ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 512

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7612)

6 Οκτωβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

ΝΕRΑΤΖΙΑ ΗΟΤΕL APARTMENTS LTD

Εφεσείοντες

ν.

    1. ΣΑΒΒΑΣ ΗΛΙΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ΛΤΔ
    2. ΣΑΒΒΑ ΗΛΙΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ
    3. ΕΛΕΝΗΣ ΣΑΒΒΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ

Εφεσιβλήτων

------------------

Α. Κουμής για τους εφεσείοντες.

Νίκος Ανδρέου για τους εφεσίβλητους.

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Οι εφεσείοντες, ως οι ιδιοκτήτες τριών καταστημάτων στην Αγία Νάπα, άσκησαν ιδιωτική ποινική δίωξη κατά των εφεσιβλήτων-ενοικιαστών τους. Οι κατηγορίες ήταν πως ανήγειραν επί των καταστημάτων οικοδομές χωρίς άδεια και πως τις κατείχαν και τις χρησιμοποιούσαν χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Επρόκειτο για αποθήκη και τζαμαρία που παραδεχτώς ανεγέρθηκαν το 1998 και το 2000 από τους εφεσιβλήτους, χωρίς άδεια οικοδομής, τις οποίες βεβαίως κατείχαν και χρησιμοποιούσαν χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως στοιχειοθετήθηκαν τα συστατικά των δυο αδικημάτων και βρήκε τους εφεσίβλητους ενόχους γι΄αυτά. Εν τούτοις, δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στους ενοικιαστές και, κυρίως, δεν εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης της τζαμαρίας και της αποθήκης στις οποίες αφορούσαν τα διαπραχθέντα αδικήματα. Αυτή η επιλογή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης την οποία άσκησαν οι ιδιοκτήτες με την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα.

Η αποθήκη και τζαμαρία, κατά τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ανεγέρθηκαν από τους εφεσιβλήτους με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων. Για να εκδηλωθεί το υποτιθέμενο ενδιαφέρον για την τήρηση του νόμου μερικά χρόνια αργότερα, σχεδόν ταυτόχρονα με την υποβολή από τους εφεσείοντες αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο για έξωση των εφεσιβλήτων, προς επανοικοδόμηση και/ή ολικές μετατροπές. Με τη διαφαινόμενη σκοπιμότητα της άσκησης πίεσης για εγκατάλειψη των καταστημάτων. ΄Ηταν υπό αυτό το δεδομένο που κρίθηκε πως δεν εδικαιολογείτο η επιβολή ποινής περιλαμβανομένης και της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης και οι εφεσίβλητοι επικαλούνται ως ευθέως σχετική την απόφαση του Εφετείου, σε σχέση με άλλο κατάστημα των εφεσειόντων, στη Neratzia Hotel Apartments Ltd v. Christoforou & Avraam [Catering Services] Ltd κ.α. Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7393 ημερομηνίας 21.4.04.

Πράγματι, στην πιο πάνω υπόθεση επιδοκιμάστηκε η μη επιβολή ποινής και η μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης όταν τις παράνομες οικοδομές τις είχαν ανεγείρει οι ίδιοι οι κατήγοροι, για να προχωρήσουν μετά στην ποινική δίωξη των ενοικιαστών για κατοχή και χρήση τους χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης με στόχο, όπως διαπιστώθηκε, να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν το κατάστημα. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση που εξέδωσε ο Ηλιάδης, Δ.:

«Αναφορικά με τη μη επιβολή ποινής σημειώνουμε ότι η εφεσείουσα, που ήταν η αρμόδια για τη λήψη άδειας για τις μετατροπές που είχαν γίνει, παρέλειψε να πάρει οποιαδήποτε μέτρα για να νομιμοποιήσει τις αλλαγές και αντί αυτού προχώρησε στη μίσθωση του υποστατικού στην εφεσίβλητη εταιρεία, εισπράττοντας τα σχετικά ενοίκια από τη χρήση του. Ακολούθως προχώρησε στην καταχώριση αίτησης για έξωση και στην καταχώριση της παρούσας ποινικής διαδικασίας, σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού των εφεσιβλήτων να της παραδώσουν κατοχή του υποστατικού.

Η καταχώριση της παρούσας ποινικής διαδικασίας ορθά κρίθηκε ότι δεν ήταν το αποτέλεσμα της ευαισθησίας της εφεσείουσας για την τήρηση του νόμου, αλλά είχε σαν κίνητρο τον εξαναγκασμό των εφεσιβλήτων να παραδώσουν ελευθέρα κατοχή του υποστατικού στην εφεσείουσα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι η μη επιβολή ποινής ήταν ορθή.

...............................

«Ο λόγος που οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στη μη επιβολή ποινής, είναι ο ίδιος που δεν επέτρεψε την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης. Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου και σε αυτή την πτυχή ήταν ορθή, σημειώνοντας ότι η εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 20 είναι διακριτική και το πρωτόδικο δικαστήριο την άσκησε ορθά κάτω από τις περιστάσεις».

 

Θα μπορούσε να επισημανθεί η διαφορά πως εδώ τις παράνομες οικοδομές, ούτως ή άλλως, τις ανέγειραν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι. Προκύπτει όμως και ευρύτερη βάση υπέρ της έφεσης. Στην πιο πάνω υπόθεση δεν είχε τεθεί ενώπιον του Εφετείου και δεν σχολιάστηκε η διαφορετική προσέγγιση στην Α & P. Kkaras Estates Ltd v. A & A Topharos Catering Ltd κ.α. Ποινική Έφεση Αρ. 7180 την οποία, όμως, ως προς το μέρος της για την καταδίκη, ημερομηνίας 13.9.02, είχε εδώ υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο όταν, με αναφορά σε αυτή, απέρριψε την εισήγηση πως η δίωξη ήταν καταχρηστική. Καταδίκασε συνεπώς τους εφεσιβλήτους για να χρησιμοποιήσει όμως τα ίδια στη συνέχεια, ως στοιχεία που δικαιολογούσαν την τελική στάση του χωρίς να ανατρέξει και στην κατάληξη της πιο πάνω υπόθεσης, σε σχέση δηλαδή με την ποινή, ημερομηνίας 18.9.02. Ούτε στην υπόθεση Kkaras είχαν αναμειχθεί οι ενοικιαστές στην παράνομη οικοδόμηση. Ένοχοι γι΄αυτή ήταν οι ιδιοκτήτες και μάλιστα είχαν καταδικαστεί και διαταχθεί να κατεδαφίσουν την παράνομη οικοδομή, στο πλαίσιο ποινικής δίωξης που άσκησε εναντίον τους η τοπική αρχή. Και ενώ δεν είχαν συμμορφωθεί με το διάταγμα, χωρίς και να ευαισθητοποιηθεί και κάποιος άλλος γι΄αυτό, αφού ενοικίασαν την παράνομη οικοδομή και προσπορίστηκαν ανάλογα οφέλη, άσκησαν και ποινική δίωξη κατά των ενοικιαστών με την κατηγορία πως κατείχαν οικοδομή χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Δεν αναφερόμαστε και στη συναφή κατηγορία πως παράκουσαν το σχετικό διάταγμα κατεδάφισης γιατί, όπως διαπιστώθηκε, αυτό δεν είχε απευθυνθεί προς τους ενοικιαστές. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε την εισήγηση πως ιδιοκτήτες κατήγοροι κινήθηκαν με ελατήρια που δεν ήταν ειλικρινή και πως σκοπός τους ήταν όχι η τιμωρία για τη διάπραξη των αδικημάτων αλλά ο εξαναγκασμός για υπογραφή νέου συμβολαίου ενοικίασης με αυξημένο ενοίκιο. Και, σ΄αυτή τη βάση, απάλλαξε τους ενοικιαστές και από την κατηγορία για την κατοχή. Με την απόφαση του Εφετείου, ημερομηνίας 13.9.02, που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ., όπως ήταν τότε, κρίθηκε εσφαλμένη αυτή η προσέγγιση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Η γνώμη μας είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά νόμο. Το κυρίαρχο και μοναδικό ζήτημα που αναδυόταν από τα γεγονότα της υπόθεσης είναι η ύπαρξη του διατάγματος κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών, της καλύφης και της τζαμαρίας, που ακόμη υφίστανται, χωρίς να έχει μέχρι σήμερα εκτελεστεί, καθώς βέβαια οφειλόταν να γίνει. Τα εσώτερα ελατήρια των κατηγόρων - εφεσειόντων, που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, δεν είχαν θέση στη συζήτηση της υπόθεσης. Σκοπός των εφεσειόντων ήταν, έστω και αργά, να εφαρμοστεί το διάταγμα του δικαστηρίου. Γι΄αυτό και απευθύνθηκαν και στους εφεσίβλητους, οι οποίοι γνώριζαν την παρανομία και την ανέχονταν, και ως εκ τούτου είχαν υποχρέωση να την άρουν.

Οι κατηγορίες προσάφθηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων βάσει των άρθρων 10 και 20 του Νόμου. Το άρθρο 10 προβλέπει πως κανένα πρόσωπο δεν κατέχει ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή, για την οποία δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.

Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης η καταδίκη των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να ήταν η βέβαιη κατάληξη της υπόθεσης. Η αθώωση και απαλλαγή τους όμως στη 2η κατηγορία ήταν ορθή, γιατί το διάταγμα κατεδάφισης που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, στις 23.9.91, δεν απευθυνόταν στους εφεσίβλητους αλλά στους εφεσείοντες».

 

Για να ακολουθήσουν τα πιο κάτω, στην απόφαση που εξέδωσε ο Πικής, Π., όταν στις 18.9.02 το Εφετείο εξέτασε το ζήτημα της ποινής:

«Πρέπει να υπομνήσουμε τα όσα είπαμε στην Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβ. Βελτ. Γερίου (1989) 2 ΑΑΔ 390, υπόθεση η οποία αφορούσε την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης παρανόμως οικοδομηθέντων υποστατικών:- (σελ. 394)

"Πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εφεσείοντες όπως και από κάθε πολίτη, στον προγραμματισμό των πράξεων του ότι ο νόμος δεν είναι μόνο η υπέρτατη αρχή αλλά και η μόνη πηγή για την απόκτηση δικαιωμάτων. Η προσδοκία για την ανοχή της παρανομίας δεν αποτελεί λόγο για τη διαιώνισή της."

Στην ίδια υπόθεση, υπογραμμίστηκε, θέση που επαναλήφθηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου Σωφρονίου Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 ΑΑΔ 369, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Πιττάτζης, ότι η έκδοση διαταγής για την κατεδάφιση παράνομων υποστατικών είναι, κατά πάντα χρόνο, το αναμενόμενο˙ μπορεί μάλιστα να διαταχθεί η κατεδάφιση ολόκληρης της οικοδομής, εάν το παράνομο μέρος της δε διαχωρίζεται από το σύνολο.

Και στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούν - και συνεχίζουν να το πράττουν - μη εγκριθέν υποστατικό, για το οποίο έχει εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης. Η διακριτική ευχέρια του Δικαστηρίου θα μπορούσε, υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης, να ασκηθεί μόνο με ένα τρόπο˙ με την έκδοση διαταγής για την κατεδάφισή του μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών.

Διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να κατεδαφίσουν το υποστατικό, το οποίο οικοδομήθηκε παρανόμως και για το οποίο δεν υπάρχει έγκριση, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών.

Παράλληλα, αποδοκιμάζουμε τη συμπεριφορά των εφεσειόντων, των κατηγόρων, οι οποίοι, αντί να συμμορφωθούν με τη διαταγή του Δικαστηρίου, συνέχισαν να χρησιμοποιούν το υποστατικό, το οποίο και ενοικίασαν στους εφεσίβλητους, καρπούμενοι σημαντικά οφέλη από την παρανομία τους. Μέτρο αποδοκιμασίας της συμπεριφοράς τους, το μόνο το οποίο μας παρέχεται, είναι να τους αποστερήσουμε τα έξοδά τους πρωτοδίκως και κατ' έφεση, τα οποία, άλλως, θα μπορούσαν να επιδικασθούν υπέρ τους. Τοιουτοτρόπως, δε θα υπάρξει οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα είτε πρωτοδίκως είτε κατ΄έφεση.»

 

Βρισκόμαστε μπροστά σε διαφορετικές προσεγγίσεις του ίδιου θέματος από το Εφετείο και, στη βάση των θεμελιωμένων αρχών (βλ. την Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490) δεν τίθεται θέμα δέσμευσης από την τελευταία όταν η πρώτη δεν αναφέρθηκε σ΄αυτή. Καθήκον μας είναι η εφαρμογή της κατά την κρίση μας ορθής και με όλο το σεβασμό θεωρούμε ως τέτοια την απόφαση στην Kkaras.

Στο πλαίσιο παραδεκτής ποινικής δίωξης, και σημειώνουμε πως επ' αυτού, στην παρούσα υπόθεση, η απόρριψη της εισήγησης πως ήταν καταχρηστική δεν έχει καν εφεσιβληθεί, το θέμα εκφεύγει των παραμέτρων της ιδιωτικής διαφοράς. Η καταδικαστική απόφαση φέρνει τον ένοχο απέναντι στις επιπτώσεις όπως τις καθορίζει ο Νόμος, βεβαίως προς το δημόσιο συμφέρον, και η αυθύπαρκτη ποινική ευθύνη δεν αλλοιούται ή υποβαθμίζεται ανάλογα με το ποιές ήταν οι σχέσεις ή οι συνεννοήσεις των εμπλεκομένων. Πολύ λιγότερο όταν, όπως εν προκειμένω, την παράνομη ανέγερση την πραγματοποίησαν οι ενοικιαστές. Και, κυρίως, σε ό,τι αφορά στη διατήρηση ή μη της ούτως ή άλλως παράνομης οικοδομής, όσο και αν δεν υπήρχε στην παρούσα περίπτωση και προηγούμενο διάταγμα κατεδάφισης. Η τζαμαρία και η αποθήκη που ανήγειραν οι εφεσίβλητοι χωρίς άδεια ήταν παράνομες και η μη έκδοση διατάγματος για την κατεδάφισή τους για λόγους που αναφέρονται σε ιδιωτικές συνεννοήσεις ή στη στάση των εφεσειόντων, δεν ήταν παραδεκτοί στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.

Οι εφεσείοντες θέτουν θέμα και ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Θεωρούν πως θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί υπέρ τους ως επιτυχόντων την καταδίκη, αντί να αφεθεί η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της. Όσα λέχθηκαν επ' αυτού στην Kkaras έχουν και εδώ τη θέση τους. Περαιτέρω, παρά τις διαφορές που επισημάναμε, θα ακολουθήσουμε την ίδια πορεία και ως προς τα έξοδα της έφεσης αφού οι εφεσίβλητοι είχαν υπόψη τους και την υπόθεση Νeratzia.

H έφεση επιτυγχάνει χωρίς διαταγή για έξοδα. Οι εφεσίβλητοι διατάσσονται να κατεδαφίσουν την τζαμαρία και την αποθήκη εντός δυο μηνών.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

C:\My Documents\2004\part2\7612.doc

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο