ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 231
11 Απριλίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΠΑΡΧΟΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΚΩΣΤΑ ΗΛΙΑΔΗ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΗΛΙΑΔΗ,
3. ΗΡΟΔΟΤΟΥ Γ. ΗΡΟΔΟΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7796)
Οδοί και Οικοδομές ― Διάταγμα κατεδάφισης οικοδομής ― Παρακοή διατάγματος κατεδάφισης οικοδομής ― Αθώωση κατηγορουμένων σε σχετική κατηγορία ― Ανατράπηκε κατ' έφεση.
Οδοί και Οικοδομές ― Πιστοποιητικό έγκρισης ― Η ύπαρξή του συναρτάται πάντα με την κατοχή ή χρήση των υποστατικών και όχι με την ανέγερσή τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τους εφεσίβλητους στην Ποινική Υπόθεση 8462/02 στην κατηγορία για παρακοή και/ή παράλειψη συμμόρφωσης προς υφιστάμενο διάταγμα κατεδάφισης εναντίον τους, παράνομων υποστατικών στη Χλώρακα της Επαρχίας Πάφου, τα οποία κατείχαν και/ή χρησιμοποιούσαν χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:
α) δεν διαφαίνονταν «ξεκάθαρα» εναντίον ποιου από τους τρεις κατηγορούμενους είχε εκδοθεί το διάταγμα και
β) υπήρχε ασάφεια ως προς τα οικοδομήματα, τα οποία έπρεπε να κατεδαφιστούν.
Με την έφεσή του ο Έπαρχος Πάφου αμφισβητεί και τα δύο πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι υπήρχε λάθος στο συνταχθέν διάταγμα κατεδάφισης με την αναφορά σε υποστατικά που «ανηγέρθηκαν από τους κατηγορούμενους χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή» αντί σε υποστατικά τα οποία αυτοί κατείχαν και χρησιμοποιούσαν, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Το διάταγμα κατεδάφισης απευθυνόταν και στους τρεις κατηγορούμενους-εφεσίβλητους αφού δεν γινόταν κανένας διαχωρισμός ή εξαίρεση ως προς το σε ποιο απευθυνόταν.
2. Οι εφεσίβλητοι γνώριζαν καλώς ποια ήταν τα υποστατικά για τα οποία δεν υπήρχε πιστοποιητικό και εξάλλου όλα τα υποστατικά που βρίσκονταν στο επίδικο τεμάχιο ήταν παράνομα, αφού δεν είχε εκδοθεί γι' αυτά πιστοποιητικό εγκρίσεως.
Η έφεση επιτράπηκε. Οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι για παρακοή διατάγματος.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τον εφεσείοντα, Έπαρχο Πάφου, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 8462/02) ημερ. 3/8/04, με την οποία οι εφεσίβλητοι οι οποίοι, κατόπιν παραδοχής, βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορία παράνομης κατοχής και χρήσης χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης οικοδομής στη Χλώρακα Πάφου, κατά παράβαση των Άρθρων 10(1)(2) και 20(1)(2)(3) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 και Κεφ. 154 Άρθρο 20 και καταδικάστηκαν έκαστος σε £70 πρόστιμο και σε κατεδάφιση των παράνομων υποστατικών, αθωώθηκαν στην κατηγορία της παρακοής και/ή παράλειψης συμμόρφωσης προς το αναφερθέν διάταγμα κατεδάφισης, επειδή κρίθηκε ότι, α) δεν διαφαινόταν "ξεκάθαρα" εναντίον ποιου από τους τρεις κατηγορούμενους είχε εκδοθεί το διάταγμα και β) υπήρχε ασάφεια ως προς τα οικοδομήματα, τα οποία έπρεπε να κατεδαφιστούν.
Α. Εύζωνας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Βασιλειάδης, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Χ. Φωτίου, για τον Εφεσίβλητο 3.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου Αρ. 10012/99, οι τρεις εφεσίβλητοι, μετά από παραδοχή τους, βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορία παράνομης κατοχής και χρήσης χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης οικοδομών που ανεγέρθηκαν στο τεμάχιο 632, στη Χλώρακα της Επαρχίας Πάφου. Το Δικαστήριο καταδίκασε κάθε ένα εφεσίβλητο-κατηγορούμενο σε £70 πρόστιμο και εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών.
Παραθέτουμε τη σχετική κατηγορία από το κατηγορητήριο:
«ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κατοχή και/ή χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης κατά παράβαση των άρθρων 10 (1) (2) και 20 (1) (2) (3) του περί ρυθμίσεως οδών και οικοδομών νόμου Κεφ. 96 και Κεφ. 154 άρθρο 20.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Οι κατηγορούμενοι Νο.1, Νο.2 και Νο.3 στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία παράνομα κατέχουν και/ή χρησιμοποιούν οικοδομές που ανεγέρθηκαν εντός του τεμ. 632 του Φ/Σχ. 45/57 & 58 χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή.»
Στις 14.10.02 καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση 8462/02 εναντίον των πιο πάνω για παρακοή και/ή παράλειψη συμμόρφωσης προς το αναφερθέν διάταγμα κατεδάφισης.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, όπως αυτό τροποποιήθηκε, οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να κατεδαφίσουν όλα τα οικοδομήματα που βρίσκονταν στο τεμάχιο 632, τα οποία απαριθμούνται λεπτομερώς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τους εφεσίβλητους κρίνοντας ότι α) δεν διαφαινόταν «ξεκάθαρα» εναντίον ποιου από τους τρεις κατηγορούμενους είχε εκδοθεί το διάταγμα και β) υπήρχε ασάφεια ως προς τα οικοδομήματα, τα οποία έπρεπε να κατεδαφιστούν.
Με την έφεσή του ο Έπαρχος Πάφου αμφισβητεί και τα δύο πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου.
Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην οποία εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κατεδάφισης:
«Λαμβάνω υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο των κατηγορουμένων και με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, επιβάλλεται στον κάθε κατηγορούμενο στην τρίτη κατηγορία ποινή προστίμου £70. Εκδίδεται διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών όπως αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της τρίτης κατηγορίας, με αναστολή της εκτέλεσης του για περίοδο 2 μηνών από σήμερα, εκτός αν στο μεταξύ εκδοθεί Πιστοποιητικό Τελικής Έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή.»
Επισημαίνουμε πως στο συνταχθέν διάταγμα του Δικαστηρίου αναφέρεται ότι τα υποστατικά «ανηγέρθηκαν από τους κατηγορούμενους χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή». Είναι πρόδηλο πως πρόκειται περί λάθους που δεν συνάδει με τη διαταγή του Δικαστηρίου που φαίνεται στην απόφασή του, όπως αυτή παρατέθηκε πιο πάνω. Προφανώς, αντί να αναφέρεται ότι τα υποστατικά «ανηγέρθηκαν», θα έπρεπε, όπως ήταν και η απόφαση, να γίνεται αναφορά σε κατοχή και χρήση των υποστατικών και όχι ανέγερση τους. Εξάλλου, το πρόδηλο του λάθους προκύπτει και από το γεγονός ότι η ύπαρξη πιστοποιητικού έγκρισης συναρτάται πάντα με την κατοχή ή χρήση των υποστατικών και όχι με την ανέγερσή τους.
Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι σαφές, κατά την άποψη μας, από το λεκτικό της απόφασης που παραθέσαμε, πως το διάταγμα απευθυνόταν και στους τρεις κατηγορούμενους. Το Δικαστήριο, αφού ανέφερε ότι «επιβάλλεται στον κάθε κατηγορούμενο στην τρίτη κατηγορία ποινή προστίμου £70», συνέχισε αναφέροντας ότι «εκδίδεται διάταγμα κατεδάφισης . . .». Το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα πιο πάνω, είναι πως το διάταγμα απευθυνόταν και στους τρεις κατηγορούμενους-εφεσίβλητους, όπως και το πρόστιμο, αφού δεν γινόταν κανένας διαχωρισμός ή εξαίρεση ως προς το σε ποιο απευθυνόταν το διάταγμα.
Όσον αφορά το δεύτερο συμπέρασμα του Δικαστηρίου, που αμφισβητείται με την έφεση, δηλαδή το ότι το διάταγμα ήταν ασαφές γιατί δεν γινόταν λεπτομερής αναφορά, απαρίθμηση και συγκεκριμενοποίηση των οικοδομημάτων που θα έπρεπε να κατεδαφιστούν, θεωρούμε πως τούτο δεν ήταν αναγκαίο. Οι εφεσίβλητοι γνώριζαν καλώς ποια ήταν τα υποστατικά για τα οποία δεν υπήρχε πιστοποιητικό και εξάλλου, όπως έχει δηλωθεί, όλα τα υποστατικά που βρίσκονταν στο πιο πάνω τεμάχιο ήταν παράνομα, αφού δεν είχε εκδοθεί γι' αυτά πιστοποιητικό εγκρίσεως.
Αφού θεωρούμε πως το διάταγμα ήταν σαφές, δεν προκύπτει θέμα εξέτασης του κατά πόσο αυτό ορθά εκδόθηκε εναντίον και των τριών εφεσιβλήτων, και ιδιαίτερα του τρίτου, αφού η έκδοση του διατάγματος δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι για παρακοή διατάγματος, όπως το κατηγορητήριο.
Η�έφεση επιτυγχάνει. Οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι για παρακοή διατάγματος.