ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 533

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις  Αρ. 197/05 και 209/05)

 

 

30 Σεπτεμβρίου, 2005

 

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Δ/στές]

 

---------------

Ποινική ΄Εφεση  Αρ.  197/05

 

SURESH CHRISHANTHA

                                                                                                              Eφεσείοντας,

 

                                                                  ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                              Εφεσίβλητης,

----------------

Ποινική ΄Εφεση Αρ. 209/05

 

Ushantha Kamal Samarawichrama

Eφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης.

---------------

 

Σ. Δράκος,  για τον Εφεσείοντα στην  197/05.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα στην 209/05.

Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

Εφεσείοντες παρόντες.

 

 

 

 

----------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής  Γ. Κωνσταντινίδης.

 ---------------

 

                              Α   Π  Ο  Φ Α  Σ  Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.    Οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνομωσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας και για ληστεία.    Κατά τις λεπτομέρειες της δεύτερης  κατηγορίας, πριν, κατά και αμέσως μετά το χρόνο της κλοπής των £11.059,45 περιουσία της ΣΠΕ Μιτσερού και ενός κινητού τηλεφώνου αξίας £500, χρησιμοποίησαν πραγματική βία εναντίον δύο υπαλλήλων.

 

     Ο πρώτος εφεσείων κρατείται από τις 8.7.04, δηλαδή την ημέρα της κατ΄ ισχυρισμό διάπραξης της ληστείας και καταχωρήθηκε εναντίον του η ποινική υπόθεση 10967/04.   ΄Οταν στις 15.10.05 συνελήφθη και ο δεύτερος εφεσείων, χρειάστηκε να διακοπεί η διαδικασία εκείνης της υπόθεσης για να καταχωρηθεί νέα, η 25209/04, εναντίον και των δύο.   Στις 16.12.04 παραπέμφθηκαν στο Κακουργιοδικείο που θα συνεδρίαζε στις 23.3.05 και διατάχθηκε η κράτησή τους στο μεταξύ.   Ο πρώτος εφεσείων άσκησε έφεση με κύριο τον ισχυρισμό πως η σοβαρότητα των αδικημάτων και το γεγονός ότι ήταν αλλοδαπός δεν αποτελούσαν λόγους οι οποίοι αφ΄ εαυτών δικαιολογούσαν τον φόβο πως δεν θα εμφανιζόταν.   Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως είχε πράγματι καταδειχθεί σοβαρό ενδεχόμενο  να  μην  εμφανιστεί  και απέρριψε την έφεση.   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα  από  την απόφαση  που  εξέδωσε  ο Αρτεμίδης, Π.:

"Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε μόνο υπόψη του τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος.    Το Δικαστήριο έκανε αναφορά και στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, κατά τη διαδικασία της παραπομπής, για να αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να πιθανολογηθεί η καταδίκη του εφεσείοντα.   Δικαιολογημένα δε η κρίση του επ΄ εαυτού του στοιχείου ήταν ορθή.   Αναφέρεται συναφώς πως ο εφεσείων παραδέκτηκε τις κατηγορίες. Ανεξάρτητα όμως από τη δική του παραδοχή υπάρχει και πληθώρα ανεξάρτητου αποδεικτικού υλικού.   Το μέγιστο της ποινής που προβλέπεται για το έγκλημα της ένοπλης ληστείας είναι φυλάκιση διά βίου. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δέκτηκε πως αναμένεται σοβαρή ποινή φυλάκισης, την οποία ο ίδιος μάλιστα καθόρισε στο ύψος περίπου των 5,6 ετών.   Εμείς θα λέγαμε ότι στην περίπτωση καταδίκης είναι ενδεχόμενη η επιβολή πολυετούς φυλάκισης.

 

Ο εφεσείων είναι αλλοδαπός.  ΄Ηλθε από τη Σρι Λάνκα ως φοιτητής, αλλά παρακολούθησε μαθήματα μόνο για λίγους μήνες.   Η διαμονή του στην Κύπρο κατέστη προφανώς παράνομη.   Υπέβαλε όμως αίτηση ασύλου και αναμένεται η απόφαση των διοικητικών αρχών.

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε όλα τα πιο πάνω στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ο εφεσείων να εγκαταλείψει την Κύπρο, για να μην εμφανιστεί στη δίκη του, στην οποία πιθανώς να αντιμετωπίσει μια πολύ σοβαρή ποινή πολυετούς φυλάκισης.   Η έφεση, επομένως, απορρίπτεται."

 

 

     Στις 23.3.05 οι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν, αρνήθηκαν ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25, 26, 27 και 28.7.05.   Διατάχθηκε εκ νέου η κράτηση τους και ο πρώτος εφεσείων άσκησε δεύτερη έφεση.   Επανέφερε την ίδια εισήγηση πως η απόλυσή του με κατάλληλους όρους θα διασφάλιζε την παρουσία του, προσθέτοντας και επιχειρήματα αναφορικά με την καθόλου δυνατότητα κράτησης εκκρεμούσας της δίκης, με αναφορά και σε Νομολογία, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.   Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε και τη δεύτερη έφεση. ΄Οπως έκρινε "το Κακουργιοδικείο είχε διακριτική ευχέρεια στο θέμα την οποία άσκησε ορθά μέσα στα πλαίσια του Νόμου".

 

     Δεν κατέστη δυνατή η έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης στις 25.8.05, όπως είχε προγραμματιστεί.   Οι εφεσείοντες, ενώ μέχρι και την 23.3.05 εκπροσωπούνταν από δικηγόρο που διόρισαν οι ίδιοι, στις 3.6.05 υπέβαλαν αίτηση για νομική αρωγή.  Αυτή ορίστηκε για τις 25.8.05 και, πλέον, αφού η διαδικασία  και τα προαπαιτούμενα ως προς αυτή προϋπέθεταν χρόνο, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 6, 7, 8  και 9.12.05.   Διατάχθηκε και αυτή τη φορά η κράτηση των εφεσειόντων και αυτοί άσκησαν την παρούσα.

 

     Ο δεύτερος εφεσείων δεν προώθησε οτιδήποτε επί της ουσίας.   ΄Ηταν χωρίς ένσταση από τον ίδιο που εκδόθηκε η απόφαση για την κράτησή του, όπως άλλωστε και οι προηγηθείσες, και δεν είχε επιχείρημα να αντιτάξει.   Περιορίστηκε στη διευκρίνιση πως αν ετίθετο ζήτημα απόλυσης υπό όρους, είχε πλέον και αυτός τη δυνατότητα να ανταποκριθεί σε όρο για την κατάθεση χρηματικού ποσού ύψους £5.000 που θα φρόντιζε να του εμβαστεί από τη χώρα του.

 

     Ο πρώτος εφεσείων επιχειρεί να συζητήσει και τώρα το ζήτημα του κινδύνου της μη προσέλευσής του.   Καταχρηστικώς θα λέγαμε αφού αυτό έχει ήδη κριθεί και τα δεδομένα δεν έχουν διαφοροποιηθεί. ΄Οπως ορθά έκρινε και το Κακουργιοδικείο.   Σχετικές είναι οι υποθέσεις Μιχάλης Ανδρέα Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388, Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1 και Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 306) στις οποίες επεξηγείται και ο παράγων του χρόνου, στον οποίο αφορά το δεύτερο από τα επιχειρήματα του πρώτου εφεσείοντα, ακριβώς με αναφορά στην Χ¨ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45 στην οποία παρέπεμψε και το Κακουργιοδικείο.

 

     Το Κακουργιοδικείο στάθηκε ειδικά στο ζήτημα του χρόνου που διέρρευσε και εκείνου μέχρι τη νέα ημερομηνία και ενώ το χαρακτήρισε ως μεγάλο, δεν ήταν διατεθειμένο να αφήσει ελεύθερους τους εφεσείοντες.   Παραθέτουμε το σκεπτικό: 

 

"Θα πρέπει, βέβαια, να τονίσουμε πως η αναβολή της ακρόασης κατέστη επιβεβλημένη μετά από την υποβολή των αιτημάτων για νομική αρωγή εκ μέρους των δύο κατηγορούμενων.  Επί του προκειμένου παρατηρούμε ότι ναι μεν το Πρωτοκολλητείο επέδειξε κάποια ολιγωρία στον προγραμματισμό της αίτησης ορίζοντας την για ακρόαση την ίδια ημέρα που ήταν ορισμένη για ακρόαση η υπόθεση, το αίτημα όμως υποβλήθηκε από τους κατηγορούμενους με πολύ μεγάλη καθυστέρηση.

 

΄Οπως έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία η διάρκεια του χρόνου κράτησης θα πρέπει πάντα να σταθμίζεται με βάση την πρόβλεψη του ενδεχόμενου που προορίζεται να αποτρέψει (Χ¨ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45 και Salib v. Αστυνομίας Ποιν. ΄Εφεση 7877 ημερ. 2.2.05).

 

Εξετάσαμε τον χρόνο κράτησης με βάση την πρόβλεψη για το ενδεχόμενο μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη. Αφού λάβαμε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί από το Δικαστήριο μας, αποφασίσαμε να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της κράτησης του κατηγορούμενου, παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί να παραμείνει ο κατηγορούμενος υπό κράτηση.  Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός. ΄Οπως υποδείχθηκε και από το Εφετείο στην Ποιν. ΄Εφεση αρ. 4/05 (ανωτέρω), παρόλο που ήρθε στην Κύπρο ως φοιτητής δεν παρακολουθούσε κανονικά τα μαθήματα του και αφού η διαμονή του κατέστη προφανώς παράνομη (λόγω της διακοπής της φοίτησής του) υπέβαλε αίτηση ασύλου."

 

 

     Ο πρώτος εφεσείων αναγνώρισε ενώπιον μας πως είχε ευθύνη για την ανατροπή του προγραμματισμού που έγινε για την ακρόαση της υπόθεσης και την αναβολή, με το αργοπορημένο αίτημά του για νομική αρωγή. Υποστηρίζει όμως πως ενόψει της συντρέχουσας, όπως τη χαρακτήρισε, ευθύνης του Πρωτοκολλητείου, που θα μπορούσε να όριζε την αίτηση για νομική αρωγή νωρίτερα, ώστε ενδεχομένως να μην χρειαζόταν αναβολή, ήταν λανθασμένη η νέα διαταγή για κράτηση.    Επικαλέστηκε συναφώς την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Muller v. France, απόφαση της 17.3.97, Reports of Judgments and Decisions 1997 - II  375, σε σχέση με  το ΄Αρθρο 5(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62.

 

     Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις σκέψεις.   Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε κατά τρόπο ισορροπημένο και δεν διακρίνουμε λόγο που θα επέτρεπε παρέμβασή μας.   Τα ζητήματα, δε,  που απασχόλησαν στην Μuller (ανωτέρω) που αφορούσε σε κράτηση πριν  τη δίκη που διάρκεσε τέσσερα χρόνια, ήταν συναρτημένα προς δεδομένα  εντελώς διακρινόμενα.  

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

                                                    Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

                                                    Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

/ΕΣΓ

             

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

C:\WINDOWS\Application Data\Microsoft\Templates\Normal.dot

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο