ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 592
19 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7873)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Κριτήριο για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα ― Κατά πόσο υπεισέρχεται θέμα ίσης μεταχείρισης των υπόπτων στη σχετική διαδικασία.
Το διάταγμα εξαήμερης προσωποκράτησης του εφεσείοντος εκδόθηκε προς διευκόλυνση των ανακρίσεων σε σχέση με διερευνόμενο αδίκημα κυκλοφορίας πλαστών χαρτονομισμάτων για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ενείχετο.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη για τους εξής λόγους:
1. Τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η κράτηση του υπόπτου δεν διαπράχθηκαν μέσα στην περίοδο που περιγράφεται στο ένταλμα σύλληψης και της αίτησης για κράτησή του.
2. Υπήρξε άνιση μεταχείριση μεταξύ του εφεσείοντος και των δύο άλλων υπόπτων επιεδή για εκείνους το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα 4ήμερης προσωποκράτησης, ενώ για τον εφεσείοντα εξαήμερης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αντικείμενο της διαδικασίας αυτής είναι η εξακρίβωση της γνησιότητας για το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας για συμμετοχή του υπόπτου στη διάπραξη του αδικήματος.
2. Προϋπόθεση κράτησης υπόπτου είναι η εύλογη υπόνοια ανάμειξής του στο υπό διερεύνηση αδίκημα.
3. Το θέμα της ίσης μεταχείρισης δεν υπεισέρχεται στην παρούσα διαδικασία. Η έρευνα σε τέτοιες υποθέσεις εξαρτάται από την εμπλοκή του κάθε υπόπτου στη διάπραξη του αδικήματος και η έκταση της έρευνας γίνεται με άμεση αναφορά στα στοιχεία που αφορούν τον κάθε ένα. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων φέρεται ως ο εγκέφαλος και παραχαράκτης των πλαστών χαρτονομισμάτων.
4. Το αίτημα της αστυνομίας εδικαιολογείτο πλήρως και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 359/2004), ημερομηνίας 16/11/2004, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση της Αστυνομίας και διατάχθηκε 6ήμερη κράτησή του προς διερεύνηση πιθανής διάπραξης αδικημάτων κατασκευής και κυκλοφορίας πλαστών χαρτονομισμάτων για τα οποία υπήρχαν εύλογες υποψίες ότι ο ύποπτος ενέχετο στη διάπραξή τους.
Γ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex Tempore
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ακούσαμε με προσοχή το δικηγόρο του εφεσείοντα και το δικηγόρο της Δημοκρατίας. Κρίνουμε πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, που είναι μακροσκελής και εμπεριστατωμένη, είναι ορθή. Σε αυτή επισημαίνονται τα στοιχεία, βάσει των οποίων το Δικαστήριο ενήργησε για να εκδώσει το διάταγμα προσωποκράτησης του εφεσείοντα. Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στη μαρτυρία του αστυνομικού, ο οποίος διερευνά την υπόθεση, και τα οποία κατέθεσε στη μαρτυρία του ενώπιον του δικαστηρίου. Τα πιο βασικά από αυτά είναι: η πληροφορία που είχε η αστυνομία για την κυκλοφορία πλαστών χαρτονομισμάτων. Μετά την πληροφορία αυτή δύο πρόσωπα συνελήφθησαν τα οποία, κατά τη διάρκεια της κράτησης και ανάκρισής τους, και πάντοτε σύμφωνα με τη μαρτυρία του αστυνομικού, παραδέχθηκαν την κυκλοφορία πλαστών χαρτονομισμάτων, και ενέπλεξαν τον ύποπτο ως το πρόσωπο που τους τα έδωσε. Αμέσως μετά, η αστυνομία ερεύνησε τα υποστατικά του εφεσείοντα και τον συνέλαβε βάσει δικαστικού εντάλματος σύλληψης. Επιπλέον, δόθηκε μαρτυρία στο πρωτόδικο δικαστήριο πως ο εφεσείων τηλεφώνησε από το κινητό του σε ένα από τα πρόσωπα που κρατούνταν και τον προέτρεψε, σε έντονο ύφος, να μην τον εμπλέξει στην υπόθεση.
Η έρευνα της αστυνομίας δεν έδειξε τίποτε το ύποπτο, μολονότι, καθώς αναφέρθηκε στο δικαστήριο, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής θα πρέπει να τύχει περαιτέρω επιστημονικών εξετάσεων από ειδικούς, γιατί φαίνεται να έχουν διαγραφεί ορισμένα στοιχεία από αυτόν.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προσπάθησε να μας πείσει πως η απόφαση του δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη για τους εξής λόγους: Πρώτον, γίνεται μνεία στη μαρτυρία του αστυνομικού, και στην απόφαση του δικαστηρίου, πως τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η κράτηση του υπόπτου διαπράχθηκαν μεταξύ 26 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου, ενώ στην πραγματικότητα, όπως διεφάνη, με διευκρίνιση στο μάρτυρα, δεν είναι αυτή η περίοδος της διάπραξης των αδικημάτων όπως περιγράφονται στο ένταλμα σύλληψης και της αίτησης για κράτηση του εφεσείοντα. Δεν νομίζουμε πως αυτό το στοιχείο έχει οποιαδήποτε σημασία στην υπόθεση. Ας μη ξεχνούμε ότι η υπόθεση είναι στο στάδιο όπου η αστυνομία διερευνά τη διάπραξη αδικημάτων και, σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο ύποπτος ενέχεται στη διάπραξη τους. Ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε επίσης πως υπήρξε και άνιση μεταχείριση των άλλων δύο υπόπτων, έναντι του εφεσείοντα, επειδή το δικαστήριο για εκείνους εξέδωσε διάταγμα 4ήμερης προσωποκράτησης, ενώ για τον εφεσείοντα 6ήμερης. Δεν υπεισέρχεται θέμα ίσης μεταχείρισης. Η έρευνα σε τέτοιες υποθέσεις εξαρτάται από την εμπλοκή του κάθε υπόπτου στη διάπραξη των εγκλημάτων, και ασφαλώς η έκταση αυτής της έρευνας γίνεται με άμεση αναφορά στα στοιχεία που αφορούν στον κάθε ένα. Εδώ, ο εφεσείων φέρεται ως ο εγκέφαλος και παραχαράκτης των πλαστών χαρτονομισμάτων. Η αστυνομία είναι, επιπλέον, στο στάδιο έρευνας αναφορικά με τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των πλαστών χαρτονομισμάτων.
Αναφορικά με την άλλη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, που αφορά στη μαρτυρία του αστυνομικού, ο οποίος είπε πως ο ύποπτος διέπραξε και στο παρελθόν παρόμοια αδικήματα, τα οποία και εξετάζονται, είναι φανερό, από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, πως το αίτημα που εξέταζε περιοριζόταν στα στοιχεία που αναφέρθηκαν ενώπιόν του, και γι' αυτή την υπόθεση ζητήθηκε το διάταγμα προσωποκράτησης.
Έχουμε λοιπόν τη γνώμη πως η αστυνομία ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια της εξουσίας της, καθώς και του καθήκοντός της να διερευνά και εξιχνιάζει αδικήματα. Το αίτημά της εδικαιολογείτο πλήρως, και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή.
Η έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.