ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 104
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 130/05 και 131/05)
23 Φεβρουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 130/05)
CHEN XIAOJIN,
Εφεσείοντας,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 131/05)
ZHENG SHENG YANG,
Εφεσείοντας,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Γ. Πασιαρδής, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Παπαμιλτιάδους (κα), για την Εφεσίβλητη.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Αμφότεροι οι εφεσείοντες, Κινεζικής καταγωγής, κρίθηκαν ένοχοι, μετά από δική τους παραδοχή, για τη διάπραξη τριών αδικημάτων, της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός, της κλοπής και της επίθεσης με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον μεν εφεσείοντα στην έφεση 130/2005 ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και στον εφεσείοντα στην έφεση 131/2005 ποινή φυλάκισης δυόμιση (2½) ετών στην κατηγορία της διάρρηξης. Στις άλλες δύο κατηγορίες δεν επέβαλε ποινές γιατί τα γεγονότα ήταν απόλυτα συναφή με αυτά της κατηγορίας για τη διάρρηξη, παραπέμποντας στην αυθεντία Περικλέους ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34.
Τα ποσά που κλάπηκαν από τους παραπονουμένους, ως επακόλουθο της διάρρηξης της οικίας, ήσαν £2.570,-, $6.700,- 2002 Κινέζικα YUAN, 25.000 Ινδονησιακά RUPIAH και 50.000 Βιετναμέζικα DONG. Από το πιο πάνω ποσό των Κυπριακών λιρών ποσό £2.070, συγκατηγορούμενη των εφεσειόντων, το απέστειλε στο εξωτερικό, σε πρόσωπο Κινεζικής επίσης καταγωγής που απελάθηκε από τη Δημοκρατία.
Ο εφεσείων στην έφεση 131/5, ηλικίας 38 χρόνων, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 9.11.2003 και του δόθηκε άδεια παραμονής, ως επισκέπτη μέχρι 23.11.2003. Έκτοτε παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα και αναζητείτο από την Υπηρεσία Αλλοδαπών. Διέμενε μαζί με τον εφεσείοντα στην 130/05 και άλλους ομοεθνείς τους στον Άγιο Δομέτιο.
Ο εφεσείων στην 130/05, ηλικίας 18 χρόνων, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 17.9.2003 και του χορηγήθηκε άδεια φοιτητού στο Intercollege στη Λευκωσία.
Οι παραπονούμενοι είναι ομοεθνείς των εφεσειόντων και φοιτούσαν στο Intercollege στη Λάρνακα. Έμεναν όλοι μαζί σε σπίτι στην οδό Αυτοκράτειρας Θεοδώρας στη Λάρνακα.
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 6.3.2004 οι εφεσείοντες μαζί με άλλους δύο ομοεθνείς τους, τον πρώην κατηγορούμενο 1 στο κατηγορητήριο και κάποιον άλλο που απελάθηκε από την Κύπρο, μετέβησαν από τη Λευκωσία στη Λάρνακα. Γνωρίζοντας πού έμεναν οι παραπονούμενοι αφού πήδηξαν τον τοίχο, ύψους 1.80 μέτρων, που περιβάλλει την οικία τους, πήγαν στο πίσω μέρος της κατοικίας και εισήλθαν σ' αυτή αφού άνοιξαν την εξωτερική πόρτα. Με την είσοδο τους στην κατοικία έγιναν αντιληπτοί από δύο παραπονούμενους. Οι τελευταίοι δέχθηκαν επίθεση από τους εφεσείοντες με συνέπεια να ξυπνήσουν όλοι οι κατοικούντες στην οικία. Έντρομοι και μη δυνάμενοι να αντιδράσουν έβλεπαν τους εφεσείοντες και δύο άλλα πρόσωπα να εισέρχονται στα δωμάτια τους και να παίρνουν τα χρήματα τους. Μετά την κλοπή και λεηλασία της κατοικίας των παραπονουμένων οι εφεσείοντες και τα άλλα δύο πρόσωπα εγκατέλειψαν την κατοικία των παραπονουμένων, από την κυρία είσοδο, συναποκομίζοντες και τα κλαπέντα χρήματα. Από τα κλαπέντα ποσά δεν ανευρέθη από την αστυνομία μόνο το ποσό των Κ.Λ.2.070.
Το Κακουργιοδικείο στην επιμελημένη απόφασή του, αφού προέβη σε εκτενή ανασκόπηση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και αφού έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθησαν ενώπιόν του από τους εφεσείοντες, τους επέβαλε τις ποινές που έχουμε αναφέρει στην αρχή της απόφασης μας αυτής.
Οι δύο εφεσείοντες καταχώρησαν προσωπικά τις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις εναντίον της ποινής την οποία θεωρούν υπερβολική. Κατά την πρώτη δικάσιμο στις 20.10.2005 οι εφεσείοντες ζήτησαν νομική αρωγή. Το Δικαστήριο, με τη συναίνεση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, έκαμε δεκτό το αίτημα και διόρισε τον παρευρισκόμενο δικηγόρο κ. Γ. Πασιαρδή, εκλογής των εφεσειόντων, ως δικηγόρο για να χειρισθεί εκ μέρους τους τις δύο εφέσεις. Ο κ. Πασιαρδής ζήτησε αναβολή για να ενημερωθεί για την υπόθεση. Τελικά στις 20.1.2006 ο κ. Πασιαρδής αγόρευσε ενώπιον μας και υποστήριξε τις δύο εφέσεις.
Υπέβαλε ότι η επιβληθείσα ποινή στους εφεσείοντες ήταν υπερβολική γιατί το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες ήταν κρατούμενοι για τα αδικήματα αυτά για περίοδο πέραν του ενός χρόνου. Επίσης υπέβαλε ότι παραβιάσθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού ο εγκέφαλος για τη διάπραξη των αδικημάτων αφέθη να διαφύγει στο εξωτερικό. Περαιτέρω δε υποστήριξε ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και οι δύο και επίσης ότι ο εφεσείων στην 130/2005 θα σταματήσει τις σπουδές του γιατί αμφότεροι θα απελαθούν.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε τις επιβληθείσες ποινές τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για την προστασία της κοινωνίας.
Όλες οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων απαντώνται από το ίδιο το Κακουργιοδικείο στην εκκαλούμενη απόφαση του. Υπεβλήθησαν και ενώπιον του παρόμοιες εισηγήσεις για μετριασμό της ποινής.
Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αυτοί τελούσαν υπό κράτηση πέραν του ενός χρόνου λόγω μη συμμόρφωσης τους με τους όρους απόλυσης τους με εγγύηση εφαρμόζοντας τα όσα έχουν λεχθεί στην αυθεντία Γενικός Εισαγγελέας ν. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384, όπου στη σελίδα 389 αναφέρονται τα εξής:-
«Παρόλον που η κράτηση κατηγορουμένου λόγω μη συμμόρφωσης με τους όρους απόλυσής του επί εγγυήσει, δεν εξισούται για τους σκοπούς του νόμου με προφυλάκιση, δικαίως λαμβάνεται υπόψη ως επακόλουθο της κατηγορίας και παρεπόμενα ως παράγοντας ο οποίος δικαιολογεί τον μετριασμό της τιμωρίας· οι συνέπειες είναι όμοιες. Ο κρατούμενος στερείται της ελευθερίας του.»
Το Κακουργιοδικείο πέραν των πιο πάνω έχει λάβει υπόψη την παραδοχή των εφεσειόντων, τις προσωπικές περιστάσεις τους και το λευκό ποινικό τους μητρώο.
Όσον αφορά την θέση των εφεσειόντων ότι ο «εγκέφαλος» της διάπραξης των αδικημάτων δεν έχει διωχθεί, το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρει ότι ένα τέτοιο γεγονός αποτελεί μετριαστικό παράγοντα στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης μόνο όπου οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή. Παραπέμπουμε προς τούτο στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως ορθά αναφέρει και το Κακουργιοδικείο, η μη δίωξη του εγκεφάλου των αδικημάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί μετριαστικός παράγοντας καθότι η μη δίωξη του δεν ήταν σκόπιμη και ηθελημένη. Το πρόσωπο αυτό συνελήφθη από την αστυνομία στις 6.3.2004 (ημέρα διάπραξης των αδικημάτων) ως παράνομος αλλοδαπός και απελάθηκε χωρίς η Αστυνομία να γνωρίζει οτιδήποτε για την εμπλοκή του στην υπόθεση. Προσπάθειες δε της αστυνομίας, μέσω της Interpol, για εντοπισμό του απέβησαν άκαρπες. Επίσης η διακοπή της διαδικασίας εναντίον πρώην συγκατηγορούμενου δεν οφείλεται σε σκόπιμη ενέργεια αλλά διότι αυτό το πρόσωπο παραβαίνοντας τους όρους της απόλυσης του εγκατέλειψε την Κύπρο χωρίς να είναι δυνατό να εντοπισθεί.
Έχει τονισθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών λόγω της συχνότητας που διαπράττονται τα τελευταία χρόνια.
Είναι καλά θεμελιωμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου καθώς και τα άλλα ελαφρυντικά όπως το λευκό ποινικό μητρώο αν και είναι μετριαστικοί παράγοντες δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα στην οποία προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας. Σε τέτοιες υποθέσεις οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας (Βλέπε: Μιχαήλ Ψύλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57).
Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227 και Κλεοβούλου (πιο πάνω)).
Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου.
Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Οι εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει οι κύριες εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν ευσταθούν. Έχουμε διαπιστώσει ότι το Κακουργιοδικείο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο είτε σφάλματος αρχής είτε έκδηλης υπερβολής.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Δ
Δ.
Δ.
/ΕΠσ