ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 2 ΑΑΔ 228

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 7899)

 

14 Ιουνίου, 2006

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

B.E.K.,

 

Εφεσείων,

 

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

 

Εφεσίβλητη.

- - - - - -

 

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

- - - - - -

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου επτά κατηγορίες. Μια για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας με σκοπό τη διάπραξη του κακουργήματος του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α), τρεις για το αδίκημα του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145, μια για το αδίκημα της απαγωγής προσώπου με σκοπό να το υποβάλει στις παρά φύση ορέξεις του, κατά παράβαση των άρθρων 247 και 251, μια για το αδίκημα της απαγωγής, κατά παράβαση του άρθρου 148 και, τέλος, μια για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Τα γεγονότα που περιέβαλλαν τη διάπραξη των αδικημάτων ήταν σε συντομία τα ακόλουθα: Περί τις 3.30π.μ. της 27.11.2003, ενώ η παραπονουμένη, 37 ετών, κοιμόταν στο σπίτι της στο Στρόβολο, ξύπνησε ξαφνικά από την εκεί παρουσία του εφεσείοντος ο οποίος, αφού παραβίασε την μπαλκονόπορτα του σπιτιού, εισήλθε στο υπνοδωμάτιό της. Στα παρακείμενα υπνοδωμάτια κοιμόντουσαν την ίδια ώρα τα δύο ανήλικα παιδιά και η οικιακή βοηθός της. Προτού η παραπονουμένη προλάβει να αντιδράσει, ο εφεσείων της έκλεισε το στόμα και τα μάτια, της είπε ότι λεγόταν Μάριος, ήταν Πόντιος, και ότι βρέθηκε εκεί γιατί ο σύζυγός της, με τον οποίο βρισκόταν σε διάσταση από τον Οκτώβριο του 2001, τον έβαλε να την σκοτώσει έναντι αμοιβής. Πρόσθεσε, όμως, ότι αν δεν φώναζε θα της έκανε απλώς έρωτα και θα έφευγε. Η παραπονουμένη, από φόβο για τη ζωή της όσο και για τη ζωή των παιδιών της, απάντησε "εντάξει". Ανέφερε, όμως, στον εφεσείοντα ότι βρισκόταν σε έμμηνο ρήση. Παρά ταύτα, ο εφεσείων έβγαλε τις πυτζάμες και το εσώρουχό της και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να βάλει το πέος του μέσα στον κόλπο της. Απέτυχε διότι η παραπονουμένη είχε ταμπόν. Η αποτυχία, όμως, της προσπάθειας δεν απέτρεψε τον εφεσείοντα. Αντίθετα, αφού πρώτα κτύπησε με τα χέρια την παραπονουμένη στο πρόσωπο, επειδή θεώρησε ότι του αντιστεκόταν, στη συνέχεια αφαίρεσε το ταμπόν και κατάφερε να εισχωρήσει το πέος του στον κόλπο της ενώ εκείνη έκλαιγε, χωρίς να ζητά βοήθεια από φόβο για τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της. Σε κάποια στιγμή ο εφεσείων έβγαλε το πέος του από τον κόλπο της παραπονουμένης, επειδή δεν είχε μεγάλη στύση, και της ζήτησε να τον ερεθίσει περισσότερο, πράγμα που αυτή έπραξε. Οπότε και ο εφεσείων της ζήτησε να τοποθετήσει ξανά η ίδια το πέος του στον κόλπο της. Η παραπονουμένη και πάλι υπάκουσε, από φόβο, γιατί κάθε φορά που έδειχνε διάθεση να μη συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του αυτός την κτυπούσε. Γύρω στις 6.00 το πρωί, και ενώ ο εφεσείων συνέχιζε να βιάζει την παραπονουμένη, έχοντας το πέος του μέσα στον κόλπο της, κτύπησε το ξυπνητήρι. Το κτύπημα αιφνιδίασε τον εφεσείοντα ο οποίος, αφού έσυρε την παραπονουμένη κάτω από το κρεβάτι, ντύθηκε βιαστικά και της είπε να τον ακολουθήσει. Εκείνη συμμορφώθηκε. Προτού βγουν από το σπίτι, ο εφεσείων, ύστερα από σχετική παράκληση της παραπονουμένης, την πήρε στο δωμάτιο του γιου της, ηλικίας εννέα ετών, που μόλις είχε ξυπνήσει. Μόλις το παιδί αντίκρισε τη μητέρα του και πίσω της τον εφεσείοντα να την κρατά από το λαιμό, έβαλε τα κλάματα. Ακολούθως, ο εφεσείων οδήγησε την παραπονουμένη με τη βία έξω από το σπίτι, την έβαλε στο αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε σε ερημική περιοχή του χωριού Κοτσιάτης. Αφού σταμάτησε το αυτοκίνητο, μετακίνησε τις μαξιλάρες των καθισμάτων προς τα πίσω και ξάπλωσε πάνω στην παραπονουμένη ζητώντας της να τον αγκαλιάσει και να τον χαϊδεύει. Η παραπονουμένη αναγκάστηκε να υπακούσει σε ότι της ζητούσε γιατί, εκτός των άλλων, ο εφεσείων της είχε πει ότι βρίσκονταν στον Κοτσιάτη και ότι θα την σκότωνε και θα την έθαβε εκεί έναντι αμοιβής £500 από το σύζυγό της. Ακολούθως, ο εφεσείων, παρά τις αντιδράσεις της, βίασε την παραπονουμένη τόσο από τον κόλπο όσο και τον πρωκτό. Σε κάποιο στάδιο ο εφεσείων ανέφερε στην παραπονουμένη ότι είχε ξεχάσει το εσώρουχό του στο σπίτι της, οπότε αυτή τον παρακάλεσε να την πάρει πίσω στο σπίτι για τα παιδιά της, υποσχόμενη, ταυτόχρονα, ότι δε θα έλεγε τίποτε σε κανένα. Ο εφεσείων της είπε ότι θα την έπαιρνε τελικά στο σπίτι της και δε θα την σκότωνε, πρώτα όμως θα της έκανε ξανά έρωτα και θα την έπαιρνε στο σπίτι όταν ο ίδιος θα ήθελε. Ακολούθως, αφού ξεκίνησε το αυτοκίνητο, οδήγησε την παραπονουμένη σε άλλη ερημική περιοχή της Αγίας Βαρβάρας αυτή τη φορά, γεγονός που αναστάτωσε περισσότερο την παραπονουμένη η οποία άρχισε να κλαίει και να φωνάζει επειδή σχημάτισε την εντύπωση ότι ο εφεσείων θα την σκότωνε εκεί. Δέχθηκε, όμως, δυνατό κτύπημα από τον εφεσείοντα στο πρόσωπο και τρομαγμένη σταμάτησε να φωνάζει. Στη συνέχεια ο εφεσείων, αφού ανάγκασε την παραπονουμένη να καθίσει από πάνω του, τη βίασε τόσο κολπικά όσο και πρωκτικά, αφού προηγουμένως την υποχρέωσε να βάλει το πέος του μέσα στο στόμα της για να έχει μεγαλύτερη στύση. Συνέχισε να τη βιάζει μέχρις ότου η παραπονουμένη αντιλήφθηκε ότι εκσπερμάτωσε μέσα στον κόλπο της. Στη συνέχεια, αφού ο εφεσείων κάθισε στη θέση του οδηγού, ξεκίνησε το αυτοκίνητό του και οδήγησε την παραπονουμένη στη Λευκωσία. Την άφησε σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το σπίτι της, αφού αυτή του είχε υποσχεθεί προηγουμένως ότι δεν θα τον κατάγγελλε στην Αστυνομία.

 

Ο εφεσείων ήταν πρόσωπο άγνωστο στην παραπονουμένη. Τον αναγνώρισε την ίδια μέρα από φωτογραφίες που της υπέδειξε η Αστυνομία μετά την καταγγελία της.

 

Κατά την ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασία, ο εφεσείων, με τη συγκατάθεση της κατηγορούσας αρχής, ζήτησε όπως, κατά την επιμέτρηση της ποινής, ληφθούν υπόψη άλλες έντεκα εις βάρος του υποθέσεις. Όλες αφορούσαν αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών. Ενώπιον του Κακουργιοδικείου τέθηκε και σωρεία προηγούμενων καταδικών του εφεσείοντος για αδικήματα ληστείας, διάρρηξης και κλοπής, κακόβουλης ζημιάς και κοινής επίθεσης.

 

Αγορεύοντας προς μετριασμό της ποινής, η τότε δικηγόρος του εφεσείοντος, αφού υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια με τους γονείς του να βρίσκονται σε διάσταση, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, σύμφωνα με σχετικές εκθέσεις των ψυχιάτρων Δρα Μικελλίδη και Δρα Αναστασίου, τονίζοντας το γεγονός ότι αυτός έτυχε, στο παρελθόν, επανειλημμένα νοσηλείας στην ψυχιατρική πτέρυγα του Νοσοκομείου Λευκωσίας για αποτοξίνωση από το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες ενώ, πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας φυλάκισής του, νοσηλεύτηκε για περίοδο δύο μηνών στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Όσον αφορά στα επίδικα αδικήματα, εισηγήθηκε ότι ο εφεσείων ενήργησε παρορμητικά, χωρίς προσχεδιασμό και χωρίς να είναι σε θέση να αξιολογήσει επαρκώς είτε τις πράξεις του είτε τις συνέπειές τους λόγω της ψυχωσικής διαταραχής και της μειωμένης νοητικής του ικανότητας, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή ενώ, ταυτόχρονα, είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης. Τόνισε, τέλος, την παραδοχή του εφεσείοντος, τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο, όπως και τη μεταμέλειά του για το κακό που προκάλεσε στην παραπονουμένη, από την οποία ζήτησε, μέσω των ανακριτών, συγνώμη.

 

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία είχε διαπράξει ο εφεσείων, με αναφορά στις ποινές που προβλέπονται για το καθένα από τον Ποινικό Κώδικα αλλά και με εκτενή παραπομπή στη σχετική νομολογία, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, τα οποία χαρακτήρισε "ως όλως ιδιαιτέρως σοβαρά και από τα χειρότερα του είδους", και λαμβάνοντας υπόψη τη σωρεία των προηγούμενων καταδικών του εφεσείοντος, όπως και όλες τις υποθέσεις που ζήτησε να ληφθούν υπόψη, αφενός, και τα οικογενειακά και προσωπικά του προβλήματα, με ιδιαίτερη έμφαση στα χρόνια ψυχωσικά του προβλήματα, πλέον το ότι κατά τη διάπραξη των αδικημάτων είχε κάνει χρήση κοκαΐνης ενώ, ταυτόχρονα, βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ, με αποτέλεσμα να ενεργήσει παρορμητικά και χωρίς προσχεδιασμό, "έχοντας όμως αντίληψη των ενεργειών του και επίγνωση των επιπτώσεων από τις παράνομες πράξεις του", αφετέρου, του επέβαλε συντρέχουσες ποινές δεκατεσσάρων χρόνων φυλάκισης για τα αδικήματα του βιασμού, επτά χρόνων για το αδίκημα της απαγωγής προσώπου με σκοπό την υποβολή στις παρά φύση ορέξεις του, τεσσάρων χρόνων για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και δύο χρόνων για το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Για το αδίκημα της απαγωγής δεν του επέβαλε ποινή για το λόγο ότι τα γεγονότα που το συνέθεταν ήταν συνυφασμένα με τα γεγονότα της κατηγορίας για απαγωγή προσώπου με σκοπό την υποβολή του στις παρά φύση ορέξεις του απαγωγέα. Τέλος, διέταξε όπως οι επιβληθείσες ποινές αρχίζουν μετά τη λήξη της ποινής φυλάκισης τριών χρόνων που εξέτιε από 22.12.1003, σε σχέση με την ποινική υπόθεση 16406/2003, που αφορούσε αριθμό διαρρήξεων.

 

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι η ποινή των δεκατεσσάρων χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για τα αδικήματα του βιασμού είναι έκδηλα υπερβολική για δύο λόγους.  Πρώτο, γιατί δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη η ψυχική του κατάσταση, η οποία τον καθιστούσε πρόσωπο με μειωμένη ευθύνη και, δεύτερο, γιατί δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη το ότι ο εφεσείων εξέτιε, από 22.12.2003, ποινή φυλάκισης τριών χρόνων, με αποτέλεσμα να παραβιασθεί η αρχή της συνολικότητας της ποινής, όπως αυτή διαγράφεται από τη νομολογία.

 

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε, με ιδιαίτερη προσοχή, το περιεχόμενο των πιστοποιητικών των ψυχιάτρων Μικελλίδη και Αναστασίου, σύμφωνα με τα οποία ο εφεσείων είναι έντονα ψυχωσικός, έχει παρανοϊκές ιδέες, αισθάνεται συνεχώς ότι κινδυνεύει, το δε το άγχος το οποίο τον διακατέχει τον αναγκάζει να καταφεύγει στη χρήση ναρκωτικών, κυρίως κοκαΐνης. Στην ψυχολογική αυτή κατάσταση του εφεσείοντος το Κακουργιοδικείο προσέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Δεν παρέβλεψε, όμως, και ορθά, το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα ίδια πιστοποιητικά, ο εφεσείων έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του, όπως και των συνεπειών τους. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι η ποινή την οποία εξέτιε ο εφεσείων αφορούσε διαφορετικά του βιασμού αδικήματα, ήτοι διαρρήξεις, δεν θεωρούμε ότι η διαταγή για διαδοχικότητα των ποινών απέληξε σε παραβίαση της αρχής της συνολικότητας της ποινής, όπως αυτή διαγράφεται από τη νομολογία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 443).

 

Η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, προκειμένου περί σεξουαλικών αδικημάτων, για το λόγο ότι, αφενός, στρέφονται κατά των ηθών και, αφετέρου, προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος, έχει τονισθεί, επανειλημμένα, από τη νομολογία. Ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής. (Βλ., μεταξύ άλλων, Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 67 και Zulfigar Ali Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, οι περιστάσεις που περιβάλλουν τα αδικήματα τα οποία διέπραξε ο εφεσείων εντάσσουν την υπόθεση στις χειρότερες του είδους. Η παραπονουμένη αφυπνίσθηκε από έναν άγνωστο, τον εφεσείοντα, στις 3.30π.μ. της 27.11.2003, ενώ κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού της. Υπό την απειλή ότι, αν δεν συγκατένευε, θα το πλήρωνε με τη ζωή της, αφού πρώτα βιάστηκε από τον εφεσείοντα επιτόπου, για τρεις σχεδόν ώρες, αναγκάστηκε, περί τις 6.00π.μ., να τον ακολουθήσει στο αυτοκίνητό του από φόβο για τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε από τον εφεσείοντα στην περιοχή Κοτσιάτη και, ακολούθως, στην περιοχή Αγ. Βαρβάρας, όπου και πάλι βιάστηκε, κατά τον πλέον βάναυσο, ταπεινωτικό και εξευτελιστικό τρόπο. Τελικά βρέθηκε στο σπίτι της περί τις 10.20π.μ. της ίδιας μέρας, αφού προηγουμένως υποσχέθηκε στον εφεσείοντα ότι δεν θα τον κατάγγελλε στην Αστυνομία. Οι ενέργειες του εφεσείοντος είχαν πολύ σοβαρό αντίκτυπο και στη μετέπειτα ζωή τόσο της ίδιας της παραπονουμένης όσο και του ανήλικου γιου της. Η ίδια κατέφυγε σε ειδικό ψυχολόγο ο οποίος διαπίστωσε ότι διακατέχεται από μόνιμες φοβίες, άγχος και ανασφάλεια, ενώ ο γιος της, που αντιλήφθηκε τι συνέβη στη μητέρα του, τελεί υπό συστηματική ψυχολογική υποστήριξη και ψυχοθεραπεία. Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, και, κυρίως, τα ψυχολογικά του προβλήματα, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από το Κακουργιοδικείο. Δεν μπορούσε, όμως, να τους δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα από όση τους δόθηκε. Άλλωστε, κατά την επιμέτρηση της ποινής, λήφθηκε υπόψη και μεγάλος αριθμός υποθέσεων διαρρήξεων και κλοπών. Όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, "όλες αυτές οι υποθέσεις δείχνουν την άκρως αντικοινωνική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, σ΄ όλη σχεδόν την επικράτεια της ελεύθερης Κύπρου, ενώ ταυτόχρονα ο μακρύς κατάλογος των προηγούμενων καταδικών του, δείχνουν άτομο που δεν έχει πλέον περιθώρια αναμόρφωσης."

 

Η έφεση απορρίπτεται.

Δ.

 

Δ.

 

/ΧΤΘ                                                          Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο