ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 211
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7588, 7589)
5 Απριλίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, , Δ/στες]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7588)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΠΕΤΡΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΔΡΑΚΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7589)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_________
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για τον Εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις.Α. Σαββίδου(κα), για τους Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.
Ο εφεσίβλητος Πέτρος Αντρέα Δράκου, παρών.
Ο εφεσίβλητος Νίκος Νεοφύτου Νικολάου, παρών.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Οι παρούσες εφέσεις στρέφονται εναντίον απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου με την οποία οι κατηγορούμενοι απαλλάκτηκαν και αθωώθηκαν από κατηγορίες για απαγωγή γυναίκας με σκοπό τη συνουσία, βιασμό, διαφθορά νεαρής γυναίκας, συνουσία με χρήση βίας και συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.
Το πρωί της 8.1.2004, ύστερα από απόρριψη αιτήματος για αναβολή της υπόθεσης που υπέβαλε η δικηγόρος των κατηγορουμένων γιατί δεν είχε λάβει τα αποτελέσματα επιστημονικών εξετάσεων, κατέθεσε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας. Μετά τη συμπλήρωση και της αντεξέτασης ο κ. Μάτσας, δικηγόρος της Κατηγορούσας Αρχής, πληροφορήθηκε ότι αστυφύλακας που θα κατέθετε ως μάρτυρας κατηγορίας, είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα. ΄Ετσι, ζήτησε χρόνο για να εξετάσει με ποιο μάρτυρα θα συνέχιζε.
΄Υστερα από σύντομη διακοπή κατέθεσε άλλος ένας μάρτυρας. Στις 12.05 μ.μ. το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για αναβολή γιατί δεν ήταν διαθέσιμα διάφορα τεκμήρια της υπόθεσης. Φαίνεται ότι επειδή βρίσκονταν σε εξέλιξη άλλες δύο πολύ σοβαρές υποθέσεις, ο κ. Μάτσας, είχε μείνει με την εντύπωση ότι η υπόθεση δεν θα άρχιζε εκείνη την ημέρα, με αποτέλεσμα να μην φροντίσει να έχει διαθέσιμους περισσότερους μάρτυρες. Ο κ. Μάτσας ζήτησε διάλειμμα 45 λεπτών για να εξεύρει άλλο μάρτυρα και το Δικαστήριο αφού διέκοψε για 30 λεπτά επανήρχισε τις εργασίες του στις 1.05 μ.μ. για να ακούσει τον τρίτο μάρτυρα κατηγορίας τον οποίο ο κ. Μάτσας φρόντισε, εν τω μεταξύ, να έχει διαθέσιμο.
Μετά τη συμπλήρωση της κατάθεσης και του μάρτυρα αυτού ο κ. Μάτσας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι αν και είχε διαθέσιμους δύο ακόμα μάρτυρες δεν μπορούσε να τους παρουσιάσει να καταθέσουν, γιατί η μαρτυρία τους αφορούσε το πρώτο παράπονο και συνεπώς θα έπρεπε να προηγηθεί η κατάθεση της παραπονούμενης.
Το Δικαστήριο αρνήθηκε το αίτημα για αναβολή και στις 1.40 μ.μ. η συνήγορος των κατηγορουμένων υποστήριξε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων. Από την άλλη ο κ. Μάτσας τόνισε ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν είχε περατωθεί, αφού απέμεναν άλλοι 15 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και η παραπονούμενη.
Το Δικαστήριο ανέλυσε σε συντομία την παρασχεθείσα μαρτυρία και αφού αναφέρθηκε στην παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να μεριμνήσει για να υπάρχουν διαθέσιμοι μάρτυρες, βασιζόμενο στο άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, κατέληξε ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν αποδείκνυε κανένα από τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι. ΄Ετσι δέκτηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης και απάλλαξε τους κατηγορούμενους.
Η απόφαση εφεσιβλήθηκε. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το άρθρο 74(1)(β) του Κεφ.155 δεν ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, αφού η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν είχε περατωθεί. ΄Ετσι, υπό τις περιστάσεις, το Κακουργιοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να προχωρήσει στην αθώωση των κατηγορουμένων.
Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) το Δικαστήριο, μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, κρίνει αν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου επαρκώς, ώστε να υποχρεωθεί να προβάλει την υπεράσπισή του.
