ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 533

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 7524)

22 Οκτωβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΥΛΑ ΣΑΠΑΡΙΛΑ,

Εφεσείουσα,< /P>

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητ ης.

 

Α. Χαραλάμπους, για την Εφεσείουσα.

Δ. Παπαμιλτιάδους (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα στις 6.12.2001 και περί ώρα 18.20 οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής ΕΖΡ874 στην οδό Γιλτίζ στη Λεμεσό ακολουθώντας ανατολική κατεύθυνση. Τη στιγμή εκείνη υπήρχε σκότος και έπιπτε δυνατή βροχή. Όταν το αυτοκίνητο της εφεσείουσας έφθασε στη συμβολή της οδού Γιλτίζ με την οδό Ακσιεχίρ, στα αριστερά σε σχέση με την πορεία της, άκουσε ξαφνικά κτύπημα στο εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου της και αμέσως μετά μια σκιά. Χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου και σταμάτησε και τότε μόνο είδε μια γυναίκα πεσμένη στην άσφαλτο, μπροστά από το αυτοκίνητο της.

Η εφεσείουσα αντιμετώπισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατηγορία για αμελή οδήγηση. Μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχη την εφεσείουσα με το εξής σκεπτικό:-

«Απορρέει από τα πιο πάνω ότι το καθήκον της κατηγορούμενης για τη λήψη μέτρων προφύλαξης γεννήθηκε τη στιγμή που η πεζή εισήλθε στο δρόμο και επιχείρησε να διασταυρώσει. Το όχημα της κατηγορούμενης ευρισκόταν σε απόσταση 50-60 μέτρων από το σημείο που η πεζή επιχείρησε να διασταυρώσει και η πεζή διάνυσε 3,70 μέτρα (πλάτος δρόμου 7,90 μέτρα) με κανονικό βηματισμό και χτυπήθηκε από το δεξιό φανάρι του οχήματος της κατηγορούμενης. Με δεδομένο ότι στο σημείο που η πεζή επιχείρησε να διασταυρώσει σε απόσταση 9,80 μέτρα υπήρχε ηλεκτρικός πάσσαλος και υπήρχε φωτισμός, όπως ανέφερε η Μ.Κ.2 και επιβεβαιώθηκε και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, στο δρόμο και λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατηγορούμενη δεν είδε καθόλου την πεζή πριν τη σύγκρουση, όπως ήταν η θέση της στην κατάθεση της, ενώ δεν υπήρχε οποιοσδήποτε φραγμός που να σκιάζει την παρουσία της πεζής, θεωρώ ότι, αν η κατηγορούμενη είχε το δέοντα έλεγχο του δρόμου, όφειλε να είχε αντιληφθεί την πεζή. Στα πλαίσια αυτά λαμβάνω υπόψη ότι ήταν βράδυ και ο καιρός βροχερός και η κατηγορούμενη όφειλε να οδηγεί με τέτοια προσοχή που να της ήταν δυνατό να αντεπεξέλθει στην ιδιαίτερη δυσχέρεια που δημιούργησαν οι καιρικές συνθήκες και εν πάση περιπτώσει να ασκεί έλεγχο του δρόμου εντός του πεδίου των φώτων της.

Η κατηγορούμενη είχε καθήκον έναντι της Μ.Κ.2 να την αντιληφθεί προηγουμένως και η παράλειψη της να το τηρήσει ισοδυναμεί με οδήγηση χωρίς τη δέουσα παρατηρητικότητα και κατ' επέκταση αποτελεί παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και προσοχής που όφειλε στη Μ.Κ.2 και επομένως την καθιστά υπεύθυνη για αμέλεια (βλ. Patsalides v. Milikouri (1981) 1 C.L.R. 158 και Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ.).

Με τέσσερις λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει, ως λανθασμένη, την πρωτόδικη απόφαση, επιδιώκοντας την ανατροπή της. Με δύο λόγους εισηγείται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένα γιατί είτε βασίστηκαν σε ανύπαρκτη μαρτυρία είτε γιατί δεν υποστηρίζονται ή είναι αντίθετα με τη μαρτυρία που είχε αποδεχτεί. Με τους άλλους δύο λόγους εισηγείται ως εσφαλμένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας τόσο της παραπονούμενης (Μ.Κ.2) όσο και του περιεχομένου της κατάθεσης προς την αστυνομία που έδωσε η εφεσείουσα.

Ξεκινώντας από τους τελευταίους λόγους έφεσης, πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή και αληθή τη μαρτυρία της παραπονούμενης, δίδοντας προς τούτο και τους λόγους που οδήγησαν στην αποδοχή της. Η εφεσείουσα προβάλλει διάφορες, κατ΄ αυτή αντιφάσεις στη μαρτυρία της για να υποστηρίξει τη θέση της. Στο περίγραμμα του ευπαίδευτου δικηγόρου της παρατίθενται αποσπάσματα από τη μαρτυρία στην προσπάθεια τεκμηρίωσης των ισχυρισμών της. Δεν έχουμε εντοπίσει τέτοιας φύσεως αντιφάσεις που να υποσκάπτουν τα ευρήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Δικαστήριο.

Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε η εφεσείουσα στην αστυνομία. Αντίθετα αναφέρει ότι λήφθηκε υπόψη σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας. Εξάλλου στην κατάθεση αναφέρονται οι συνθήκες του δυστυχήματος και η παραδοχή της εφεσείουσας ότι ουδέποτε πριν από τη σύγκρουση είδε ή αντελήφθη την παραπονούμενη. Και αυτή η παραδοχή αποτελεί ουσιαστικά και το εύρημα του Δικαστηρίου που οδήγησε στην ενοχή της.

Σχετικά με τους άλλους δύο λόγους έφεσης (όπως αναφέρθησαν πιο πάνω) η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για την ορατότητα στην περιοχή του δυστυχήματος, για την απόσταση του πεδίου των φώτων του οχήματος της και για την υπερβολική ταχύτητα του και κατά συνέπεια δεν εδικαιολογείτο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα όφειλε να είχε αντιληφθεί την παραπονούμενη προτού τη κτυπήσει.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε επαρκής μαρτυρία ως προς την ορατότητα στο δρόμο και τις συνθήκες κατά τη στιγμή της σύγκρουσης. Επίσης το Δικαστήριο τίποτε δεν έχει αναφέρει στην απόφαση του για υπερβολική ταχύτητα του οχήματος της εφεσείουσας. Ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως προς το σημείο σύγκρουσης και όχι αυτό της παραπονούμενης απαντάται από τους προηγούμενους εξετασθέντες λόγους έφεσης. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και ως συνέπεια αυτού και τη θέση της ως προς το σημείο σύγκρουσης.

Περαιτέρω η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε «τον δέοντα έλεγχο του δρόμου» ενώ «δεν υπήρχε οποιοσδήποτε φραγμός που να σκιάζει την παρουσία της πεζής» είναι λανθασμένο αφού, όπως ισχυρίζεται, ήταν σκοτάδι, η παραπονούμενη φορούσε σκούρα ρούχα, ο δρόμος ήταν βρεγμένος και ότι υπήρχε σε απόσταση 9.80 μ. ηλεκτρικός πάσσαλος.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι εντελώς αβάσιμος και δεν βοηθά τη θέση της εφεσείουσας. Τα συμπεράσματα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν είναι αυθαίρετα, όπως λανθασμένα υποστηρίζει η εφεσείουσα, αλλά συνάδουν τόσο με την προφορική μαρτυρία που δέχθηκε ως αληθή και ορθή όσο και με την πραγματική μαρτυρία και το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος.

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να ελέγχει το δρόμο στον οποίο οδηγούσε και να αντιληφθεί την πεζή έγκαιρα προτού τη κτυπήσει συνάδει με την ενώπιον του μαρτυρία και είναι εύλογο. Η εφεσείουσα πράγματι είχε υποχρέωση να δει έγκαιρα την πεζή που άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο και να διανύει απόσταση 3.70 μ. φτάνοντας ακριβώς στο κέντρο του δρόμου και να λάβει μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης. Η αμέλεια της εφεσείουσας συνίσταται στην έλλειψη της δέουσας προσοχής εκ μέρους της που είχε ως συνέπεια να μην δει την πεζή καθόλου παρά μόνο μετά τη σύγκρουση, όπως η ίδια παραδέχθηκε στη γραπτή προς την αστυνομία κατάθεση της.

Έχουμε καταλήξει ότι δεν ευσταθεί κανένας από τους λόγους έφεσης που έχουν προβληθεί κατά της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Δ

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο