ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 8
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 7739
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΒΑΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
S.J. ZEVLARIS MANAGEMENT LTD,
Εφεσιβλήτη.
― ― ― ―
Κ. Δημητριάδης, για την εφεσίβλητη
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του σε κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 186/86, 36(Ι)/97, 37(Ι)/99 και 129(Ι)/99, αλλά πριν την τροποποίησή του από το Νόμο 25(Ι)/03. Οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου ήταν οι ακόλουθες:
«305Α(1) Πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, παρουσιάζεται στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της και παραμένει απλήρωτη για περίοδο επτά ημερών από της εν λόγω παρουσιάσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.»
Ο εφεσείων ήταν ασφαλιστής στην παραπονούμενη εταιρεία, εφεσίβλητη στην έφεση, μέσω της εταιρείας Magnum Insurance Ltd, που ήταν ασφαλιστικός αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης δυνάμει γραπτής συμφωνίας και ο εφεσείων μαζί με τη σύζυγό του ήταν εγγυητές της εν λόγω συμφωνίας. Ο εφεσίβλητος εξέδωσε την επίδικη επιταγή (τεκμ.2) έναντι του χρέους της εταιρείας Magnum Insurance Ltd προς την εφεσίβλητη.
Πέραν της μαρτυρίας που δόθηκε στην υπόθεση, δηλώθηκαν ως κοινώς παραδεκτά γεγονότα «ότι η επίδικη επιταγή παρουσιάστηκε στην τράπεζα επί της οποίας εξεδόθη κατά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα, όμως δεν εξοφλήθη λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων του κατηγορούμενου και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 7 ημερών από της εν λόγω παρουσιάσεως».
Δύο ήταν βασικά τα πραγματικά θέματα που απασχόλησαν πρωτοδίκως το Δικαστήριο. Το πρώτο ήταν η ημερομηνία έκδοσης της επίδικης επιταγής και το δεύτερο, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι τελικά το ποσό της επιταγής εξοφλήθηκε.
Με τους λόγους έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας και τα πραγματικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά και με την ημερομηνία έκδοσης της επιταγής, αλλά και με το κατά πόσο τελικά εξοφλήθηκε το ποσό της επιταγής ή όχι.
Όσον αφορά το δεύτερο θέμα, είμαστε της άποψης ότι αυτό δεν ήταν επίδικο, αφού το αδίκημα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 305Α(1), διαπράττεται εάν και εφόσον το ποσό της επιταγής δεν πληρωθεί εντός 7 ημερών από της παρουσίασης της, κάτι που, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν παραδεκτό γεγονός. Παρόλο τούτο και παρόλο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής το επεσήμανε, εντούτοις προχώρησε και εξέτασε το θέμα, απορρίπτοντας την εκδοχή του εφεσείοντα και δεχόμενο τη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης, αφού την ανέλυσε και τη σχολίασε λεπτομερώς.
Σχετικά με την ημερομηνία έκδοσης της επιταγής, ήταν η θέση της εφεσίβλητης εταιρείας ότι αυτή εκδόθηκε αργά το απόγευμα (5.30 - 6.00 μ.μ.) της 29.4.02 και ήταν πληρωτέα στις 30.4.02, θέση που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εφεσείων αμφισβήτησε την πιο πάνω θέση πρωτοδίκως και τώρα κατ΄έφεση, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως η επιταγή εκδόθηκε προγενέστερα της πιο πάνω ημερομηνίας, δηλ. τέλος Μαρτίου του 2002.
Παρόλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα προτού καταλήξει στο εύρημά του, εν όψει της κατάληξής μας που ακολουθεί, δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με το θέμα.
Σύμφωνα με τη θέση που προώθησε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα και που πρωτοδίκως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, ήταν ότι η μεταχρονολόγηση της επιταγής, που την καθιστούσε πληρωτέα στις 30.4.02 ενώ αυτή εκδόθηκε στις 29.4.02 σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου, είχε ως αποτέλεσμα αυτή να μην είναι «επιταγή» μέσα στην έννοια του Νόμου, δηλαδή του άρθρου 305Α(1). Ο πρωτόδικος Δικαστής είχε δεχθεί τη θέση της εφεσίβλητης εταιρείας ότι αφού οι τράπεζες ήταν κλειστές για το κοινό τη στιγμή που εκδόθηκε η επιταγή και θα μπορούσε μόνο να παρουσιασθεί για πληρωμή την επομένη 30.4.02 το πρωί, δεν ετίθετο θέμα μεταχρονολόγησης της επιταγής.
Στην υπόθεση Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, το Εφετείο εξέτασε παρόμοιο θέμα και μεταξύ άλλων παρατήρησε πως η επιταγή που αναφέρεται στο άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα δεν είναι άλλη από την επιταγή που αναφέρεται στο άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, και που ορίζεται ως «επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται σε τράπεζα πληρωτέα άμα τη όψει». (Δέστε και Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (1999) 2 Α.Α.Δ. 102).
Ακολούθως, αφού έγινε αναφορά στις υποθέσεις Βούρας ν. Ανδρέας, Λούκας, Ματθαίος (Α.Λ.Π) Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.α. (2003) 2 Α.Α.Δ. 135, Αθανάσιος Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, ο Νικολάου Δ., εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 391:
«Το κρίσιμο εν προκειμένω ερώτημα, το οποίο δεν απασχόλησε πρωτοδίκως - η υπεράσπιση δεν έθεσε καθόλου ζήτημα μεταχρονολόγησης - είναι το κατά πόσο «επιταγή» στο άρθρο 305Α σημαίνει μόνο την εξαρχής επιταγή, ή κατά πόσο περιλαμβάνει και τη «μεταχρονολογημένη επιταγή» ήτοι την επιταγή στην οποία μετατρέπεται η συναλλαγματική επί τραπεζίτη όταν επέλθει ο χρόνος πληρωμής. Βέβαια, ακόμα και όταν πρόκειται περί συναλλαγματικής που μετατρέπεται σε επιταγή, ενώ αρχικά εκδόθηκε συναλλαγματική, έχουμε εν τέλει, σε δεύτερο στάδιο, εκδοθείσα επιταγή. Αλλά σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, «έκδοση» σημαίνει «την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος». Μας φαίνεται λοιπόν πως στην περίπτωση μεταχρονολόγησης, η «πρώτη παράδοση» αφορά την παράδοση συναλλαγματικής και όχι επιταγής. Γι΄αυτό η «έκδοση», βάσει του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο την εξαρχής επιταγή. Πρόκειται άλλωστε περί ποινικής διάταξης και επομένως, όπου θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις, η διάταξη ερμηνεύεται περιοριστικά. Η πρόσφατη εκ βάθρων και πάλι τροποποίηση του άρθρου 305Α με το Ν.25(Ι)/2003, με την οποία στο νέο εδάφιο (2) γίνεται αναφορά σε επιταγή που εκδόθηκε «προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα», έτσι που να περιλαμβάνει και τη μεταχρονολόγηση, αντανακλά ίσως και την από πλευράς του Νομοθέτη αντίληψη ότι η προηγούμενη διάταξη καθιστούσε αναπόφευκτη τη λύση στην οποία καταλήξαμε.»
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές κρίνουμε πως το γεγονός ότι οι τράπεζες ήταν κλειστές όταν εξεδίδετο η επιταγή και αυτή θα μπορούσε μόνο να παρουσιασθεί την επομένη, μόλις θα άνοιγαν, είναι άσχετο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου. Όταν εξεδίδετο η επιταγή στις 29.4.02 το απόγευμα, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, (ή σε προγενέστερη ημερομηνία όπως είχε ισχυρισθεί ο εφεσείων), αφού αυτή ήταν πληρωτέα στις 30.4.02, σημαίνει ότι κατά τη στιγμή της έκδοσης δεν εξεδόθη «επιταγή» εντός της έννοιας του Νόμου, αλλά απλή συναλλαγματική που κατέστη επιταγή στις 30.4.02. Έτσι, η αναπόφευκτη κατάληξή μας είναι ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί.
Αναφορικά με το κατά πόσο τελικά εξοφλήθηκε η όχι το ποσό της επιταγής, αφού τούτο όπως ήδη κρίναμε δεν ήταν θέμα επίδικο που έπρεπε να εξετάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής ή αθωότητας του εφεσείοντα και αφού αυτό, ως λόγος έφεσης δεν μπορεί να επηρεάσει την έκβασή της, εν όψει του ότι η μη πληρωμή της επιταγής εντός 7 ημερών, όπως προνοεί το άρθρο 305Α(1), είναι γεγονός δεδομένο, δεν θα το εξετάσουμε.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται. Το Πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα ακυρώνεται και επιδικάζονται έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση υπέρ του εφεσείοντα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.