωμότησε, υπερέβη το σκοπό ή γιατί ο θάνατος του θύματος ήταν προβλέψιμος σε περίπτωση υπέρβασης του σκοπού (τραυματισμού) καθότι ο Zeeshan, σύμφωνα με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ενεργούσε με σκοπό τη δολοφονία του θύματος, όπως συνωμότησε με τον Βο και όχι τον τραυματισμό του. Και επειδή αυτό που τιμωρείται, καθώς καταλήγει η εισήγηση, είναι η συνωμοσία και όχι κατ΄ ανάγκη, η εκτέλεση της συμφωνίας η οποία θεμελιώνει τη συνωμοσία, το μέγιστο που μπορούσε να καταλογιστεί στην εφεσείουσα είναι η διάπραξη του αδικήματος της συνωμοσίας για πρόκληση σωματικής βλάβης. Και εφόσον ο θάνατος δεν ήταν το αποτέλεσμα της συνωμοσίας μεταξύ Zeeshan και εφεσείουσας αλλά το αποτέλεσμα της απόφασης μεταξύ Zeeshan και Βο για τη θανάτωση του θύματος, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ενοχής στην κατηγορία για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. 

 

Στην παρούσα υπόθεση το Κακουργιοδικείο ορθά αποφάσισε ότι η εφεσείουσα και ο Zeeshan διαμόρφωσαν μεταξύ τους ένα κοινό σκοπό την πραγμάτωση του οποίου αμφότεροι επιδίωξαν. Προκειμένου να ματαιωθεί το ταξίδι του ζεύγους στην Αγγλία ο Zeeshan και η εφεσείουσα συμφώνησαν μεταξύ τους τον παράνομο δι΄ επιθέσεως σοβαρό τραυματισμό του θύματος ώστε να μη μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Αναμφιβόλως η παρανομία της κοινής αυτής επιδίωξης καθιστούσε και τους δύο υπεύθυνους για το αποτέλεσμα των επιμέρους ενεργειών τους. Ο θάνατος  του Παύλου Χριστοδούλου ήταν η συνέπεια του κοινού σκοπού που διαμόρφωσε η εφεσείουσα με τον Zeeshan δηλαδή το σοβαρό τραυματισμό του θύματος με τη συνδρομή και άλλου προσώπου σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη μπορεί να ταξιδέψει.

 

Το γεγονός ότι ο Βο αποδέχθηκε να βοηθήσει τον Zeeshan στη διάπραξη του εκ προμελέτης φόνου του θύματος δεν απαλλάσσει την εφεσείουσα από την ευθύνη η οποία της αναλογεί. Οπως ορθά επισημαίνεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση η ποινική ευθύνη της εφεσείουσας κρίνεται στο πλαίσιο της δικής της πρόθεσης και δράσης με ανάλογο μερίδιο ευθύνης για τη θανάτωση του θύματος. Το γεγονός ότι αυτή τηλεφώνησε στο Zeeshan ότι ο σύζυγος της έφυγε από το σπίτι για να τον συναντήσει, φανερώνει την απροθυμία της να αποσυρθεί και τη μέχρι τέλους εμμονή στην πρόθεσή της για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου κοινού σκοπού. Το γεγονός ότι ο Zeeshan υπερέβη τα συμφωνηθέντα με την εφεσείουσα δεν διαφοροποιεί την κατάσταση αναφορικά με την εφεσείουσα ούτε μπορεί να επενεργήσει προς όφελος της εφόσον η θανάτωση του θύματος ήταν, όσον αφορά την ίδια, η συνέπεια του παράνομου τραυματισμού του ως η κοινή επιδίωξη. Με αυτή ακριβώς τη σκέψη, το Κακουργιοδικείο ορθά αθώωσε και απάλλαξε την εφεσείουσα από την κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης αφού δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να στοιχειοθετεί τέτοια κατηγορία εναντίον της.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στη δεκτότητα της δήλωσης της εφεσείουσας προς τον υπεύθυνο του ΤΑΕ (ΜΚ 19) που έγινε, καθώς αναφέραμε, σχεδόν 24 ώρες μετά το έγκλημα. Με την εν λόγω δήλωση η εφεσείουσα αποκάλυψε για πρώτη φορά την εξωσυζυγική της σχέση με κάποιο φοιτητή και μετά από σχετική ερώτηση του μάρτυρα (ΜΚ 19) αν γνώριζε κατά πόσο ο εν λόγω φοιτητής είχε σκοτώσει το σύζυγό της η εφεσείουσα απάντησε «Εμένα είπε μου ότι εννα τον εχτυπήσουν  μόνο για να ακυρώσουμε το ταξίδι μας στην Αγγλία, κάτι που δεν ήθελε ο Σιαν.».

 

Η εισήγηση επί του προκειμένου είναι ότι έπρεπε να είχαν απασχολήσει το Κακουργιοδικείο τα πιο κάτω ζητήματα αναφορικά με τη δήλωση της εφεσείουσας,

 

«(α) εάν έπρεπε να γίνει δεκτή η δήλωση αυτή ως θεληματική,

 

 (β) εάν η δήλωση αυτή ήταν ακριβής μεταφορά του τι ελέχθη από την   εφεσείουσα στο μάρτυρα, και

 

  (γ)  ο χρόνος στον οποίο έκαμνε αναφορά η δήλωση.»

 

Δεν συμφωνούμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με τα πιο πάνω θέματα. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε εκτενώς με τη δήλωση της εφεσείουσας προς τον ΜΚ 19 και εξέτασε λεπτομερώς κάθε σχετική παράμετρο που αφορούσε στη δεκτότητα της δήλωσης, τη σημασία της και την αποδεικτική της αξία και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα και διαπιστώσεις. Η δήλωση καταγράφηκε αμέσως μετά που έγινε στο σχετικό έντυπο της αστυνομίας, τεκμήριο 163(α), και το Κακουργιοδικείο ορθά αποφάσισε, για τους λόγους που πειστικά αναφέρονται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου αποδίδει πιστά τη γενόμενη δήλωση της εφεσείουσας προς τον ΜΚ 19.

 

Η έφεση  απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Η έφεση του Zeeshan Asghar Muhammad - Ποινική Εφεση Αρ. 201/2005

 

Πέντε από τους λόγους έφεσης αναφέρονται στη θεληματικότητα των καταθέσεων του εφεσείοντα προς την Αστυνομία. Προδήλως όλες οι καταθέσεις του εφεσείοντα αποτέλεσαν σημαντικό μέρος του συνόλου της μαρτυρίας επί της οποίας ενήργησε το Κακουργιοδικείο προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης του θύματος.

 

Η πρώτη κατάθεση του εφεσείοντα προς την Αστυνομία ημερομηνίας 19.7.04 κρίθηκε, κατόπιν δίκης εντός δίκης, ως μη θεληματική ενόψει των αμφιβολιών που εμφιλοχώρησαν ένεκα της μεγάλης χρονικής διάρκειας λήψης της εν λόγω κατάθεσης.

 

Ο εφεσείων, με αναφορά στη προμνησθείσα διαπίστωση ότι η κατάθεσή του ημερομηνίας 19.7.04 δεν ήταν θεληματική, εισηγείται πως και οι επόμενες καταθέσεις του προς την Αστυνομία έπρεπε να είχαν κριθεί ως μη θεληματικές γιατί, «είχαν ως θεμέλιο και κτίζονταν πάνω σ΄ αυτή την πρώτη ομολογία». Σύμφωνα με την εισήγηση, η κάμψη της θέλησης του κατηγορούμενου μια φορά, συνεχίζεται και μετά και ως εκ τούτου επιβάλλεται, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση, όπως οι καταθέσεις ενός κατηγορούμενου οι οποίες αποτελούν ομολογία καθώς και οι οποιεσδήποτε παραδοχές του, αντικρίζονται από το Δικαστήριο με ενιαίο τρόπο, ανεξαρτήτως αν αυτές έγιναν σε διάφορες ημερομηνίες κλπ. Η κατ΄ αυτό τον τρόπο αντίκριση του ζητήματος αποτελεί κατά τον εφεσείοντα, θέμα λογικής εφόσον κάθε άλλη ομολογία πρέπει να θεωρείται απόρροια της πρώτης κατάθεσης που κηρύχθηκε ως μη θεληματική.

 

Στις δίκες εντός δίκης που έγιναν και είχαν ως αντικείμενο τη διαπίστωση της θεληματικότητας των αντίστοιχων καταθέσεων κλπ του εφεσείοντα δεν ηγέρθη το θέμα που εγείρει τώρα ο εφεσείοντας. Η κάθε περίπτωση εξετάστηκε με αναφορά στις συνθήκες λήψης της συγκεκριμένης κατάθεσης χωρίς οποιαδήποτε νύξη ή αναφορά ότι η υπό κρίση κατάθεση δεν είναι θεληματική επειδή η πρώτη κατάθεση κηρύχθηκε ως μη θεληματική.

