ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2005) 2 ΑΑΔ 57

7 Φεβρουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

CYBER GROUP LTD,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7730)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο ο περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμος, Ν. 168(Ι)/2002, αντίκειται προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικός.

Χρηματιστήριο ― Αθώωση εταιρείας έκδοσης μετοχών σε κατηγορία παράνομης κατακράτησης χρημάτων αγοραστή μετοχών οι οποίες αγοράσθηκαν με τον όρο εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο, αλλά αυτό δεν έγινε, κατά παράβαση του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου, Ν. 168(Ι)/2002 ― Ο Νόμος 168(Ι)/ 2002 δεν έδιδε δικαίωμα στον αγοραστή να καταχωρήσει ποινική υπόθεση εναντίον της εταιρείας.

Λέξεις και Φράσεις ― "Επιστρέφει" στον περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμο, Ν. 168(Ι)/2002 ― Στερείται πραγματικής νομικής υπόστασης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αθώωσε την εφεσίβλητη εταιρεία σε κατηγορία παράνομης κατακράτησης χρημάτων του εφεσείοντος, £1.400, αρνούμενη να του τα επιστρέψει, κατά παράβαση του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου, Ν. 168(Ι)/2002.  Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τις εισηγήσεις των δικηγόρων της εφεσίβλητης αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα του Νόμου.  Έκρινε πως εφαρμοζόταν η αρχή της αδυναμίας συμμόρφωσης από την εφεσίβλητη με την ποινική επιταγή που επιβάλλει ο Νόμος, βάσει του οποίου κατηγορείτο, και συνεπώς την απάλλαξε.

Ο εφεσείων, με την άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, εφεσίβαλε την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο επίδικος Νόμος αποτελεί μια προσπάθεια της Βουλής των Αντιπροσώπων να θεραπεύσει μερικώς την τεράστια οικονομική κρίση που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε όμως ότι έχει υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσο ο Νόμος είναι ή όχι συνταγματικός.

Ενόψει της σοβαρότητας των ζητημάτων που εγείρονται από την ερμηνεία και την γενική εφαρμογή του Νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε και τους λόγους που επικαλούνται οι δικηγόροι της εφεσίβλητης σύμφωνα με τους οποίους ολόκληρος ο επίμαχος νόμος είναι αντισυνταγματικός. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με όλα τα άρθρα του Συντάγματος, που έγινε εισήγηση ότι παραβιάζονται, και που είναι τα Άρθρα 23, 25, 26, 28 και 12(4) αυτού, επειδή έκρινε ότι παραβίαση οποιουδήποτε θα οδηγήσει στην εκθεμελίωση της κατηγορίας, που βασίζεται στο Άρθρο 3 του Νόμου.  Συζήτησε την υπόθεση με αναφορά στο Άρθρο 23 μονο.

Οι διατάξεις του Νόμου και τα συμφωνηθέντα γεγονότα της υπόθεσης οδηγούν στην ακόλουθη κατεύθυνση:

Αγοραστής που αγόρασε μετοχές από εκδότη με τον όρο πως ο τελευταίος θα τις εισήγαγε στο Χρηματιστήριο, και τούτο δεν έγινε, τότε, εφόσον ακολουθηθεί η διαδικασία του Άρθρου 3(1) του Νόμου δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων ή το αντάλλαγμα που έδωσε για την αγορά των μετοχών.  Αν ο εκδότης δεν επιστρέψει στον αγοραστή τα χρήματα ή το αντάλλαγμα που έδωσε, τότε διαπράττει το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο Άρθρο 5 του Νόμου, και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £50.000.

Αποφασίστηκε ότι:

Το ποσό ή το αντάλλαγμα που καταβάλλεται από αγοραστή μετοχών στον εκδότη, ο οποίος και εκδίδει και παραδίδει σ' αυτόν τις μετοχές, περιέρχονται στην απόλυτη κυριότητα του εκδότη, όπως και οι μετοχές στον αγοραστή. Η χρήση από το Νόμο του όρου «επιστρέφει» είναι χωρίς πραγματική νομική υπόσταση.  Αυτό που ουσιαστικά προβλέπει ο Νόμος είναι ο εξαναγκασμός του εκδότη, με την πιθανότητα δίωξης και καταδίκης του, να παραδώσει στον αγοραστή, και εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη των μετοχών, μέρος της περιουσίας του.  Αυτό καταργεί εξ ολοκλήρου το θεμελιώδες δικαίωμα που διασφαλίζεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε

διαταγή για έξοδα ενόψει του πρωτοτύπου των συζητηθέντων θεμάτων και της καλόπιστης καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 45,

Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,

Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από τον κατήγορο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 26929/02) ημερ. 7/6/04, με την οποία η εφεσίβλητη εταιρεία η οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, παράνομα κατακράτησε χρήματα του εφεσείοντα £1.400, αρνούμενη να του τα επιστρέψει, κατά παράβαση του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου, Ν.168(Ι)/2002, τα οποία εισέπραξε από τον κατήγορο, ως αντάλλαγμα γα την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων οι οποίοι τελικά δεν εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Χρ. Μίτσιγκας, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Παύλου με Γ. Παπαϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων είναι ο κατήγορος σε ποινική υπόθεση που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η εφεσίβλητη παράνομα κατακράτησε χρήματα του εφεσείοντα, £1.400, αρνούμενη να του τα επιστρέψει, κατά παράβαση του άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου, Ν.168(Ι)/2002.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε την εφεσίβλητη και ο εφεσείων, με την άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, εφεσίβαλε την απόφαση αυτή. 

Στην πρωτόδικη διαδικασία εκ συμφώνου και με την έγκριση του Δικαστηρίου, κατατέθηκαν τέσσερα τεκμήρια (έγγραφα), στα οποία περιείχοντο όλα τα πραγματικά και παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, που κατέγραψε με σαφήνεια ο πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση του.  Eίναι τα εξής:

«Η κατηγορούμενη εταιρεία είναι εγγεγραμμένη, σύμφωνα με το Κεφ. 113, περιορισμένης ευθύνης δια μετόχων και ενεγράφη στον Έφορο Εταιρειών στις 14.3.91.

Η κατηγορούμενη εταιρεία υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή όλων των τίτλων της στο ΧΑΚ στις 15.6.00.  Τον Ιούλιο του 2001 η κατηγορούμενη εταιρεία απέσυρε την εν λόγω αίτηση της και μέχρι την 9.8.02 κανένας τίτλος της δεν εισήχθηκε στο ΧΑΚ.

Ο κ. Χαράλαμπος Μακρίδης την 10.6.00, κατόπιν παραστάσεων της κατηγορουμένης εταιρείας ότι είχε υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή όλων των τίτλων της στο ΧΑΚ, κατέβαλε σ΄αυτήν το ποσό των ΛΚ1.400 για αγορά τίτλων της προς ΛΚ0,70 ανά μετοχή.

Στις 27.9.00 η κατηγορούμενη εταιρεία εξέδωσε στο όνομα του κ. Χαράλαμπου Μακρίδη 2.000 μετοχές της.  Σχετικό με την έκδοση τέτοιου αριθμού συνήθων μετοχών είναι το Τεκμήριο 3.

Ο κ. Χαράλαμπος Μακρίδης με επιστολή, ημερομηνίας 29.8.02, που απηύθυνε ο δικηγόρος του κ. Χρίστος Μίτσιγκας στην κατηγορούμενη εταιρεία (Τεκμήριο 2) ζήτησε απ' αυτήν όπως του επιστρέψει το ποσό που της κατέβαλε για αγορά μετοχών της με τόκο 7% από 30.9.00.

Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε προσωπικά στον κ. Γιάννη Λαούρη και κ. Στέφανο Σιακαλλή στις 29.8.02 και 24.9.02 αντίστοιχα. 

Οι κ.κ. Γιάννης Λαούρης και Στέφανος Σιακαλλής είναι διοικητικοί σύμβουλοι της κατηγορούμενης εταιρείας από τις 18.12.01.

Η κατηγορούμενη εταιρεία μέχρι σήμερα δεν επέστρεψε στον κ. Χαράλαμπο Μακρίδη το ποσό των ΛΚ1.400, και τον τόκο 7% από τις 30.9.00.

Ο κ. Χαράλαμπος Μακρίδης μέχρι σήμερα είναι κάτοχος των εν λόγω μετοχών και είναι έτοιμος να τις επιστρέψει και να τις μεταβιβάσει επ' ονόματι της κατηγορούμενης εταιρείας εφόσον του καταβάλει το ποσό που αναφέρεται πιο πάνω.

Ο κ. Χαράλαμπος Μακρίδης δεν εμπίπτει στα πρόσωπα που δεν δικαιούνται την επιστροφή χρημάτων από την κατηγορούμενη εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Νόμου 168(Ι)/2002.

Η κατηγορούμενη εταιρεία εισέπραξε χρήματα από το κοινό με τη μέθοδο της ιδιωτικής τοποθέτησης μεταξύ Γενάρη και Σεπτέμβρη 2000.

Όλο το ποσό που εισπράχθηκε μετατράπηκε σε κεφάλαιο της εταιρείας το Σεπτέμβρη 2000 όταν εκδόθηκαν από την εταιρεία οι τίτλοι που αποστάληκαν στο κοινό που είχε υποβάλει τις σχετικές αιτήσεις.

Ολόκληρο το κεφάλαιο της εταιρείας χρησιμοποιήθηκε για εξαγορά εταιρειών, αγορές κτιρίων και για τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας όπως αναφερόταν και στο ενημερωτικό δελτίο της εταιρείας.»

Η υπεράσπιση που πρόβαλε η εφεσίβλητη ήταν πολύπτυχη.  Μεταξύ των πολλών νομικών σημείων που προβλήθηκαν στην υπεράσπιση, πιο σοβαρή ήταν η εισήγηση για αντισυνταγματικότητα του Νόμου, στον οποίο στηρίζεται η κατηγορία.  Προς τούτο έγινε ειδική αναφορά στα άρθρα 23, 25, 26, 28 και 12(4) του Συντάγματος, οι πρόνοιες των οποίων, κατά την εισήγηση των δικηγόρων της εφεσίβλητης, παραβιάζονται έκδηλα στον επίδικο Νόμο. Μια άλλη υπεράσπιση, που προωθήθηκε πρωτοδίκως ήταν πως, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα η εφεσίβλητη ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Νόμου, ώστε να αποφύγει τον κολασμό.  Η υπεράσπιση αυτή, γνωστή ως impossibility (Lex non cogit ad impossibilia) συζητιέται στο σύγγραμμα Criminal Law - The General Part, 2nd ed. του Glanville Williams σελ.746-748.  Συνοπτικά, κατά το συγγραφέα,  αναγνωρίζεται ως γενική αρχή της ποινικής δικαιοσύνης πως, όπου ο νόμος επιβάλλει υποχρεωτικά κάποια πράξη η μη συμμόρφωση με αυτή δικαιολογείται όπου τέτοια συμμόρφωση είναι φυσικώς αδύνατη. Από τον συγγραφέα υιοθετείται η ίδια αρχή αναφορικά με αδικήματα παράλειψης.  Εκφράζεται η θέση πως, αδυναμία στη μη εκτέλεση θετικής υποχρέωσης δικαιολογείται όπου είναι εξ αντικειμένου και εκ των πραγμάτων φυσικά αδύνατο να εκτελεστεί η υποχρέωση, η δε αδυναμία δεν δημιουργήθηκε από τον κατηγορούμενο. (Text book on Criminal Law 2η έκδοση 1983 σελ.618-619).  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τις εισηγήσεις των δικηγόρων της εφεσίβλητης αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα του Νόμου. Ακολούθησε προς τούτο την ευθυγραμμισμένη νομολογία μας πως η κρίση του Δικαστηρίου πάνω σε ζητήματα συνταγματικότητας νόμου εκφράζεται μόνο όταν αυτή είναι αναγκαία και απαραίτητη για την επίλυση της υπό εκδίκαση υπόθεσης βλέπε μεταξύ άλλων: (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αχιλλέα Η. Δημητρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 45).  Έκρινε πως εφαρμοζόταν η αρχή της αδυναμίας συμμόρφωσης από την εφεσίβλητη με την ποινική επιταγή που επιβάλλει ο Νόμος, βάσει του οποίου κατηγορείτο, και συνεπώς την απάλλαξε. Τα αναντίλεκτα γεγονότα όπως είπαμε πιο πάνω ήσαν παραδεκτά, σύμφωνα δε με τη σκέψη του πρωτόδικου δικαστή οδηγούσαν στην αθώωση της εφεσίβλητης. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή ακολουθεί: 

«Έχοντας αναλύσει τα ως άνω και στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση είναι άξιο σημείωσης ότι αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι όλο το ποσό που εισπράχθηκε από την κατηγορούμενη μετατράπηκε σε κεφάλαιο της εταιρείας το Σεπτέμβρη 2000 όταν εκδόθηκαν από την εταιρεία οι τίτλοι που αποστάληκαν στο κοινό που είχε υποβάλει τις σχετικές αιτήσεις. Ολόκληρο το κεφάλαιο της εταιρείας χρησιμοποιήθηκε για εξαγορά εταιρειών, αγορές κτιρίων και για τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας όπως αναφερόταν και στο ενημερωτικό δελτίο της εταιρείας.  Η εταιρεία αντιμετώπισε σοβαρά διοικητικά και οικονομικά προβλήματα που οδήγησαν κατά τη διάρκεια του 2001 στην αδρανοποίηση της και την σταδιακή αναστολή όλων των εργασιών της.  Κατά ή γύρω στον Ιούλιο 2002 και μέχρι σήμερα η οικονομική κατάσταση της εταιρείας δεν είναι καλή.  Όλα τα κτίρια στα οποία έχει ενδιαφέρον είναι υποθηκευμένα σε πιστωτικά ιδρύματα και οργανισμούς για το υπόλοιπο του τιμήματος τους.  Η εταιρεία διεκδικεί στα δικαστήρια με αγωγές αποζημιώσεις εναντίον διαφόρων εταιρειών και φυσικών προσώπων οι οποίες δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί.  Οι πιστωτές της εταιρείας ανέρχονται σε πέρα από ΛΚ400.000 και δεν έχει στα ταμεία της οποιοδήποτε ποσό για να πληρώσει τις οφειλές της».

Στην έφεση μας απασχόλησαν τα ίδια ζητήματα που ηγέρθησαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η συζήτηση όμως ενώπιον μας ήταν πιο ενδελεχής, ενόψει  και των παρεμβάσεων μας, με σκοπό να βοηθηθεί η έκφραση της κρίσης μας πάνω σε ένα νομοθέτημα, που έκδηλα δημιουργεί ένα ποινικό αδίκημα με ιδιότυπο τρόπο και πρωτόγνωρο περιεχόμενο. Οι δικηγόροι μας παρουσίασαν, πρέπει να πούμε, μια εμπεριστατωμένη εργασία.  Έχουμε ενώπιον μας τα διαγράμματα.  Τους ακούσαμε όμως να αναλύουν τις θέσεις τους εξαντλητικά.

Ο σκοπός του επίδικου Νόμου αναφέρεται στο προοίμιο του, το οποίο θεωρούμε χρήσιμο να μεταφέρουμε αυτούσιο.  

«ΕΠΕΙΔΗ οι τίτλοι μεγάλου αριθμού εταιρειών που εισέπραξαν χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων και με την προοπτική ή με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, δεν εισήχθησαν σε αυτό παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είναι άγνωστο αν και πότε θα γίνει η εισαγωγή των τίτλων των εν λόγω εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, παρόλο ότι παρήλθε ήδη κάθε εύλογο χρονικό διάστημα αναμονής.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι εν λόγω εταιρείες εισέπραξαν και κατακρατούν μεγάλα χρηματικά ποσά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, συνεπεία τούτου, δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην οικονομία.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι αγοραστές των τίτλων αυτών στερήθηκαν της ευχέρειας ελεύθερης διαπραγμάτευσης των τίτλων αυτών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, ως ήταν ο σκοπός της απόκτησης των τίτλων, και κατά συνέπεια, περιορίστηκε η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εν λόγω ιδιοκτητών τίτλων.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ τα ποσά αυτά πρέπει να επιστραφούν στους επενδυτές, ώστε να καταστεί δυνατό να επενδυθούν εκ νέου και με ελεύθερη δική τους επιλογή σε άλλη εταιρεία ή άλλως πως να διατεθούν προς όφελος της οικονομίας.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η παράταση της κατακράτησης των εν λόγω ποσών αποβαίνει σε βάρος της οικονομίας και του δημόσιου συμφέροντος.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ υπάρχει κίνδυνος για την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, κατά τρόπο που η ψήφιση της παρούσας νομοθεσίας να αποτελεί επιτακτική κοινωνική ανάγκη.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ υπό το φως των ανωτέρω, η επιστροφή των εν λόγω χρημάτων κρίνεται αναγκαία για λόγους δημόσιου συμφέροντος.»

Μπορεί να πούμε, και ως εδώ μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η δικαστική μας γνώση, πως ο επίδικος Νόμος αποτελεί μια προσπάθεια της Βουλής των Αντιπροσώπων να θεραπεύσει  μερικώς την τεράστια κρίση που δημιουργήθηκε στην οικονομία του τόπου μας, αμέσως μετά τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.  Η υποχρέωση όμως του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύσει και εφαρμόσει το Νόμο, εξετάζοντας αν οι πρόνοιες του προσκρούουν με συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος, οπόταν και θα κηρυχθούν αντισυνταγματικές.  Στη συζήτηση αναπόφευκτα θα υπεισέλθουν και θέματα γενικής αντίληψης των αρχών του δικαίου.

Ενόψει της σοβαρότητας των ζητημάτων, που εγείρονται από την ερμηνεία και γενική εφαρμογή του Νόμου, εμείς θα εξετάσουμε και τους λόγους που επικαλούνται οι δικηγόροι της εφεσίβλητης σύμφωνα με τους οποίους ολόκληρος ο επίμαχος νόμος είναι αντισυνταγματικός.  Αν περιοριστούμε στην αιτιολογική σκέψη του πρωτόδικου δικαστή, που οδήγησε στην αθώωση της εφεσίβλητης για το μοναδικό λόγο που εξηγήσαμε πιο πάνω, νομίζουμε πως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας απέφυγε αδικαιολόγητα να εκφράσει την άποψη του πάνω στο πιο σοβαρό πράγματι ζήτημα που εγείρεται στην υπόθεση, δηλαδή τη συνταγματικότητα του Νόμου, έχοντας μάλιστα πάντοτε κατά νου ότι ο Νόμος αυτός δημιουργεί ποινικό αδίκημα, η διάπραξη του οποίου οδηγεί σε ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £50.000.

Μας προβλημάτισε η υπόθεση πολύ σοβαρά, ενόψει του σκοπού του επίμαχου Νόμου, όπως αυτός διατυπώνεται στο προοίμιο του.  Ο νομοθέτης, όπως είναι φανερό από το ίδιο το κείμενο του, επιδιώκει να αποκαταστήσει, κατά το δυνατό και σε κάποιο βαθμό, μια τάξη επενδυτών που υπέστησαν σοβαρή οικονομική ζημιά, όταν άρχισε η λειτουργία του χρηματιστηρίου.  Προς τούτο, ο νομοθέτης δημιούργησε το ποινικό αδίκημα, όπως αυτό καθορίζεται στο Νόμο, και που είναι το αντικείμενο κρίσης στην παρούσα έφεση.  Χρέος του Δικαστηρίου είναι να επιλύσει τα επίδικα ζητήματα που εγείρονται στην έφεση βάσει των καθιερωμένων αρχών του δικαίου, και ειδικότερα, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, να κριθεί αν ο επίδικος Νόμος προσκρούει σε διατάξεις συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, όπως οι δικηγόροι της εφεσίβλητης εισηγούνται.  Δεν θα ασχοληθούμε με όλα τα άρθρα του Συντάγματος, που έγινε εισήγηση πως παραβιάζονται, γιατί παραβίαση οποιουδήποτε θα οδηγήσει στην εκθεμελίωση της κατηγορίας,  που βασίζεται στο άρθρο 3 του Νόμου.  Θα συζητήσουμε την υπόθεση με αναφορά στο άρθρο 23 μόνο. Το ουσιαστικό μέρος του άρθρου προβλέπει τα εξής:

«23.1 Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ΄άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.

Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, ορυχείων και μεταλλείων και αρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.

23.2 Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή, ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.»

Ακολουθούν οι γνωστές διατάξεις που απαριθμούν τους λόγους για τους οποίους το δικαίωμα μπορεί να υποβληθεί σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς και η διαδικασία απαλλοτρίωσης ιδιοκτησίας από την Κυπριακή Δημοκρατία και των άλλων αρχών ή οργανώσεων που απαριθμούνται στην παραγρ. 4 του Άρθρου 23.

Οι διατάξεις του υπό συζήτηση Νόμου ομιλούν καθαρά από μόνες τους.  Αυτές, και τα συμφωνηθέντα γεγονότα στην υπόθεση οδηγούν στην ίδια κατεύθυνση.  Αγοραστής που αγόρασε μετοχές από εκδότη με τον όρο πως ο τελευταίος θα τις εισήγαγε στο Χρηματιστήριο, και τούτο δεν έγινε, τότε, εφόσον ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3(1) του Νόμου, δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων ή το αντάλλαγμα που έδωσε για την αγορά των μετοχών.  Αν ο εκδότης δεν επιστρέψει στον αγοραστή τα χρήματα ή το αντάλλαγμα που έδωσε, τότε διαπράττει το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 5 του Νόμου, και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια ή σε χρηματική ποινή μέχρι £50.000. 

Ακολουθεί η σκέψη και η απόφαση μας:  Το ποσό ή οποιοδήποτε αντάλλαγμα καταβάλλεται από αγοραστή μετοχών στον εκδότη, ο οποίος και εκδίδει και παραδίδει σ΄αυτόν τις μετοχές, το ποσό και το όποιο άλλο αντάλλαγμα  περιέρχονται στην απόλυτη κυριότητα του εκδότη, όπως και οι μετοχές στον αγοραστή. Η χρήση από το Νόμο του όρου «επιστρέφει» είναι χωρίς πραγματική νομική υπόσταση. Δεν ανταποκρίνεται στη νομική αλήθεια.  Αυτό που ουσιαστικά προβλέπει ο Νόμος είναι ο εξαναγκασμός του εκδότη, με την πιθανότητα δίωξης και καταδίκης του, να παραδώσει στον αγοραστή, και εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη των μετοχών, μέρος της περιουσίας του.  Τούτο είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτο, γιατί εξαναγκάζει τον εκδότη να αποξενωθεί από μέρος της ιδιοκτησίας του, διαφορετικά θα έχει τις συνέπειες που προβλέπει ο επίδικος Νόμος. 

Η απόφαση του εφετείου μας στην Harvest Capital Management Ltd ν. Γεώργιου Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683 δεν έχει καμιά σχέση με τη νομική αντιμετώπιση που πρέπει να τύχει η παρούσα ποινική έφεση.  Σ' εκείνη την υπόθεση κρίθηκε πως η επίδικη νομοθετική πρόνοια (άρθρο 3(3) του Ν.42(Ι)/2000) συνιστούσε ρύθμιση των συμβατικών σχέσεων, και γι' αυτό δεν προσέκρουε στο άρθρο 26 του Συντάγματος.

Βοηθητική στην παρούσα υπόθεση είναι η απόφαση στην Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια στην Δημήτρης Πιτσιλλίδης και Άλλοι ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7. Να παρατηρήσουμε όμως πως και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις το Δικαστήριο συζήτησε κατά πόσο ο νόμος παραβίαζε το άρθρο 25 του Συντάγματος, δεδομένης της εισήγησης πως η νομοθετική πρόνοια ήταν αναγκαία για τους λόγους που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 2 του άρθρου του Συντάγματος.  Ο επίδικος Νόμος, που απασχόλησε στην παρούσα υπόθεση, όπως είπαμε πιο πριν, και για τους λόγους που εξηγήσαμε, καταργεί εξ΄ολοκλήρου το θεμελιώδες δικαίωμα που διασφαλίζεται στο άρθρο 23, του Συντάγματος. 

Δεν θα ασχοληθούμε με ο,τιδήποτε άλλο, που  σωρευτικά προκύπτει από την καλή εργασία που έκαναν οι δικηγόροι στην υπόθεση.  Ο επίδικος Νόμος, περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές του 2002, Ν.168(Ι), κρίνεται αντισυνταγματικός. 

Η έφεση απορρίπτεται. Δεν θα γίνει όμως οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα γιατί τα θέματα που συζητήθηκαν ενώπιον μας ήσαν πρωτότυπα. Η δε ποινική υπόθεση καταχωρίστηκε καλόπιστα με την έννοια ότι ο νόμος θεωρήθηκε πως έδιδε τέτοιο δικαίωμα στον εφεσείοντα/κατήγορο. 

Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα ενόψει του πρωτοτύπου των θεμάτων και της καλόπιστης καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο