ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 111
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση αρ. 193/2005
23 Φεβρουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΔΔ.]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσείων
- εναντίον -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
----------------------
Γ. Ι. Λουϊζίδης, για τον εφεσείοντα
Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών.
------------------------
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ: Την απόφαση
του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ο εφεσείων αντιμετώπισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων κατά παράβαση των προνοιών του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000 (Ν. 3(1)/2000) και άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 μηνών από 7/7/05. Στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου διαλαμβάνεται ότι μεταξύ της 11/1/03 και της 28/2/03 εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά και με κερδοσκοπικό σκοπό τις ενήλικες Liubu Barnavikova από τη Λευκορωσσία και την Oksana Marchenko από την Ουκρανία με τη χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλών.
Με την παρούσα έφεση, που στρέφεται μόνο κατά της καταδίκης, ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, με διάφορους λόγους που ουσιαστικά μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε τα ουσιώδη γεγονότα και περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος από τον εργοδότη του. Ούτε και αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων λάμβανε χρήματα από τους πελάτες ή ότι βοήθησε ή παρακίνησε τον εργοδότη του για τη διάπραξη του αδικήματος. Επομένως εσφαλμένα και αντινομικά έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα με βάση το άρθρο 20(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
(β) εσφαλμένα αποφάσισε ότι η πολλαπλότητα που υπήρχε στο κατηγορητήριο δεν οδηγούσε σε ακύρωση της κατηγορίας και ή της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων ήταν υπάλληλος και συγγενής κάποιου Μίλτου Μιλτιάδους, ιδιοκτήτη του μπαρ «Ραψωδία» στη Λεμεσό. Εργαζόταν ως μπάρμαν πέραν του επαγγέλματος του επιπλοποιού. Οι παραπονούμενες (Μ.Κ.1 και Μ.Κ2) είναι αλλοδαπές. Η πρώτη ήταν τότε 18 χρονών και η δεύτερη 28. Ήλθαν στην Κύπρο με ξεχωριστές πτήσεις το βράδυ της 11/1/03 και τις παρέλαβε στο αεροδρόμιο Λάρνακας ο προαναφερθείς Μίλτος Μιλτιάδους (πιο κάτω «ο εργοδότης») μαζί με άλλο πρόσωπο και τις μετέφερε στο σπίτι του. Ήλθαν μέσω γραφείου εργασίας με σκοπό να εργαστούν σε μπυραρία. Από το πρώτο βράδυ ο εργοδότης τους τις ανάγκασε να κάνουν σεξ μαζί του. Αυτός τους ανάφερε ότι η εργασία τους ήταν να καθαρίζουν, να πλένουν πιάτα και να κάνουν παρέα με πελάτες, με επιδίωξη οι πελάτες να κερνούν την κάθε μια τουλάχιστον με 5 ποτά σε χυμό, διαφορετικά δε θα πληρώνονταν τον μισθό τους, που ήταν £10. Στη συνέχεια ο εργοδότης τις πίεζε να πηγαίνουν με πελάτες για σκοπούς σεξ έναντι αμοιβής. Όταν αρνήθηκαν, ο εργοδότης τις κτύπησε, πράγμα που επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Περαιτέρω τις απείλησε ότι αν δεν πάνε με πελάτες θα έπρεπε να του καταβάλουν το ποσό των £900 η καθεμιά, τα έξοδα που ο ίδιος υπέστη για να τις φέρει στην Κύπρο. Για σκοπούς σεξ, οι πελάτες τις έπαιρναν σε ξενοδοχείο ή σε σπίτια. Υπήρχε μέρα που μπορούσαν να πάνε με 4 ή 5 πελάτες. Η κατάσταση αυτή συνέχισε, παρά τις αντιρρήσεις τους, μέχρι και στις 28/2/03 που αποφάσισαν και κατάγγειλαν την υπόθεση στην αστυνομία. Από την άφιξη τους στην Κύπρο μέχρι και τις 28/2/03 διέμεναν στο σπίτι του εργοδότη.
Αναφορικά με το ρόλο του εφεσείοντα, παρόλο ότι αυτός δε χειροδίκησε ποτέ εναντίον των παραπονουμένων, εντούτοις τις διέτασσε να πάνε για σεξ με πελάτες και όταν αυτές αρνούντο, τους φώναζε λέγοντας τους ότι πρέπει να πάνε και τις απειλούσε ότι αν αρνηθούν θα το αναφέρει στον εργοδότη. Ο εφεσείων διαδραμάτιζε αυτό το ρόλο τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή στις περιπτώσεις που απουσίαζε ο εργοδότης. Κατά κανόνα οι πελάτες πλήρωναν τον εργοδότη και όταν αυτός απουσίαζε, πλήρωναν τον εφεσείοντα. Περαιτέρω, μερικές φορές τις μετέφερε ο εφεσείων με δικό του αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο ή σπίτι που θα συναντούσαν τους πελάτες.
Αρχίζοντας από τους λόγους έφεσης που έχουν ως κοινή συνισταμένη τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη διάπραξη του αδικήματος από τον εργοδότη, σημειώνουμε ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Από τη μαρτυρία προκύπτει πως υπήρχε τέτοια γνώση. Η γνώση σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Αντίθετα, συνήθως συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. μεταξύ άλλων Oueiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49, 61-62, και Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, 218-219 ).
Από τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη προκύπτει ότι ο εφεσείων απειλούσε τις παραπονούμενες ότι αν δεν πήγαιναν με πελάτη, θα ανάφερε το γεγονός αυτό στον εργοδότη. Τούτο συνδυασμένο με το γεγονός ότι έπαιρνε και αυτός χρήματα από τους πελάτες για λογαριασμό του εργοδότη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε γνώση του γεγονότος ότι ο εργοδότης, με τη χρήση βίας (χειροδικία και άλλες απειλές), εξανάγκαζε τις παραπονούμενες να πηγαίνουν με πελάτες. Διαφορετικά δε θα είχε νόημα η ενέργεια του εφεσείοντα να τους λέγει κάθε φορά που αρνούντο να πάνε με πελάτη ότι θα το αναφέρει στον εργοδότη. Περαιτέρω οι ενέργειες του εφεσείοντα ήσαν τέτοιες που συνιστούσαν βοήθεια προς τον εργοδότη στη διάπραξη του αδικήματος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Πέραν της βοήθειας που παρείχε στον εργοδότη, πίεζε και ο ίδιος τις παραπονούμενες να πάνε με πελάτη και μάλιστα τις μετέφερε στο ξενοδοχείο ή στο σπίτι που θα τον συναντούσαν. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 3 του Ν. 3(1)/00, είναι ορθή.
Το δεύτερο θέμα που θα εξετάσουμε είναι αυτό της πολλαπλότητας της κατηγορίας. Αυτή συνίστατο στο ότι στην ίδια κατηγορία, κατηγορήθηκε ο εφεσείων για το αδίκημα αναφορικά και με τις δυο παραπονούμενες ενώ κανονικά έπρεπε να ήταν μια κατηγορία, για κάθε μια από αυτές. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατάληξε ότι υπήρχε πολλαπλότητα όπως ορθά κατάληξε ότι αυτό δεν ήταν το τέλος της υπόθεσης. Έτσι προχώρησε και εξέτασε αν η περίπτωση ήταν τέτοια που οδηγούσε σε ακυρότητα της κατηγορίας. Αναφερόμενος ο πρωτόδικος δικαστής σε σχετική νομολογία (Panteli v. District Labour Officer Famagusta (1985) 2 C.L.R. 205, Karasamanis v. Police (1986) 2 C.L.R. 289, Ξυδιάς κα ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174 και Α.Σ. Κοιλάρης Λτδ. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194), κατάληξε ότι με την εν λόγω πολλαπλότητα ο εφεσείων δεν παραπλανήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην υπεράσπιση του.
Εξετάσαμε τα όσα ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, αλλά τίποτε από όσα έχουν λεχθεί είναι αρκετά για να δείξουν ότι ο εφεσείων παραπλανήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στην υπεράσπιση του. Η μαρτυρία ήταν ουσιαστικά παρόμοια και για τις δυο παραπονούμενες. Εννοούμε τον τρόπο ενέργειας του εργοδότη αλλά και του ιδίου του εφεσείοντα αναφορικά με τη διάπραξη του αδικήματος, ούτως ώστε δεν υπήρξε σύγχυση στη γραμμή υπεράσπισης του εφεσείοντα. Μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα υπήρχε και από τις δυο παραπονούμενες και όχι μόνο από τη μια, όπως ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του. Το ότι οι παραπονούμενες πήγαιναν με πελάτες έναντι πληρωμής, εκτός από την μαρτυρία των ιδίων των παραπονουμένων, αυτό υποστηριζόταν και από την κατάθεση ενός από τους πελάτες τους, το περιεχόμενο της οποίας είχε γίνει παραδεκτό γεγονός. Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται.
Δ. Δ. Δ.