ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 533
30 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 197/05)
SURESH CHRISHANTHA,
Eφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 209/05)
USHANTHA KAMAL SAMARAWICHRAMA,
Eφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 197/2005, 209/2005)
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για περαιτέρω κράτηση κατηγορουμένων μέχρι τη δίκη τους από το Κακουργιοδικείο ― Έφεση εναντίον σχετικής διαταγής ― Κατηγορούμενοι υπέβαλαν καθυστερημένα, αίτηση για νομική αρωγή με αποτέλεσμα να ανατραπεί ο προγραμματισμός της υπόθεσης και να καταστεί, εκ των πραγμάτων, αναγκαία η αναβολή της δίκης και η παράταση κράτησής τους ― Ενδεχόμενο μη προσέλευσης των κατηγορουμένων στη δίκη ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου.
Στις 16.12.04, οι εφεσείοντες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας και για ληστεία διατάχθηκαν να παραμείνουν υπό κράτηση από το παραπέμπον Δικαστήριο μέχρι τη δίκη τους από το Κακουργιοδικείο στις 23.3.05. Ο πρώτος εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον της διαταγής για κράτηση του, η οποία απερρίφθη.
Στις 23.3.05 οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25,26,27 και 28.7.05. Διατάχθηκε εκ νέου η κράτηση τους και ο πρώτος εφεσείων άσκησε δεύτερη έφεση η οποία είχε την ίδια τύχη με την πρώτη. Δεν κατέστη δυνατή η έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης, όπως είχε προγραμματιστεί. Στις 3.6.05 οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για νομική αρωγή. Αυτή ορίστηκε για τις 25.8.05 και η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 6,7,8 και 9.12.05. Το Κακουργιοδικείο ενώ χαρακτήρισε ως μεγάλο το χρόνο που διέρρευσε και εκείνο μέχρι τη νέα ημερομηνία, διέταξε τους εφεσείοντες να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τότε. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση εναντίον της διαταγής κράτησής τους.
Ο πρώτος εφεσείων αναγνώρισε πως είχε ευθύνη για ανατροπή του προγραμματισμού που έγινε για την ακρόαση της υπόθεσης και την αναβολή, με το αργοπορημένο αίτημα του για νομική αρωγή. Υποστηρίζει όμως πως ενόψει της ευθύνης που έχει και το Πρωτοκολλητείο, που δεν όρισε νωρίτερα την αίτηση για νομική αρωγή, ώστε ενδεχομένως να μη χρειαζόταν αναβολή, η νέα διαταγή για κράτηση, ήταν λανθασμένη. Επικαλέσθηκε συναφώς την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Muller v. France, απόφαση της 17.3.97, Reports of Judgments and Decisions 1997-11 375. Ο πρώτος εφεσείων επιχειρεί να συζητήσει και το ζήτημα του κινδύνου της μη προσέλευσης του.
Ο δεύτερος εφεσείων εισηγήθηκε πως αν ετίθετο ζήτημα απόλυσης υπό όρους είχε και αυτός τη δυνατότητα να ανταποκριθεί.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρώτος εφεσείων καταχρηστικώς εγείρει το θέμα της μη προσέλευσης του αφού αυτό έχει ήδη κριθεί και τα δεδομένα δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Όπως ορθά έκρινε και το Κακουργιοδικείο.
2. Το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο ισορροπημένο και δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος που θα επέτρεπε την παρέμβαση του Εφετείου. Τα ζητήματα, δε , που απασχόλησαν στην Muller (ανωτέρω) που αφορούσε σε κράτηση πριν τη δίκη που διάρκεσε τέσσερα χρόνια, ήταν συναρτημένα προς δεδομένα τα οποία διακρίνοντο εντελώς από τα παρόντα.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 388,
Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1,
Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 306,
Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45.
Εφέσεις εναντίον Διαταγμάτων Κράτησης.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες οι οποίοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνομωσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας και για ληστεία εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε εκ νέου η κράτησή τους μέχρι την ημερομηνία της δίκης τους στις 6,7,8 και 9/12/05.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 197/05.
Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 209/05.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνομωσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας και για ληστεία. Κατά τις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας, πριν, κατά και αμέσως μετά το χρόνο της κλοπής των £11.059,45 περιουσία της ΣΠΕ Μιτσερού και ενός κινητού τηλεφώνου αξίας £500, χρησιμοποίησαν πραγματική βία εναντίον δύο υπαλλήλων.
Ο πρώτος εφεσείων κρατείται από τις 8.7.04, δηλαδή την ημέρα της κατ' ισχυρισμό διάπραξης της ληστείας και καταχωρήθηκε εναντίον του η ποινική υπόθεση 10967/04. Όταν στις 15.10.04 συνελήφθη και ο δεύτερος εφεσείων, χρειάστηκε να διακοπεί η διαδικασία εκείνης της υπόθεσης για να καταχωρηθεί νέα, η 25209/04, εναντίον και των δύο. Στις 16.12.04 παραπέμφθηκαν στο Κακουργιοδικείο που θα συνεδρίαζε στις 23.3.05 και διατάχθηκε η κράτησή τους στο μεταξύ. Ο πρώτος εφεσείων άσκησε έφεση με κύριο τον ισχυρισμό πως η σοβαρότητα των αδικημάτων και το γεγονός ότι ήταν αλλοδαπός δεν αποτελούσαν λόγους οι οποίοι αφ' εαυτών δικαιολογούσαν τον φόβο πως δεν θα εμφανιζόταν. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως είχε πράγματι καταδειχθεί σοβαρό ενδεχόμενο να μην εμφανιστεί και απέρριψε την έφεση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Π.:
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε μόνο υπόψη του τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος. Το Δικαστήριο έκανε αναφορά και στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, κατά τη διαδικασία της παραπομπής, για να αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να πιθανολογηθεί η καταδίκη του εφεσείοντα. Δικαιολογημένα δε η κρίση του επ' εαυτού του στοιχείου ήταν ορθή. Αναφέρεται συναφώς πως ο εφεσείων παραδέκτηκε τις κατηγορίες. Ανεξάρτητα όμως από τη δική του παραδοχή υπάρχει και πληθώρα ανεξάρτητου αποδεικτικού υλικού. Το μέγιστο της ποινής που προβλέπεται για το έγκλημα της ένοπλης ληστείας είναι φυλάκιση διά βίου. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δέκτηκε πως αναμένεται σοβαρή ποινή φυλάκισης, την οποία ο ίδιος μάλιστα καθόρισε στο ύψος περίπου των 5,6 ετών. Εμείς θα λέγαμε ότι στην περίπτωση καταδίκης είναι ενδεχόμενη η επιβολή πολυετούς φυλάκισης.
Ο εφεσείων είναι αλλοδαπός. Ήλθε από τη Σρι Λάνκα ως φοιτητής, αλλά παρακολούθησε μαθήματα μόνο για λίγους μήνες. Η διαμονή του στην Κύπρο κατέστη προφανώς παράνομη. Υπέβαλε όμως αίτηση ασύλου και αναμένεται η απόφαση των διοικητικών αρχών.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε όλα τα πιο πάνω στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ο εφεσείων να εγκαταλείψει την Κύπρο, για να μην εμφανιστεί στη δίκη του, στην οποία πιθανώς να αντιμετωπίσει μια πολύ σοβαρή ποινή πολυετούς φυλάκισης. Η έφεση, επομένως, απορρίπτεται."
Στις 23.3.05 οι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν, αρνήθηκαν ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25, 26, 27 και 28.7.05. Διατάχθηκε εκ νέου η κράτηση τους και ο πρώτος εφεσείων άσκησε δεύτερη έφεση. Επανέφερε την ίδια εισήγηση πως η απόλυσή του με κατάλληλους όρους θα διασφάλιζε την παρουσία του, προσθέτοντας και επιχειρήματα αναφορικά με την καθόλου δυνατότητα κράτησης εκκρεμούσας της δίκης, με αναφορά και σε Νομολογία, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε και τη δεύτερη έφεση. Όπως έκρινε "το Κακουργιοδικείο είχε διακριτική ευχέρεια στο θέμα την οποία άσκησε ορθά μέσα στα πλαίσια του Νόμου".
Δεν κατέστη δυνατή η έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης στις 25.8.05, όπως είχε προγραμματιστεί. Οι εφεσείοντες, ενώ μέχρι και την 23.3.05 εκπροσωπούνταν από δικηγόρο που διόρισαν οι ίδιοι, στις 3.6.05 υπέβαλαν αίτηση για νομική αρωγή. Αυτή ορίστηκε για τις 25.8.05 και, πλέον, αφού η διαδικασία και τα προαπαιτούμενα ως προς αυτή προϋπέθεταν χρόνο, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 6, 7, 8 και 9.12.05. Διατάχθηκε και αυτή τη φορά η κράτηση των εφεσειόντων και αυτοί άσκησαν την παρούσα.
Ο δεύτερος εφεσείων δεν προώθησε οτιδήποτε επί της ουσίας. Ήταν χωρίς ένσταση από τον ίδιο που εκδόθηκε η απόφαση για την κράτησή του, όπως άλλωστε και οι προηγηθείσες, και δεν είχε επιχείρημα να αντιτάξει. Περιορίστηκε στη διευκρίνιση πως αν ετίθετο ζήτημα απόλυσης υπό όρους, είχε πλέον και αυτός τη δυνατότητα να ανταποκριθεί σε όρο για την κατάθεση χρηματικού ποσού ύψους £5.000 που θα φρόντιζε να του εμβαστεί από τη χώρα του.
Ο πρώτος εφεσείων επιχειρεί να συζητήσει και τώρα το ζήτημα του κινδύνου της μη προσέλευσής του. Καταχρηστικώς θα λέγαμε αφού αυτό έχει ήδη κριθεί και τα δεδομένα δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Όπως ορθά έκρινε και το Κακουργιοδικείο. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Μιχάλης Ανδρέα Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 388, Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 306 στις οποίες επεξηγείται και ο παράγων του χρόνου, στον οποίο αφορά το δεύτερο από τα επιχειρήματα του πρώτου εφεσείοντα, ακριβώς με αναφορά στην Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 στην οποία παρέπεμψε και το Κακουργιοδικείο.
Το Κακουργιοδικείο στάθηκε ειδικά στο ζήτημα του χρόνου που διέρρευσε και εκείνου μέχρι τη νέα ημερομηνία και ενώ το χαρακτήρισε ως μεγάλο, δεν ήταν διατεθειμένο να αφήσει ελεύθερους τους εφεσείοντες. Παραθέτουμε το σκεπτικό:
"Θα πρέπει, βέβαια, να τονίσουμε πως η αναβολή της ακρόασης κατέστη επιβεβλημένη μετά από την υποβολή των αιτημάτων για νομική αρωγή εκ μέρους των δύο κατηγορούμενων. Επί του προκειμένου παρατηρούμε ότι ναι μεν το Πρωτοκολλητείο επέδειξε κάποια ολιγωρία στον προγραμματισμό της αίτησης ορίζοντας την για ακρόαση την ίδια ημέρα που ήταν ορισμένη για ακρόαση η υπόθεση, το αίτημα όμως υποβλήθηκε από τους κατηγορούμενους με πολύ μεγάλη καθυστέρηση.
Όπως έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία η διάρκεια του χρόνου κράτησης θα πρέπει πάντα να σταθμίζεται με βάση την πρόβλεψη του ενδεχόμενου που προορίζεται να αποτρέψει (Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 και Salib v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49).
Εξετάσαμε τον χρόνο κράτησης με βάση την πρόβλεψη για το ενδεχόμενο μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη. Αφού λάβαμε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί από το Δικαστήριο μας, αποφασίσαμε να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της κράτησης του κατηγορούμενου, παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί να παραμείνει ο κατηγορούμενος υπό κράτηση. Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός. Όπως υποδείχθηκε και από το Εφετείο στην Chrishantha ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 93 (ανωτέρω), παρόλο που ήρθε στην Κύπρο ως φοιτητής δεν παρακολουθούσε κανονικά τα μαθήματα του και αφού η διαμονή του κατέστη προφανώς παράνομη (λόγω της διακοπής της φοίτησής του) υπέβαλε αίτηση ασύλου."
Ο πρώτος εφεσείων αναγνώρισε ενώπιον μας πως είχε ευθύνη για την ανατροπή του προγραμματισμού που έγινε για την ακρόαση της υπόθεσης και την αναβολή, με το αργοπορημένο αίτημά του για νομική αρωγή. Υποστηρίζει όμως πως ενόψει της συντρέχουσας, όπως τη χαρακτήρισε, ευθύνης του Πρωτοκολλητείου, που θα μπορούσε να όριζε την αίτηση για νομική αρωγή νωρίτερα, ώστε ενδεχομένως να μην χρειαζόταν αναβολή, ήταν λανθασμένη η νέα διαταγή για κράτηση. Επικαλέστηκε συναφώς την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Muller v. France, απόφαση της 17.3.97, Reports of Judgments and Decisions 1997 - II 375, σε σχέση με το Άρθρο 5(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62.
Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις σκέψεις. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε κατά τρόπο ισορροπημένο και δεν διακρίνουμε λόγο που θα επέτρεπε παρέμβασή μας. Τα ζητήματα, δε, που απασχόλησαν στην Μuller (ανωτέρω) που αφορούσε σε κράτηση πριν τη δίκη που διάρκεσε τέσσερα χρόνια, ήταν συναρτημένα προς δεδομένα εντελώς διακρινόμενα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.