ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.α. (1999) 2 ΑΑΔ 320
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 2 ΑΑΔ 287
13 Μαΐου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 7406)
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΣΠΥΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7407)
CHRYSILIOS RENT A CAR LTD.,
Εφεσείων,
v.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7406, 7407)
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Απόρριψη μαρτυρίας ως εξ ακοής, η οποία ήταν αποδεκτή δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 18 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχους τους εφεσείοντες σε κατηγορίες παράλειψης καταβολής εισφορών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων που αντιμετώπιζαν, αφού κατέληξε σε εύρημα ότι μεταξύ τους και του εργοδοτούμενού τους Σπύρου Σπύρου (παραπονούμενος) είχε δημιουργηθεί η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου. Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας διάφορους λόγους που βασίζονται αφενός στην αποδοχή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και στην απόρριψη της εκδοχής τους και αφετέρου σε διάφορα θέματα νομικού χαρακτήρα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεκτό ένα βασικό στοιχείο της υπεράσπισης των εφεσειόντων, ήτοι, ενυπόγραφη δήλωση του παραπονουμένου ότι ήταν άνεργος, που περιέχεται σε έγγραφο με τίτλο "Προκαταρκτική εξέτασις του χρεώστου", το οποίο είχε κατατεθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία από υπάλληλο του Γραφείου Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (Κλάδος Πτωχεύσεων και Εκκαθαρίσεων Εταιρειών) που κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας των εφεσειόντων. Το εν λόγω έγγραφο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 18 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφού προέρχεται από μητρώο που τηρείται δυνάμει νομικής υποχρέωσης και ο μάρτυς που το κατέθεσε είχε την εξουσία να τηρεί το μητρώο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Oι εφέσεις επιτράπηκαν. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.
Εφέσεις από τους Εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 20387/2002), ημερομηνίας 21/1/2003, με την οποία κρίθηκε ότι ο παραπονούμενος εργοδοτείτο από αυτούς και συνεπώς βρέθηκαν ένοχοι, ως εργοδότες, για παράλειψη καταβολής για τον πιο πάνω εργοδοτούμενο τους εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980-1995), ετήσιων αδειών (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967-1993), πλεονάζοντος προσωπικού (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967-1994), βιομηχανικής κατάρτισης (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Βιομηχανικής Κατάρτισης Νόμων 1974-1980), έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και παράλειψης πληρωμής πρόσθετου τέλους (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων 1985-1995).
Χρ. Χ''Στερκώτης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο Αριστοτέλης Σπύρου (εφεσείων στην έφεση 7406) και η εταιρεία CHRYSILIOS RENT A CAR LTD (εφεσείουσα στην έφεση 7407) αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία ο Σπύρος Σπύρου (παραπονούμενος) είχε βρεθεί ότι ήταν εργοδοτούμενος και των δύο εφεσειόντων. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης οι δύο εφεσείοντες είχαν βρεθεί ένοχοι παράλειψης καταβολής για τον πιο πάνω εργοδοτούμενο τους εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980-1995), ετήσιων αδειών (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967-1993), πλεονάζοντος προσωπικού (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967-1994), βιομηχανικής κατάρτισης (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Βιομηχανικής Κατάρτισης Νόμων 1974-1980), έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και παράλειψης πληρωμής πρόσθετου τέλους (κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων 1985-1995).
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι ο παραπονούμενος εργοδοτείτο από τους δύο εφεσείοντες, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων κάλεσε τον παραπονούμενο και ένα επιθεωρητή του Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ εκ μέρους των εφεσειόντων κατέθεσαν ο Διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας και ένας υπάλληλος από το Γραφείο Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη.
Ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι εργοδοτήθηκε από την εφεσείουσα εταιρεία που ασχολείτο με ενοικιάσεις αυτοκινήτων και κτηματομεσιτικές εργασίες από το 1993 και τα καθήκοντα του συμπεριλάμβαναν ενοικιάσεις αυτοκινήτων και εργασίες της εταιρείας που σχετίζονταν με το ταχυδρομείο, τράπεζες και το Κτηματολόγιο. Ο μισθός του αρχικά ήταν £300 μηνιαίως και από το 1999 αυξήθηκε σε £350. Η καταβολή του μισθού του γινόταν σε μετρητά, σε αντίθεση με άλλους υπαλλήλους που πληρώνονταν με επιταγές. Ο παραπονούμενος αποχώρησε από την εργασία του στις 5/5/2002 κατόπιν μιας λογομαχίας που είχε με τον εφεσείοντα, όταν ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι δεν εκτελούσε καλά τα καθήκοντα του. Όταν μετέβηκε στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καταβάλει τις σχετικές εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων από το 1993 μέχρι το 2002, υπέβαλε σχετικό παράπονο, ως αποτέλεσμα του οποίου καταχωρήθηκαν σχετικές κατηγορίες εναντίον των δύο εφεσειόντων.
Εκ μέρους των εφεσειόντων ο Διευθυντής της εταιρείας κατέθεσε ότι ο παραπονούμενος ήταν αδελφός του και ότι τον βοηθούσε οικονομικά ξοφλώντας το 1975 ένα χρέος του για την αγορά αυτοκινήτου και αγοράζοντας του ένα άλλο αυτοκίνητο το 1980. Από το 1980 μέχρι το 1989 ο παραπονούμενος διέμενε στο σπίτι του εφεσείοντος και αργότερα σε διαμέρισμα, το ενοίκιο του οποίου κατέβαλλε ο εφεσείων. Ο παραπονούμενος ουδέποτε εργοδοτήθηκε από τους εφεσείοντες, δεν συμφωνήθηκε μαζί του οποιοσδήποτε μισθός και ουδέποτε του δόθηκαν εντολές ως προς ποιά εργασία θα εκτελούσε. Ο παραπονούμενος χρησιμοποιούσε το γραφείο των εφεσειόντων για να συμπληρώνει δελτία Προ-πό και Λόττο και μετέβαινε εκεί για να περνά την ώρα του. Ο εφεσείων αναγκάστηκε να του πει να φύγει από το γραφείο γιατί πρόσωπα που είχαν να παίρνουν χρήματα από τον παραπονούμενο, τηλεφωνούσαν στο γραφείο και ενοχλούσαν τον εφεσείοντα ζητώντας από αυτόν να πληρώσει τα χρέη του αδελφού του. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι έδινε και κάποια οικονομική βοήθεια στον παραπονούμενο, που ήταν ό,τι χρειαζόταν για να ζήσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή του παραπονουμένου και απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων, κατέληξε σε εύρημα ότι είχε δημιουργηθεί σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου μεταξύ του παραπονουμένου και των εφεσειόντων. Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο παραπονούμενος προσλήφθηκε από τους εφεσείοντες από το 1993 μέχρι τις 5/5/2002, με κύρια καθήκοντα τις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, ότι εργαζόταν καθημερινά από τις 6.30-7.00 π.μ. μέχρι τις 6.00 μ.μ. και ότι έπαιρνε καθημερινά οδηγίες από τον αδελφό του. Αρχικά ο μισθός του ήταν £300 μηνιαίως και από το 1999 ο μισθός του αυξήθηκε στις £350. Κατά την πιο πάνω περίοδο οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταβάλουν τα σχετικά τέλη στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με βάση τα πιο πάνω συμπεράσματα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τους εφεσείοντες ένοχους στις σχετικές κατηγορίες παράλειψης καταβολής των σχετικών εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που αντιμετώπιζαν.
(β) Η έφεση
Προς υποστήριξη της εισήγησής τους ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη, οι εφεσείοντες πρόβαλαν διάφορους λόγους που βασίζονται αφενός στην αποδοχή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και στην απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων και αφετέρου σε διάφορα θέματα νομικού χαρακτήρα. Η εισήγηση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την κατάθεση του Τεκμηρίου 5, αποβαίνει κρίσιμη.
Στις 22/3/93 κατόπιν αίτησης πιστωτή εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του παραπονουμένου σύμφωνα με το οποίο ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε Παραλήπτης της περιουσίας του πιο πάνω και ακολούθως στις 3/3/94 κατόπιν αίτησης του Επίσημου Παραλήπτη, ο παραπονούμενος κηρύχθηκε σε πτώχευση. Στην καθορισμένη προκαταρκτική εξέταση που ακολουθεί την πτωχευτική διαδικασία για να διαπιστωθεί αν ο πτωχεύσας εργάζεται και μπορεί να καταβάλλει τα χρέη του διά μηνιαίων δόσεων, ο παραπονούμενος κλήθηκε και απάντησε σε εννέα συγκεκριμένες ερωτήσεις. Σε ερώτηση "Τι επάγγελμα εξασκείτε" ο παραπονούμενος απάντησε "Προς το παρόν άνεργος". Η πιο πάνω απάντηση συμπεριλαμβανόταν μαζί με τις άλλες οκτώ σε έγγραφο που φέρει τον τίτλο "Προκαταρκτική εξέτασις του χρεώστου" ημερομηνίας 22/4/93 και το έγγραφο φέρει την υπογραφή του παραπονουμένου.
Το Tεκμήριο 5 κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας από υπάλληλο του Γραφείου Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (Κλάδος Πτωχεύσεων και Εκκαθαρίσεων Εταιρειών), που κλήθηκε να καταθέσει εκ μέρους των εφεσειόντων. Το πιο πάνω έγγραφο περιεχόταν στο φάκελο 1294 της αίτησης πτώχευσης 147/92 εναντίον του παραπονουμένου που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Ο φάκελος βρισκόταν στην κατοχή και φύλαξη του μάρτυρος που το κατέθεσε κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το έγγραφο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως πολύ ορθά σημειώθηκε και από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, αφού προέρχεται από μητρώο που τηρείται δυνάμει νομικής υποχρέωσης και ο μάρτυς που το κατέθεσε είχε την εξουσία να τηρεί το μητρώο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη αναφορικά με την αποδοχή του πιο πάνω εγγράφου. Παραθέτουμε προς τούτο τη σχετική αναφορά:
"Το μέρος της μαρτυρίας του που αφορά τις δηλώσεις που έκαμε ο Παραπονούμενος στον Επίσημο Παραλήπτη στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης του Παραπονούμενου και περιέχονται στο έγγραφο (Τεκμ. 5) δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για το λόγο ότι έγιναν σε άλλο πρόσωπο, συγκεκριμένα τον αρμόδιο εξεταστή, ο οποίος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο. Συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί ως εξ ακοής μαρτυρία."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ένα βασικό στοιχείο της υπεράσπισης των εφεσειόντων (δηλαδή η δήλωση του παραπονουμένου που περιέχεται στο Tεκμήριο 5 ότι ήταν άνεργος τον Απρίλιο του 1993, σε αντίθεση με την προφορική μαρτυρία του ότι είχε προσληφθεί από τους εφεσείοντες από το Μάρτιο του 1993), δεν επετράπηκε να παρουσιασθεί. Αναμφίβολα αποτελεί ένα είδος μαρτυρίας που θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του παραπονουμένου, μέσα στα πλαίσια της εξέτασης των εκδοχών των δύο πλευρών. Η αξιολόγηση αυτής της έγγραφης δήλωσης η οποία φέρει την υπογραφή του παραπονουμένου και η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη μετέπειτα προφορική του μαρτυρία στο Δικαστήριο, δεν ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν θα εκφέρουμε επομένως άποψη.
Έχουμε εξετάσει το θέμα προσεκτικά μέσα στα πλαίσια της σχετικής νομολογίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320) και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από την ταλαιπωρία που δυνατό να προκληθεί στους εφεσείοντες, επιβάλλεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Oι εφέσεις επιτυγχάνουν. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.