ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 396
15 Ιουνίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
EΛΑΝΤΙΝ ΤΣΑΚΑΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7650)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Διάταγμα προσωποκράτησης υπόπτου προς διευκόλυνση ανακρίσεων σε σχέση με διερευνόμενα αδικήματα ― Προϋποθέσεις έκδοσής του είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα καθώς επίσης και η γνησιότητα του αιτήματος της Αστυνομίας.
Δικαστική διαδικασία ― Η διαδικασία που αφορά έφεση αλλά και όλες οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου γίνονται προς ανίχνευση των επιδίκων θεμάτων μόνο ― Το Δικαστήριο έχει καθήκον να περιορίζει τη δίκη μέσα στα ορθά της πλαίσια και να παρεμβαίνει ώστε η δίκη να προχωρεί απρόσκοπτα ― Ο διάδικος δεν έχει δικαίωμα να καταχράται τη διαδικασία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για τριήμερη κράτηση του εφεσείοντος κατόπιν σχετικού αιτήματος της Αστυνομίας για τη διερεύνηση υπόθεσης, με αντικείμενο την κατηγορία παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, γιατί το διάταγμα εξεδόθη κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 11.2(γ).5.6 του Συντάγματος και των αρχών της σχετικής νομολογίας. Εξέφρασε επίσης το παράπονο ότι το Δικαστήριο παρενέβαινε στη διαδικασία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ικανοποιητική για να τεθούν σε λειτουργία οι πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις. Η παρούσα διαδικασία αφορά μόνο το θέμα αν στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται εύλογη υπόνοια ότι ο καθ' ου ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της παράνομης κατοχής περιουσίας.
2. Ο διάδικος δεν έχει ανεξάντλητο δικαίωμα χρησιμοποίησης της διαδικασίας για χρονο ή περιεχόμενο σε τέτοιο βαθμό και έκταση ώστε αυτή να απολήγει σε κατάχρηση, αντί στην ορθή χρήση της.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Αριστοτέλους ν. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 225.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο - εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 23/3/2004, με την οποία διατάχθηκε τριήμερη κράτησή του για διερεύνηση από την Aστυνομία υπόθεσης με αντικείμενο την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του Άρθρου 309, του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.
Χ. Φωτίου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 22.3.2004 η Αστυνομία ενώ περιπολούσε στην Πάφο ανέκοψε για συνήθη έλεγχο το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, με συνοδηγό άλλο πρόσωπο. Κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού βρέθηκαν τα πιο κάτω αντικείμενα: ένας αποκωδικοποιητής δορυφορικής αντένας, μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, δύο αχρησιμοποίητες σύριγγες, ένα σιδερένιο κοπίδι και ένα μανίκι τρικού, στο οποίο υπήρχαν τρύπες ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κουκούλα. Ο εφεσείων δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις, όταν τους ζητήθηκαν, αναφορικά με την προέλευση των πιο πάνω αντικειμένων. Μετά την έκδοση σχετικού δικαστικού εντάλματος ερευνήθηκαν τα σπίτια του εφεσείοντα και του άλλου προσώπου χωρίς όμως να βρεθεί οτιδήποτε το ενοχοποιητικό. Ο εφεσείων αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Αστυνομία ή να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που του υποβλήθηκε, σχετικά με την προέλευση των αντικειμένων. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης τους και την επόμενη μέρα, 23.3.2004, ζητήθηκε από το Δικαστήριο η τριήμερη κράτηση τους. Η έφεση καταχωρίστηκε στις 31.3.2004, από τον ένα ύποπτο, τον οδηγό του αυτοκινήτου, όταν είχε ήδη λήξει το διάταγμα της τριήμερης κράτησης.
Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για τριήμερη κράτηση του εφεσείοντα, όπως το ζήτησε η Αστυνομία, αφού άκουσε για την υποστήριξη του τον αστυφύλακα, υπεύθυνο για τη διερεύνηση της υπόθεσης, με αντικείμενο την κατηγορία παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Ο μάρτυρας αντεξετάστηκε για πολύ ώρα από το δικηγόρο του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο έκρινε, αφού άκουσε τη μαρτυρία, και στη βάση της νομολογίας, πως το διάταγμα δικαιολογείτο, και το εξέδωσε.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, γιατί το διάταγμα εξεδόθη κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του άρθρου 11.2(γ).5.6 του Συντάγματος και των αρχών της νομολογίας, όπως έχουν, κατά κύριο λόγο, εκτεθεί στην Άρης Αριστοτέλους ν. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 225. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως το γεγονός και μόνο της ανεύρεσης των αντικειμένων, που απαριθμούμε πιο πάνω, στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα, χωρίς άλλο στοιχείο, δεν δημιουργούσε εύλογη υπόνοια ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, και πως ο εφεσείων αδικαολόγητα θεωρήθηκε πως πιθανό να ενεχόταν στη διάπραξη του. Επιπλέον η κράτηση του δεν θα βοηθούσε σε τίποτε το έργο της αστυνομίας, εφόσον οι καταθέσεις, όπως είπε ο ερευνών αστυνομικός, θα ελαμβάνοντο από το οικογενειακό περιβάλλον του εφεσείοντα. Ο συνήγορος υποβάλλοντας στον εαυτό του το ερώτημα: τι αναμενόταν να πουν τα συγγενικά πρόσωπα του εφεσείοντα, απάντησε ο ίδιος λέγοντας πως αυτές οι καταθέσεις προφανώς θα έτειναν στην απελευθέρωση του εφεσείοντα από την κράτηση.
Κρίναμε πως δεν χρειαζόταν να αγορεύσει στην έφεση ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, και προχωρήσαμε στην απόρριψη της. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ικανοποιητική για να τεθούν σε λειτουργία οι συνταγματικές διατάξεις, που αναφέρουμε πιο πάνω. Το είδος και η φύση των ανευρεθέντων αντικειμένων, το δεδομένο πως στην Πάφο και Λεμεσό είχαν γίνει πολλές κλοπές που διερευνούνταν, και η άρνηση του εφεσείοντα να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις, συνιστούσαν επαρκή στοιχεία για την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Να επαναλάβουμε, για πολλοστή φορά, πως η διαδικασία, σαν αυτή που εξετάζουμε, αφορά συγκεκριμένο θέμα: αν δηλαδή στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται εύλογη υπόνοια ότι ο καθ' ου ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση της παράνομης κατοχής περιουσίας. Το Δικαστήριο, εφόσο διαπιστώσει το πιο πάνω βασικό και ουσιαστικό στοιχείο, προχωρεί να εξετάσει αν για τη συμπλήρωση των ανακρίσεων είναι αναγκαία η κράτηση του καθ' ου. Και ανάλογα με το περιεχόμενο των ανακρίσεων, και την πορεία τους, ποίο είναι το απαραίτητο χρονικό διάστημα της κράτησης. Επίσης, και τούτο αποφασίζεται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κατά πόσο το αίτημα της Αστυνομίας γίνεται καλόπιστα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για αλλότριους σκοπούς, όπως π.χ. η ταλαιπωρία κάποιου ανθρώπου.
Ένα παράπονο που έκανε ενώπιον μας ο δικηγόρος του εφεσείοντα ήταν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόταν συνοπτικά ενστάσεις που υπέβαλλε ο δικηγόρος της Εισαγγελίας κατά την αντεξέταση του αστυνομικού, που υποστήριζε με την μαρτυρία του το αίτημα, χωρίς να του δίδεται η ευκαιρία να απαντά στην ένσταση. Μελετήσαμε με προσοχή το σχετικό πρακτικό της διαδικασίας. Πράγματι το Δικαστήριο αποδέχτηκε, σε μερικές περιπτώσεις, ένσταση του δικηγόρου της Εισαγγελίας χωρίς να δώσει την ευκαιρία στο δικηγόρο του εφεσείοντα να απαντήσει σ' αυτή. Κατά τη γνώμη μας όμως το Δικαστήριο πολύ ορθά έπραξε. Οι ενστάσεις ήταν έκδηλα ορθές, τόσο που δεν χρειαζόταν καν να υποβληθούν. Και το ίδιο το Δικαστήριο θα μπορούσε να παρέμβει για να μην επιτρέψει τις ερωτήσεις που υπέβαλλε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο μάρτυρα. Έχει λεχθεί πολλές φορές, ας το επαναλάβουμε ακόμη μία. Η διαδικασία που αφορά στην παρούσα έφεση, αλλά και σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου, επικεντρώνεται στα επίδικα θέματα που την αφορά. Η δικαστική διαδικασία γίνεται ακριβώς για να ανιχνευτούν τα επίδικα θέματα, και μόνον αυτά. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να περιορίζει τη δίκη μέσα στα ορθά της πλαίσια, και να παρεμβαίνει ούτως ώστε η δίκη να προχωρεί απρόσκοπτα. Ο διάδικος δεν έχει ανεξάντλητο δικαίωμα χρησιμοποίησης της διαδικασίας για χρόνο ή περιεχόμενο σε τέτοιο βαθμό και έκταση ώστε αυτή να απολήγει σε κατάχρηση, αντί στην ορθή χρήση της.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.