ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 159

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Εφεση Αρ. 7558)

8 Μαρτίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΝΩΛΗ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

― ― ― ― ―

Εφεσείων προσωπικά.

Ο. Σοφοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

― ― ― ― ―

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από δικαστήριο της Δημοκρατίας για απόπειρα φόνου και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 χρόνων. Εξήλθε από τις φυλακές με 24ωρη άδεια εξόδου χωρίς όμως να επανέλθει, ως όφειλε, κατά την καθορισμένη ημερομηνία και ώρα. Η Αστυνομία τον αναζητούσε και μετά από 14 ημέρες τον εντόπισε νύχτα στη Λεμεσό μαζί με άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής είχαν στην κατοχή τους ένα πυροβόλο όπλο επιτόπιας κατασκευής, ένα περίστροφο, φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων και διαρρηκτικά εργαλεία. Συνελήφθησαν και εναντίον τους προσάφθηκαν κοινές κατηγορίες αναφορικά με τη διάπραξη των αδικημάτων της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλων όπλων, εκρηκτικών υλών και διαρρηκτικών εργαλείων. Εναντίον του εφεσείοντα προσάφθηκαν με βάση το ίδιο κατηγορητήριο, πρόσθετες κατηγορίες για πλαστογραφία διαβατηρίου, παράνομη κατοχή πλάκας ή οργάνου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σφραγίδων και για παράνομη διατήρηση σταθμού ασύρματης τηλεγραφίας.

Το Κακουργιοδικείο ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκαν ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του, ενέκρινε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στις 11.3.2004.

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 25.11.2003 με την οποία διατάχθηκε η κατά τα ανωτέρω κράτηση του εφεσείοντα. Παραθέτουμε τους λόγους έφεσης όπως εκτίθενται στο εφετήριο:

«Η Ενδιάμεση Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 15227/03 ημ. 25-11-03 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού για κράτηση μου μέχρι 11-3-2004 όχι μόνο μου Στερή τα Συνταγματικά μου Δικαιώματα αλλά πιστεύω ότι το περιεχόμενο της Απόφασης με βρίσκη Ενοχο προτού ακόμα Δικαστώ.»

 

 

 

Ο εφεσείων, ο οποίος εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο τόσο πρωτοδίκως όσο και κατά την ακρόαση της έφεσης, ανέφερε ότι δικηγόροι που επέλεξε να τον εκπροσωπήσουν με νομική αρωγή αρνήθηκαν να αναλάβουν την υπεράσπισή του και η εκ τούτου παρουσία του στο Κακουργιοδικείο χωρίς δικηγόρο, συνιστούσε παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματός να έχει δικηγόρο της ιδίας αυτού εκλογής - Αρθρο 30.3(δ)* του Συντάγματος.

Είναι γεγονός ότι οι δικηγόροι που ο εφεσείων διαδοχικά επέλεξε για να αναλάβουν την υπεράσπισή του με νομική αρωγή ήταν απρόθυμοι να αποδεχθούν διορισμό. Ενόψει τούτου, το Κακουργιοδικείο προέβη στο διορισμό δικηγόρου από το τηρούμενο με βάση τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002 (Ν. 165(1)/2002) και το σχετικό διαδικαστικό κανονισμό μητρώο δικηγόρων. Η δικηγόρος αποδέχθηκε το διορισμό πλην όμως ο εφεσείων αρνήθηκε να εκπροσωπηθεί από τη δικηγόρο που διόρισε το δικαστήριο και ενόψει τούτου, η διαδικασία που αφορούσε στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για την κράτηση μέχρι τη δίκη του συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

Στην Ιωσηφίδης (Ππαϊλλα) ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 204 έγινε αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που διέπει το σύστημα νομικής αρωγής. Παραθέτουμε περικοπή της απόφασης που ετοίμασε ο Νικολαΐδης, Δ.,

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο κατηγορούμενος, αν δεν χρησιμοποιήσει το σύστημα νομικής αγωγής που του παρέχεται, δεν μπορεί να παραπονείται για έλλειψη νομικής εκπροσώπησης. (Biondo v. Italy, No 8821/79, 64 DR5 [1983] Com Rep.). Περαιτέρω, το άρθρο 6(3)(γ) της Συνθήκης δεν απαιτεί από το κράτος να επιτρέψει οιανδήποτε ανάμειξη του κατηγορούμενου στον διορισμό ή τη λειτουργία του δικηγόρου του που διορίστηκε με νομική αρωγή. Ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται καν να διαλέξει το δικηγόρο που θα τον εκπροσωπήσει με νομική αρωγή (X v. Netherlands, No. 846/60, 3 YB 273 [1961], X v. UK, No 9728/82, 6, EHRR 345 [1983], F v. Switzerland, No 12152/86, 61 DR 171 [1989]). Ούτε απαιτείται να ληφθεί η γνώμη του, όταν επιλεγεί δικηγόρος (X v. FRG No 6946/75, 6 DR 114 [1976]. Εξ άλλου δεν δικαιούται να επιμένει σε συγκεκριμένη γραμμή υπεράσπισης την οποία ο δικηγόρος του θεωρεί αβάσιμη (Νο 9127/80), 2 Digest 851 [1981]. Cf Kamasinski v. Austria, A 168, [1989] Com Rep, para 160. Βλέπε επίσης X v. U.K., No 8386/78, 21 DR 126 [1980]).

Ακόμα μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στις επισκέψεις των δικηγόρων, αν οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον, όπως για παράδειγμα προς αποφυγή παρακώλυσης της δικαιοσύνης (Campbell and Fell v. U.K., A 80 [1984], Can v. Austria, A96 [1985] Com Rep. para. 51-52).»

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων έχουμε την άποψη πως το δικαίωμα του εφεσείοντα να τύχει νομικής εκπροσώπησης δεν παραβιάστηκε. Ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να επιλέξει δικηγόρο ο οποίος με νομική αρωγή θα αναλάμβανε την υπεράσπισή του και παρασχέθηκε προς τούτο η ενδεδειγμένη βοήθεια από το αρμόδιο πρωτοκολλητείο. Ο εφεσείων αντιμετώπισε αρνητικά το διορισμό δικηγόρου από το ίδιο το Κακουργιοδικείο. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ο εφεσείων μόνο τον εαυτό του πρέπει να μέμφεται για τη μη εκπροσώπησή του από δικηγόρο.

Οι κατηγορούμενοι τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι και ως θέμα γενικής αρχής πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι περί του αντιθέτου. Η νομολογία* έχει συμπεριλάβει σε αυτούς τους λόγους και την πιθανότητα της μη προσέλευσης του κατηγορούμενου κατά τη δίκη. Η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολή αυστηρής ποινής αποτελούν βασικούς δείκτες που αφορούν στην εκτίμηση της πιθανότητας προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη του.

Στην Κρίνος Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 7237 κ.α., ημερ. 19.3.2002 αναφέρθηκαν τα εξής (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.)

«Είναι όμως επίσης νομολογημένο πως σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.

Στη Χ»Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45 ανασκοπήθηκε η νομολογία και εξηγήθηκε ακριβώς πως η πρόβλεψη σε σχέση με τα ενδεχόμενα μπορεί να έχει ως πηγή «εγγενείς ενδείξεις» που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης αλλά και το ιστορικό του υποδίκου και στοιχεία από την ίδια την υπόθεση.»

 

Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ο εφεσείων, βαρυποινίτης στις Κεντρικές Φυλακές, παραβίασε τους όρους της 24ωρης άδειας εξόδου που του χορηγήθηκε και αντί να επιστρέψει στη φυλακή για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του προτίμησε να εμπλακεί στην παρανομία φερόμενος ως δράστης των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται. Πρόκειται για σοβαρά αδικήματα τιμωρούμενα με αυστηρές ποινές φυλάκισης. Τα στοιχεία που η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήτοι, η ανεύρεση παράνομου οπλισμού και εκρηκτικών υλών στην κατοχή του εφεσείοντα κατά την επ΄ αυτοφώρω σύλληψή του σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι ο εφεσείων καταζητείτο ως δραπέτης των Κεντρικών Φυλακών, συνιστούν παράγοντες οι οποίοι δικαιολογούν την κατάληξη του Κακουργιοδικείου για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του. Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στις νομικές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και ενήργησε εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τη νομολογία και χωρίς να παραβιάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο της αθωότητας κατέληξε στην καθόλα ορθή απόφαση.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο