ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 249

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 7897)

 

(28 Απριλίου 2005)

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΚΚΕΛΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_________

Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για την Εφεσείουσα.

Μ. Μαλαχτού, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ηλία Στεφάνου, δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

_________________

 

(Με την απόφαση συμφωνούν οι Κρονίδης, Δ. και Ηλιάδης, Δ.)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Περιπτώσεις καταφρόνησης δικαστηρίου συχνά εγείρουν περισσότερο το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατάλληλη να προωθηθεί περαιτέρω παρά το ερώτημα κατά πόσο συνιστά παράβαση του νόμου. Η προκειμένη είναι τέτοια περίπτωση. Είναι χαρακτηριστική και η περίπτωση της συγγραφέως Jilly Cooper η οποία έστειλε το ακόλουθο τηλεομοιότυπο στο δικαστή που είχε να αποφασίσει κατά πόσο να εκδώσει διάταγμα για την εξόντωση ενός σκύλου, του Buster: "Your Honour, please, please reprieve Buster. He´s a lovely dog, he is certainly not a pit bull, the RSPCA inspector should have his eyes tested. I would be with you, but I´ve been away. Please help us, love Jilly Cooper." (Δημοσίευμα Guardian, 24.8.1994).

Ο δικαστής εξέφρασε την άποψη ότι επρόκειτο για ξεκάθαρη καταφρόνηση αλλά το θέμα δεν προωθήθηκε περαιτέρω.

Στη δική μας περίπτωση προωθήθηκε ποινική υπόθεση. Και έτσι το θέμα είναι πλέον κατά πόσο η εν λόγω συμπεριφορά συνιστούσε καταφρόνηση του δικαστηρίου. Σε συμφωνία με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, φρονούμε ότι συνιστούσε, όχι μόνο στα πλαίσια των διατάξεων του άρθρου 122(β) αλλά και στα πλαίσια της παραδοσιακής αντίληψης του κοινοδικαίου ως προς το τι συνιστά καταφρόνηση. Το άρθρο 122(β) προνοεί σχετικά:

"122. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη -

.................................. .................................................. ...........................

(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο... με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ......................."

 

 

Η αρχική αγγλική διατύπωση του άρθρου 122(β) είχε ως εξής:

"122. Any person who does any act -

...........................

(b) calculated, or which is likely, to . in any way interfere with, any judicial proceedings ..................."

 

 

Έτσι κατηγορήθηκε και η Εφεσείουσα, για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία κατά το ότι η αποστολή της επιστολής ήταν πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου την οποία αφορούσε.

Όπως αναφέρεται και στην απόφαση των αδελφών μας Δικαστών, δεν έχει έρεισμα η εισήγηση για πολλαπλότητα βασιζόμενη στο ότι η Εφεσείουσα κατηγορήθηκε διαζευκτικά για πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία. Δεν πάσχει λοιπόν, ως προς τούτο, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ούτε και, ακόλουθα, η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή η οποία δεν διευκρινίζει κατά πόσο η πράξη της Εφεσείουσας ήταν ένοχη ως πράξη προορισμένη (calculated) να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία ή ως πράξη η οποία ήταν ενδεχόμενο (likely) να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία. Εξ άλλου, όπως αποκαλύπτει η εξέλιξη της αγγλικής νομολογίας, ο όρος "calculated" προσεγγίζει τον όρο "likely".

Τούτου δοθέντος, το θέμα επικεντρώνεται πλέον στην ερμηνεία των όρων του άρθρου 122(β) προς διακρίβωση της ένοχης πράξης (actus reus) και της ένοχης σκέψης (mens rea). Το κριτήριο ως προς το actus reus δεν συναρτάται βεβαίως προς το αποτέλεσμα της πράξης στη δικαστική διαδικασία, έτσι ώστε, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής (σελ. 13), "κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο", αλλά προς τη φύση της ίδιας της πράξης, κατά πόσο δηλαδή είναι τέτοια που να τείνει να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξετάζεται αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου περί προσωπικής επικοινωνίας προς δικαστή, υπάρχει πραγματική πιθανότητα επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας. Αν ήταν άλλως, το πράγμα είτε θα απέληγε σε υιοθέτηση της εισήγησης ότι δεν είναι ποτέ δυνατή η διάπραξη του αδικήματος σε σχέση με δικαστή, εφόσον αυτός οφείλει να ενεργεί πάντοτε ανεπηρέαστα, είτε θα εξαρτάτο από τέτοιους εξωγενείς όσο και υποκειμενικούς παράγοντες όπως, ιδιαιτέρως, την προδιάθεση για επηρεασμό και τη δύναμη χαρακτήρα και αντίστασης του συγκεκριμένου δικαστή όπως και τη μαρτυρία που θα προσκομίζετο προς τούτο. Η δε προσέγγιση των όρων "calculated" και "likely" στην οποία έχουμε αναφερθεί δεν αποσκοπούσε στην καθιέρωση, ως κριτηρίου διακρίβωσης του actus reus, της πραγματικής πιθανότητας επηρεασμού στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά στον αποκλεισμό της ερμηνείας του όρου "calculated" ως εξυπακούοντος, με αναφορά όχι στο actus reus αλλά στο mens rea, εσκεμμένη πρόθεση εκ μέρους του πράττοντος, και με αποτέλεσμα βεβαίως τη διεύρυνση και όχι τον περιορισμό της εμβέλειας της καταφρόνησης. Το ζητούμενο, ως προς το actus reus, δεν ανατρέχει έξω από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της πράξης ως αναφερόμενης προς δικαστική διαδικασία, ανεξαρτήτως της πραγματικής πιθανότητας επηρεασμού αυτής. Η τάση επηρεασμού, ως προορισμός ή ενδεχόμενο, δεν απευθύνεται έτσι προς τη συγκεκριμένη διαδικαστική διαδικασία αλλά προς τη συγκεκριμένη πράξη. Ουσιαστικά το actus reus συνίσταται στην προσπάθεια επηρεασμού του δικαστηρίου ως αυτή καθ΄αυτή επιδιώκουσα ή τείνουσα να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία, και όχι στην επί των συγκεκριμένων δεδομένων πιθανότητα επηρεασμού του εν λόγω δικαστηρίου. Αυτή η προσέγγιση συνάδει και με την επιδίωξη, που εδράζεται στη θεμελιακή αξία της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας ως sine qua non της, αποφυγής οποιασδήποτε μορφής προσπάθειας επηρεασμού του δικαστηρίου, με προεκτάσεις και στην εμπιστοσύνη του κοινού προς το αμερόληπτο της κρίσης του.

Η αγγλική νομολογία είναι διαφωτιστική ως προς το θέμα. Η υπόθεση In Re Dyce Sombre, 1 MAC. & G. 116, 1207, αφορούσε τι χαρακτηρίσθησαν από το δικαστήριο ως "two communications, of a character unexampled, I hope, in the history of this court" (σελ. 1209), από πέντε γιατρούς και άλλα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, αναφορικά με εκδικαζόμενη υπόθεση. Η αντίδραση του Lord Cottenham, L.C., δεν ήταν αβέβαιη (σελ. 1209):

"The whole of this proceeding was most irregular and improper. Every private communication to a Judge, for the purpose of influencing his decision upon a matter publicly before him, always is, and ought to be, reprobated; it is a course calculated, if tolerated, to divert the course of justice, and is considered, and ought more frequently than it is, to be treated as, what it really is, a high contempt of Court. It is too often excused on account of the station in life of the parties, and their supposed ignorance of what is due to a Court of Justice. No such excuse can be made in the present instance. If this was not intended as a private communication, why was it made in that form? Why was it not brought before the Court in the usual manner through the solicitor and counsel of the party, who alone can be recognized as representing him? I have received from two of the subscribers to that letter, Lords ... and .., assurances that nothing disrespectful to myself was intended by that communication. I never considered it in that light; but as Judge of the Court against which the contempt has been committed, I am bound to express my high reprobation of the course pursued ."

 

 

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι το κριτήριο αναφέρεται στη φύση της ίδιας της πράξης, η οποία είναι υπό τη μορφή προσωπικής εξωθεσμικής επικοινωνίας με το δικαστήριο, ως προσπάθειας ή επιδίωξης επηρεασμού του και όχι στην πραγματική πιθανότητα επηρεασμού του δικαστηρίου.

Στην προκειμένη περίπτωση το actus reus συνίστατο στην αποστολή της επιστολής το περιεχόμενο της οποίας απεκάλυπτε βεβαίως, πέρα από την πληροφόρηση του δικαστηρίου για το ιστορικό του κατηγορουμένου, τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη επιβολή ποινής φυλάκισης του. Έτσι η όλη τάση της επιστολής ήταν να επηρεάσει το δικαστήριο κατά της επιβολής ποινής φυλάκισης.

Δεν εκπλήττει που το βάρος των εισηγήσεων της Εφεσείουσας, πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση, αφορούν το mens rea μάλλον παρά το actus reus. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη mens rea, ως υποκειμενικής υπόστασης, που διαπίστωσε ότι υπήρχε στο ακόλουθο απόσπασμα (σελ. 13):

"Οι αποτυχημένες προσπάθειες της κατηγορούμενης να εξασφαλίσει αναστολή της ποινικής δίωξης του Κλεάνθη Πετρίδη, ο μετέπειτα σχεδιασμός στον οποίο προέβηκε μαζί με την Έλλη Μορφάκη και που αφορούσε στη σύνταξη και αποστολή της επίδικης επιστολής προς την εκδικάζουσα δικαστή ως επακόλουθο, ακριβώς, της αποτυχίας διακοπής της υπόθεσης, το σύνολο του περιεχομένου της επίδικης επιστολής - με την εκεί αναφορά ότι οι πληροφορίες τέθηκαν υπόψη της δικαστού χωρίς πρόθεση παρέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης να παραπέμπει, αν όχι ακριβώς σε αυτά που δηλώνει ότι σκοπεί να αποφύγει, τουλάχιστον σε γνώση και αντίληψη της πιθανότητας η εν λόγω προσπάθεια να εκλαμβανόταν ως δυνητικά παρεμβατική ή επηρεαστική του έργου της δικαιοσύνης - το περιεχόμενο της επισυνημμένης επιστολής του γιατρού Κυριάκου Βερεσιέ, η χρονική στιγμή που επιλέγηκε για να σταλεί η επίδικη επιστολή και η αντίληψη της κατηγορούμενης ότι υπήρχαν περιορισμένα χρονικά περιθώρια αντίδρασης επειδή η δίκη βρισκόταν σε τελικό στάδιο εκδίκασης, οδηγούν αναπόδραστα σε ένα και μόνον συμπέρασμα ότι δηλαδή με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση διενέργησε πράξη προορισμένη να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία στην υπόθεση 585/03 ή με τρόπο που ενδέχετο να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία, με το κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο."

 

 

Δεν βλέπουμε πως η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Η διαπίστωση της απαιτούμενης υποκειμενικής υπόστασης μπορεί να συνάγεται από το σύνολο των γεγονότων. Υπεβλήθη ότι το mens rea του εν λόγω αδικήματος εμπεριέχει πρόθεση εκτροπής της δικαστικής διαδικασίας με την έννοια ότι η πράξη πρέπει να αποσκοπεί στην πρόκληση κακής απονομής της δικαιοσύνης, που εδώ δεν υπήρχε καθόσον η Εφεσείουσα επεδίωξε απλώς να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου τα δεδομένα που αφορούσαν τον κατηγορούμενο και να επισημάνει τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης. Τέτοιο κριτήριο όμως, προκειμένου περί προσωπικής εξωθεσμικής επικοινωνίας με το δικαστήριο, δεν υπάρχει. Το ζητούμενο είναι η πρόθεση επηρεασμού του δικαστηρίου με την εν λόγω παρέμβαση και όχι κατά πόσο ο επηρεασμός επιδιώκεται προς το καλό μάλλον παρά προς το κακό. Δεν υπάρχει ως προς τούτο αναλογία με τη μορφή εκείνη της καταφρόνησης στο αγγλικό δίκαιο που περιγράφεται ως perversion of the course of justice όπου απαιτείται η απόδειξη παράνομης συμπεριφοράς που ενδέχεται να οδηγήσει σε εκτροπή ως κακή απονομή της δικαιοσύνης (ίδε R. v Machin [1980] 3 All E.R. 151, R. v Lalani, 98/7393/W2, στις οποίες έχουμε παραπεμφθεί) και που προσομοιάζει μάλλον προς το άλλο αδίκημα του άρθρου 122(β), εκείνο της παρεμπόδισης της δικαστικής διαδικασίας παρά προς το προκείμενο, όπως αυτό αναλύεται στην απαρίθμηση των περιπτώσεων που συνιστούν εκτροπή στο Law Commission Report on Offences Relating to Interference with the Course of Justice (1979) Law Com No 96.

Πιο σχετική προς το θέμα είναι η νομολογία που αφορά δημοσιεύματα για τα οποία προσάπτεται κατηγορία καταφρόνησης ως τείνοντα να επηρεάσουν δικαστική διαδικασία. Ως προς τούτα όμως, δύο πράγματα πρέπει να είναι υπόψη. Πρώτο, ότι εγείρεται ευρύτερο θέμα ελευθερίας λόγου και δη του τύπου, και δεύτερο, ότι, σε αντίθεση με την προσωπική επικοινωνία με δικαστή, τα δημοσιεύματα δεν είναι κατ΄ανάγκη στοχευμένα προς τον επηρεασμό της δικαστικής διαδικασίας. Οι διαστάσεις αυτές είναι διάχυτες στη δική μας υπόθεση Cosmos Press Ltd and another v. The Police (1985) 2 CLR 73, που αφορούσε ακριβώς το άρθρο 122(β). Ο Τριανταφυλλίδης, Π., αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 19 του Συντάγματος, στο αντίστοιχο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ) και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) - ίδε Sunday Times v. U.K. (1979) 2 EHRR 245, ECtHR - τόσο σε σχέση με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου όσο και σε σχέση με την προνοούμενη στα εν λόγω άρθρα δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος ελευθερίας του λόγου για σκοπούς αναγκαίους "προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας", αλλά πάντοτε με έμφαση στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, παρέθεσε (σελ. 80-81) το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ:

"65..... As the Court remarked in its Handyside judgment, freedom of expression constitutes one of the essential foundations of a democratic society; subject to paragraph 2 of Article 10, it is applicable not only to information or ideas that are favourably received or regarded as inoffensive or as a matter of indifference, but also to those that offend, shock or disturb the State or any sector of the population (p. 23& 49).

These principles are of particular importance as far as the press is concerned. They are equally applicable to the field of the administration of justice, which serves the interests of the community at large and requires the co-operation of an enlightened public. Τhere is general recognition of the fact that the Courts cannot operate in a vacuum. Whilst they are the forum for the settlement of disputes, this does not mean that there can be no prior discussion of disputes elsewhere, be it in specialized journals, in the general press or amongst the public at large. Furthermore, whilst the mass media must not overstep the bounds imposed in the interests of the proper administration of justice, it is incumbent on them to impart information and ideas concerning matters that come before the Courts just as in other areas of public interest. Not only do the media have the task of imparting such information and ideas: the public also has a right to receive them (see, mutatis mutandis, the Kjeldsen, Busk Madsen and Pedersen, judgment of 7 December 1976, Series A no. 23, p. 26 & 52) ........ The Court is faced not with a choice between two conflicting principles but with a principle of freedom of expression that is subject to a number of exceptions which must be narrowly interpreted (see, mutatis mutandis, the Klass and others judgment of 6 September 1978, Series A no. 28, p. 21 & 42) ... It is not sufficient that the interference involved belongs to that class of the exceptions listed in Article 10 & 2 which has been invoked; neither is it sufficient that the interference was imposed because its subject-matter fell within a particular category or was caught by a legal rule formulated in general or absolute terms: the Court has to be satisfied that the interference was necessary having regard to the facts and circumstances prevailing in the specific case before it."

 

 

Και κατέληξε ότι (σελ. 81):

"In the light of the modern trend in interpreting and applying provisions relating to human rights, such as Article 19 of our Constitution and the corresponding Article 10 of the European Convention on Human Rights, which forms part or our own Law as well, and in the light, also, of weighty dicta such as those of the European Court of Human Rights in the judgment of "The Sunday Times case", some of which we have quoted in the present judgment, section 122(b) of Cap. 154, which is a restriction of the right of expression, must be applied in each particular case in a manner as favourable as possible of the freedom of the press.

Bearing, therefore, in mind all the facts and circumstances of this particular case, and applying to them in the aforesaid manner the said section 122(b), we have reached, as already indicated, the conclusion that it was not safe to hold beyond reasonable doubt that the news item in relation to which the appellants were convicted was calculated or was likely to obstruct or to influence either the proceedings in the District Court or before the Commission of Inquiry."

 

 

Η κατάληξη δεν αναλύει το πράγμα, είναι όμως προφανής η άποψη ότι δεν υπήρχε στοχευμένη πρόθεση επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας μέσω των εν λόγω δημοσιευμάτων, που μάλιστα περιγράφοντο ως "νέα", με αποτέλεσμα να μην υπήρχε means rea.

Η αγγλική νομολογία είναι στις ίδιες γραμμές. Στην υπόθεση R. v. Duffy and others, Ex parte Nash [1960] 2 All E.R. 891, ο Lord Parker, C.J., δίδοντας την απόφαση του πενταμελούς Εφετείου, αφού ανασκόπησε τη νομολογία, είπε (σελ 894):

"Accordingly, the question in every case is whether, in all the circumstances existing at the date of publication, including the content and form of the article, the circulation of the paper in which it appears, and the state of the proceedings, the article was intended or calculated to prejudice the fair hearing of the proceedings."

 

 

Υπέδειξε δε ότι θα μπορούσε να υπήρχε καταφρόνηση αν το δημοσίευμα "formed part of a deliberate campaign to influence the decision of the Appellate Tribunal" (σελ. 894), αν ήταν δηλαδή έτσι στοχευμένο, που δεν ήταν η περίπτωση.

Σημαντική επί των ευρύτερων διαστάσεων του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου σε σχέση με δημοσιεύματα στον τύπο που αφορούν δικαστικές διαδικασίες είναι βεβαίως και η ίδια η υπόθεση Sunday Times v. U.K. (ανωτέρω), η οποία και ουσιαστικά ανέτρεψε την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων (House of Lords) στην υπόθεση AG v. Times Newspapers Ltd [1973] 3 All E.R. 54. Όπως δε παρατηρήθηκε στην υπόθεση Re Lornho PLC and others [1989] 2 All E.R. 1100, αν και η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν ήταν δεσμευτική εφόσον η ΕΣΑΔ δεν είχε ακόμα καταστεί μέρος του εσωτερικού αγγλικού δικαίου, εντούτοις η θέσπιση του Contempt of Court Act 1981, του νόμου στον οποίο στηρίχθησαν οι κατηγορίες που αφορούσε η υπόθεση Lornho, "may be presumed to have been intended to avoid future conflicts between the law of contempt of court in the United Kingdom and the obligations of the United Kingdom under the convention." (σελ. 1116). Σήμερα η ΕΣΑΔ έχει ισχύ στην Αγγλία ως μέρος του εσωτερικού αγγλικού δικαίου.

Η υπόθεση Lornho βεβαίως εκρίθη στη βάση των ρητών νομοθετικών προνοιών του άρθρου 2 με αναφορά στο τι προνοείται ως "the strict liability rule" σε σχέση με δημοσιεύματα προς το κοινό και δη την πρόνοια του άρθρου 2(2) ότι "The strict liability rule applies only to a publication which creates a substantial risk that the course of justice in the proceedings in question will be seriously impeded or prejudiced." Αυτό διαφοροποιεί τα μέγιστα την υπόθεση από την προκειμένη, και διότι η Lornho αφορά μόνο δημοσιεύματα και όχι προσωπικές επικοινωνίες με δικαστές, και διότι, ακόμα και ως προς τα δημοσιεύματα, το κριτήριο που εφαρμόζει ως εκ της ειδικής νομοθετικής πρόνοιας δεν αναφέρεται στην τάση της ίδιας της πράξης αλλά στη δημιουργία πραγματικού κινδύνου επηρεασμού της διαδικασίας. Εξετάσθηκε μάλιστα στη Lornho και το κατά πόσο, έστω και αν δεν απεδείχθη νομοθετική καταφρόνηση, απεδεικνύετο καταφρόνηση κατά το κοινοδίκαιο, που θα ήταν σχετικό προς τα δικά μας. Η κατάληξη όμως ήταν ότι ούτε καταφρόνηση κατά το κοινοδίκαιο υπήρχε καθόσον δεν απεδείχθη, επί των ίδιων των ενόρκων δηλώσεων που συνιστούσαν τη μόνη μαρτυρία που προσεφέρθη, πρόθεση επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας.

Είναι η κατάληξή μας, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ότι η ενώπιον μας υπόθεση συνιστούσε καταφρόνηση τόσο κατά το άρθρο 122(β) όσο και κατά το κοινοδίκαιο. Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο