ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 147
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινικές Εφέσεις Αρ. 67/2005 & 80/2005
24 Μαρτίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
Π.Ε 67/2005
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕΡΧΗ,
Εφεσε ίοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ―
Π.Ε. 80/2005
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΕΡΧΗ,
Εφεσίβλητου.
- - - - - -
Π.Ε. 67/2005
Α. Αλεξάνδρου, για τον εφεσείοντα
Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Π.Ε. 80/05
Δ. Θεοδώρου, για τον εφεσείοντα
Α. Αλεξάνδρου, για τον εφεσίβλητο.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Τ. Ηλιάδη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(α) Τα Γεγονότα
Στις 12.8.2001 ο εφεσείων εξέδωσε επιταγή της εταιρείας Μad PC Hardware & Software Consult Ltd, της οποίας ετύγχανε διευθυντής για το ποσό των £1.850 προς όφελος των ιδιοκτητών του ξενοδοχείου Avanti στην Πάφο για τα έξοδα διαμονής του εφεσείοντος μαζί με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του για 7 μέρες για διακοπές στο πιο πάνω ξενοδοχείο. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος γνώριζε ότι ο τραπεζικός λογαριασμός της πιο πάνω εταιρείας δεν είχε τα απαιτούμενα κεφάλαια και ότι ήταν κλειστός, όταν πληροφορήθηκε ότι θα κατηγορηθεί γιατί η επιταγή δεν μπορούσε να εξαργυρωθεί απάντησε «παραδέχομαι, έκαμα λάθος, ζητώ συγγνώμη τις επόμενες 2-3 ημέρες θα την εξοφλήσω.» Ως αποτέλεσμα της παράλειψης του να εξοφλήσει το πιο πάνω ποσό καταχωρήθηκε εναντίον του η υπ΄αρ. 8804/2002 ποινική υπόθεση με την κατηγορία εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 301(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή και το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 45 ημερών. Ο εφεσείων με την έφεση 67/2005 ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας με την έφεση 80/2005 εισηγείται ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής.
(β) Η έφεση 67/2005
Με την πιο πάνω έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι στην επιβολή της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, τα οποία προσμετρούσαν προς όφελος του εφεσείοντος ιδιαίτερα τις μεγάλες ζημιές που είχε υποστεί ως αποτέλεσμα απάτης που διαπράχθηκε εναντίον του, το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή δεν λήφθηκε υπόψη σε άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει περάσει για τη συμπλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης και την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης.
Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τα ελαφρυντικά στοιχεία τα οποία προσμετρούσαν υπέρ του εφεσείοντος και ιδιαίτερα τις μεγάλες ζημιές που είχε υποστεί λόγω απάτης που διαπράχθηκε σε βάρος του, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Από μια προσεκτική εξέταση της πρωτόδικης απόφασης διαπιστώνουμε ότι όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όπως π.χ. οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες όπως αυτές περιγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, τα προβλήματα υγείας τα οποία παρουσιάζει όπως επίσης και οι ζημιές που είχε υποστεί λόγω της διάπραξης απάτης σε βάρος του λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον καθορισμό του είδους και τους ύψους της ποινής.
Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ότι η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε μια άλλη ποινική υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Προς τούτο διαπιστώνουμε ότι κατά τη διάρκεια της παράθεσης των ελαφρυντικών στοιχείων εκ μέρους του εφεσείοντος, ο ευπαίδευτος συνήγορος του προέβη σε μια αναφορά ότι η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σε μια άλλη ποινική υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον του εφεσείοντος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος στην υπόθεση αυτή η οποία εκδικάστηκε το Μάρτιο του 2003, ο εφεσείων αντιμετώπιζε 28 υποθέσεις έκδοσης ακάλυπτων επιταγών με αποτέλεσμα ο εφεσείων να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Δεν έχουν παρασχεθεί οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με τον αριθμό της ποινικής υπόθεσης, την ημερομηνία εκδίκασης της και τους λόγους γιατί δεν είχε ζητηθεί από τον εφεσείοντα ή το δικηγόρο του να ληφθεί υπόψη και η παρούσα υπόθεση σε εκείνη που εκδικαζόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Ήταν καθήκον του δικηγόρου του εφεσείοντος να τεκμηριώσει την εισήγηση του πρωτοδίκως, παρουσιάζοντας προς τούτο τα απαραίτητα συγκεκριμένα στοιχεία ή σε περίπτωση που δεν τα κατείχε, να ζητήσει μέσω του Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι η εισήγηση είναι ανεδαφική. Προσθέτουμε προς τούτο τη δήλωση του δικηγόρου του εφεσείοντος κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του προς μετριασμό της ποινής στην πρωτόδικη διαδικασία ότι ο εφεσείων τον είχε πληροφορήσει ότι για την παρούσα υπόθεση εκκρεμούσε ιδιωτική ποινική υπόθεση που είχε καταχωρηθεί εναντίον του κατά τη χρονική διάρκεια της εκδίκασης της άλλης υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η καθυστέρηση η οποία παρατηρήθηκε στην εκδίκαση αυτής της υπόθεσης των 3.½ χρόνων θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στην επιβολή κάποιου άλλου είδους ποινής παρά εκείνης της φυλάκισης.
Οι προεκτάσεις της καθυστέρησης του εύλογου χρόνου στην εκδίκαση μιας υπόθεσης εξετάστηκαν σε αριθμό υποθέσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο και καθορίστηκαν κυρίως στις αποφάσεις Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 και Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100. Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι η καθυστέρηση των ανακριτικών αρχών στην εξιχνίαση μιας ποινικής υπόθεσης μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης στο δικαστήριο είναι ένας παράγων ο οποίος συνεκτιμάται στον προσδιορισμό του εύλογου χρόνου για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης.
Την καθυστέρηση που έχει σημειωθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο τη διαχώρισε σε (α) καθυστέρηση μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο και (β) καθυστέρηση από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης. Ο πιο πάνω διαχωρισμός ήταν εύλογος και ορθός. Για την καθυστέρηση μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης παρατηρούμε ότι η καταγγελία έγινε στις 13.8.2001, ευθύς μετά τη διαπίστωση ότι η επιταγή που είχε εκδοθεί στις 12.8.2001 δεν μπορούσε να εξαργυρωθεί και η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε στις 6.11.2002. Για το διάστημα αυτό μεταξύ της καταγγελίας και της καταχώρησης της υπόθεσης στο δικαστήριο δόθηκαν εξηγήσεις ότι η εξιχνίαση της υπόθεσης είχε καθυστερήσει λόγω της άρνησης της τράπεζας επί της οποίας είχε εκδοθεί η επιταγή, να δώσει στην Αστυνομία τα απαραίτητα στοιχεία και τούτο λόγω του ότι οι υπεύθυνοι της τράπεζας πίστευαν ότι θα παραβιάζονταν τα προσωπικά δεδομένα του εφεσείοντος. Μάλιστα τονίστηκε ότι η Αστυνομία είχε προβεί στη λήψη τριών δικαστικών διαταγμάτων για να πάρει τα απαραίτητα στοιχεία, τα οποία θα οδηγούσαν στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Η εξήγηση αυτή αιτιολογεί την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από την καταγγελία της υπόθεσης μέχρι την καταχώρηση της ποινικής διαδικασίας. Αναφορικά με την καθυστέρηση που σημειώθηκε από την καταχώρηση της υπόθεσης (6.11.2002) μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας και την επιβολή ποινής (8.3.2005) το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή οφειλόταν στην παράλειψη του εφεσείοντος να παρουσιάζεται στο Δικαστήριο την ημέρα κατά την οποία η υπόθεση του ήταν ορισμένη για ακρόαση και στην έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον του. Από το σχετικό φάκελο του Δικαστηρίου φαίνεται ότι η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανιστεί σε τρεις ημερομηνίες όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και προς τούτο εκδόθηκαν εναντίον του εντάλματα σύλληψης. Ειδικότερα εντάλματα σύλληψης εκδόθηκαν στις 19.3.2003, 25.6.2004 και 10.11.2004. Ο εφεσείων δεν μπορεί να επικαλείται τη δική του παράλειψη να εμφανιστεί στο Δικαστήριο ως λόγο ο οποίος σύμφωνα με το δικηγόρο του θα μπορούσε να οδηγήσει το δικαστήριο στην επιβολή κάποιου άλλου είδους ελαφρότερης ποινής.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε διάταγμα αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης η ποινή της φυλάκισης που είχε επιβληθεί δεν ήταν ορθή και ότι υπήρχαν λόγοι που μπορούσαν να οδηγήσουν στην αναστολή της ποινής. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του της περί της Υφ΄ ΄Ορων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (90/72) όπως έχει τροποποιηθεί με Νόμο 186(1)/2003
«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.»
Έχουμε εξετάσει τη σχετική εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντος όπως επίσης και τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όπως αυτά έχουν περιγραφεί πιο πάνω, δεν δικαιολογούσαν την αναστολή της ποινής και ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Σημειώνουμε ότι μέχρι σήμερα το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η επιταγή παραμένει απλήρωτο.
Η έφεση του εφεσείοντος απορρίπτεται.
Γ. Ποινική έφεση 80/2005
Με την πιο πάνω έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 45 ημερών είναι έκδηλα ανεπαρκής. Προς τούτο έχει υποβληθεί ότι η επιβληθείσα ποινή σε σχέση με το ύψος της ποινής η οποία προβλέπεται από το Νόμο που είναι φυλάκιση μέχρι 12 μήνες, τα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Έχουμε εξετάσει την πιο πάνω εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια όλων των περιστατικών της υπόθεσης κατέληξε στην απόφαση επιβολής ποινής φυλάκισης 45 ημερών. Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/Χ.Π.