ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 34
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 64/2006)
23 Ιανουαρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΩΥΣΙΔΗΣ,
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για φόνο εκ προμελέτης και αρνήθηκε ενοχή. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, τροποποιήθηκε το κατηγορητήριο διά της προσθήκης κατηγορίας για ανθρωποκτονία και ο εφεσείων, αφού παραδέχθηκε ενοχή στη νέα κατηγορία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 χρόνων. Η κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης αποσύρθηκε και ο εφεσείων αθωώθηκε. Με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκεται η μείωση της επιβληθείσας ποινής την οποία ο εφεσείων θεωρεί ως έκδηλα υπερβολική.
Ο εφεσείων είναι ελληνοπόντιος, 40 περίπου ετών. Ηλθε στην Κύπρο από τη χώρα της καταγωγής του περί το 1998 και εγκαταστάθηκε στην Πάφο όπου ασκούσε το επάγγελμα του οικοδόμου.
Ο Vadim Vatian, η σύζυγός του Natela, η 10χρονη κόρη τους και άλλα τέσσερα άτομα, μεταξύ των οποίων και το θύμα Giorgi Sanodze, όλοι από τη Γεωργία, διέμεναν σε μια μεζονέτα στη Γεροσκήπου. Στις 13.1.05 είχαν δείπνο στο σπίτι τους για τη γιορτή της πρωτοχρονιάς, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο. Ενας από τους παρευρισκόμενους, μίλησε στο τηλέφωνο με τον εφεσείοντα και τον προσκάλεσε να έλθει και αυτός στο σπίτι. Ο εφεσείων αποδέχθηκε την πρόσκληση και παρακάθησε μαζί τους στο τραπέζι. Οι συνδαιτημόνες άρχισαν να μιλούν γενικά για τα καλά και τα κακά της ζωής τους στην Κύπρο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η συζήτηση γινόταν ολοένα και πιο έντονη μέχρι που μετατράπηκε σε λογομαχία. Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε μεταξύ εφεσείοντα και θύματος οι οποίοι αντάλλαξαν απειλές και βαριές εκφράσεις. Ο Vadim μάταια προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα και να χαμηλώσει τους τόνους. Ενώ ο Vadim έλεγε στον εφεσείοντα να μη φωνάζει, ο τελευταίος, κινήθηκε εναντίον του και αφού τον κτύπησε ελαφρά στο πρόσωπο, έφυγε από το σπίτι απειλώντας ότι «θα τους δείξει».
Στις 15.1.2005 ο εφεσείων πληροφορήθηκε ότι η σύζυγός του γέννησε κοριτσάκι και την επισκέφθηκε στην κλινική. Όταν έφυγε από την κλινική, αγόρασε οινοπνευματώδη ποτά τα οποία κατανάλωσε με φίλους του. Στη συνέχεια, κατανάλωσε μόνος του τέσσερις μπύρες του μισού λίτρου και όταν έφθασε το βράδυ στο σπίτι του, κατανάλωσε και ένα μπουκάλι βότκα. Ξημερώματα της 16.1.05, έφυγε από το σπίτι του και πήγε στη μεζονέτα όπου διέμεναν ο Vatian με την οικογένειά του, το θύμα και οι άλλοι συμπατριώτες τους. Γύρω στις 03.00, οι ένοικοι του διαμερίσματος άκουσαν φωνές και δυνατά κτυπήματα στη θύρα του διαμερίσματος. Σε κάποια στιγμή, η σύζυγος του Vatian, βγαίνοντας από το υπνοδωμάτιό της, είδε τον εφεσείοντα, που συνοδευόταν από άγνωστο πρόσωπο, να συζητά έντονα με το θύμα. Ο εφεσείων επιχείρησε να εισέλθει στο υπνοδωμάτιο για να δει το σύζυγό της αλλά αυτή, μαζί με το θύμα, κατάφεραν να οδηγήσουν έξω από το σπίτι τόσο τον εφεσείοντα όσο και τον άγνωστο που τον συνόδευε. Οταν έκλεισε η εξώθυρα, ο εφεσείων και ο συνοδός του άρχισαν να κτυπούν με τα πόδια τους την πόρτα και όταν την έσπασαν, μπήκαν ξανά στο σπίτι. Η σύζυγος του Vatian, γονατιστή προσπάθησε να ηρεμήσει τον εφεσείοντα. Τον παρακαλούσε να λυπηθεί την κόρη της και να φύγει από το σπίτι. Ο εφεσείων την ύβρισε και της έδωσε γροθιά στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή, βρέθηκαν στη σκηνή η κόρη της μαζί με άλλη κοπέλα. Ο εφεσείων πήγε προς τη μικρή και τραβώντας την φώναζε, «εγώ αυτές τις δύο πουτάνες θα τις καταστρέψω». Το θύμα έτρεξε προς το μέρος του εφεσείοντα και κατάφερε να αποσπάσει το κορίτσι από τα χέρια του. Ο εφεσείων και ο άγνωστος συνοδός του, κτύπησαν δυνατά το θύμα με τα πόδια και τα χέρια τους. Ασταμάτητα συνέχισαν τη βίαιη επίθεση τους, κτυπώντας το θύμα με ποτήρι και τασάκι που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Παρότι το θύμα έπεσε στον καναπέ μη μπορώντας να αντιδράσει, ο εφεσείων συνέχισε να απειλεί έχοντας στα χέρια του κουζινομάχαιρο του σπιτιού. Η σύζυγος του Vatian, η κόρη της και η γυναίκα που ήταν μαζί τους, έτρεξαν τρομοκρατημένες προς το υπνοδωμάτιο στον πρώτο όροφο και από εκεί, μέσω παραθύρου, ανέβηκαν στην ταράτσα. Ενώ βρίσκονταν στην ταράτσα, άκουσαν δυνατά βογκητά, που έμοιαζαν με ροχαλητό και ύστερα από λίγο, άκουσαν και τον εφεσείοντα, που στο μεταξύ ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο και τις αναζητούσε, να φωνάζει, «θα σας σκοτώσω εσάς τους Γεωργιανούς». Μετά από λίγα λεπτά, άκουσαν αυτοκίνητο να φεύγει οπότε κατέβηκαν στο σαλόνι. Εκεί, είδαν το θύμα να αιμορραγεί. Κλήθηκε ταξί με το οποίο μεταφέρθηκε το θύμα στο νοσοκομείο όπου παρέμεινε μέχρι τις 26.1.05 που απέθανε χωρίς να επανεύρει τις αισθήσεις του.
Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη νομολογία*, ορθά έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης διά βίου κατ΄ ανώτατο όριο. Το Κακουργιοδικείο, έχοντας υπόψη την αρχή ότι η σοβαρότητα της κατηγορίας δεν εξουδετερώνει την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής έτσι ώστε όχι μόνο να αρμόζει στη φύση, τη σοβαρότητα και τις περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, εξέτασε κατά πόσο η κατάσταση μέθης στην οποία τελούσε ο εφεσείων κατά τον κρίσιμο χρόνο, μπορούσε να προσμετρήσει και σε ποιο βαθμό, ως παράγων μετριαστικός της ποινής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι ο πελάτης του, λόγω βαριάς μέθης, δεν είχε πλήρη έλεγχο των πράξεων του ούτε και πλήρη συνείδηση του ενδεχόμενου αποτελέσματος της δράσης και των ενεργειών του. Η βαριά μέθη του εφεσείοντα τεκμηριώνεται, καθώς ανέφερε, από το γεγονός ότι μετά το έγκλημα δεν μπορούσε να θυμηθεί γεγονότα και περιστατικά που είχαν συμβεί κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Το Κακουργιοδικείο αφού άντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία για τον τρόπο εκτίμησης του στοιχείου της μέθης για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέθη δεν επηρέασε τον αυτοέλεγχο του εφεσείοντα στο βαθμό που εισηγήθηκε ο συνήγορος του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο εφεσείων ήταν σε θέση και μπόρεσε να μεταβεί στο σπίτι όπου διαπράχθηκε ο φόνος παρότι είχε μεταβεί μόνο μια φορά προηγουμένως στο εν λόγω σπίτι. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι συνάγεται από τα ίδια τα γεγονότα ότι ο εφεσείων είχε πλήρη συνείδηση ότι το πρόσωπο που αναζητούσε ήταν ο Vadim Vatian και ότι θυμόταν, όπως ο ίδιος ανέφερε, τα γεγονότα που τον ώθησαν σε εκείνη την αναζήτηση.
Μια άλλη εισήγηση της υπεράσπισης η οποία απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ότι ο εφεσείων ενήργησε υπό το κράτος συσσωρευμένης και διαρκούς πρόκλησης, προϊόν μακρόχρονων εθνοτικών διαφορών μεταξύ Ποντίων και Γεωργιανών. Ο κ. Ερωτοκρίτου ανέφερε ότι παρόμοιες συσσωρευμένες και διαρκείς προκλήσεις υπάρχουν ανάμεσα σε πολλούς λαούς της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και οφείλονται στις ενυπάρχουσες μεταξύ τους εθνοτικές διαφορές. Ενίοτε, αυτή η συσσωρευμένη πρόκληση, κάτω από ορισμένες συνθήκες ενεργοποιείται, προσλαμβάνοντας μορφή και διαστάσεις πραγματικής πρόκλησης. Στην προκείμενη περίπτωση, η συσσωρευμένη και διαρκής πρόκληση που είχε μέσα του ο εφεσείων, άρχισε να ενεργοποιείται με αφορμή τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το βράδυ της 13.1.2005 δηλαδή, δύο ημέρες πριν το έγκλημα. Ο εφεσείων, σύμφωνα με εισήγηση του δικηγόρου του, θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Vatian εκείνο το βράδυ ήταν καθαρά ρατσιστική εναντίον του. Αυτή η θεώρηση από πλευράς εφεσείοντα σε συνάρτηση προς την κατάσταση μέθης στην οποία τελούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο, συναποτέλεσαν ευνοϊκό παράγοντα περαιτέρω ενεργοποίησης της συσσωρευμένης πρόκλησης η οποία εκδηλώθηκε τη δεδομένη στιγμή επιφέροντας δραστική μείωση της πνευματικής ικανότητας του εφεσείοντα για αυτοέλεγχο που οδήγησε στη διάπραξη του φόνου.
Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη, ότι ο εφεσείων είναι πατέρας τριών παιδιών και προστάτης οικογένειας, την παραδοχή του αμέσως μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και το λευκό ποινικό μητρώο του. Παράλληλα, έλαβε υπόψη τον βίαιο τρόπο δράσης του εφεσείοντα και ότι η διάπραξη του αποτρόπαιου εγκλήματος έγινε μπροστά στα μάτια ενός ανήλικου κοριτσιού που και αυτό υπήρξε θύμα της βάναυσης συμπεριφοράς του.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο κ. Ερωτοκρίτου υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποτίμησε σωστά το στοιχείο της πρόκλησης στη μορφή που είχε εκδηλωθεί με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί η δέουσα σημασία στο σημαντικό αυτό παράγοντα. Ο κ. Ερωτοκρίτου στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει την εισήγησή του ότι υπήρξε όντως συσσωρευμένη και διαρκής πρόκληση οφειλόμενη στις εθνοτικές διαφορές Ποντίων και Γεωργιανών, αναφέρθηκε σε αποσπάσματα πορίσματος έρευνας που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό, βασισμένη σε συνεντεύξεις Ποντίων που έφυγαν από τους τόπους καταγωγής τους και τώρα ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.
Το Κακουργιοδικείο αφού αναφέρθηκε εκτενώς στη νομολογία που διέπει το θέμα της πρόκλησης ως παράγοντα μετριασμού της ποινής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο η συμπεριφορά που προέρχεται από το θύμα δύναται να τεκμηριώσει πρόκληση κατά νόμο και ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρξε ποτέ τέτοια πρόκληση από το θύμα προς τον εφεσείοντα. Στη Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17 η οποία αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, υιοθετήθηκε η έννοια της πρόκλησης όπως είναι γνωστή στο κοινό δίκαιο. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την Duffy (1949) 1 All E.R. 932 που έχει υιοθετηθεί στην Αεροπόρου (ανωτέρω).
«Provocation is some act, or series of acts, done by the (victim) to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, a sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind.»
Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση:
«Πρόκληση είναι η πράξη ή σειρά πράξεων τελουμένων από το «θύμα» προς τον κατηγορούμενο οι οποίες θα προκαλούσαν σε κάθε λογικό άνθρωπο, και στην πραγματικότητα προκαλούν στον κατηγορούμενο, ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου του, καθιστώντας τον κατηγορούμενο σε τέτοιο βαθμό υποκείμενον στο πάθος ώστε στιγμιαία να μην είναι κύριος του μυαλού του.»
Κοινή συνισταμένη των λόγων έφεσης είναι τα θέματα της μέθης και της πρόκλησης. Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι ότι τα εν λόγω στοιχεία της υπόθεσης, ως παράγοντες μετριαστικοί της ποινής, δεν εκτιμήθηκαν σωστά από το Κακουργιοδικείο και δεν τους αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι ο πελάτης του περιήλθε σε κατάσταση βαριάς μέθης, στην οποία τελούσε κατά τη διάπραξη του φόνου, με αφορμή το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του παιδιού λίγες μόνο ώρες πριν το έγκλημα. Εξαιτίας της βαριάς μέθης ο εφεσείων απώλεσε την αυτοκυριαρχία του γεγονός το οποίο καταλυτικά επηρέασε τη συμπεριφορά του κατά τον κρίσιμο χρόνο του εγκλήματος.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε ενδελεχώς τα δύο αυτά θέματα και με αναφορά στη νομολογία κατέληξε σε ορθές εκτιμήσεις και ακλόνητα συμπεράσματα. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής του Κακουργιοδικείου ότι η κατανάλωση των οινοπνευματωδών ποτών από τον εφεσείοντα δεν είχε ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για διάπραξη εγκλήματος και συνεπώς η μέθη δεν προσμέτρησε ως στοιχείο επιβαρυντικό για τον εφεσείοντα.
Στην Pernell κα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417 αναφέρθηκε ότι σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία η επήρεια του ποτού είναι παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη με ποικίλες όμως επιπτώσεις στην ποινή. Μπορεί ανάλογα με την επίδραση του στη διάπραξη του εγκλήματος, σε συνάρτηση με τη φύση του εγκλήματος, να προσμετρήσει είτε ως επιβαρυντικός είτε ως ελαφρυντικός παράγοντας. Εχει λεχθεί στην Pernell (ανωτέρω) ότι στο βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος.
Ο τρόπος με τον οποίο έχει αντιμετωπιστεί το θέμα της μέθης στην Pernell (ανωτέρω) αντικατοπτρίζει ποιοτικά τις πάγιες αρχές της κυπριακής νομολογία.
Μια άλλη παράμετρος που αφορά στο ίδιο θέμα είναι ο βαθμός επίδρασης της μέθης στην υγεία, συμπεριλαμβανομένης της νοητικής κατάστασης του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο, κατόπιν ορθής εκτίμησης των γεγονότων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση μέθης του εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν επηρέασε τον αυτοέλεγχο και αυτοκυριαρχία του στο βαθμό που εισηγήθηκε ο συνήγορος του. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή της εκκαλούμενης απόφασης:
«Από τα γεγονότα όπως έχουν τεθεί ενώπιόν μας, είναι η κατάληξη μας ότι η μέθη δεν επηρέασε τον αυτοέλεγχο του κατηγορούμενου στο βαθμό που ο συνήγορος του εισηγήθηκε για τους λόγους που αναφέρουμε πιο κάτω. Ο κατηγορούμενος θυμήθηκε μετά από δύο μέρες το σπίτι το οποίο είχε επισκεφθεί μόνο μια φορά προηγουμένως, κράτησε στο μυαλό του τα γεγονότα που κατά τον ίδιο συνιστούσαν πρόκληση και ενώ τον έβγαλαν έξω από το σπίτι, επέστρεψε, μπήκε στο σπίτι με βίαιο τρόπο σπάζοντας την πόρτα για να ακολουθήσει ό,τι περιγράψαμε. Ο κατηγορούμενος είχε πλήρη επίγνωση για το ποιον αναζητούσε και εναντίον ποίου στρεφόταν η οργή του που ήταν εναντίον του Vadim και της οικογένειας του.
Εχουμε την άποψη ότι οι λόγοι για τους οποίους το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα είναι αρκετά πειστικοί και συνεπώς θεωρούμε πως η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου προς μια άλλη διαβάθμιση της μέθης του εφεσείοντα από το Εφετείο, υποκαθιστώντας ουσιαστικά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί γεγονότων, πράγμα ανεπίτρεπτο υπό τις περιστάσεις.
Καθόσον αφορά την εισήγηση του κ. Ερωτοκρίτου περί συσσωρευμένης διαρκούς πρόκλησης ως παράγοντα μετριασμού της ποινής, επαναλαμβάνουμε το αυτονόητο ότι δηλαδή, η ύπαρξη ή μη πρόκλησης είναι θέμα πραγματικό και ότι μόνο συμπεριφορά που προέρχεται από το θύμα δύναται να τεκμηριώσει πρόκληση κατά νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε πρόκληση του εφεσείοντα από το θύμα και συνεπώς θεωρούμε ανεδαφική την εισήγηση περί συσσωρευμένης πρόκλησης. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το βράδυ της 13.1.05 κατά το δείπνο στο σπίτι του Vadian δεν τεκμηριώνουν πρόκληση στην έννοια του νόμου ούτε ο,τιδήποτε άλλο που είχε συμβεί κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Εχουμε την άποψη πως θα ήταν εκτός των ορίων κάθε αρχής δικαίου η αναγωγή σε πρόκληση για σκοπό μετριασμού της ποινής του μόνου γεγονότος της εθνικής καταγωγής του θύματος επειδή η εθνική καταγωγή του δράση είναι διαφορετική και μεταξύ των δυο εθνοτήτων υπάρχουν ή υποβόσκουν, καθώς αναφέρθηκε μακροχρόνιες εθνικές διαφορές. Αν παρ΄ ελπίδα έβρισκε έρεισμα και αποκτούσε υπόσταση στο πεδίο του δικαίου μια τέτοια πρόταση, αναμφίβολα το αποτέλεσμα θα ισοδυναμούσε με ανατροπή εμπεδωμένων αρχών δικαίου που αφορούν στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της διαφορετικότητας των ατόμων. Ορθή επί του προκειμένου είναι η παρεμφερής επισήμανση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι στην Αγγλία τα αδικήματα κατά προσώπου που ενέχουν το στοιχείο του φυλετισμού, επισύρουν βαρύτερες ποινές παρά στις περιπτώσεις όπου ελλείπει το πιο πάνω στοιχείο. (Βλ. Crime and Disorder Act 1998).
Η εισήγηση από πλευράς υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει επαρκώς υπόψη την ανυπαρξία προσχεδιασμού ή προγραμματισμού για την τέλεση του αδικήματος για σκοπούς επιβολής ποινής χαμηλότερης της επιβληθείσας, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο παράγων της έλλειψης προσχεδιασμού σίγουρα λήφθηκε υπόψη, γι΄ αυτό εξάλλου, τροποποιήθηκε και το κατηγορητήριο. Αν δεν λαμβανόταν υπόψη ο συγκεκριμένος παράγοντας η ποινή θα ήταν υπό τις περιστάσεις κατά πολύ αυστηρότερη της επιβληθείσας.
Καθόσον αφορά την εισήγηση ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη ότι στη διάπραξη του εγκλήματος ενεχόταν ακόμα ένα πρόσωπο που δεν οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου έτσι ώστε να μειωθεί περαιτέρω η ποινή, σημειώνουμε την παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν και παραμένει άγνωστο στις διωκτικές αρχές αφού ούτε και ο ίδιος ο εφεσείων δεν έδωσε στοιχεία του εν λόγω προσώπου. Το Κακουργιοδικείο ορθά διέκρινε την παρούσα υπόθεση από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει συγκεκριμένος συνεργός και δεν οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης είτε γιατί δεν διώχθηκε είτε γιατί αναστάληκε η ποινική δίωξη. Υπό τις περιστάσεις, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαπιστώνουμε ανισότητα στη μεταχείριση του εφεσείοντα.
Η βαναυσότητα με την οποία ο εφεσείων επιτέθηκε εναντίον του θύματος που τελικά σκότωσε με αλλεπάλληλα κτυπήματα μπροστά στα μάτια ενός μικρού παιδιού και των άλλων προσώπων που μάταια προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, συνθέτει εικόνα αποκρουστικής βίας η οποία προσδιορίζει τη σοβαρότητα του εγκλήματος. Η ανθρώπινη ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό και η αφαίρεσή της αποτελεί σοβαρό έγκλημα. Το αδίκημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς γεγονός το οποίο καθιστά δυσχερή τον καθορισμό της ποινής έστω και σε ευρύτερα πλαίσια.
Θεωρούμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα αντανακλά τη σοβαρότητα του εγκλήματος που διέπραξε. Δεν αφίσταται από το μέτρο της τιμωρίας που διαγράφει η νομολογία για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας κάτω από ανάλογες συνθήκες διάπραξης. Ολοι οι μετριαστικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη αποτιμήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο, ορθά έκρινε πως δεν μπορούσαν να μεταβάλουν την κλίμακα της σοβαρότητας του εγκλήματος έτσι ώστε ο εφεσείων να τύχει επιεικέστερης μεταχείρισης.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* Ονήσιλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231
Fostieri v. The Republic (1969) 2 CLR 105
Τσιάκκα ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 349
Πάνοβιτς κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 310.