ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 466

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7659)

 

22 Σεπτεμβρίου, 2004

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

_________________________

Ε. Χρ. Πουργουρίδης , για τον Εφεσείοντα.

Γ. Δημητρίου (κα.), για την Εφεσίβλητη.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex-tempore)

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη καταδικάστηκε, ύστερα από την δική της παραδοχή, για τη διάπραξη του αδικήματος της «περιαγωγής ζώου σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου» κατά παράβαση των αρ. 2, 5(2) και 27 του περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμου του 1994 (Ν 46(1)/94 όπως έχει τροποποιηθεί). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας η εφεσίβλητη στις 8.8.99 στη Διερώνα της επαρχίας Λεμεσού «περιήγαγε δύο σκύλους - περιουσία του εφεσείοντα - σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου».

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τη διάπραξη του αδικήματος, όπως έχουν τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τη μορφή «παραδεκτών γεγονότων» έχουν ως εξής:

Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ιδιοκτήτης δύο σκύλων. Ήταν, επίσης, ο ιδιοκτήτης ενός χωραφιού στο χωριό Διερώνα της επαρχίας Λεμεσού. Ο σύζυγος της εφεσίβλητης ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ιδιοκτήτης ενός χωραφιού το οποίο γειτνίαζε με αυτό του εφεσείοντος.

Στις 8.8.1999 ο εφεσείων μετέβη μαζί με τους σκύλους του στο πιο πάνω χωράφι του. Λίγη ώρα αργότερα ο εφεσείων διαπίστωσε ότι οι σκύλοι του είχαν φάει δηλητήριο και αργότερα πέθαναν. Την ίδια ημέρα ο εφεσείων κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, η οποία μετέβηκε με τον εφεσείοντα στο χωράφι του για να διενεργήσει εξέταση. Οι σωροί των σκύλων του εφεσείοντος μεταφέρθηκαν από την αστυνομία στο κτηνιατρείο όπου έγινε σε αυτούς νεκροψία για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου τους. Κατά την νεκροψία λήφθηκαν δείγματα από τα εντόσθια των δύο σκύλων. Ανάλυση των δειγμάτων αποκάλυψε ότι αυτά περιείχαν Methonil, ουσία η οποία είναι το δραστικό συστατικό του φυτοφαρμάκου «Λανέϊτ» το οποίο είναι δηλητήριο.

Ανακρινόμενη από την αστυνομία στις 9.8.1999 η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ότι το πρωί της 8.8.1999 έβαλε δηλητήριο «Λανέϊτ» σε κομμάτια ξερής αναρής και ψωμιού στο πιο πάνω χωράφι της, αλλά, όπως είπε, το έβαλε για τους ποντικούς.

Μεταξύ των δύο χωραφιών δεν υπάρχει περίφραξη. Κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχε αναρτημένη πινακίδα που να προειδοποιεί για την ύπαρξη του δηλητηρίου. Ο εφεσείων φθάνοντας στο πιο πάνω χωράφι του άφησε τους σκύλους του ελεύθερους το πρωί της 8.8.1999.

Το φυτοφάρμακο «Λανέϊτ» χρησιμοποιείται και από άλλους γεωργούς στον ψεκασμό των δέντρων και των καλλιεργειών. Μέχρι και τον προηγούμενο χρόνο πριν γίνει το συμβάν η κυβέρνηση χορηγούσε δωρεάν στους γεωργούς κριθαράκι για σκοπούς των τρωκτικών. Ο ποντικός είναι γνωστό τρωκτικό που προκαλεί ζημιά στις φυτείες.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσίβλητη χρηματική ποινή £200.- με οδηγίες να πληρωθεί αμέσως και επεδίκασε εναντίον της τα έξοδα της διαδικασίας. Έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο της εφεσίβλητης, την ηλικία της - είναι 54 ετών -, την «απολογία της» και το χρονικό διάστημα των 5 έτων περίπου που έχει διαρρεύσει από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής.

Έλαβε, επίσης, υπόψη ότι η εφεσίβλητη είναι αγρότισσα στο επάγγελμα, της οποίας αποκλειστικό εισόδημα είναι οι αγροτικές καλλιέργειες και το δηλητήριο, με το οποίο φονεύθηκαν οι δύο σκύλοι του εφεσείοντος, τοποθετήθηκε προκειμένου να προστατευθούν οι καλλιέργειες της από τα τρωκτικά. Δεν έλαβε υπόψη την παραδοχή της εφεσίβλητης γιατί - όπως το έθεσε - «αυτή έγινε μετά την ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου για απόδειξη εκ πρώτης όψεως ενοχής της».

Η έφεση.

Η παρούσα έφεση ασκήθηκε από τον κατήγορο-ιδιοκτήτη των δύο σκύλων με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ο κ. Πουργουρίδης, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής γιατί δεν είναι αποτρεπτική εν όψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και του φρικτού θανάτου των δύο ζώων και γιατί η εφεσίβλητη δεν αποζημίωσε τον εφεσείοντα. Ο κ. Πουργουρίδης αναφέρθηκε στη θέσπιση του πιο πάνω Νόμου η οποία - τόνισε - είχε καταστεί αναγκαία λόγω της Ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου και για εναρμόνιση της Νομοθεσίας μας με την υπόσταση που δίνει η παγκόσμια πολιτισμένη κοινωνία προς τα ζώα. Τόνισε ότι η στάση του εφεσείοντος οφείλεται στην έντονη αγάπη του προς τα ζώα και στη θλίψη που ένοιωσε για την απώλεια των δυο σκύλων του. Την ίδια έντονη αγάπη προς τα ζώα - κατέληξε ο κ. Πουργουρίδης - νιώθει και ο ίδιος και έτσι κατανοεί την επιμονή του εφεσείοντος για αυστηρή τιμωρία της εφεσίβλητης.

Αναφορικά με το θέμα της αποζημίωσης, σύμφωνα με τα πρακτικά, η εφεσίβλητη πρότεινε το ποσό των £200.- Ωστόσο η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή από τον εφεσείοντα για το λόγο ότι, η θέση του ήταν ότι η αξία των 2 σκύλων είναι πολύ μεγαλύτερη. Ο μεν πρώτος ήταν αξίας £15,000.-, ο δε άλλος αξίας £1,000.-

Εν όψει της πιο πάνω πρότασης της εφεσίβλητης και της απόρριψης της από τον εφεσίβλητο θεωρούμε ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της απουσίας αποζημίωσης.

Αναφορικά με το θέμα της αποτροπής αποτρεπτικές ποινές επιβάλλονται όπου η φύση του αδικήματος το απαιτεί, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της κάθε υπόθεσης (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bisco Ltd κ.α. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16). Επιβάλλονται, επίσης, για αδικήματα που παρουσιάζουν έξαρση και συχνότητα (Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Sedora Enterprises Ltd (1992) 2 A.Α.Δ. 332 και Λάζος Λτδ ν. Πετεβίνου (1994) 2 Α.Α.Δ. 61).

Στην παρούσα υπόθεση απουσιάζουν τα στοιχεία της έξαρσης και της συχνότητας. Αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης κυρίαρχο στοιχείο αποτελούν οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Ο θάνατος των δύο σκύλων δεν οφείλεται σε ηθελημένη ή εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη της εφεσίβλητης. Οφείλεται στην προσπάθεια της να διασώσει τις φυτείες της από τα τρωκτικά.

Πρόκειται για έφεση η οποία στρέφεται κατά την ποινής. ΄Εχει νομολογηθεί ότι ο προσδορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της αποτελούν πρωταρχική ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει, αν η ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής τιμωρία για τους κατηγορουμένους, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική για άλλους και δεν προστατεύει το κοινό (Αστυνομία Λεμεσού ν. Toorac Fashion Ltd κ.α. (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, 121, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Εταιρεία Bisco Ltd κ.α. (1991) 2 Α.Α.Δ 16, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.α. ν. Πότση κ.α., Ποινικές Εφέσεις 6874 και 6876/25.4.2000). Η ανεπάρκεια της ποινής πρέπει να καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός (Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170, 175, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας, Ποινική 'Εφεση 6660/23.6.99 και Βραχίμης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6879/4.10.2000).

Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή υπό το φως των πιο πάνω αρχών, των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των παραγόντων που έχουν ληφθεί υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Έχουμε την άποψη πως η ποινή δεν είναι έκδηλα ανεπαρκής. Επομένως δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο