ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 524

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7672)

 

20 Οκτωβρίου, 2004

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

JAMES PETER (PAZARAKI),

 

Εφεσίβλητoς.

_________________________

Α. Ιωάννου (κα.) , για τον Εφεσείοντα.

Γ. Λουϊζίδης, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος δικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) πάνω σε δύο κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

  1. Εξάσκηση επί κέρδει επιχειρήσεως, επιτηδεύματος, εργασίας ή επαγγέλματος εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Αγίου Αθανασίου χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης προς τούτο άδειας, κατά παράβαση των άρθρων 104, 105(1), 106, 109, 126, 129, 134 και 135 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν 111/85, όπως τροποποιήθηκε).
  2. Παράλειψη πληρωμής τελών καθαριότητας και σκυβάλων, κατά παράβαση του Κανονισμού 134, όπως αυτός τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 93/80, των Δημοτικών Κανονισμών του Δήμου Αγίου Αθανασίου, όπως και των άρθρων 84(ζ), 87(1) (γ), 126, 129, 134 και 140 και του Έκτου Πίνακα του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν 111/85, όπως τροποποιήθηκε).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας διαπίστωσε ότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

«Ο κατηγορούμενος κατέχει και κατά το έτος 2001 κατείχε ανοιχτό χώρο Τεμ. 326, Φ./Σχ. LIV/51, το οποίο βρίσκεται στη γεωγραφική περιοχή του Δήμου Αγίου Αθανασίου εντός του οποίου από την 1.1.2001 μέχρι την 31.12.2001 διοργάνωνε λαϊκή αγορά (υπαίθριο παζάρι) κάθε Σάββατο και εντός αυτού εισέρχοντο πλανώδιοι πωλητές εμπορευμάτων με την πληρωμή δικαιώματος εισόδου στο χώρο στον Κατηγορούμενο.

Την 11.6.2001 το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αγίου Αθανασίου επέβαλε τέλη καθαριότητας στους δημότες αυτού περιλαμβανομένου και του Κατηγορουμένου στον οποίο επέβαλε τέλη καθαριότητας ύψους £4.800.-

Την 28.6.2001 ειδοποίηση επιβολής τέλους καθαριότητας εστάληκε στον Κατηγορούμενο με κανονικό ταχυδρομείο, η οποία δεν παραλήφθηκε από τον Κατηγορούμενο.

Στα εν λόγω τέλη επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση £432.-

Τα πιο πάνω επιβληθέντα τέλη καθαριότητας και η πρόσθετη επιβάρυνση δεν καταβλήθηκαν στο Δήμο Αγίου Αθανασίου από τον Κατηγορούμενο μέχρι σήμερα.

Την 11.6.2001 το Δημοτικό Συμβούλιο Αγίου Αθανασίου επέβαλε στον Κατηγορούμενο δικαιώματα για την άδεια επαγγέλματος εκ £450.-

Στα εν λόγω τέλη επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση £40,50.-

Την 28.6.2001 η ειδοποίηση επιβολής δικαιωμάτων της άδειας επαγγέλματος και τελών σκυβάλων στάληκε στον Κατηγορούμενο με κανονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση Τελαμώνος αρ. 19, Γερμασόγεια, αλλά δεν παραλήφθηκε από τον Κατηγορούμενο.

Η Τελαμώνος 19, Γερμασόγεια ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση του κατηγορουμένου κατά την ημερομηνία ταχυδρόμησης των ειδοποιήσεων επιβολής δικαιωμάτων άδειας επαγγέλματος και τελών σκυβάλων.

Τα πιο πάνω επιβληθέντα τέλη σκυβάλων καθώς και τα δικαιώματα της άδειας επαγγέλματος και οι πρόσθετες επιβαρύνσεις δεν έχουν πληρωθεί από τον κατηγορούμενο στο Δήμο Αγίου Αθανασίου μέχρι σήμερα.

Ο κατηγορούμενος κατά το έτος 2001 δεν είχε εκ των προτέρων εξασφαλίσει άδεια άσκησης επαγγέλματος από το διοικητικό συμβούλιο του Δήμου Αγίου Αθανασίου για τη διοργάνωση της λαϊκής αγοράς (υπαίθριο παζάρι).

Ειδοποίηση επιβολής τελών από την Κατηγορούσα Αρχή η οποία αφορούσε τα τέλη του 2002 και η οποία στάληκε στον Κατηγορούμενο κατά το τέλος Ιουνίου 2002 στην ίδια διεύθυνση Τελαμώνος 19, Γερμασόγεια, παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή. Υπέδειξε ότι σύμφωνα με τα πιο πάνω ευρήματα του οι αποφάσεις των εφεσειόντων με την οποία είχαν επιβληθεί τα επίδικα τέλη στον εφεσίβλητο δεν είχαν «καταστεί ανέκλητες πριν την καταχώρηση του κατηγορητηρίου». Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή. Έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας. Παρά ταύτα έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να ασκήσει την εξουσία του για την έκδοση διατάγματος είσπραξης των σχετικών τελών όπως προβλέπεται από το αρ.126 του πιο πάνω Νόμου 111/85. Αυτό γιατί σύμφωνα με τα πιο πάνω ευρήματα του η απόφαση των εφεσειόντων με την οποία είχαν επιβληθεί τα τέλη, αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας, δεν περιήλθε σε γνώση του παρά μόνο μετά την έναρξη της παρούσας ποινικής δίωξης.

Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση των εφεσειόντων ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος «είναι μόνο η επιβολή τελών σκυβάλων και η μη πληρωμή τους από τον κατηγορούμενο και ότι η επίδοση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος». Με δεδομένη δε την πιο πάνω διαπίστωση του ότι ο εφεσίβλητος δεν έλαβε γνώση της διοικητικής πράξης επιβολής σε αυτόν των επιδίκων τελών καθαριότητας ή σκυβάλων για το έτος 2001, πριν την καταχώρηση του κατηγορητηρίου έκρινε ότι «η πράξη αυτή δεν κατέστη ανέκκλητη και κατά συνέπεια το παρόν δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 126 του Ν 111/85 και να εκδώσει διάταγμα πληρωμής τους».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσίβλητο επί της δεύτερης κατηγορίας γιατί δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της επίδοσης της σχετικής απόφασης.

Τέλος σε σχέση με το θέμα του τρόπου επίδοσης της διοικητικής πράξης επιβολής των τελών, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο αρ. 137 του Νόμου 111/85.

Έρεισμα των πιο πάνω καταλήξεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν οι αποφάσεις στις υποθέσεις Κυριακίδης κ.α. ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 75 και Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128.

Με την παρούσα έφεση, η οποία έχει ασκηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης για μη έκδοση διατάγματος πληρωμής των επιδίκων τελών στην πρώτη κατηγορία και η ορθότητα της απόφασης για αθώωση του εφεσίβλητου στη δεύτερη κατηγορία. Με δύο ξεχωριστούς λόγους έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με τη μη λήψη γνώσης από τον εφεσίβλητο των αποφάσεων, με τις οποίες είχαν επιβληθεί τα επίδικα τέλη, ήταν λανθασμένη, αυθαίρετη και αντινομική.

Υπενθυμίζουμε ότι τα επίδικα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Η παρούσα έφεση έχει ασκηθεί δυνάμει του αρ. 137 (1) (α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Καθώς έχει νομολογηθεί το αρ. 137 (1) (α) δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή ή κατά της προσβολής των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 C.L.R. 151). Κατά συνέπεια οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν μπορούν να εξεταστούν.

Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι αποφάσεις με τις οποίες επιβλήθηκαν τα τέλη, αντικείμενο των δύο κατηγοριών, δεν είχαν καταστεί ανέκκλητες.

Στην Χριστοδούλου (πιο πάνω), επί της οποίας βασίσθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το θέμα τέθηκε ως εξής (απόφαση Πική, Π.):

«Η δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινες παραλείψεις καταβολής φορολογίας προϋποθέτει το ανέκκλητο της φορολογίας, με μόνο παρεπόμενο την είσπραξή της. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα η επιβληθείσα φορολογία, εφόσον περιέλθει σε γνώση του διοικουμένου και αφού παρέλθει ο χρόνος για την προσβολή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για το ανέκκλητο της υποχρέωσης καταβολής της φορολογίας αποτελεί η γνωστοποίησή της στο διοικούμενο ή, έστω, η λήψη γνώσης του περιεχομένου της εκ μέρους του και η πάροδος, από την ημέρα εκείνη, του χρονικού διαστήματος των 75 ημερών για την άσκηση προσφυγής - (Άρθρο 146.3 του Συντάγματος).»

Έχουμε επομένως την άποψη πως το μέρος της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρεται στο μη ανέκκλητο των σχετικών διοικητικών πράξεων είναι απόλυτα ταυτισμένο με τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας (βλ. επίσης Κυριακίδης, πιο πάνω, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παπαντωνίου (1992) 2 Α.Α.Δ. 403, Μηλιώτης Λτδ κ.α. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 12, Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137).

Αναφορικά με την μη έκδοση διατάγματος για καταβολή των τελών - αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας - δυνάμει του αρ. 126 του Νόμου 111/85, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ξεχωριστού λόγου έφεσης θεωρούμε ότι για να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα πρέπει να υφίσταται αξιόποινη παράλειψη καταβολής του σχετικού τέλους. Εφόσον ο εφεσίβλητος δεν έλαβε γνώση των επιδίκων τελών η παράλειψη του να τα καταβάλει δεν έχει καταστεί αξιόποινη (βλ. Χριστοδούλου, πιο πάνω). Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην έκδοση διατάγματος καταβολής των τελών.

Τέλος, αναφορικά με την δεύτερη κατηγορία, οι εφεσείοντες υποστήριξαν:

(α) Ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

(β) Ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση επίδοσης των τελών στον εφεσίβλητο και λανθασμένα ερμήνευσε το άρθρο 137 του περί Δήμων Νόμου (Ν 111/85) και/ή λανθασμένα έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη επιβάλλει υποχρέωση επίδοσης των τελών.

Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του λόγου της έφεσης υπενθυμίζουμε ότι το συστατικό στοιχείο που δεν είχε αποδειχθεί ήταν στην ουσία εκείνο της λήψης γνώσης από τον εφεσίβλητο. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. Χριστοδούλου, πιο πάνω), η παράλειψη καταβολής του επίδικου τέλους καθίσταται αξιόποινη εφόσον περιέλθει σε γνώση του φορολογούμενου.

Υπό το φως του σχετικού ευρήματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - περί μη λήψης γνώσης από τον εφεσίβλητο - θεωρούμε ότι η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου της έφεσης διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις επί του κατά πόσο οι επίδικες αποφάσεις επιβολής των τελών εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του αρ. 137 του Νόμου 111/85. Αυτό γιατί δεν μας έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου 111/85 η οποία απαιτεί επίδοση των επίδικων αποφάσεων. Ωστόσο πρέπει να υποδείξουμε ότι η ανάγκη γνωστοποίησης της απόφασης για επιβολή τελών αποτελεί επιταγή της νομολογίας (βλ. Χριστοδούλου, πιο πάνω) και επιταγή των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η επιβολή τελών αποτελεί, καθώς έχει νομολογηθεί, διοικητική πράξη, οι δε σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου απαιτούν γνωστοποίηση της στον ενδιαφερόμενο.

Δεν αποτελεί έργο μας η υπόδειξη τρόπου πληροφόρησης των ενδιαφερομένων. Υπενθυμίζουμε ότι υφίσταται τεκμήριο ότι επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (βλ. Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, 18: "There is a presumption that a letter shown to have been posted, and not returned by the post office, is prima facie evidence of its delivery to the person to whom it is addressed ..").

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο