ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHILIPPOU ν. REPUBLIC (1983) 2 CLR 245
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Mιχαήλ Nίκη και Άλλη ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362
Iωάννου Aιμίλιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 327
Πισκόπου Aνδρέας Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2005) 2 ΑΑΔ 639
21 Νοεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
DAVID WILLIAM EVANS,
Εφεσιβλήτoυ.
(Ποινική Έφεση Αρ. 81/2005)
Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα για ανεπάρκεια ποινής, σε υπόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή φυλάκισης 14 μηνών κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε κατ' έφεση σε ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Ποινή ― Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ― Ελαφρυντικοί και επιβαρυντικοί παράγοντες ― Πρόκληση ― Συνιστά μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος ― Χρήση μεγάλης έκτασης βίας, δυσανάλογης προς την πρόκληση ― Συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα.
Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ― Η αυστηρή τιμωρία νεαρών επισκεπτών που ενέχονται σε αδικήματα πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σε τουριστικές περιοχές της Κύπρου, είναι ενδεδειγμένη ενόψει της ανησυχητικής τους συχνότητας.
Ο εφεσίβλητος, παραδέχθηκε κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Κεφ. 154 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 μηνών. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή ως ανεπαρκή.
Το αδίκημα έλαβε χώρα έξω από μπυραρία στην Αγία Νάπα τις πρωινές ώρες της 15ης /6/2004. Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσίβλητου ο παραπονούμενος άρχισε να του υποβάλλει ερωτήσεις για το αν ήταν ομοφυλόφιλος, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να αντιδράσει και να τον σπρώξει, φτύνοντας τον στο πρόσωπο. Όταν ο εφεσίβλητος προσπάθησε να απομακρυνθεί αντιλήφθηκε τον παραπονούμενο να κινείται προς το μέρος του με κατεβασμένο παντελόνι και εσώρουχο. Ο εφεσίβλητος έχασε τη ψυχραιμία του, τον γρονθοκόπησε στο στήθος και στο πρόσωπο και όταν ο παραπονούμενος έπεσε στο έδαφος, πριν τραπεί σε φυγή, του έτριψε με το πόδι το πρόσωπο στο έδαφος. Ο παραπονούμενος υπέστη πολλά τραύματα σοβαράς μορφής. Η κατάσταση του παρέμεινε εξαιρετικά κρίσιμη, μέχρι τη μεταφορά του, με ειδικό ασθενοφόρο αεροπλάνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, για περαιτέρω θεραπεία. Μία από τις συνέπειες του τραυματισμού του παραπονούμενου ήταν και η μείωση της διανοητικής του ικανότητας από υψηλής σε μέσου όρου. Απώλεσε επίσης τη δυνατότητα ενασχόλησης του με το ποδόσφαιρο και συνέχισης των σπουδών του ως ψυχολόγος.
Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι το κριτήριο ως προς την πρόκληση είναι υποκειμενικό και ότι η συμπεριφορά του παραπονούμενου, η οποία συνέβαλε στην επίθεση, δεν ήταν μια μικροπαρεξήγηση, αλλά μια σοβαρή πρόκληση που έφτανε τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης. Τόνισε ακόμα την έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσίβλητου, την άμεση παραδοχή του, αλλά και το γεγονός ότι η κατάσταση του παραπονούμενου αναμένεται ότι πιθανόν θα βελτιωθεί σε ενάμιση περίπου χρόνο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρόκληση αποτελεί μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος. Η απώλεια του αυτοέλεγχου κάτω από το βάρος της πρόκλησης, προσδιορίστηκε ως μετριαστικός παράγων κατά την επιβολή της ποινής. Στην παρούσα περίπτωση η πρόκληση δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την κτηνώδη αντίδραση του εφεσίβλητου, έστω κι' αν αυτός τελούσε υπό την επήρρεια οινοπνεύματος. Μια τέτοια συμπεριφορά ξεπερνά τα όρια της αντίδρασης σε πρόκληση και συνιστά εκδικητική και απάνθρωπη επιβολή ενός ατόμου προς άλλο, με συμβολικές προεκτάσεις.
2. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, αλλά κυρίως την έκταση των βλαβών του παραπονούμενου και τις συνέπειες τους, αλλά και την ανάγκη για καταστολή τέτοιων επεισοδίων βίας, ιδιαίτερα σε μια περιοχή, όπου τέτοια συμβάντα επαναλαμβάνονται με ανησυχητική συχνότητα μεταξύ νεαρών επισκεπτών, που τελούν συνήθως υπό την επήρρεια οινοπνεύματος, η επιβληθείσα ποινή είναι επιεικής, που καθίσταται έκδηλα ανεπαρκής. Η αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή της φυλάκισης των δύο ετών.
Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή αυξήθηκε ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 525,
Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362,
Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632,
Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 327.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από τον εφεσείοντα, Γενικό Εισαγγελέα, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 2354/04) ημερομηνίας 1/3/05, με την οποία ο εφεσίβλητος ο οποίος, ύστερα από παραδοχή του βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Κεφ. 154, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 μηνών, ως ποινής έκδηλα ανεπαρκούς.
Ηλ. Α. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πελεκάνος, για τον Εφεσίβλητο.
Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, ύστερα από παραδοχή του σε κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Κεφ. 154, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 μηνών. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεώρησε την ποινή ανεπαρκή και την εφεσίβαλε.
Τόσο ο εφεσίβλητος, όσο και ο παραπονούμενος, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο επισκέπτες και διέμεναν ο ένας στον Πρωταρά και ο άλλος στην Αγία Νάπα. Στις 15.6.2004, ο εφεσίβλητος, γύρω στις 3 το πρωΐ, βρισκόταν σε κατάσταση μέθης στην Αγία Νάπα και ενώ προσπαθούσε να βρει ταξί, συνάντησε έξω από μπυραρία τον παραπονούμενο με τον οποίο είχε φιλική συζήτηση. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, ο εφεσίβλητος άρχισε να περπατά προς την κατεύθυνση που ο παραπονούμενος του υπέδειξε ότι έπρεπε να ακολουθήσει για να πάει στην πλατεία.
Σύντομα αντιλήφθηκε ότι ο παραπονούμενος τον ακολουθούσε. Περπάτησαν για λίγο μαζί, όταν ο παραπονούμενος άρχισε να του υποβάλλει ερωτήσεις για το αν ήταν ομοφυλόφιλος, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να αντιδράσει και να τον σπρώξει, φτύνοντάς τον στο πρόσωπο.
Ο εφεσίβλητος προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά αντελήφθηκε ότι ο παραπονούμενος συνέχιζε να τον ακολουθεί, σε κάποια δε στιγμή τον είδε, σύμφωνα με την εκδοχή του, να κινείται προς το μέρος του έχοντας κατεβασμένο το παντελόνι και το εσώρουχό του. Ο εφεσίβλητος έχασε τη ψυχραιμία του, τον γρονθοκόπησε στο στήθος και στο πρόσωπο και όταν ο παραπονούμενος έπεσε στο έδαφος, πριν τραπεί σε φυγή, του έτριψε με το πόδι το πρόσωπο στο έδαφος.
Οι συνέπειες του συμβάντος για τον παραπονούμενο ήταν τραγικές. Υπέστη πολλά τραύματα, μεταξύ των οποίων, κάταγμα του εδάφους του οφθαλμικού κόγχου αριστερά, κάταγμα του ρινικού οστού και υπαραχνοειδή αιμορραγία. Δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Τοποθετήθηκε σε αναπνευστήρα και κρατήθηκε στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του μεταφέρθηκε στη Νευρολογική Πτέρυγα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου του έγινε κρανιοανάρτηση και τοποθέτηση συστήματος συνεχούς μέτρησης της ενδοκρανιακής πίεσης. Η κατάστασή του παρέμεινε εξαιρετικά κρίσιμη, μέχρι τη μεταφορά του, με ειδικό ασθενοφόρο αεροπλάνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, για περαιτέρω θεραπεία.
Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία ο παραπονούμενος, πριν το συμβάν, ήταν υψηλής διανοητικής ικανότητας και ευφυΐας, αλλά μετά τον τραυματισμό η διανοητική του ικανότητα περιορίστηκε σε μέσου όρου. Λόγω της βαριάς εγκεφαλικής κάκωσης που υπέστη επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών και η μνήμη του, ενώ παρουσιάζει μειωμένη οργάνωση μακρών περίπλοκων γραπτών και προφορικών περιγραφών και μειωμένη διατήρηση μεγάλων και πολύπλοκων ακουστικών πληροφοριών. Λόγω της κατάστασής του δεν μπορεί να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο και δεν μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του ως ψυχολόγος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα επεσήμανε ότι η τυχόν πρόκληση από τον παραπονούμενο, δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την έκταση της επίθεσης. Υποστήριξε ότι το νεαρό της ηλικίας του εφεσίβλητου και η κατάσταση μέθης στην οποία βρισκόταν δεν δικαιολογούσαν την επιείκεια με την οποία αντιμετωπίστηκε.
Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι το κριτήριο ως προς την πρόκληση είναι υποκειμενικό και ότι η συμπεριφορά του παραπονούμενου, η οποία συνέβαλε στην επίθεση, δεν ήταν μια μικροπαρεξήγηση, αλλά μια σοβαρή πρόκληση που έφτανε τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης. Τόνισε ακόμα την έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσίβλητου, την άμεση παραδοχή του, αλλά και το γεγονός ότι η κατάσταση του παραπονούμενου αναμένεται ότι πιθανόν θα βελτιωθεί σε ενάμιση περίπου χρόνο.
Οι αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου στην ποινή που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι πολύ γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Ο προσδιορισμός του είδους της ποινής και το ύψος της αποτελούν πρωταρχικά ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Μια από αυτές είναι όταν η ποινή εμφανίζεται έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής, εφ' όσον κάτι τέτοιο προβάλλεται εξ αντικειμένου (Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362).
Ένα από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπ' όψιν είναι η σοβαρότητα που έχει προσδοθεί στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως αντανακλάται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται, που αποτελεί και τη βάση από την οποία το δικαστήριο ξεκινά για επιμέτρηση της ποινής (Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632. Βλέπε ακόμα Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527). Στην παρούσα περίπτωση ως ανώτατο όριο ποινής ορίζεται φυλάκιση 7 χρόνων.
Πολλή σημασία δόθηκε στην παρούσα υπόθεση στην πρόκληση από την πλευρά του παραπονούμενου. Η πρόκληση όπως είναι θεμελιωμένο, αποτελεί μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος. Η απώλεια του αυτοέλεγχου κάτω από το βάρος της πρόκλησης, προσδιορίστηκε ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή της ποινής (Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, 352).
Βρίσκουμε ότι στην παρούσα περίπτωση η πρόκληση δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την κτηνώδη αντίδραση του εφεσίβλητου, έστω κι' αν αυτός τελούσε υπό την επήρρεια οινοπνεύματος. Ούτε αν ο παραπονούμενος τον αποκάλεσε ομοφυλόφιλο, αλλά ούτε και αν είχε το παντελόνι του κατεβασμένο, δικαιολογούσε την πρόκληση τόσων βαριών κακώσεων. Ο εφεσίβλητος μπορούσε θαυμάσια να αποχωρήσει από τη σκηνή, χωρίς να ακουμπήσει καν τον παραπονούμενο. Είναι εντελώς αδιανόητο ότι, μετά την πτώση του παραπονούμενου στο έδαφος, συνέχισε να τον κλωτσά στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να επηρεάσει, τόσο τραγικά και τόσο δραστικά, ολόκληρή του τη ζωή. Θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της κατηγορούσας αρχής ότι μια τέτοια συμπεριφορά ξεπερνά τα όρια της αντίδρασης σε πρόκληση και συνιστά εκδικητική και απάνθρωπη επιβολή ενός ατόμου προς άλλο, με συμβολικές προεκτάσεις.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, αλλά κυρίως την έκταση των σωματικών βλαβών του παραπονούμενου και τις συνέπειες τους, αλλά και την ανάγκη για καταστολή τέτοιων επεισοδίων βίας, ιδιαίτερα σε μια περιοχή της Κύπρου, όπου τέτοια συμβάντα επαναλαμβάνονται με ανησυχητική συχνότητα μεταξύ νεαρών επισκεπτών, που τελούν συνήθως υπό την επήρρεια οινοπνεύματος, θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή είναι πράγματι τόσο επιεικής, που καθίσταται έκδηλα ανεπαρκής.
Κλωτσιές στο κεφάλι ανθρώπου που κείται αβοήθητος στο έδαφος, καθιστούν την επίθεση εξόχως σοβαρή. Θεωρούμε ότι η πράξη του εφεσίβλητου ήταν πράξη ωμής και αχρείαστης βίας. Η χρήση τέτοιας έκτασης βίας συνιστά απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 327, 332, επιεικής μεταχείριση του εφεσείοντα θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα.
Η έφεση επιτυγχάνει. Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και όλων των μετριαστικών περιστάσεων του εφεσίβλητου, όπως το νεαρό της ηλικίας του, την κατάσταση μέθης στην οποία τελούσε, το λευκό του ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή του, αποφασίσαμε ότι η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, θα πρέπει να παραμεριστεί και να αντικατασταθεί με φυλάκιση δύο χρόνων.
Η�έφεση επιτρέπεται. Η ποινή αυξάνεται ως ανωτέρω.