Η δικαιοσύνη και, ειδικότερα, η ποινική δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται σε εύλογο χρόνο. Η αρχή αυτή η οποία διασφαλίζεται τόσο από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τονίστηκε επανειλημμένα και από τη νομολογία μας (βλ. μεταξύ άλλων Γ. Εισαγγελέας ν. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384, 388
).Συμφωνούμε με τον κ. Μάτσα ότι, αφού η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν είχε περατωθεί δεν μπορούσε να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 74(1)(γ). ΄Ομως, πριν το Δικαστήριο καταλήξει στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, απορρίπτοντας το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για αναβολή. Η άσκηση αυτή έγινε λανθασμένα. Η ώρα ήταν ήδη περασμένη και είχαν ήδη ακουστεί κάποιοι μάρτυρες. Το γεγονός ότι αφού ήταν Πέμπτη υπήρχε διαθέσιμο και το απόγευμα, δεν αλλάζει τα πράγματα. Αν το Δικαστήριο ήθελε να εκμεταλλευτεί το χρόνο, θα μπορούσε να αναβάλει την υπόθεση για το απόγευμα, αντί να βιαστεί να την τερματίσει. Ακόμα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως επρόκειτο για πολύ σοβαρή υπόθεση. Για κατηγορίες βιασμού ανήλικης μεταξύ δεκατριών και δεκαεπτά χρονών. Η προβλεπόμενη ποινή είναι ισόβια δεσμά. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας.
Δεν μας διαφεύγει ότι η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε δύο φορές αναβολή λόγω κακού προγραμματισμού, αλλά και λόγω της δυσκολίας που είχε στο να πείσει την ανήλικη παραπονούμενη να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και να καταθέσει. Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη δυσκολία δεν ετέθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Απλώς το αναφέρουμε για να εικονογραφήσουμε τις δικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Κατηγορούσα Αρχή. Στον κακό προγραμματισμό της Κατηγορούσας Αρχής συνέτεινε και το γεγονός ότι εκκρεμούσαν ήδη ενώπιον του ιδίου Κακουργιοδικείου άλλες δύο τουλάχιστον σοβαρές υποθέσεις, τις οποίες επίσης χειριζόταν ο κ. Μάτσας, των οποίων η ακρόαση είχε ήδη αρχίσει, αλλά και το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση ήταν ορισμένη μόνο για τη συγκεκριμένη ημέρα.
Η εξουσία του Δικαστηρίου να αναβάλλει ακρόαση της υπόθεσης προβλέπεται από το άρθρο 48(1) του Κεφ. 155. Η εξουσία αυτή είναι διακριτική και πρέπει να ασκείται με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Othan (2001) 2 Α.Α.Δ. 777, 781
).Η εξισορρόπηση μεταξύ της γρήγορης εκδίκασης των υποθέσεων από τη μια, αλλά και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης από την άλλη, είναι πολύ λεπτό έργο.
Κριτής στην άσκηση της αρμοδιότητας για αναβολή υπόθεσης είναι το Δικαστήριο το οποίο την επιλαμβάνεται. Η διακριτική αυτή ευχέρεια δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος διάδικου (Γωργίου κ.α. ν. Klohr (2000) 1 Α.Α.Δ. 93
).Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο εκτός του ότι εσφαλμένα εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 74, άσκησε προηγουμένως εντελώς λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, απορρίπτοντας αίτημα για αναβολή και στερώντας έτσι από την Κατηγορούσα Αρχή, τον εκπρόσωπο του κοινωνικού συνόλου, τη δυνατότητα να επιτελέσει το καθήκον της.
΄Οπως λέχθηκε και στην υπόθεση Γ. Εισαγγελέας ν. Σπανιά, ανωτέρω, σελ. 390
:«Τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να εφαρμόζουν το νόμο και να χρησιμοποιούν το μηχανισμό τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Η απουσία μάρτυρα κατηγορίας δε δικαιολογεί την απόρριψη της ποινικής υπόθεσης, ειδικά κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.»
Υπό τις περιστάσεις η απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου θα πρέπει να ακυρωθεί. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης εξ υπαρχής από άλλη σύνθεση.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Π. Καλλής, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.