 

Εξετάσαμε το θέμα όπως ο συνήγορος του εφεσείοντα το έχει θέσει ενώπιόν μας και δεν έχουμε διαπιστώσει λάθος ή πλημμέλεια στις ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου στις δίκες εντός δίκης που έγιναν προς διακρίβωση της θεληματικότητας των καταθέσεων του εφεσείοντα. Η κάθε δίκη εντός δίκης έγινε με αναφορά στις ενστάσεις και τα παράπονα που προβλήθηκαν. Το Κακουργιοδικείο, στο τέλος της υπόθεσης, είχε τη δυνατότητα να επαναξιολογήσει και όντως επαναξιολόγησε, σφαιρικά πλέον, τις καταθέσεις που ήδη είχαν κριθεί ως θεληματικές συμπεριλαμβανομένων και των υποδείξεων των σκηνών που έγιναν αποδεκτές. Η διεργασία αυτή είναι διάχυτη στο κείμενο της απόφασης, υπάρχει όμως και ρητή αναφορά επί τούτου στη σελίδα 72 της απόφασης.

 

Οι υποθέσεις Merthodga v. Police (1987) 2 CLR 227 και R. v. Phaedonos (1957) 22 CLR 21 στις οποίες αναφέρεται ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν προσφέρουν έρεισμα επιτυχίας της έφεσης. Στην παρούσα υπόθεση, η πρώτη μη θεληματική κατάθεση, λήφθηκε στις 19.7.04 ενώ η δεύτερη, λήφθηκε το πρωί της 23.7.04 δηλαδή, τέσσερις ημέρες μετά. Σε καμιά περίπτωση δεν τέθηκε θέμα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα ούτε έγινε οποιαδήποτε επίκληση γεγονότων με αναφορά ή σε συνάρτηση προς την πρώτη κατάθεση  που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρέασαν με οποιοδήποτε τρόπο την ελεύθερη βούληση του εφεσείοντα στη δεύτερη.

 

Οι έκτος, έβδομος και όγδοος λόγοι έφεσης, αναφέρονται στην προμελέτη. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι το συμπέρασμα περί της ενοχής του στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης του θύματος είναι λανθασμένο. Το λάθος, προσδιορίζεται στην κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη του Κακουργιοδικείου να λάβει υπόψη ότι στη σκέψη του εφεσείοντα είχε εμφιλοχωρήσει η σφοδρή επιθυμία του να ζήσει μαζί με την εφεσείουσα με την οποία ήταν παράφορα ερωτευμένος, όπως το ίδιο το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε. Όταν ο εφεσείων αντίκρισε το θύμα, ήταν τυφλωμένος από ερωτικό πάθος και η επιθυμία του να το απομακρύνει από τη ερωμένη του, μετατράπηκε ξαφνικά σε απόφαση για την εξόντωση του θύματος. Η νοητική αυτή κατάσταση του εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο, υποδηλώνει, σύμφωνα με την εισήγηση, έλλειψη προμελέτης εφόσον η τέλεση του αδικήματος ήταν το αποτέλεσμα στιγμιαίας έξαρσης λόγω έντονης συναισθηματικής φόρτισης.

 

Κρίνουμε ότι ο προαναφερόμενος λόγος έφεσης είναι προδήλως αβάσιμος. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς εφεσείοντα ότι θανάτωσε το θύμα ως αποτέλεσμα στιγμιαίας έξαρσης λόγω έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Αντίθετα, αδιάσειστα στοιχεία μαρτυρίας αποκαλύπτουν ότι ο εφεσείων αποφάσισε να σκοτώσει το θύμα και για την υλοποίηση της απόφασής του ζήτησε τη συνδρομή του φίλου του Βο στον οποίο αποκάλυψε τις προθέσεις του. Υπήρξε προσχεδιασμός για τον τρόπο και τον τόπο διάπραξης του φόνου, την επιλογή των φονικών οργάνων και την εξαφάνιση των ιχνών και τεκμηρίων του εγκλήματος. Κατά τη διάπραξη του φόνου, οι δράστες, οπλισμένοι με τα φονικά όργανα, ανέμεναν το θύμα στο προκαθορισμένο σημείο της συνάντησης και, μόλις αυτό εμφανίστηκε, επιτέθηκαν εναντίον του με τη χρήση των σιδερένιων σωλήνων, προκαλώντας του θανατηφόρα τραύματα. Στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση επιμελώς αναλύονται όλα τα στοιχεία της μαρτυρίας τα οποία οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στο ακλόνητο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα για τον εκ προμελέτης φόνο του θύματος. Η παράλληλη συμφωνία του εφεσείοντα με τη Μαγδαληνή Ελευθερίου για σοβαρό τραυματισμό του θύματος δεν αναιρεί τη διαπίστωση της προμελέτης καθότι, η εξ αντικειμένου απόδειξη του συστατικού αυτού στοιχείου του εγκλήματος, αποτελεί γεγονός ανεξάρτητο της συμφωνίας μεταξύ εφεσείοντα και Μαγδαληνής για το σοβαρό τραυματισμό του θύματος.

 

Η έφεση  απορρίπτεται ως αβάσιμη.


Η έφεση του Yo Hong Bo - Ποινική Εφεση Αρ. 192/2005

 

Η ακρόαση της παρούσας έφεσης είχε αναβληθεί αρκετές φορές προκειμένου να καταστεί δυνατός ο διορισμός δικηγόρου που θα εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα με νομική αρωγή. Οι προσπάθειες απέτυχαν αφού κανένας δικηγόρος εξ εκείνων που αποδέχθηκαν να αναλάβουν την υπόθεση μπόρεσε να συνεχίσει λόγω δυσκολιών που προέκυπταν είτε στη συνεννόηση με τον εφεσείοντα είτε λόγω ασυμφωνίας αναφορικά με το χειρισμό της υπόθεσης. Τελικά ο εφεσείων προτίμησε να χειριστεί ο ίδιος την υπόθεσή του. Δήλωσε συναφώς ότι όλοι οι δικηγόροι, οι οποίοι τον είχαν προηγουμένως εκπροσωπήσει, διέπραξαν σοβαρά λάθη που αφορούσαν στο χειρισμό της υπόθεσής του και ενόψει τούτου, αποφάσισε να παρουσιάσει ο ίδιος την υπόθεσή του. Υποδείξαμε ότι το εγχείρημα που θα αναλάμβανε είναι αρκετά δύσκολο ενόψει της σοβαρότητας της υπόθεσης αλλά ο ίδιος επέμενε.

 

Ο εφεσείων προσπάθησε να παρουσιάσει για πρώτη φορά μια νέα κατάσταση πραγμάτων αναφορικά με το ρόλο που διαδραμάτισε και τη συμμετοχή του στο έγκλημα, πριν και μετά το φόνο. Επιχείρησε να προβάλει για πρώτη φορά ισχυρισμούς και να παρουσιάσει γεγονότα με προοπτική να καταδείξει ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο καταλόγισε στον ίδιο προμελέτη για το φόνο του θύματος. Προσπάθησε επίσης να αμφισβητήσει τη θεληματικότητα καταθέσεων του προς την Αστυνομία προβάλλοντας για πρώτη φορά ισχυρισμούς αναγόμενους στις συνθήκες λήψης των καταθέσεων. Υποδείξαμε κατ΄ επανάληψη στον εφεσείοντα πως δεν είναι επιτρεπτή η προβολή νέων ισχυρισμών και γεγονότων στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης και μάλιστα υπό μορφή επιχειρηματολογίας στο πλαίσιο αγόρευσης. Υποδείξαμε επίσης ότι η παροχή άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου αποτελεί μέτρο εξαιρετικό, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία. Παρά τις προαναφερόμενες υποδείξεις, η στάση του εφεσείοντα παρέμεινε αμετάβλητη. Ωστόσο, παρακολουθήσαμε με προσοχή ό,τι ο ίδιος έθεσε ενώπιόν μας χωρίς όμως να εντοπίσουμε ο,τιδήποτε από όσα ανέφερε το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί προτεινόμενη νέα μαρτυρία που δεν υπήρχε κατά το στάδιο της δίκης ή δεν μπορούσε λογικά να γνώριζε την ύπαρξή της έτσι ώστε να μας απασχολήσει περαιτέρω θέμα παροχής άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ως μέτρο εξαιρετικό, ενόψει μάλιστα της σοβαρότητας της υπόθεσης. Βλ. Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 ΑΑΔ 29.  

 

Εξετάσαμε με προσοχή ό,τι ο εφεσείων έθεσε ενώπιόν μας και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε το σύνολο της μαρτυρίας επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη του. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα ή πλημμέλεια στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση που θα δικαιολογούσε ακύρωση της καταδίκης του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - Ποινική Εφεση Αρ. 208/2005

 

Εχουμε ήδη αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο επέβαλε στην εφεσίβλητη Μαγδαληνή Ελευθερίου ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων για το φόνο του συζύγου της. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Το λάθος, σύμφωνα με την εισήγηση, εντοπίζεται στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν εκτίμησε σωστά όλους τους παράγοντες και ιδιαίτερα τη σοβαρότητα του εγκλήματος σε συνάρτηση προς τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε η εφεσίβλητη ως συνεργός του εραστή της κατά την προώθηση του κοινού σκοπού τους δηλαδή, την πρόκληση σοβαρών σωματικών κακώσεων στο θύμα. Η ηθελημένη παράλειψη της εφεσίβλητης να αποτρέψει τη συνάντηση, άνκαι διατηρούσε αυτή τη δυνατότητα, υποδηλώνει, σύμφωνα με την εισήγηση, την αδιαφορία της για τη ζωή του συζύγου της αλλά και την εμμονή της στον κοινό σκοπό με προβλεπτή πιθανή συνέπεια το θάνατο του θύματος. Τα κρίσιμα αυτά στοιχεία δεν έχουν εκτιμηθεί δεόντως από το Κακουργιοδικείο και οπωσδήποτε, δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου για παραμερισμό της απόφασης και επιβολή αυστηρότερης ποινής.

 

Επαναλαμβάνουμε τη βασική αρχή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει την πρωταρχική ευθύνη για τον καθορισμό της ποινής. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εφόσον διαπιστώνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ή λανθασμένη κατ΄ αρχήν. Σε κάθε περίπτωση, το κριτήριο διαπίστωσης της απόκλισης από το μέτρο είναι το ίδιο, δηλαδή,  υπερβολή ή ανεπάρκεια, εξ αντικειμένου διαπιστούμενη. Βλ. μεταξύ άλλων Philippou v. Republic (1983) 2 CLR 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303.

 

 Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς με ανάλογες διακυμάνσεις στην τιμωρία των δραστών. Στις περιπτώσεις όπου η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης, δικαιολογείται ποινή πολυετούς φυλάκισης. Βλ. Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556 και Τσιάκκα ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 349.  

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603 αναφέρθηκε ότι η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών του. Η ανάγκη προστασίας ποικίλλει, ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος. Οι συνέπειες κάθε εγκλήματος βίας, προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος και μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτές οι συνέπειες δεν είναι προβλεπτές μειώνεται η σημασία τους.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, τα γεγονότα αποκαλύπτουν ότι οι πιθανές συνέπειες του εγκλήματος ήταν προβλεπτές σε όλη τους την έκταση. Οι πράξεις της εφεσίβλητης ήταν ηθελημένες και προσχεδιασμένες. Η απόφασή της για πρόκληση σοβαρών σωματικών κακώσεων στο σύζυγό της, στόχευε στο μη αποχωρισμό της από το Zeeshan, ικανοποιώντας έτσι τις κοινές ερωτικές επιδιώξεις και προσδοκίες τους. Η εφεσίβλητη, τυφλωμένη από  ερωτικό πάθος για τον Zeeshan δεν έπραξε ο,τιδήποτε για να αποτρέψει το έγκλημα, παρότι διατηρούσε αυτή τη δυνατότητα σχεδόν μέχρι τα τελευταία λεπτά πριν το έγκλημα. Αντίθετα, ειδοποίησε τον εραστή της, ως η μεταξύ τους συνεννόηση, ότι ο σύζυγός της έφυγε από το σπίτι για τη μοιραία συνάντηση. Αυτές οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες ενήργησε η εφεσίβλητη, συνιστούν υποκειμενικούς παράγοντες οι οποίοι αναδεικνύουν το μεγάλο βάρος των ευθυνών της για το έγκλημα.

 

Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής και αποτιμώντας τη σοβαρότητα των πράξεων και ενεργειών της εφεσίβλητης, θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των οκτώ χρόνων είναι έκδηλα ανεπαρκής. Η ανθρώπινη ζωή και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Βλ. Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231. Οι προσωπικές συνθήκες της εφεσίβλητης, όπως περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι είναι μητέρα δύο ανήλικων παιδιών δεν εξουδετερώνουν ούτε τη σοβαρότητα του εγκλήματος ούτε και την ανάγκη για την καταστολή και αποτροπή του.

 

Κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων που επιβλήθηκε στην εφεσίβλητη στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας είναι έκδηλα ανεπαρκής και την παραμερίζουμε. Κατά την κρίση μας η ποινή που αρμόζει, εξατομικευμένη στο βαθμό που λάβαμε υπόψη τις προσωπικές της συνθήκες, είναι δώδεκα χρόνια φυλάκιση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η ποινή αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 12 χρόνων.

 

 

                                                                   ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                   Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                                   Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.



* R. Gunnerwardene [1951] Cr.App.R. 80, Βρακάς και άλλος ν. Δημοκρατίας (1973) 2 CLR 139, Κίτα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 209.

*Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 203, Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1994) 2 ΑΑΔ 65,   Καύκαρος ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 110, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166, Ππαϊλας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 204.

* R. v. Halil Shada, 8 C.L.R. 82, Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 2 C.L.R. 97, Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο