ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 472

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 178/2005)

 

15 Ιουλίου, 2005

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ,  ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_________________________

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Αθ. Κανναουρίδης με Ε. Λουκά (κα.), για την Εφεσίβλητη.

__________________________

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής

Νικολάτος. 

____________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex-tempore)

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντα για δεύτερη περίοδο 8 ημερών από τις 10.7.2005.  Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως νομικά εσφαλμένη και διαζευκτικά προσβάλλεται η περίοδος κράτησης ως υπερβολική.

 

Τα δύο αδικήματα στα οποία υπάρχει υπόνοια ότι εμπλέκεται ο εφεσείων, σύμφωνα με την κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, είναι (α)  η συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος και (β)  η εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β.

 

Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά το ότι θεώρησε τη συνομωσία προς διάπραξη αόριστου κακουργήματος ως ανεξάρτητο αδίκημα, ενώ το κακούργημα θα έπρεπε να ήταν καθορισμένο.  Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, στο εύρημα του ότι δημιουργείτο εύλογη υποψία πως ο εφεσείων ενεχόταν στα δύο προαναφερόμενα αδικήματα.  Εσφαλμένο ήταν και το εύρημα του πρωτοδίκου δικαστηρίου πως η απόλυση του εφεσείοντα πιθανό να επηρέαζε το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας.   Εν πάση περιπτώσει η οκταήμερη κράτηση του εφεσείοντα είναι υπερβολική και μη αιτιολογημένη σε συνάρτηση με το εναπομείναν ανακριτικό έργο της Αστυνομίας και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων και τεκμηρίων από τον εφεσείοντα.

 

Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ήταν πως η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου είναι νομικά ορθή και αιτιολογημένη δεόντως.  Υπήρχε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία για να ικανοποιηθεί πως ο εφεσείων ενεχόταν στη διάπραξη των δύο προαναφερομένων αδικημάτων και ότι τυχόν απόλυση του εφεσείοντα θα μπορούσε να επηρεάσει το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας δυσμενώς καθώς επίσης και ότι η οκταήμερη κράτηση του ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη.

Η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αναφορικά με τον δεύτερο ύποπτο-εφεσείοντα, ο οποίος εργαζόταν ως τελωνειακός λειτουργός, ήταν σε συντομία η εξής: 

 

Την 1.7.2005 βρέθηκαν, σε εμπορευματοκιβώτιο που έφθασε στο νέο λιμάνι Λεμεσού και το οποίο προερχόταν από το Βέλγιο και μετέφερε έπιπλα που είχαν φορτωθεί στη Νότιο Αφρική, μεγάλες ποσότητες ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης.  Το πρόσωπο που μεσολάβησε για την εκτελώνιση του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου ήταν ο πρώτος ύποπτος, ο οποίος είχε αποστείλει το σχετικό έντυπο εξουσιοδότησης υπογραμμένο και συμπληρωμένο από το φερόμενο ως εισαγωγέα ο οποίος είχε διεύθυνση κατοικίας στη Νότιο Αφρική.   Επειδή η υπογραφή δεν ήταν πιστοποιημένη, η εξουσιοδότηση επιστράφηκε στον πρώτο ύποπτο για να διευθετήσει την πιστοποίηση της.  Μετά από δυο τρεις μέρες ο πρώτος ύποπτος επέστρεψε την εξουσιοδότηση στο εκτελωνιστικό γραφείο που χειριζόταν την υπόθεση και ζήτησε από αυτό (το εκτελωνιστικό γραφείο) να στείλει την εξουσιοδότηση στο δεύτερο ύποπτο-εφεσείοντα, ο οποίος ως τελωνειακός λειτουργός θα την πιστοποιούσε.  Η υπάλληλος του εκτελωνιστικού γραφείου παρέδωσε τη συγκεκριμένη εξουσιοδότηση στον εφεσείοντα ο οποίος δεν την αποδέχθηκε επειδή επρόκειτο για φωτοτυπία και η διεύθυνση που αναγραφόταν ήταν στην Νότιο Αφρική και όχι στην Κύπρο.   Ο εφεσείων ζήτησε από την υπάλληλο του εκτελωνιστικού γραφείου να φέρει άλλο, κενό, έντυπο εξουσιοδότησης το οποίο θα διευθετούσε ο ίδιος όπως και έγινε.  Μετά από 1-2 μέρες ο εφεσείων παρέδωσε στην υπάλληλο του εκτελωνιστικού γραφείου το προαναφερόμενο έντυπο, πλήρως συμπληρωμένο και υπογραμμένο τόσο από το φερόμενο ως εισαγωγέα όσο και από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος πιστοποίησε την υπογραφή του φερόμενου ως εισαγωγέα.  

 

Ο εφεσείων, ο οποίος έχει μακροχρόνιες φιλικές και οικογενειακές σχέσεις με τον πρώτο ύποπτο, είπε ότι πιστοποίησε το προαναφερόμενο έντυπο, αναγράφοντας δίπλα από την υπογραφή του ιδίου, ότι υπογράφηκε το έντυπο στην παρουσία του και ότι ο ίδιος είχε συμπληρώσει το έντυπο ιδιοχείρως.  Σε θεληματική του κατάθεση, που έδωσε στις 5.7.2005, ο εφεσείων ομολόγησε πως ο ίδιος συμπλήρωσε το προαναφερόμενο τελωνειακό έντυπο, υπογράφοντας ο ίδιος σαν εισαγωγέας, στην απουσία και εν αγνοία του φερόμενου ως παραλήπτη, συμπληρώνοντας ιδιοχείρως και τα δύο μέρη του εντύπου, αφού πρώτα ήλθε σε επικοινωνία με τον πρώτο ύποπτο ο οποίος τον προμήθευσε με το όνομα και τον αριθμό ταυτότητας του φερόμενου ως παραλήπτη. Ακόμα στις 9.7.2005, κατά τη διάρκεια ανάκρισης του εφεσείοντα, αυτός ανέφερε ότι αρχικά είχε παραλάβει από τον πρώτο ύποπτο φωτοτυπία του σχετικού τελωνειακού εντύπου, το οποίο έφερε κάποια υπογραφή εισαγωγέα με κεφαλαία γράμματα.  Ο εφεσείων υπέθεσε ότι την υπογραφή του φερόμενου ως εισαγωγέα την έκανε ο ίδιος ο πρώτος ύποπτος, καθότι γνωρίζει τον γραφικό χαρακτήρα του πρώτου υπόπτου, ο οποίος πάντα γράφει με κεφαλαία γράμματα.  Επειδή η γενική εμφάνιση του εντύπου με την υπογραφή σε κεφαλαία δεν άρεσε στον εφεσείοντα, έσχισε τις δύο εξουσιοδοτήσεις και ετοίμασε καινούργια εξουσιοδότηση την οποία παρέδωσε στο ενδιαφερόμενο εκτελωνιστικό γραφείο.

 

΄Οσον αφορά το στάδιο στο οποίο βρίσκονταν οι αστυνομικές ανακρίσεις, η μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν πως οι εξετάσεις της Αστυνομίας συνεχίζονταν με εντατικούς ρυθμούς, είχαν ληφθεί 47 καταθέσεις από το φιλικό, οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον των υπόπτων στη Λεμεσό και τη Λευκωσία και αναμένονταν να ληφθούν ακόμη άλλες 30 περίπου  καταθέσεις από το επαγγελματικό περιβάλλον των υπόπτων στη Λεμεσό και τη Λευκωσία καθώς και από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από τη Νότιο Αφρική και το Βέλγιο. Είχαν ήδη διενεργηθεί και 8 έρευνες σε υποστατικά και άλλους χώρους στη Λεμεσό και τη Λευκωσία, με τους οποίους σχετίζονται οι ύποπτοι.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου τυχόν απόλυση  των υπόπτων θα τους έδιδε την ευκαιρία να επηρεάσουν μάρτυρες και να καταστρέψουν τεκμήρια τα οποία αναζητούνταν, ενώ λόγω και της σοβαρότητας των αδικημάτων υπήρχε και το ενδεχόμενο να διαφύγουν στο εξωτερικό ή στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, έκρινε πως  διαπράχθηκαν τα προαναφερόμενα δύο αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου.  Επίσης έκρινε πως με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε υπήρχαν εύλογες υπόνοιες πως και οι δύο ύποπτοι δυνατό να ενέχονται στη διάπραξη των δύο προαναφερομένων αδικημάτων και ότι με την τυχόν απόλυση τους θα ήταν δυνατό να επηρεαστούν δυσμενώς οι αστυνομικές ανακρίσεις.  ΄Εκαμε συγκεκριμένη αναφορά στις 30 περίπου καταθέσεις που θα έπρεπε ακόμα να ληφθούν, την εμπλοκή χωρών του εξωτερικού στην υπόθεση και την αναζήτηση σημαντικού εγγράφου το οποίο ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι πέταξε σε σκουπιδότοπο και αυτά μολονότι επρόκειτο για ανανέωση διατάγματος κράτησης, κατά την οποία, σύμφωνα με τη νομολογία δέστε Stamataris and Another v. The Police (1983) 2 CLR 107, το δικαστήριο επικεντρώνεται στα εξής στοιχεία: (α) το κατά πόσο έγινε καλή χρήση του χρόνου που διέρρευσε, για τη διερεύνηση του εξεταζομένου αδικήματος και (β) το κατά πόσο η ανανέωση του διατάγματος είναι εύλογα απαραίτητη για τη διερεύνηση αυτή.

 

Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε πως ο χρόνος, που είχε διαρρεύσει από την αρχική κράτηση του εφεσείοντα και του πρώτου υπόπτου, είχε αξιοποιηθεί επαρκώς από την Αστυνομία, ενέκρινε την κράτηση του εφεσείοντα και του άλλου υπόπτου για περαιτέρω περίοδο 8 ημερών.

 

Κρίνουμε πως η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν ορθή.  Υπήρχε ενώπιον του επαρκής μαρτυρία για τη διάπραξη των προαναφερομένων αδικημάτων, υπήρχε επαρκής μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υπόνοια πως ο εφεσείων πιθανόν να συνδέεται με τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών, ότι το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας δεν είχε συμπληρωθεί, ότι η απόλυση του εφεσείοντα δυνατό να επηρέαζε αρνητικά τις αστυνομικές ανακρίσεις και ότι η περαιτέρω περίοδος κράτησης των 8 ημερών ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εκείνο που έχει πρωταρχικά το καθήκον και την ευθύνη της εξέτασης της ενώπιόν του μαρτυρίας και της απόφασης αναφορικά με την κράτηση υπόπτων εκκρεμούσης ανακριτικής διαδικασίας εκ μέρους της Αστυνομίας, σε σχέση με αδικήματα που διαπράχθηκαν.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις όπου η διακριτική ευχέρεια του πρωτοδίκου δικαστηρίου ασκείται λανθασμένα. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε πειστεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε οποιοδήποτε λάθος είτε στην καθοδήγηση του αναφορικά με τις σχετικές νομικές αρχές, είτε στις εκτιμήσεις του.  Κρίνουμε πως η μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, η οποία αφορούσε τον εφεσείοντα και στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, ήταν επαρκής και ικανοποιητική για να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο στις  προαναφερόμενες εκτιμήσεις και στην εκκαλούμενη αποφασή του.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Π.

 

                                                                   Δ.

 

                                                                   Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο