ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 453
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7747 )
22 Ιουλίου, 2004
[Κωνσταντινίδης, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Χατζηχαμπής, Δ/τές]
ΝΙΚΟΣ Χ"ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης,
------------------
Α. Ποιητής,
για τον Εφεσείοντα.Ι. Λουκαΐδου, δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για την Εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων είναι παρών.
-----------------------
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
: Ο Εφεσείων καταχώρησε την έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης του για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης όσο και εναντίον της επιβληθείσας ποινής. Κατά τη συζήτηση της έφεσης προέκυψε ότι αυτή επικεντρώνετο ουσιαστικά μόνο την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των δυο μηνών, ο δε ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα απέσυρε την έφεση ως προς την καταδίκη και ως προς τη δωδεκάμηνη στέρηση του δικαιώματος να οδηγεί και την επιβολή 5 βαθμών ποινής. Η εισήγηση του κ. Ποιητή απέληξε λοιπόν ότι ήταν, στο σύνολο των παραγόντων που επενεργούν στον καθορισμό της ποινής, εσφαλμένη η επιλογή της φυλάκισης ως της ενδεδειγμένης μορφής ποινής στην προκειμένη περίπτωση.Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι απλά. Ο Εφεσείων, οδηγώντας αυτοκίνητο στον κύριο δρόμο και επιχειρώντας να στρίψει δεξιά σε πάροδο, απέκοψε την πορεία μοτοποδηλάτου το οποίο οδηγούσε στον ίδιο δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση ένα πρόσωπο 16 ετών, που βεβαίως δεν είχε άδεια οδήγησης, με συνεπιβάτη ένα επίσης νεαρό φίλο του, και το οποίο συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο. Ο οδηγός του μοτοποδηλάτου, ο οποίος δεν έφερε προστατευτικό κράνος, υπέστη σοβαρά κατάγματα του κρανίου τα οποία και επέφεραν το θάνατο του. Ο Εφεσείων δεν αντελήφθη το μοτοποδήλατο παρά μόνο όταν άκουσε το θόρυβο της σύγκρουσης η οποία προκύπτει να ήταν στην εμπρόσθια αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου. Ήταν νύχτα αλλά υπήρχε επαρκής οδικός φωτισμός και τα φώτα τόσο του αυτοκινήτου όσο και του μοτοποδηλάτου ήσαν αναμμένα.
Η ευπαίδευτη Δικαστής έθεσε έμφαση στη σοβαρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση τόσο με τις προβλεπόμενες στο νόμο ποινές και κυρώσεις όσο και με τη χαρακτηρισθείσα ως υφή της αμέλειας του κατηγορουμένου. Αναφερθείσα στην Αγγλική όσο και στην Κυπριακή νομολογία, υπέδειξε ορθά ότι η φύση και η έκταση της κρινόμενης αμέλειας είναι βασικός παράγοντας που επηρεάζει την απόφαση κατά πόσο θα πρέπει να επιβληθεί ποινή φυλάκισης, διακρίνοντας μεταξύ περιπτώσεων αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων και περιπτώσεων στιγμιαίας αβλεψίας. Συγχρόνως, θεώρησε ότι, ιδιαιτέρως εν όψει του αυξημένου αριθμού των θανατηφόρων οδικών δυστυχημάτων και της απώλειας ανθρώπινης ζωής που είναι το αποτέλεσμα τους, ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Στην ενώπιον της υπόθεση έκρινε ότι η αμέλεια του Εφεσείοντα ήταν σοβαρή αφού συνίστατο στην αποκοπή της ελεύθερης πορείας του μοτοποδηλάτου το οποίο μάλιστα ο Εφεσείων δεν είδε καθόλου παρά το ότι όφειλε να το είχε δει υπό τις συνθήκες. Η οδήγηση αυτή, κατέληξε, δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως στιγμιαία αβλεψία αλλά ως εμπεριέχουσα το στοιχείο της αδιαφορίας. Παρά λοιπόν τους μετριαστικούς παράγοντες, η επιβολή ποινής φυλάκισης εκρίθη ως ενδεδειγμένη.
Ο κ. Ποιητής επιχειρηματολόγησε για να καταδείξει ότι ήταν λανθασμένη η αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τη σοβαρότητα της αμέλειας του Εφεσείοντα. Η εισήγηση του ήταν ότι επρόκειτο μάλλον για στιγμιαία απροσεξία ώστε να μην δικαιολογείτο η επιβολή ποινής φυλάκισης. Σίγουρα εδώ δεν υπήρχε μία υφιστάμενη και συνεχής κατάσταση πραγμάτων όπως ο επηρεασμός από το ποτό (ίδε Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115) ή η συνειδητοποίηση του κινδύνου και η εμμονή σε μία εκ της φύσης της επικίνδυνη συμπεριφορά (ίδε Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 73) που απολήγει σε οδήγηση με αδιαφορία ως προς τους άλλους. Βεβαίως, όπως το Δικαστήριο υπέδειξε, η ενέργεια αυτή ταύτη του Εφεσείοντα να αποκόψει την πορεία του μοτοποδηλάτου εμπεριείχε το στοιχείο της αδιαφορίας με την έννοια ότι τέτοια ενέργεια παραγνωρίζει τον κίνδυνο τον οποίο δημιουργεί. Όμως όλα είναι θέμα βαθμού. Κύριο χαρακτηριστικό της οδήγησης του Εφεσείοντα ήταν ασφαλώς η δημιουργία κινδύνου στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εξ ου και η κρίση ότι αυτή συνιστούσε επικίνδυνη οδήγηση η οποία αποτελεί το δεδομένο της καταδίκης. Εν τούτοις δεν υπήρξε συνειδητή παραγνώριση κινδύνου παρά μάλλον ουσιαστικά στιγμιαία, αφού όλα έγιναν πολύ γρήγορα, παράλειψη αντίληψης αυτού τούτου του γεγονότος, δηλαδή της παρουσίας του μοτοποδηλάτου, που καθιστούσε την οδήγηση επικίνδυνη. Και αν ακόμα η παράλειψη αυτή δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως καθαρά στιγμιαία αβλεψία, εν πάση περιπτώσει συνιστούσε ενέργεια απέχουσα από τη χαρακτηριστική περίπτωση συνειδητής αδιαφορίας.
Με τούτο ως υπόβαθρο, οι άλλοι παράγοντες αναδεικνύονται καταλυτικοί ως προς την κατεύθυνση της ποινής. Χωρίς να μειώνεται η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε πρέπουσες περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου με επικίνδυνη οδήγηση, η σημασία του στοιχείου της αποτροπής μειώνεται αναλόγως στην προκειμένη περίπτωση σε αναφορά με τη φύση και την έκταση της επικίνδυνης οδήγησης. Αλλά και σε αναφορά με τις συνέπειες της. Το άλλο στοιχείο το οποίο καθιστά το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου με επικίνδυνη οδήγηση αρκούντως σοβαρό για να δικαιολογεί την ποινή φυλάκισης είναι η απώλεια ανθρώπινης ζωής ως αποτέλεσμα και ως ουσιαστικό αυτού τούτου του αδικήματος. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως, ο βαθμός της ευθύνης του κατηγορουμένου για την πρόκληση του θανάτου δεν μπορεί να παραγνωρισθεί. Στην υπόθεση αυτή είναι αποδεκτό γεγονός ότι ο θανών δεν έφερε προστατευτικό κράνος και ότι ο θάνατος του οφείλετο σε σοβαρά κατάγματα του κρανίου. Χωρίς βεβαίως να λέγουμε ότι αν έφερε κράνος δεν θα ετραυματίζετο θανάσιμα, αφού ούτε τέτοια μαρτυρία υπάρχει ούτε το θέμα ήταν επίδικο ή ηγέρθη στην έφεση, με δεδομένη, μάλιστα, πλέον την αποδοχή της καταδίκης, εν τούτοις δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι το προστατευτικό κράτος έχει συνάρτηση προς τη φύση και τη σοβαρότητα των τραυμάτων του κρανίου. και έτσι και με το μέγεθος της ευθύνης για την πρόκληση του θανάτου. Ένα άλλο στοιχείο είναι το ότι δεν λειτουργούσε το οπίσθιο φρένο του μοτοποδηλάτου, γεγονός που επηρέαζε τη δυνατότητα ασφαλούς αντίδρασης σε περίπτωση ανάγκης και έτσι ενδεχομένως να συναρτάτο προς την ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος. Η ευπαίδευτη Δικαστής έκανε μια γενική αναφορά σε αυτά ως παράγοντες που ελήφθησαν υπ΄όψη, κρίνεται όμως ότι οι παράγοντες αυτοί, και ιδιαίτερα ο πρώτος, θα έπρεπε να είχαν μεγαλύτερο αντίκρισμα στην ποινή.
Στα πιο πάνω πρέπει να προστεθεί ότι, όπως παρατήρησε και η ευπαίδευτη Δικαστής, ο Εφεσείων, στα 50 χρόνια του, δεν έχει άλλως πως απασχολήσει τα Δικαστήρια και παρουσιάζει την εικόνα ενός καθ΄όλα νομοταγούς και κοινωνικώς σωστού πολίτη. Ο παράγων αυτός λαμβάνεται υπ΄όψη (ίδε Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 και ιδιαιτέρως Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά (1992)2 ΑΑΔ 241) και, σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, προσθέτει έρεισμα στην έφεση ώστε η σημασία του να πρέπει να αντανακλάται δεόντως στην ποινή.
Υπάρχει και μια άλλη, ιδιάζουσα, διάσταση. Ο Εφεσείων είχε αρχικά, αφού ακούσθηκε ο αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος, αλλάξει απάντηση και παραδεχθεί ενοχή. Κατά την ακόλουθη έκθεση των γεγονότων από την Αστυνομία, φαίνεται να υπήρξε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, κάποια αμφιβολία από το Δικαστήριο ως προς το αν Αστυνομία και Εφεσείων είχαν ταυτόσημη άποψη των γεγονότων. Τελικά το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τον κ. Ποιητή εις μετριασμό της ποινής, επεφύλαξε την απόφαση του επί της ποινής. Την ημέρα όμως που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ανακοίνωση της ποινής, το Δικαστήριο αντί τούτου πληροφόρησε τους διαδίκους ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την παραδοχή και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε και πάλι σε ακρόαση, με αποτέλεσμα την καταδίκη του Εφεσείοντα και την επιβολή της εφεσιβαλλόμενης ποινής.
Ο κ. Ποιητής παρατηρεί ότι ο Εφεσείων, πέραν της συντριβής και του πένθους του για το θάνατο του νεαρού, που επηρέασε τον ίδιο και την οικογένεια του, επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια και ενώπιον του Δικαστηρίου με την παραδοχή του. Λόγω όμως της άποψης που τελικά υιοθέτησε το Δικαστήριο, υπέστη το άγχος και την αγωνία της ακρόασης και της αναμονής της ποινής, που τελικά του επεβλήθη, από τις 29.4.2004 που παρεδέχθη μέχρι τις 12.7.2004 που επεβλήθη η ποινή. Αυτό, καταλήγει ο κ. Ποιητής, δεν ελήφθη υπ΄όψη από το Δικαστήριο.
Έτσι έχουν τα πράγματα, και φρονούμε ότι η εξέλιξη αυτή συνιστούσε περαιτέρω μετριαστικό παράγοντα. Δεν εξετάζουμε κατά πόσο ήταν δικαιολογημένη η στάση που τήρησε το Δικαστήριο, αν και δεν παραλείπουμε να παρατηρήσουμε ότι κατά τη συζήτηση του θέματος ο κ. Ποιητής είχε ευθέως αναγνωρίσει ότι η αμέλεια του Εφεσείοντα συνίστατο στην αποκοπή της πορείας του μοτοποδηλάτου, που ήταν και η ουσία των παρουσιασθέντων γεγονότων αλλά και της καταδικαστικής απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, η εξ αρχής επιθυμία του Εφεσείοντα να παραδεχθεί είναι δεδομένη, όπως είναι και το ότι η παρά την παραδοχή του διεξαχθείσα ακρόαση όντως είχε ως συνέπεια την παράταση της αγωνίας του Εφεσείοντα σε μια υπόθεση που θα μπορούσε να είχε διεκπεραιωθεί ενωρίτερα.
Έχοντας υπ΄ όψη όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, μέρος της οποίας και έχει ήδη εκτίσει ο Εφεσείων, δεν είναι η ενδεδειγμένη μορφή ποινής στην προκειμένη περίπτωση. Η έφεση ως προς την ποινή επιτυγχάνει και η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με £1000 πρόστιμο. Η επιβληθείσα δωδεκάμηνη στέρηση του δικαιώματος οδήγησης και ποινή 5 βαθμών, για τις οποίες εν πάση περιπτώσει δεν διατηρήθηκε η έφεση, παραμένουν.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ˝Π