ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 2 ΑΑΔ 367
11 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 30/2006)
Ποινικός Κώδικας ― Παρέμβαση σε αστυνομική έρευνα, κατά παράβαση του Άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης ― Εφετείο έκρινε ότι είχε αποδειχθεί τόσο η αντικειμενική υπόσταση (actus reus), όσο και η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος και απέρριψε την έφεση ― Ποία η έννοια της πρόθεσης όπως διατυπώθηκε από το Εφετείο στην Κωνσταντίνα Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249.
Λέξεις και Φράσεις ― «Προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να..........» στο Άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ο εφεσείων, Αναπληρωτής Λοχίας της Αστυνομίας, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής κλιμακίου ανδρών της ΥΚΑΝ που θα ερευνούσε συγκεκριμένη περιοχή όπου θα γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, καθ' οδόν προς το μέρος όπου θα διεξαγόταν η έρευνα, τηλεφώνησε σε δύο πρόσωπα το ένα από τα οποία ελέγχεται από την ΥΚΑΝ για χρήση και εμπορία ναρκωτικών, λέγοντας του « ρε είσαι τζιαμαί κοντά στην περιοχή, κοντά στον ποταμό; αν είσαι, αν έσιεις νουν κατάλαβε». Το πρόσωπο αυτό είναι ο Ανδρέας Χριστοδούλου «Πάνθηρας».
Μετά την διεξαγωγή της έρευνας στο μέρος, από την οποία δεν προέκυψε οτιδήποτε, ο εφεσείων ανέφερε στον αστυφύλακα που είχε διαμαρτυρηθεί για την πιο πάνω ενέργειά του, ότι ενήργησε κατά τον πιο πάνω τρόπο επειδή το προαναφερόμενο πρόσωπο στο οποίο τηλεφώνησε, ήταν φίλος του.
Ο εφεσείων, κατόπιν δίκης κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία της παρέμβασης σε αστυνομική έρευνα κατά παράβαση του Άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης έξι μηνών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Ο συνήγορός του υποστήριξε ότι για τη θεμελίωση της καταδίκης έπρεπε να είχε αποδειχθεί ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα με βάση την πληροφορία, είχαν πράγματι τελεστεί και/ή ότι το πρόσωπο στο οποίο έγινε το τηλεφώνημα ήταν ένα από τα πρόσωπα στα οποία αφορούσε η πληροφορία που δόθηκε στην αστυνομία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος, που εδώ είναι το μήνυμα που ο εφεσείων μετέδωσε στο φίλο του Ανδρέα Χριστοδούλου (Πάνθηρα) μέσω της τηλεφωνικής συνομιλίας, προδήλως συνοδευόταν από την πρόθεση παρεμπόδισης της αστυνομικής έρευνας τα αποτελέσματα της οποίας ενδεχομένως θα οδηγούσαν στην ενοχοποίηση του φίλου του εφεσείοντος, πράγμα που ο τελευταίος ήθελε να αποφύγει. Αυτή ακριβώς η νοητική κατάσταση, συνιστά την υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος η οποία, συνόδευε κάθε πτυχή της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) του αδικήματος, εν γνώσει πάντοτε του εφεσείοντος ότι η πράξη του ήταν μεμπτή.
2. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος, παρέχει έρεισμα διάγνωσης πρόθεσης εκ μέρους του κατά τον τρόπο που η ύπαρξη της απαιτείται από το Άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 11139/04), ημερομηνίας 7/2/06.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατόπιν δίκης, κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία της παρέμβασης σε αστυνομική έρευνα κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης έξι μηνών.
Τα γεγονότα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η καταδίκη είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Στις 29.6.2004 λήφθηκε πληροφορία από την αστυνομία ότι σε συγκεκριμένη περιοχή της Παλλουριώτισσας γινόταν διακίνηση ναρκωτικών. Ο εφεσείων, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα Αναπληρωτή Λοχία της Αστυνομίας, ορίστηκε επικεφαλής κλιμακίου ανδρών της ΥΚΑΝ που θα ερευνούσε το μέρος. Ο εφεσείων και άλλα δύο μέλη της ΥΚΑΝ επιβιβάστηκαν αυτοκινήτου και καθ' οδόν προς το μέρος στο οποίο θα διεξαγόταν η έρευνα, ο εφεσείων τηλεφώνησε σε δύο πρόσωπα, το ένα από τα οποία, ήταν ο Ανδρέας Χριστοδούλου άλλως «Πάνθηρας» με τον οποίο διατηρούσε από καιρό φιλικές και κοινωνικές σχέσεις. Το εν λόγω πρόσωπο είναι γνωστό στην ΥΚΑΝ επειδή ελέγχεται για χρήση και εμπορία ναρκωτικών. Ο εφεσείων, γνώριζε ότι ο φίλος του διέμενε κοντά στην περιοχή που θα διεξαγόταν η έρευνα και κατά την τηλεφωνική τους συνομιλία ο εφεσείων ανέφερε και τα εξής, «ρε είσαι τζιαμαί κοντά στην περιοχή, κοντά στον ποταμό; αν είσαι, αν έσιεις νουν κατάλαβε». Ο ένας από τους αστυφύλακες που συμμετείχε στην αποστολή διαμαρτυρήθηκε έντονα προς τον εφεσείοντα από τον οποίο ζήτησε εξηγήσεις για την πιο πάνω ενέργεια του. Μετά τη διεξαγωγή έρευνας στο μέρος, από την οποία δεν προέκυψε ο,τιδήποτε, ο εφεσείων είπε στον προαναφερόμενο αστυφύλακα ότι ενήργησε κατά τον πιο πάνω τρόπο επειδή ο «Πάνθηρας», στον οποίο τηλεφώνησε, είναι φίλος του. Ο εφεσείων πρόβαλε την ίδια δικαιολογία και στους αξιωματικούς της υπηρεσίας του όταν τον κάλεσαν να δώσει εξηγήσεις για το περιστατικό, για το οποίο είχαν στο μεταξύ ενημερωθεί, προσθέτοντας μάλιστα ότι δεν ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπος με τον «Πάνθηρα» γιατί είναι φίλος του.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα περιόρισε την επιχειρηματολογία του σε ορισμένα μόνο σημεία που έχουν ως κύριο άξονα τη θέση ότι για τη θεμελίωση της καταδίκης έπρεπε να είχε αποδειχθεί ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα με βάση την πληροφορία, είχαν πράγματι τελεστεί και/ή ότι ο Ανδρέας Χριστοδούλου (Πάνθηρας) ήταν ένα από τα πρόσωπα στα οποία αφορούσε η πληροφορία που δόθηκε στην αστυνομία. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι εφόσον δεν διαπιστώθηκε η διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος ούτε οποιαδήποτε εμπλοκή του Ανδρέα Χριστοδούλου (Πάνθηρα) σε πράξη ή ενέργεια που αφορούσε η πληροφορία της αστυνομίας ούτε και βρέθηκε στο μέρος οποιοδήποτε τεκμήριο το οποίο να είχε σχέση με την καταγγελία, η καταδικαστική απόφαση είναι νομικά λανθασμένη.
Το άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 41/64 προβλέπει:
«122. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη -
(α) .......................................................................................................
(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Η πιο πάνω διάταξη ερμηνεύθηκε αναλυτικά στην Κωνσταντίνα Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249. Η πράξη για την οποία γίνεται λόγος στην πιο πάνω διάταξη είναι πράξη η οποία έχει εξ αντικειμένου κάποια τάση εφόσον πρόκειται για πράξη «προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να ................ ». Στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο υπήρξε τέτοια τάση από πλευράς εφεσείοντα «........ να παρεμποδίσει ή καθ' οιονδήποτε τρόπο επηρεάσει οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα ................».
Το περιεχόμενο της συνομιλίας του εφεσείοντα με τον Ανδρέα Χριστοδούλου (Πάνθηρα) είναι αναντίλεκτο. Από την πρώτη στιγμή, ο εφεσείων ομολόγησε στο συνάδελφό του και λίγο αργότερα στους αξιωματικούς της αστυνομίας οι οποίοι του ζήτησαν εξηγήσεις για το περιστατικό, ότι δεν ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπος με τον «Πάνθηρα» γιατί είναι φίλος του. Το νόημα της συνομιλίας του εφεσείοντα με τον Ανδρέα Χριστοδούλου «Πάνθηρα» είχε την έννοια του μηνύματος ή της προειδοποίησης ότι επρόκειτο να διεξαχθεί αστυνομική έρευνα στη συγκεκριμένη περιοχή. Αν ο λήπτης του μηνύματος βρισκόταν στο συγκεκριμένο μέρος και ενεχόταν πράγματι σε οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια θα φρόντιζε μετά το μήνυμα να πάρει τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή των όποιων συνεπειών της αστυνομικής έρευνας.
Η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος, που εδώ είναι το μήνυμα που ο εφεσείων μετέδωσε στο φίλο του Ανδρέα Χριστοδούλου (Πάνθηρα) μέσω της τηλεφωνικής συνομιλίας, προδήλως συνοδευόταν από την πρόθεση παρεμπόδισης της αστυνομικής έρευνας τα αποτελέσματα της οποίας ενδεχομένως θα οδηγούσαν στην ενοχοποίηση του φίλου του εφεσείοντα, πράγμα που ο τελευταίος ήθελε να αποφύγει. Αυτή ακριβώς η νοητική κατάσταση, συνιστά την υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος η οποία, συνόδευε κάθε πτυχή της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) του αδικήματος, εν γνώσει πάντοτε του εφεσείοντα ότι η πράξη του ήταν μεμπτή.
Στην Ακκελίδου (ανωτέρω) το Εφετείο με αναφορά στο σύγγραμμα Archbold on Criminal Pleading, Evidence and Practice, 39η έκδοση, παρα. 1141e έδωσε συνοπτική περιγραφή της έννοιας της πρόθεσης. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή της απόφασης:
«Συνίσταται στα εξής: Πρόθεση του δράση είναι να επιφέρει ό,τι επάγεται η πράξη του (α) όταν το επιθυμεί, ανεξάρτητα από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς να επέλθει· και (β) όταν προβλέπει ότι πιθανώς να επέλθει, είτε το επιθυμεί είτε όχι. Και βέβαια η πρόθεση δεν συναρτάται με το ελατήριο: Πρόκειται και πάλι για κανόνα του κοινού δικαίου που εξηγείται με λεπτομέρεια στην Hyam v. D.P.P. [1974] 2 All E.R. 41. Βρίσκεται και στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 9 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154:
«Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την ποινική ευθύνη.»
Πρόθεση, για να την εξηγήσουμε με απλά λόγια, σημαίνει ένοχη σκέψη. Δηλαδή, να έχει κατά νου ο δράσης τί θα επιφέρει με την πράξη του ή τουλάχιστον την πιθανότητα των επιπτώσεων. Τα εξωτερικά ή αντικειμενικά στοιχεία της περίπτωσης παρέχουν συχνά το έρεισμα της κατάληξης ως προς την πρόθεση. Δεν προεξοφλούν όμως το αποτέλεσμα· δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο περί πρόθεσης να επιφέρει κανείς τις φυσιολογικές επιπτώσεις των πράξεων του. Είναι απαραίτητη η δικαστική κρίση, στη βάση της μαρτυρίας, ότι έτσι σκεφτόταν ο ίδιος ο δράστης. Όχι ότι έτσι θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος αν ήταν στη θέση του δράστη.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε διεξοδικά με τα γεγονότα και τη νομική πτυχή του θέματος. Κρίνουμε ορθή από κάθε άποψη τη διαπίστωση ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα κατά την εξέλιξη των γεγονότων της υπόθεσης, θεωρούμενη στο σύνολό της, παρέχει έρεισμα διάγνωσης πρόθεσης εκ μέρους του κατά τον τρόπο που η ύπαρξή της απαιτείται από το άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα. Ο εφεσείων, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, γνώριζε πολύ καλά τί επιθυμούσε να αποφευχθεί με την ενέργειά του καθώς και το σκοπό που αυτός ήθελε να επιτύχει με την παρέμβασή του.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.